Ὅλο τό μυστικό νόημα τῆς ἀξίας τῶν ἁγίων καί τῶν λειψάνων τους, εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί πίστεψαν σοβαρά στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν πίστη τους, γράφτηκε στό αἷμα τους, στό σῶμα τους, στά κόκκαλά τους. Καί προπαντός ἐγράφτηκε στήν ψυχή τους μέσα, γιατί τό ἀγάπησαν μέ ὅλη τους τή δύναμη. Καί δέν ἐδίστασαν γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νά θυσιάσουν καί τή ζωή τους. Καί ὅποιος ἄνθρωπος πιστεύει στό Χριστό, θυσιάζει κάτι ἀπό τή ζωή του, γιά νά μή χωρίζεται ἀπό τόν Χριστό.
Νηστεύει, κάνει προσευχές, κάνει ἐλεημοσύνες, ὑποτάσσεται καί ἀποδέχεται τούς νόμους καί τούς θεσμούς τῆς ἐκκλησίας καί προσπαθεῖ νά συμμορφωθεῖ μ’ αὐτούς.
Βέβαια ὅποια θυσία καί νά κάνομε γιά τόν Χριστό εἶναι μικρή. Γιατί εἶναι ὁ Κύριος τῆς δόξης ὅπως τό διακήρυξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού σήμερα ἐπιτελοῦμε τή μνήμη τους.
Ἀλλά ἄς ἀναφέρομε κάποια περιστατικά ἀπό τήν Ἁγία Γραφή πού τονίζουν αὐτή τήν ἀλήθεια. Ποῦ δείχνουν, τί σημαίνει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
2. Ἡ φλεγομένη βάτος
Γράφει ἡ Ἁγία Γραφή: Μιά ἡμέρα περπατοῦσε ὁ Μωυσῆς στήν ἔρημο. Καί ξαφνικά βλέπει μπροστά του ἕνα παράξενο πράγμα. Μιά φωτιά βγαίνει μέσα ἀπό ἕνα βάτο. Ἡ φωτιά συνεχῶς θεριεύει, καίει, καί τό βάτο μένει καταπράσινο. Καίει ἡ φωτιά, τό βάτο δέν καίγεται. Τί παράξενο πράγμα! Μά γίνονται αὐτά τά πράγματα; Φυσικά ὄχι. Πλησιάζει νά δεῖ καί ἀκούει μέσα ἀπό τό βάτο τόν Θεό τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό νά τοῦ λέει:
-Μωυσῆ, μήν πλησιάζεις ἐδῶ. Ὁ τόπος πού γίνεται αὐτό τό θαῦμα εἶναι ἅγιος καί ἱερός. Βγάλε τά παπούτσια σου γιά νά πατήσεις καί νά ρθεῖς πιό κοντά.
Ἔχομε ἐδῶ ἕνα θαῦμα. Ἐφανέρωσε, ἄφησε τό ὄνομά του, τήν παρουσία του, γιά δυό λεπτά ὁ Θεός τῆς δόξης. Τό βάτο καιγόταν χωρίς νά κατακαίγεται. Γίνονται αὐτά τά πράγματα; Μέ φυσικούς νόμους ὄχι. Μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔγινε.
Μήπως τρελλάθηκε ὁ Μωυσῆς καί ἔβλεπε τό βάτο νά καίγεται χωρίς νά κατακαίγεται; Οἱ τρελλοί, δέν ἀντέχουν κανένα. Ὁ Μωυσῆς, ἄντεχε σαράντα χρόνια τούς Ἑβραίους, νά τοῦ ψήνουν τό ψάρι στά χείλη. Καί εἶχε τέτοια πραότητα καί εἰρήνη καί ὑπομονή, πού μόνο ἄνθρωποι μέ σιδερένια νεῦρα τήν ἔχουν. Καί διατηροῦσε πάντοτε βαθιά καλωσύνη.
3. Ὁ ἥλιος εἶδε τόν βυθό
Δεύτερο παράδειγμα: Εἶπε ὁ Θεός εἰς τόν Μωυσῆ:
-Χτύπησε μέ τό ραβδί σου τήν θάλασσα καί θά γίνει ξηρά. Καί θά περάσετε ἀπέναντι καί θά γλυτώσετε ἀπό τόν Φαραώ πού ἔρχεται ἀπό πίσω σας νά σᾶς σφάξει.
Ἔκανε ὑπακοή ὁ Μωυσῆς, χτύπησε μέ τό ραβδί του τήν Ἐρυθρά θάλασσα καί ἡ θάλασσα ἄνοιξε. Εἶπε ὁ Θεός νά φύγει τό νερό ἀπό τόν πάτο τῆς θάλασσας γιά νά περάσει ὁ λαός του, νά σωθεῖ. Καί τί ἔγινε; Τό νερό ἔφυγε. Πόσους αἰῶνες μαλάκωνε ὁ πάτος τῆς θάλασσας; Πόσο νερό ἔπρεπε νά ἔχει ρουφήξει; Μέχρι ποῦ νά ἔχει φτάσει; Πόσους μῆνες λιακάδα χρειαζόταν γιά νά στεγνώσει;
Καί πέρασαν τήν Ἐρυθρά Θάλασσα οἱ Ἑβραῖοι χωρίς νά πάρουν ὑγρασία τά πόδια τους. Γιατί δέν εἶχε μείνει στόν πάτο τῆς θάλασσας οὔτε ἴχνος ὑγρασίας, ἐπειδή ἔτσι τό θέλησε ὁ Κύριος τῆς δόξης. Ἐκεῖνο πού δέν θά ἔκανε ἡ θάλασσα ἐάν ἔκαιγε μέσα της ἕνα καμίνι, μέ τί βαθμούς; Πεντακόσιους νά ἦταν; Μέ χίλιους βαθμούς; Πού νά ἐκαιγε μιά ἡμέρα, μιά βδομάδα ἤ καί περισσότερο, ἔγινε γιά μιά στιγμή γιατί τό θέλησε ὁ Θεός.
4. Τά ροῦχα πού θεραπεύουν
Ἄλλο θαῦμα: Ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο καί φόραγε ὅπως φορᾶμε ὅλοι μας, ροῦχα. Καί ἐπειδή τά ροῦχα ἀκουμποῦσαν ἐπάνω του, εἶπε μιά γυναίκα αἱμορροούσα: «Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος τῆς δόξης, χρειάζεται νά τοῦ παρουσιαστῶ; Νά τοῦ ἀναφερθῶ; Χρειάζεται μήπως νά κάνω τίποτε ἄλλο; Χρειάζεται ἐκεῖνος νά μέ σταυρώσει, γιά νά γίνω καλά; Θά πάω μόνο ἀπό πίσω καί θά ἀκουμπήσω τό ροῦχο του».
Πῆγε καί ἴσα πού ἀκούμπησε μέ τό δαχτυλάκι της, τό ροῦχο του καί ἀμέσως ἔγινε καλά. Γιατί ἀδελφοί;
Γιατί τό ροῦχο αὐτό ἀκουμποῦσε πάνω στὀν Θεό τῆς δόξης.
Γιατί πάλι λέμε, ὅτι τό μεγαλύτερο ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου εἶναι ὁ Σταυρός; Γιατί στό Σταυρό καρφώθηκε ὁ Χριστός καί ἔρρευσε τό αἷμα του ἐπάνω στό Σταυρό. Καί ἔγινε, ἐπειδή ὁ Χριστός σταυρώθηκε γιά μᾶς τό μεγαλύτερο ὅπλο μας ἐναντίον ὅλων τῶν κακῶν δυνάμεων καί τοῦ διαβόλου. Καί τό ὅπλο τῆς εὐλογίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ.
Ὅταν θέλει ὁ παπάς νά εὐλογήσει ἕνα Σταυρό κάνει. Ἤ μέ τό χέρι του ἤ μέ τό Σταυρό ἤ ὅπως καί ἄν θέλει. Ὅτι εὐλογία καί ἄν θέλει νά δώσει ἕνα Σταυρό φτειάχνει.
5. Χαρίζει τό φῶς
Θυμᾶστε τήν περασμένη Κυριακή τό Εὐαγγέλιο; Πῆγε ὁ Χριστός καί βρῆκε ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό. Πράγμα τό ὁποῖο σημαίνει δέν εἶχε μάτια. Εἶχε γεννηθεῖ χωρίς μάτια. Καί ὁ Χριστός τί ἔκανε; Ἔφτυσε στή γῆ ἔφτειαξε λάσπη μέ τό φτύσμα του καί τοῦ κόλλησε τήν λάσπη ἀπάνω στά μάτια του. Τόν ἐπέχρισε. Τοῦ ἔβαλε λάσπη στά μάτια. Ἐμεῖς ὅταν θέλομε νά ποῦμε κάτι γιά κακό, λέμε «Λάσπη στά μάτια τοὔβαλε». Ὁ Χριστός τοὔβαλε λάσπη στά μάτια καί τοῦ εἶπε «πήγαινε πλύσου».
Μόλις πλύθηκε ἄνοιξαν τά μάτια του, ὄχι μόνο τοῦ σώματος, ἀλλά καί τά μάτια τῆς ψυχῆς. Εἶδε ὅλη τήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου, καί εἶδε ὄχι μόνο τήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου ἀλλά καί τήν ὀμορφιά τοῦ Κυρίου τοῦ κόσμου. Εἶδε τήν καλωσύνη καί τήν ἀγαθότητα καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τῆς δόξης, πού εἶχε γίνει ἄνθρωπος καί ἦλθε στόν κόσμο γιά μᾶς. Γιά νά καταλάβομε ἀπό τήν δική του ἀγάπη, ποιό εἶναι τό μυστικό πού πρέπει νά ἑνώσει καί νά ἑνώνει τούς ἀνθρώπους: Ἡ ἀγάπη καί ἡ καλωσύνη.
6. Νεκροί ἐγείρονται
Ἕνα τρίτο περιστατικό. Πῆγε ὁ Χριστός σ’ ἕνα τάφο. Τέσσερες μέρες ἦταν μέσα πεθαμένος ὁ ἄνθρωπος καί βρωμοῦσε. Τό ἔλεγαν ὅλοι. Ἀκόμη καί οἱ δικοί του ἔλεγαν ὅτι βρωμοῦσε πιά. Δηλαδή εἶχε πάθει ἀποσύνθεση.
Στάθηκε ὁ Χριστός καί λέει:
-Ἀνοῖχτε τόν τάφο.
-Μά πῶς; Ἀφοῦ βρωμάει.
-Ἀνοῖχτε.
Τόν ἄνοιξαν καί εἶδαν ὅλοι τόν πεθαμένο στήν κατάσταση πού ἦταν. Φώναξε ὁ Χριστός:
-Λάζαρε, δεῦρο ἔξω.
Καί ὁ Λάζαρος σηκώθηκε γιά νά βγεῖ ἔξω, καί βγῆκε ἔξω. Πῶς βγῆκε; Οἱ Ἑβραῖοι τύλιγαν τούς πεθαμένους, ὅπως τύλιγαν τίς παλαιότερες ἐποχές οἱ μητέρες τά μωρά, μέ τή φασκιά. Μποροῦσε νά κουνήσει χέρι καί πόδι τό παιδί, ὅταν ἦταν τυλιγμένο μέ τήν φασκιά; Τίποτα. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος τυλιγμένος μέ τέτοια ζουνάρια, ἔμενε ἀκίνητος. Πῶς περπάτησε ὁ Λάζαρος; Πῶς σηκώθηκε ὁ τετραήμερος; Πῶς βγῆκε ἔξω; Γιατί βγῆκε ἔξω σέ αὐτή τήν κατάσταση; Γιατί δέν ἦταν δυνατόν νά μήν κάνει ὑπακοή σ’ ἐκεῖνον πού διέταζε.
Εἶπε ὁ Χριστός:
-Τώρα λύστε τον, νά περπατήσει καί μέ τά δικά του πόδια. Ἀφεῖστε τον νά περπατήσει μέ τά δικά του πόδια. Τόν ἔλυσαν καί περπάτησε μόνος του.
7. Ἡ πιό δυνατή φωνή
Αὐτή εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Μήπως «θέλει πολύ» ὁ Χριστός, γιά νά ἔχει μιά ἔνδοξη παρουσία; Φράζεται πουθενά ὁ παντοδύναμος Θεός; Εἶναι δυνατόν νά τό φαντασθεῖ κανείς; Καί ἄν τό φαντάζεται, ἔχει τήν πίστη τή σωστή; Δέν τήν ἔχει.
Ἀλλά ἄς δοῦμε, ποιό εἶναι τό μεγαλύτερο γεγονός πού μᾶς δείχνει τήν δόξα τοῦ Κυρίου.
Κατέβηκε ὁ ἄγγελος, πῆγε στή Ναζαρέτ καί βρῆκε τήν ἁγία Θεοτόκο. Τῆς εἶπε:
-Θά γεννήσεις τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί τόν σωτήρα τοῦ κόσμου.
Λέει ἡ Παναγία:
-Μά πῶς θά γίνει αὐτό; Ἐγώ ὑποσχέθηκα στό Θεό παρθενία. Ἀφιερώθηκα στόν Θεό. Εἶπα: «γιά τήν δόξα του καί γιά τήν ψυχή μου, δέν θά παντρευτῶ ποτέ». Πῶς τώρα θά παντρευτῶ; Θά παραβῶ καί τόν ὅρκο μου;
Λέει ὁ ἄγγελος:
-Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ. Θά ρθεῖ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπάνω σου. Καί χωρίς νά παντρευτεῖς καί χωρίς νά συνευρεθεῖς μέ ἄνδρα θά γεννήσεις τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί λυτρωτή τοῦ κόσμου.
Τό πίστευσε, ἡ Παναγία τό ἐδέχθη, γιατί ἦταν φωνή τοῦ Θεοῦ.
Καί αὐτοστιγμεί, ὅταν ἔφυγε ὁ ἄγγελος, ξεκίνησε νά πάει νά χαιρετήσει τήν Ἐλισάβετ τήν σύζυγο τοῦ Ζαχαρία. Γιατί τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος: «εἶναι ἔγκυος ἡ Ἐλισάβετ, θά γεννήσει γυιό». Καί ἡ Παναγία περπατώντας κάποια ἡμέρα ἤ δύο ἤ τρεῖς, ἔφτασε στό σπίτι τῆς Ἐλισάβετ. Καταλαβαίνει ποτέ γυναίκα δυό ἡμέρες μετά ἀπό τήν σύλληψη, ὅτι ἔχει παιδί στήν κοιλιά της; Δέν τό καταλαβαίνει. Τό καταλάβαινε ἡ Παναγία; Ὄχι!
Ὁ Πρόδρομος, μέσ’ στήν κοιλιά τῆς Ἐλισάβετ, ἕξι μηνῶν ἦταν, τό κατάλαβε. Γιατί ἦταν πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, ὅπως τὄχε πεῖ ὁ Θεός, ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του.
Ἀπό ποῦ τό κατάλαβε; Ἀπό τόν ἦχο τῆς φωνῆς τῆς Παναγίας.
Μά τί εἶναι αὐτά τά πράγματα πού λέμε; Στέκουν;
Ναί. Γιατί ἀπό τήν στιγμή πού μπῆκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, μέσα στήν κοιλιά τῆς Παναγίας, ὁ ἦχος τῆς φωνῆς της ἔγινε τέτοιος, πού τόν ἄκουγαν οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι πού εἶχαν Πνεῦμα Ἅγιο καί καταλάβαιναν περί τίνος ἐπρόκειτο. Εἶπε ἡ Ἐλισάβετ στήν Παναγία:
-Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Εἶσαι ἡ πιό δοξασμένη γυναίκα στόν κόσμο. Ὅλος ὁ κόσμος θά δοξάζει καί θά εὐλογεῖ τόν καρπό τῆς κοιλίας σου. Καί ἀπό ποῦ τό κατάλαβα; Ὡς ἐγένετο ἡ φωνή τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τά ὦτα μου, μόλις ἄκουσα, λέει, καί ἦρθε στ΄ αὐτιά μου ὁ ἦχος τῆς φωνῆς σου, ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει, ἐν τῇ κοιλίᾳ μου.
Χοροπήδησε ὁ Πρόδρομος μέσ’ στήν κοιλιά τῆς Ἐλισάβετ πού αἰσθάνθηκε τόν Χριστό δίπλα του. Γιατί; Γιατί ἦταν σωστά τοποθετημένος ἀπέναντί Του. Ἤξερε, τὄχε καταλάβει ἀπό αὐτή τήν ἡλικία ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός τῆς δόξης, ὁ σωτήρας καί λυτρωτής τοῦ κόσμου.
Αὐτό τό φρόνημα ὑπῆρχε στήν ψυχή του, καί στήν ψυχή τῆς Παναγίας καί τῆς Ἐλισάβετ. Ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Γι' αὐτό προφήτευσε ὁ Πρόδρομος μέσα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του, γι' αὐτό προφήτευσε ἡ Ἐλισάβετ. Προφήτευσαν, γιατί μέσα τους ἐγράφη τό ὄνομα «ὁ Θεός τῆς δόξης». «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὁ Θεός τῆς δόξης πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς».
8. Τό δίδαγμα τῶν θαυμάτων
Καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ ἐν Βουνένοις, στρατιώτης ἦταν, τό ἴδιο μαρτυρεῖ. Μάχεται ὁ ἅγιος, κάνει πόλεμο. Καί μέσα στόν πόλεμο βλέπει μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του καί λέγει: «ποῦ πᾶμε τελικά; Ζοῦμε αὔριο, ἤ δέν ζοῦμε. Καί ἄν ζοῦμε, πῶς φεύγομε ἀπό δῶ; Πῶς τοποθετούμεθα ἀπέναντι τοῦ Κυρίου τῆς δόξης. Πῶς ζῶ γιά τόν Χριστό, πού μόνο γι' αὐτόν πρέπει νά ζῶ; Γιατί αὐτός εἶναι ἡ ζωή τοῦ κόσμου. Ζωή δική μου καί ζωή τοῦ κόσμου, δέν εἶναι τό αἷμα μου καί ἡ ἀναπνοή μου, δέν εἶναι ἡ κίνηση τῆς καρδιᾶς μου. Ἡ ζωή τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Χριστός».
Καί ἄφησε τόν πόλεμο καί πῆγε καί κάθησε σέ μιά σπηλιά στά Βούνενα τῆς Θεσσαλίας, γιά νά ζητήσει νά καταλάβει καλύτερα τόν Χριστό. Καί τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ γράφτηκε στή καρδιά του, στήν ψυχή του μέσα, τόν ἀγάπησε καί τόν πίστεψε. Ἀπό τήν ψυχή του πέρασε στό αἷμα του, στήν καρδιά του, στό σῶμα του καί στά κόκαλά του.
Γι' αὐτό ἀκριβῶς, εἴτε ἀκούει κανείς τήν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, εἴτε ἀκούει τό θαῦμα ὅτι καιγόταν ἡ βάτος καί δέν κατακαιγόταν, εἴτε ἀκούει τό θαῦμα πώς ἡ αἱμορροούσα γυναίκα ἀκούμπησε τό ροῦχο τοῦ Χριστοῦ καί ἔγινε καλά, εἴτε ἀκούει διάφορα ὑπερφυσικά γεγονότα, θαύματα τῶν ἁγίων σέ διάφορες γεννεές, ἕνα διαπιστώνει καί ἕνα καταλαβαίνει: ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός τῆς δόξης. Καί τό ὄνομά του, ὅπου καί ἄν ἀκούγεται, δίνει ζωή καί ὑγεία. Ζωή καί ὑγεία σωματική, ζωή καί ὑγεία ψυχική.
Θυμᾶστε τόν ἀπόστολο Πέτρο; Βρῆκε τόν παράλυτο μπροστά του ὅταν πήγαινε στήν Ἐκκλησία, ἅπλωσε κεῖνος τό χέρι του καί γύρευε δεκαρούλες, ἐλεημοσύνη, κάποιο κομματάκι ψωμί γιά τήν κοιλιά του. Τοῦ λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος:
-Δέν ἔχω χρήματα, ἀλλά ἔχω κάτι μεγαλύτερο. Εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σήκω καί περπάτα.
Ἀμέσως, σηκώθηκε ὁ παράλυτος καί χοροπηδοῦσε σάν νά ἦταν παλληκάρι δεκαοκτώ χρονῶν. Καί μόνον αὐτό; Ἔγινε κήρυκας καί ὁμολογητής τῆς πίστεως.
Ὅταν προσκυνοῦμε τά ἱερά λείψανα τῶν ἁγίων μποροῦμε νά τούς παρακαλοῦμε γιά ὅ,τι καλό θέλομε. Εἴθε νά μᾶς εἰσακούουν. Καί μέ τίς πρεσβεῖες τους, νά γεμίζει ὁ Χριστός τή ζωή μας μέ τήν εὐλογία του. Προπαντός ὅμως ἄς παρακαλέσομε τόν Χριστό καί ἄς τοῦ ποῦμε: «ἀξίωσέ με Χριστέ μου νά σέ καταλάβω, νά καταλάβω τή δύναμή σου καί τή χάρη σου καί τό ἔλεός σου καί τήν ἀγάπη σου. Γιά νά γίνω καί ἐγώ τόπος τῆς κατοικίας σου. Γιά νά γίνω καί ἐγώ ἀληθινός πιστός σου». Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία. Ἔγινε στή Βίγλα στίς 8/6/2003