Ζωηφόρος

Έμπονη ενημέρωση στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο (α), του πρώην Μητροπολίτη Αττικής κ. Νικοδήμου,

Έμπονη ενημέρωση

στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο (α)

του πρώην Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος

κ. Νικοδήμου

από το περιοδικό «Ελεύθερη Πληροφόρηση», 16/11/2009

«Μή ἔλεγχε κακούς, ἵνα μή μισήσωσί σε·

ἔλεγχε σοφόν, καί ἀγαπήσει σε.

δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καί σοφώτερος ἔσται·

γνώριζε δικαίῳ, καί προσθήσει τοῦ δέχεσθαι»

(Παροιμ. θ΄ 8-9).

᾿Αγαπητέ ῾Ιερώνυμε,

Δέ θά σοῦ ἔγραφα αὐτή τήν ἐπιστολή, ἄν δέν ἤμουνα πεπεισμένος, ὅτι ὁ ὑψηλός δείκτης πνευματικῆς καλλιέργειας καί ἡ ποιότητα ἤθους, πού προσδιορίζονται μέ τήν ὑπόμνηση καί παρότρυνση τοῦ συγκεκριμένου στίχου τῶν Παροιμιῶν, ἀποτελοῦν προσωπική σου ἐπιλογή καί πνευματικό σου ἄθλημα, πού ἐμπλουτίζει τήν ἀρχιεπισκοπική σου προσωπικότητα καί σέ κάνει ἱκανό νά δέχεσαι τήν «ἐκ καθήκοντος» καί «ἐξ ἀγάπης» κριτική τῶν φίλων σου........

Συνηθέστατη πρακτική, πού προδίδει ἀναξιοπρέπεια καί ἰδιοτέλεια τοῦ δράστη καί μειώνει ἀπογοητευτικά τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀποδέκτη, φορέα ἑνός ὑψηλοῦ ἀξιώματος, εἶναι ἡ ἀνάλατη κολακεία. ῾Ο λιβανωτός, πού ἀντί νά ἀρωματίζει τήν ἀτμόσφαιρα καί νά ἀναδεικνύει τήν εὐγένεια τοῦ «διακεκριμένου» προσώπου, φλομώνει τό χῶρο, ἀποδεικνύει τήν πνικτική σκοπιμότητα τοῦ κόλακα καί προκαλεῖ κύμα φυγῆς. Πιστεύω, πώς αὐτή τήν ποιότητα τῆς προσέγγισης στόν ἱερό θρόνο τῆς εὐθύνης σου θά τήν ἔχεις ὑποστεῖ καί θά τήν ἔχεις ἀποστραφεῖ. Καί ἐπιλέγω νά προσεγγίσω, μέ εὐθύτητα καί μέ εἰλικρίνεια, τή σοφή, ἀρχιεπισκοπική σου συνείδηση καί νά καταθέσω μιά ἐνημέ-ρωση, πού ἐνῶ γιά τούς «κακούς» ἐξελίσσεται σέ πυροδότηση ὀργῆς καί μίσους, γιά τούς σοφούς ἀποβαίνει ἔναυσμα αὔξησης τοῦ ῾Αγιοπνευματικοῦ χαρίσματος τῆς ἀγάπης.

***

Σοῦ δηλώνω, ἐκ πρώτης ἀρχῆς, ὅτι δέ θά ἐπιτρέψω στόν ἑαυτό μου νά συντάξει ἕνα προσωπικό καί ἄκριτο κατηγορητήριο σέ βάρος σου. Θά ἀσκήσω διακόνημα ἁπλοῦ μεταφορέα. Θά σοῦ διαβιβάσω τίς κρίσεις καί τίς ἀντιδράσεις τοῦ εὐρύτατου λαϊκοῦ δυναμικοῦ, πού ἐνῶ φορτίζουν τόν ἀνοιχτό κοινωνικό χῶρο, δέν εἰσχωροῦν στά δικά σου ἐνδιαιτήματα. Τά ξεσπάσματα τῶν ψυχῶν, πού διαχέονται στό γήπεδο τοῦ μόχθου, ἄλλοτε, ὡς ἁπλός ψίθυρος, ἄλλοτε, ὡς νηφάλια κριτική καί ἄλλοτε, ὡς φορτισμένη ἐπαναστατικότητα.

Θέλω νά πιστεύω, πώς ἡ μεταφορά αὐτῶν τῶν λαϊκῶν ἀντιδράσεων στό τραπέζι τῶν μελετῶν σου καί τῶν σχεδιασμῶν σου-πρόκληση μελαγχολίας, κατά τήν ἀρχική της ἐμφάνιση-θά λειτουργήσει θετικά καί ἀποτελεσματικά. Θά σέ φέρει «κατενώπιον» μιᾶς πραγματικότητας, πού δέν σοῦ ἐπιτρέπεται νά τήν ἀγνοεῖς, ἀλλά εἶσαι ὑποχρεωμένος νά τήν ἀντιμετωπίσεις, θαρρετά καί ἡρωϊκά. Καί θά σέ βοηθήσει νά εὐρύνεις τούς ὁρίζοντες τῶν προσωπικῶν σου ὁραμάτων καί νά ἀναμορφώσεις τούς δεῖκτες καί τήν ποιότητα τῆς ποιμαντικῆς σου διακονίας.

Μετά ἀπό ὅλες αὐτές, τίς ἀπαραίτητες διευκρινίσεις, ἀνοίγω τήν καρδιά μου καί μεταφέρω μπροστά σου, τόν ψίθυρο, τόν πονεμένο στεναγμό καί τήν καυτή κραυγή τοῦ ποιμνίου σου καί τοῦ ποιμνίου μου καί ὅλης τῆς παρεμβολῆς τῆς ἑλληνικῆς ᾿Εκκλησίας. Τά καταθέτω στή συνείδησή σου καί στήν εὐθύνη σου. Καί συνοδεύω τήν πράξη τῆς κατάθεσης, μέ τή θερμή ἱκεσία στόν Κύριο, νά σέ φωτίσει καί νά σέ ἐνδυναμώσει, νά ὑπερβεῖς τά προσκόμματα καί νά ἐκπληρώσεις, μέ ἄνεση καί μέ πιστότητα, τό ἱερό χρέος σου.

***

1. Καταθέτω, μέ πολλή συνοχή ψυχῆς, τήν πρώτη ὀδυνηρή ἐμπειρία μου. Σ᾿ ὁποιοδήποτε χῶρο καί σ᾿ ὁποιαδήποτε συγκυρία ἡ πληροφόρηση ἤ ἡ ἐπεξεργασία τῆς ἐπικαιρότητας ἐγγίσει τό πρόσωπο καί τίς πρωτοβουλίες τοῦ προκαθήμενου τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἡ ἀντίδραση, πού ἐκσπάει ὁμόφωνα καί ἀποφασιστικά, εἶναι μία· «᾿Ανύπαρκτος». ῾Ο σημερινός ᾿Αρχιεπίσκοπος εἶναι φιγούρα κοσμημένη μέ τά διάσημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ προκαθήμενου, ἀλλά προσωπικότητα-ἄν καί, ὀφειλετικά, ἐνταγμένη στή δεοντολογία τῆς ἀποστολικότητας-ἀνύπαρκτη. Μέ διάθεση μελαγχολίας ἤ μέ μορφασμό ἀμφισβήτησης, οἱ συνομιλητές καταθέτουν τό καταστάλαγμα τῆς προσωπικῆς τους ἐμπειρίας, χαρακτηρίζοντας τόν ᾿Αρχιεπίσκοπο, τόν πατέρα καί ποιμένα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παρεμβολῆς, ὡς παράγοντα, θεσπισμένο μέν καί νόμιμα ἀνυψωμένο στόν ἐξουσιαστικό θρόνο, ἀλλ᾿ ἀποστασιοποιημένο ἀπό τήν τρέχουσα παραζάλη καί ἀνίκανο νά ἀναμετρηθεῖ μέ τίς καταιγίδες καί μέ τήν ὀδύνη τῆς ἐποχῆς μας. Τόν μετροῦν καί τόν ζυγίζουν, ὡς ἄφωνο καί ἄπραγο.

῎Ισως, ἀδελφέ μου, ἐνοχλημένος ἀπό τίς αὐτοθαυμαστικές κορόνες τῆς πρότερης ἀρχιεπισκοπικῆς διαδρομῆς, ἐπέλεξες τή σιωπή, ὡς νέο δεῖγμα ἐπισκοπικῆς ἀξιοπρέπειας καί ὡς τρόπο ταπεινότερης προσέγγισης στά προβλήματα καί στίς ἀγωνίες τοῦ ποιμνίου σου. Κάνοντας ἀναφορά σ᾿ ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο, ἐπιστρατεύω τό ἐπίρρημα «ἴσως», γιά νά καταστήσω σαφές, ὅτι ἡ ὑποψία μιᾶς τέτοιας ἐκδοχῆς δέν ἀποτελεῖ δική μου, ἀποσαφηνισμένη ἐπιλογή, ἀλλά μιά ἀπό τίς ἐκδοχές, πού μποροῦν νά ἀκουστοῦν, ἔστω καί ἄν δέ συνοδεύονται ἀπό τήν ἀπαραίτητη ἀποδεικτική διαλεκτική.

᾿Εκεῖνο, πού θέλω νά σοῦ ἐπισημάνω, ἀδελφέ ῾Ιερώνυμε, εἶναι ὅτι ἡ σιωπή σου, ξεπέρασε κάθε ἐπιτρεπτό ὅριο. Λειτούργησε καί προβλήθηκε στό λαό τοῦ Θεοῦ καί σ᾿ ὁλόκληρο τό κοινωνικό σύνολο, ὡς καταλυτική «ἀπουσία». ῾Ως σύνδρομο ἔμφοβου ἀποτραβήγματος ἀπό τό σκάμμα τοῦ θυσιαστικοῦ, ποιμαντικοῦ ἀθλήματος. Καί ὡς ἀνούσιος καί ἀναποτελεσματικός αὐτοπεριορισμός στίς ἄφωνες καί ἄγονες παρουσίες κατά τίς ἐπίσημες τελετές καί τίς κοσμικές δεξιώσεις.

Σ᾿ ὅλες τίς ἐθιμοτυπικές ἐκδηλώσεις, ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος δήλωσε καί δηλώνει «παρών». ᾿Αλλ᾿ ὁ λόγος του καί ὁ ρόλος του δέν ἐνεργοποιοῦνται. ῾Η καθαρά «πατερική» μαρτυρία, δέν ἐκπορεύεται ἀπό τά χείλη του καί δέν ἐκπέμπεται δυναμικά καί δραστικά, γιά νά προσδιορίσει τούς ὁρίζοντες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καί γιά νά προσφέρει «ἄρτο ἀλήθειας» καί «πόμα καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου τερατουργούμενον» στίς διψασμένες ὑπάρξεις.

***

Κατά τήν εἰκοσάμηνη θητεία σου στήν ἀρχιεπισκοπική ἔπαλξη (καί δέν εἶναι μικρό τό διάστημα) ἐμφανίστηκαν στόν ὁρίζοντα σύννεφα καί ἀπειλές, πού ἀναστάτωσαν τή συνείδηση τοῦ λαοῦ μας. Σύγχρονα ρεύματα, ἄγνωστης προέλευσης καί ἀδοκίμαστης ἀποδοτικότητας, πλημμύρισαν τά παράθυρα τῆς διαφήμισης καί χύθηκαν, σάν τσουνάμι ἀφανιστικό τῆς πνευματικῆς καί πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς.

῞Ολοι, ἀπό τή μιά ἄκρη τῆς χώρας ἴσαμε τήν ἄλλη, περίμεναν, μέ κομμένη τήν ἀνάσα, τό διδακτικό καί τόν ἐνισχυτικό λόγο τοῦ προκαθήμενου τῆς ᾿Εκκλησίας, νά ἐκφέρει φωτισμένη ἄποψη, νά δώσει τό στίγμα τῆς ἐξαγιασμένης ποιότητας τοῦ βίου καί νά ἀντιπαραταχτεῖ, μέ δυναμική διαλεκτική, στίς καιρικές σκοπιμότητες, πού αἰχμαλωτίζουν καί ἐμπορεύονται τή νεανική ἀπειρία καί τά ἀκόρεστα ὁράματά της, γιά ἐμπλουτισμό καί γιά καταξίωση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου.

᾿Οφείλω μιά διευκρίνιση· ῾Η προσδοκία τοῦ λαοῦ μας, κατά τό εἰκοσάμηνο τῆς δικῆς σου θητείας, δέν ὀπισθοδρόμησε σέ ἀναζήτηση τῆς ἀλαζονικῆς αὐτοπροβολῆς καί τῆς θορυβοποιοῦ τυμπανοκρουσίας κάποιων ξεπερασμένων πρακτικῶν. ῏Ηταν γέννημα τῆς δίψας γιά «φῶς καί ζωή». Γιά ἀποστολικό εὐαγγελισμό. Καί γιά πατρική ὁδηγία τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. ῏Ηταν ἱκετευτική ἀναφορά στήν ὑψηλή ἐκκλησιαστική ἔπαλξη, στόν πρῶτο πατέρα καί ποιμένα, πού διατηρεῖ τήν ἀποστολική διαδοχή, πού «εὐαγγελίζεται τόν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ» καί φωτίζει «πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμέ-νου ἀπό τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῶ, τῷ τά πάντα κτίσαντι διά ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (᾿Εφεσ. γ΄ 8-9).

Αὐτό τό σοβαρό Θεολογικό λόγο, αὐτό τό «παραμύθιον τῆς ἀγάπης» (Φιλιπ. β΄ 1), αὐτή τή σπονδή «ἐπί τῇ θυσίᾳ καί λειτουργία τῆς πίστεως» (Φιλιπ. β΄ 17) τοῦ ποιμνίου, προσδοκοῦσαν, μέ λαχτάρα καί ἀγωνία τά προβληματισμένα τέκνα τῆς μητέρας ᾿Εκκλησίας. ᾿Αλλά δέν τά βρῆκαν. Στήλωσαν τό βλέμμα στό πρόσωπό σου. Καί τό εἶδαν ψυχρό καί ἀνέκφραστο. ῎Εστησαν τό αὐτί στά μεγάφωνα καί στά παράθυρα τῆς καθημερινῆς ἐνημέρωσης, πού ἱστοροῦσαν ἤ σχολίαζαν τή δραστηριότητα τῆς Συνοδικῆς ἡγεσίας. Καί δέν ἄκουσαν ἀναμετάδοση μεστοῦ λόγου, ἀγαπητικῆς διαλεύκανσης τῶν μοντέρνων κοινωνικῶν γρίφων καί χαρισματικῆς, Πατερικῆς διδαχῆς τῆς ἀλήθειας, πού ἐλευθερώνει τήν ὕπαρξη. Μαραζωμένοι, ἔμειναν νά ἐπεξεργάζονται τά ἀναπάντητα ἐρωτήματα· Γιατί αὐτή ἡ παγερή σιωπή; Γιατί ἡ αἰνιγματική ἀπουσία;

***

῎Αν κάποιος, τολμηρός καί πιστός στήν ἀποστολικότητα τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ σου χαρίσματος, θεωρήσει ἐπάρκεια τίς μικρές, ἐποχιακές ἐξόδους σου ἀπό τήν ἀπόλυτη σιωπή καί τίς προβάλει γιά νά καλύψει τά κενά καί νά ἀναστηλώσει τό κύρος σου, δέ θά βρεῖ σύμφωνη τήν κοινή γνώμη. ᾿Αντί γιά ἀνταπόκριση στήν εἰσήγησή του, θά συναντήσει ἐμπρηστικότερη τήν ἀντίδραση.

Αὐτή τήν περιπέτεια τήν ἔζησα προσωπικά καί εἶμαι ὑποχρεωμένος νά σοῦ μεταφέρω τό κλίμα της.

῎Ανθρωποι τῆς ᾿Εκκλησίας, πού ὕψωσαν εὐγνώμονη καρδιά στόν «ποιμένα καί ἐπίσκοπον τῶν ψυχῶν» ἡμῶν (Α΄ Πέτρ. β΄ 25) καί Τόν εὐχαρίστησαν, μέ πηγαία χαρά, γιά τήν ἀνάδειξή σου, βρέθηκαν μπροστά μου ἐντελῶς ἀλλαγμένοι καί ἱστόρησαν, μέ πόνο καί δάκρυ, τήν καινούργια ἐκκλησιαστική περιπέτεια. Μεταξύ τῶν ἄλλων, ξεδίπλωσαν καί κάποια ἀποσπάσματα ἀπό τά ρεπορτάζ, πού κυκλοφοροῦν στό διαδίκτυο καί κάποια δημοσιεύματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τύπου. Καί, διαβάζοντάς τα, μέ ἔστησαν «πρό ἕξι βημάτων». ᾿Αμφισβήτησαν τή Θεολογική καί τήν ᾿Εκκλησιολογική ἐνάργεια τῶν μηνυμάτων σου καί τῶν ἀνακοινώσεών σου. ῎Εφτασαν στήν ἀκραία ἐκδοχή, νά ὑπογραμμίσουν, ὅτι κάποιες προτάσεις σου ἐκφεύγουν ἀκόμα καί ἀπό τούς κανόνες τῆς ἄρτιας διατύπωσης τῆς μητρικῆς μας γλώσσας, σύμπτωμα, πού ἐγώ ἐπιμένω νά τό χρεώνω στίς ἀπροσεξίες τῶν συνεργατῶν σου.

᾿Από τό σωρό τοῦ ὑλικοῦ, πού ἀνασκάλεψαν οἱ συνομιλητές μου, περιορίζομαι στήν παρουσίαση δυό μόνο παραδειγμάτων.

Τό πρῶτο· Σέ συνομιλία τοῦ ποδαριοῦ, διατύπωσες, ἀδελφέ μου, τήν ἄποψη, πώς τό νά ἀναφέρεται κανείς, κατά τίς πολλαπλές καί ἀπανωτές ἐμφανίσεις του, μόνο σέ ἕνα ἀπό τά μεγάλα καί δυσεπίλητα ἐθνικά μας θέματα καί νά στιγματίζει, μέ καυτή ἐπιχειρηματολογία, τούς ἀδέξιους χειρισμούς τῶν ἁρμόδιων πολιτικῶν μας παραγόντων, συνιστᾶ αἵρεση. Κανένας ἀπό τούς ἀκροατές αὐτῆς τῆς δημοσιογραφικῆς σου συνέντευξης δέν μπόρεσε νά ἐξηγήσει, πῶς ὁ περιορισμός τοῦ ἐνδιαφέροντος καί τῆς μαχητικῆς δραστηριότητας στό «ἕνα ἐθνικό θέμα», ἀποτελεῖ αἵρεση. ῾Η αἵρεση εἶναι στρέβλωση τῆς διδαχῆς, ἀλλοίωση τῶν νοημάτων τῆς Βιβλικῆς ᾿Αποκάλυψης, προδοσία τῶν Συνοδικῶν ῞Ορων καί τῆς καταξιωμένης Πατερικῆς ἑρμηνείας τους. Τό νά μιλήσει, ὅμως, κανείς καί νά διαμαρτυρηθεῖ-μονότονα καί μονότροπα-γιά τά πραξικοπήματα τῶν Τούρκων ἤ γιά τήν κλοπή τῶν σελίδων τῆς δοξασμένης ἱστορίας μας ἀπό τούς Σκοπιανούς, ἐκφεύγει ἀπό τή Θεολογική δεοντολογία. ῾Η τυχόν ἐπιμονή σ᾿ αὐτό τό χαρακτηρισμό ἐκτρέπει τό λόγο στό πεζοδρόμιο τῆς φαιδρότητας. Ποιός κανόνας τῆς ἱστοριογραφίας ἤ τοῦ συντακτικοῦ ἤ ποιός ῞Ορος τῶν Οἰκουμενικῶν μας Συνόδων στιγματίζει, ὡς αἵρεση, τό κλείδωμα τοῦ μυαλοῦ στό ἕνα θέμα καί ποιός ᾿Επίσκοπος ἤ ἐμβριθής Θεολόγος ἤ εὐλαβής πιστός θά τολμήσει νά ἰσχυριστεῖ, πώς πρέπει νά συνέλθει ἡ Σύνοδος τῆς ῾Ιεραρχίας ἤ ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος, γιά νά κατονομάσει τήν αἵρεση καί νά ἐπιβάλει ποινές στόν αἱρετικό ἤ στούς αἱρετικούς;

Θά ἐγγίσω τό δάχτυλο καί στό δεύτερο περιστατικό·

Σχετικά πρόσφατα, ὅταν ἄνοιγαν τά σχολεῖα καί τά νέα παιδιά, ὁ ἀνθός τῆς ᾿Εκκλησίας, ἔτρεχε νά συλλέξει γνώση καί ἦθος, εἶχες τήν ἔμπνευση-καί πολύ καλά ἔκανες-νά στείλεις ἀνοιχτή, ἐγκύκλια ἐπιστολή στούς ἐκπαιδευτικούς. Πρώτιστα, γιά νά τούς ἐνισχύσεις μέ τήν εὐλογία σου. Καί, μετά, γιά νά προσθέσεις στήν ὀλιγοχρόνια ἤ στήν πολυχρόνια πείρα τους τό πολύτιμο θησαύρισμα τῆς δικῆς σου ἐμπειρίας, μιά καί σοῦ παραχώρησε ὁ Θεός τήν εὐκαιρία νά διακονήσεις τήν ἐκπαίδευση, νά σταθεῖς, γιά κάμποσα χρόνια, πλάϊ στούς μαθητές σου καί νά εἰσφέρεις τίς ἀγωνίες καί τά ὁράματά σου καί τούς σχεδιασμούς σου στήν ὁμήγυρη τῶν συναδέλφων σου καθηγητῶν.

῾Η πρωτοβουλία σου ἐπαινετή καί συγκινητική.

῾Ωστόσο, τό κείμενο τῆς ἀνοιχτῆς ἐπιστολῆς σου, πού ἔφτασε στά χέρια τῶν καθηγητῶν καί τῶν δασκάλων, ἀντί γιά σοβαρό προβληματισμό καί πατρική ἐνίσχυση, ἐρωτήματα γέννησε καί χαμόγελα. ῎Οχι μόνο οἱ παραλῆπτες της ἐκπαιδευτικοί, ἀλλά καί οἱ ὁποιοιδήποτε ἀναγνῶστες της, πού τή συνάντησαν, ἀνασκαλεύοντας τόν ὄγκο τοῦ καθημερινοῦ Τύπου, δέν κατάφεραν νά ἐξηγήσουν, τί σχέση εἶχε τό παιχνίδισμα κάποιων ἐντυπωσιακῶν, ἀλλά ξεκομμένων φράσεων, πού διανθίζουν τήν ἐπιστολή σου, μέ τό βαρύ καί ὑπεύθυνο ἔργο τῆς παιδείας καί μέ τά προβλήματα, πού σώρευσε ἡ ἐποχή μας γύρω ἀπό τό σχολειό, μέσα στίς διδακτικές αἴθουσες καί στό βάθος τῶν νεανικῶν καρδιῶν, πού ταλαντεύονται, ἀπό τή βαρειά κατάθλιψη στήν ἐκρηκτική βαρβαρότητα. Νά σέ παραπέμψω σέ κάποιες φράσεις σου καί νά ζητήσω τήν ἑρμηνεία τους;

Γράφεις· «᾿Επιθυμῶ μόνο νά θυμηθοῦμε, νά προβληματιστοῦμε, νά διαλεχθοῦμε καί νά ὑπερβοῦμε. Δέν μέ ἐνοχλεῖ ἡ διαφωνία. Σάν πατέρας πολλά χρόνια ἀσκοῦμαι σέ αὐτή. Δέν μέ ἐνοχλεῖ ὅτι ἴσως “ἡ μνήμη νά εἶναι ἁπλῶς τό φιλολογικό ψευδώνυμο τῆς λήθης” ἀρκεῖ νά μήν ἀφανίζεται ἡ ἔγνοια γιά τά παιδιά μας. Μοῦ ἀρκεῖ ἡ ὑπέρβαση. ῾Η δυνατότητα νά ἀλλάζουμε ζωή, ὅταν ὁ ποιητής τονίζει τό λάθος μέ θαυμαστικό». Ποιό ἄραγε εἶναι τό δυναμικό μήνυμα, πού ἐκπέμπει ἡ φράση αὐτή στούς ἁρματηλάτες τῆς νέας γενιᾶς;

Γράφεις παρακάτω· «῾Ο ποιητής προσθέτει· Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστική τά παιδιά καί λάβανε τήν ἀπόφαση, ἐπειδή τά κακά μαντάτα πλήθαιναν στήν πρωτεύουσα, νά βγοῦν ἔξω σέ δρόμους καί πλατεῖες, μέ τό μόνο πράγμα πού τούς εἶχε ἀπομείνει· μιά παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ᾿ ἀνοικτό πουκάμισο, μέ τίς μαῦρες τρίχες καί τό σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. ῞Οπου εἶχε κράτος καί ἐξουσία ἡ ῎Ανοιξη». Πιστεύω, πώς ἐκεῖνοι, πού διάβασαν αὐτή τήν παράγραφο τῆς ἐπιστολῆς σου (εὔχομαι νά εἶναι ὁριστικά λαθεμένη ἡ ἐκτίμησή μου) ἔσκασαν ἕνα χαμόγελο καί ἔσπρωξαν τό χαρτί στά ἀζήτητα.

῎Αν, ἀδελφέ μου, πρίν πιάσεις στό χέρι τόν κάλαμο, γιά νά ἰχνογραφήσεις τούς προβληματισμούς σου καί τούς στοχασμούς σου, τή λαχτάρα σου καί τήν προσευχή σου, γιά τήν πνευματική καί ἐπαγγελματική ἀνθοφορία τῆς νέας γενιᾶς, ἔπιανες κάποιο Πατερικό κείμενο καί τό μελετοῦσες μέ προσοχή, ὁ αἰφνιδιασμός καί τό θάμβος θά γέμιζαν τήν ψυχή σου καί οἱ ὁρίζοντες θά λούζονταν στό φῶς. Θά ἔγραφες σάν πατέρας καί σάν ποιμένας. Σάν κομιστής τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος, πού νοηματίζει τά φτερουγίσματα τῶν νεανικῶν ὑπάρξεων καί καταξιώνει τά ὁράματά τους καί τούς ἀγῶνες τους.

***

Εἶναι αὐτόδηλο, πώς οἱ πολλές ἐπιφυλάξεις καί τά ἁλυσιδωτά παράπονα τοῦ πλήθους, πού παρακολουθοῦν καί σταθμίζουν τά βήματά σου, δέν μποροῦν νά στριμωχτοῦν στό μικρό πίνακα τοῦ παρόντος ἐνημερωτικοῦ σημειώματός μου. Τά ἀκούσματα, πού διασταυρώνονται, εἶναι πολλά, ὅπως πολλές εἶναι καί οἱ ἀφορμές, πού δίνεις σύ, ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος καί πρῶτος ποιμενάρχης τῆς ἑλληνικῆς μας ᾿Εκκλησίας, μέ τίς ὁμιχλώδεις, Θεολογικά ἤ συντακτικά, ἀνακοινώσεις σου. Καί οἱ κρίσεις ἀντιστοιχοῦν στό φάσμα τῶν περιπτώσεων. Κάποια ἀπό τά μέλη τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐλῆς, πού βηματίζουν στή χρονική μεσότητα τοῦ δρόμου τους ἤ καί σέ ἀκόμα πιό προχωρημένη διαδρομή καί κουβαλοῦν στίς ἀποσκευές τους παλιές ἐμπειρίες καί ξεθωριασμένες ἀναμνήσεις, δίνουν τό σῆμα, ὄτι ἐπιστρέψαμε στήν περίοδο τῆς ἀρχιεπισκοπικῆς θητείας τοῦ μακαριστοῦ Θεοκλήτου. Θυμοῦνται τίς ἀπρόσμενες ἀναφορές καί προσφωνήσεις, πού ἔκανε ἐκεῖνος, ὅταν στεκόταν μπροστά στό μικρόφωνο. Καί διηγοῦνται, μέ χιουμοριστική διάθεση, τίς πυκνές συστάσεις, πού τοῦ ἀπηύθυνε ὁ ἀείμνηστος Θεολόγος καί ἰδιοκτήτης τοῦ περιοδικοῦ «᾿Ενορία», ᾿Ανδρέας Κεραμίδας. ῎Εγραφε καί ξανάγραφε· «παρακαλεῖται ὁ Μακαριώτατος νά μήν ὁμιλεῖ».

῾Ο ᾿Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος δέν ἀποδεχόταν τή σύσταση καί δέν ἔβαζε φραγμό στή γλωσσική του ἀκράτεια. Καί ὁ Κεραμίδας δέν ἔπαυε νά ἐπαναλαμβάνει τή σύστασή του καί νά προτρέπει τόν ᾿Αρχιεπίσκοπο σέ σιωπή.

Καί κάτι, πρόσθετο, πού, πιστεύω, ὅτι θά τό ἔχεις ἀντιληφθεῖ καί θά σοῦ ἔχει προξενήσει θλίψη, ἴσως καί ἀναδίπλωση. ᾿Ενῶ τό σύνδρομο τῆς πνιγηρῆς σιωπῆς καί ἀπραξίας σου, τό διανθισμένο μέ κάποια λεκτικά ἀνοίγματα λαθεμένης διατύπωσης, εἶναι «τοῖς πᾶσι» γνωστό, ἡ ἀντίδραση δέν εἶναι ὁμότροπη. ᾿Από ὅλες τίς πτέρυγες ἠχεῖ ἡ διαπίστωση, ὅτι ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος εἶναι «ἀνύπαρκτος». ᾿Αλλά ἡ ἐκτίμηση τοῦ φαινομένου γίνεται μέ διαμετρικά ἀντίθετα κριτήρια.

Οἱ παράγοντες, πού ἔχουν στόχο ζωῆς τήν περιθωριοποίηση τῆς ᾿Εκκλησίας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τή χαίρονται καί τήν ἀπολαμβάνουν. Τή θεωροῦν, ὅτι ἀνταποκρίνεται στή σκοπιμότητά τους. Καί τήν ἐμφανίζουν στά δημοσιεύματά τους καί στίς ἀνταποκρίσεις τους, ὡς ὑπέρβαση τῆς ἐγωπαθοῦς φλυαρίας τοῦ παρελθόντος, ὡς ἑκούσιο αὐτοπεριορισμό στήν ἱερατική τελετουργία καί ὡς σώφρονη παραχώρηση τῶν ἠνίων τῆς κοινωνικῆς ἀνάπτυξης καί τοῦ πολιτισμοῦ στά ἔμπειρα χέρια τῶν ἐκπροσώπων τῆς ἀθεϊστικῆς νεωτερικότητας.

Οἱ ἄνθρωποι τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ποτισμένοι μέ τό «ὕδωρ τό ζῶν» (᾿Ιωάν. δ΄ 10) τοῦ Εὐαγγελίου καί μέ τά κρυστάλλινα νάματα τῆς Πατερικῆς ποιμαντικῆς, πονοῦν, θλίβονται καί αἰσθάνονται προδομένοι. Περίμεναν ἄνοιξη. Καί ἦρθε χειμώνας. Σκοτεινιά καί παγερότητα. ᾿Αποσύρονται στήν ἡσυχία καί στή σιωπή τοῦ δωματίου τους καί ἀφήνονται στή θερμή προσευχή. ῾Ικετεύουν καί προσδοκοῦν. Νά ἀλλάξει τό κλίμα. Νά γίνει αἰσθητή καί ὁδηγητική ἡ παρουσία τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου. Νά ἠχήσει τό ᾿Αποστολικό μήνυμα. Νά λάμψει ἡ Πατερική κληρονομιά.

Θά μοῦ ἐπιτρέψεις νά σοῦ καταθέσω μιά προσωπική δήλωση. ᾿Ανάμεσα σ᾿ αὐτούς, πού πονοῦν καί προσεύχονται, βρίσκομαι καί ἐγώ. Παρακολουθῶ τίς ἐξελίξεις. Μελετῶ τά ρεύματα. Καί, κρατώντας στό χέρι, σάν μισοσβησμένη λαμπάδα, τήν ἐλπίδα, ἱκετεύω τόν Σταυρωμένο καί ᾿Αναστημένο ᾿Ιησοῦ, τόν Κύριό μας καί ᾿Αρχηγό τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Ζητῶ νά δώσει φῶς καί δύναμη σέ σένα. Καί νά σέ ἀναδείξει χαρισματικό ποιμένα τῆς ᾿Εκκλησίας Του.

Λυπᾶμαι, πού δέν κατόρθωσα νά ἐξαντλήσω τό ὀδυνηρό μνημόνιο τῶν λαϊκῶν ἀντιδράσεων, κατά τήν κατάστρωση τούτου τοῦ κειμένου μου. ᾿Αναγκαστικά, θά συμπληρώσω, μέ τό ἑπόμενο. ᾿Ελπίζω ὅτι θά ἔχω τήν ἀγάπη σου καί τήν ἀνοχή σου.

πηγή: http://thriskeftika.blogspot.com/2009/11/blog-post_9191.html

και http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=939

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel