Ἤλθαμε στήν Ἐκκλησία γιά νά τιμήσομε τήν Ὑπεραγία Δέσποινα Θεοτόκο, τῆς ὁποίας ἔχομε σήμερα τήν ἱερά πανήγυρη.
Ἀκούσαμε ἕνα τροπάριο πού λέγει: «Μυστικός εἶ Θεοτόκε Παράδεισος, ἀγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν». Μᾶς λέγει, δηλαδή, ὅτι ὅπως ὁ παράδεισος ἦταν ἕνας τόπος ἅγιος καί ὁλοκάθαρος, ἀπό τόν ὁποῖον ἔλαβε μέ τά ἴδια του τά χέρια ὁ φιλάνθρωπος καί πανάγαθος Θεός χῶμα καί ἔπλασε τόν πρῶτο ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ, καί γι’ αὐτό ἦταν ὁ Ἀδάμ καθαρός καί ἅγιος καί τέλειος, σωματικά, πνευματικά καί ψυχικά, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦταν ἕνας νέος παράδεισος, μυστικός παράδεισος, γιατί ἦταν καί αὐτή γῆ καθαρή, γῆ ἁγία, ἄμεμπτη, ἀμόλυντη, ἀπείραχτη ἀπό ἁμαρτία, ἀκηλίδωτη.
Καί ἀπό αὐτή τήν ἀκηλίδωτη γῆ, τοῦ σώματος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, σάν ἀπό νέο παράδεισο μυστικό, ἔλαβε ὁ Πανάγαθος Θεός μέ τά ἴδια του τά χέρια, ἀγεωργήτως, σάρκα καί διέπλασε τό σῶμα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε, ἀπό Θεός τῆς δόξης, ὁ δεύτερος Ἀδάμ. Γιά νά ἀνακαινίσει ἐκείνους, πού ἐξ’ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ, ἐνῶ εἶχαν καί αὐτοί τήν δυνατότητα νά εἶναι ἅγιοι καί τέλειοι, νά εἶναι πάντοτε ἅγιοι καί τέλειοι, ἐξ’ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας μολύνθηκαν καί ἔφεραν στόν κόσμο αὐτό τό χάλι, μέσα στό ὁποῖο ζοῦμε.
Καί φτάνουν στό σημεῖο νά αὐτοκτονοῦν παιδιά τῶν ἑφτά καί τῶν δεκατεσσάρων ἐτῶν. Καί μάλιστα ὅπως λένε οἱ στατιστικές σέ φοβερό ἀριθμό. Ἄς μήν ὑπολογίσομε τίς ἄλλες δυστυχίες, τίς ἄλλες ταλαιπωρίες, καί τούς στεναγμούς τοῦ καθενός μας, πού προσπαθοῦμε νά τούς σκεπάσομε λίγο, μέ καμιά ψευτοδιασκεδασούλα, ἡ ὁποία συνήθως μολύνει περισσότερο τήν ψυχή καί αὐξάνει ἀκόμα περισσότερο τό στεναγμό της καί τήν ταλαιπωρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἐπάνω στή γῆ.
Ἔγινε, λοιπόν, ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος Ἀδάμ, ἀπό τά αἵματα καί ἀπό τή σάρκα τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, γιά νά ἀναπλάσει τήν φθαρεῖσα φύση μας καί νά μᾶς ἁγιάσει. Νά μᾶς καθαρίσει. Οὕτως ὥστε, τουλάχιστον στό τέλος, νά μπορέσομε νά εἴμαστε ἄξιοι νά βρεθοῦμε κοντά στό Θεό. Ἀλλά καί σ’ αὐτή τή γῆ, ἄν ὑπάρχει, κάποια ὀμορφιά καί κάποια χαρά καί κάποια παρηγορία, αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀρετή τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι τό φῶς. Αὐτή εἶναι τό ἁλάτι τῆς γῆς. Καί αὐτή εἶναι ἡ παρηγορία τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
Γιατί ἄν δέν φαινόταν πουθενά αὐτό τό φῶς τῆς ἀρετῆς, τῆς ἀγάπης, τῆς καλωσύνης, τῆς θυσίας, τήν ὁποία δίδαξε, ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, μέ τήν κατάβασή Του στή γῆ καί μέ τήν κατάβασή Του στά κατώτατα μέρη τῆς γῆς, τουτέστι τόν τάφο, ἀφοῦ ἀνέβη πρῶτα στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ καί ἀπέθανε ἐπάνω στό Σταυρό, ἀπό ἀγάπη καί ἀπό φιλανθρωπία, γιά νά μᾶς καθαρίσει ἀπό τό ρύπο τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ, καί ἀπό τό ρύπο τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν.
Ἀπό τό σιτάρι στό ψωμί
Λέγει ὁ Χριστός, τό φῶς τοῦ κόσμου: «Ἐγώ εἶμαι ἕνας κόκκος σιτάρι, ἄν θελήσετε νά μέ παρομοιάσετε, καί ἄν ἐγώ θελήσω νά παρομοιάσω τό ἑαυτό Μου, μέ κάτι», λέει ὁ Χριστός, «εἶμαι ἕνα σπυρί σιτάρι. Τό σπυρί τό σιτάρι ἄν δέν πέσει στήν γῆ, κι ἄν μέσα στήν γῆ δέν σαπίσει, δέν πάψει νά εἶναι σπυρί σιτάρι, μένει μοναχό του. Ἀλλά ἅμα μέσα στή γῆ, πού τό σπέρνομε τό φθινόπωρο, σαπίσει μέ τά νερά γίνεται φυτό. Καί τό φυτό βλαστάνει. Μεγαλώνει καί στό τέλος φέρνει καρπό πολύ. Καί ἐγώ, λοιπόν, ἦρθα, γιά νά μή μείνω σπυρί σιτάρι, ἀλλά τή ζωή τήν ὁποία ἔχει αὐτό τό σπυρί τό σιτάρι, τό σπυρί τό σιτάρι τοῦ Θεοῦ, νά μπεῖ μέσα στή γῆ τῆς κάθε καρδιᾶς καί τῆς κάθε ψυχῆς, τοῦ κάθε ἀνθρώπου, νά πεθάνει μέσα σ’ αὐτή τήν καρδιά καί μέσα σ’ αὐτή τήν ψυχή· γιά νά βλαστήσει. Νά βλαστήσει τήν αἰώνια ζωή καί τήν ἀφθαρσία».
Ἄς πάρομε μερικές εἰκόνες ἀπό τό σπυρί τό σιτάρι. Πρῶτα τό ρίχνομε στή γῆ. Μετά ἀπό δεκαπέντε μέρες, ἄν ψάξεις νά τό δεῖς, δέν ὑπάρχει πιά σπυρί σιτάρι. Ἔχει βγάλει ἕνα βλασταράκι κι ἔχει ἐξαφανιστεῖ ἐντελῶς. Τό πολύ-πολύ νά βρεῖς τή φλούδα του, τίποτε ἄλλο. Καί μετά βλαστάνει, μεγαλώνει. Κάνει πολλά σπυριά σιτάρι. Καί αὐτά τά πολλά σπυριά σιτάρι τά μαζεύομε ἐμεῖς, χοῦφτες, σακιά, τόνους, ποσότητες τεράστιες, καί τά κάνομε τί; Τά πηγαίνομε στό μύλο.
Ἐκεῖ, παύουν τά σπυριά τό σιτάρι νά εἶναι σπυριά σιτάρι. Γίνονται ἀλεύρι. Ἄλλαξαν; Χάθηκαν; Καταστράφηκαν;
Φαίνεται, ἀλλά ὄχι, ἀδελφοί μου. Δέν ἐχάθηκαν οὔτε καταστράφηκαν. Ἀξιοποιοῦνται! Καί μετά τά παίρνομε καί τά ζυμώνομε. Οὔτε ἀλεύρι μένουν, οὔτε στό ἀλεύρι σταματᾶνε. Γίνονται μία ζύμη, ἕνα ζυμάρι. Μά οὔτε ζυμάρι μένουν! Ἔπειτα τά βάζομε στό φοῦρνο. Γίνονται ψωμί. Καί τό ψωμί; Τό ψωμί δέν τό ἔχομε γιά νά τό βάλομε στή βιτρίνα. Δέν εἶναι γιά τή βιτρίνα τό ψωμί. Δέν εἶναι γιά τά μάτια. «Φᾶτε μάτια ψάρια καί κοιλιά περίδρομο», πού λέει μία παροιμία. Εἶναι γιά τήν κοιλιά τό ψωμί.
Τό παίρνομε, λοιπόν, καί τό τρῶμε. Ἀφοῦ τό φᾶμε, μεταβάλλεται πάλι αὐτό τό ὡραῖο ψωμί ποῦ μοσχοβολάει! Σέ τί μεταβάλλεται; Σέ κοπριά μεταβάλλεται. Σέ βρῶμα καί σέ δυσωδία.
Ἀλλά, ἀδελφοί, ἐκπλήρωσε ἕνα μεγάλο σκοπό. Ἐξετέλεσε τό σκοπό γιά τό ὁποῖο τό ἔφτιαξε ὁ Παντοδύναμος Θεός. Ἔδωσε στό σῶμα μας ζωή. Ὑγεία! Σφρίγος! Δύναμη!
Ὅταν ὁ Κύριός μας, ἔλεγε τά λόγια «Ἐγώ εἶμαι ἕνα σπυρί σιτάρι κι ἄν τό σπυρί τό σιτάρι δέν πέσει στή γῆ καί δέ πεθάνει, δέν φέρνει καρπό πολύ, δέν ἐξεπλήρωσε τήν ἀποστολή του», αὐτό ἐννοοῦσε.
Καί νά, λοιπόν, ἀδελφοί. Ἀφοῦ ἔπεσε τό σπυρί τό σιτάρι, ὁ Λόγος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, μέσα στή κοιλιά τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, βγῆκε βλαστάρι τό ὁποῖο ἔλαμψε μέ τήν ὀμορφιά τῶν ἔργων Του ἐπάνω στή γῆ.
Καί μετά; Μετά ἀνῆλθε στό Σταυρό καί σταυρώθηκε. Καί «τό σπυρί τό σιτάρι», ὅταν πέθανε ὁ Χριστός πάνω στό Σταυρό «δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν», ὅπως ὁμολογοῦμε στό ἱερό σύμβολο τῆς πίστεως, ἔπεσε στή γῆ πάλι· ἀλλά σέ ἄλλη γῆ. Ὄχι τήν καθαρή γῆ τῆς Παναγίας. Ἀλλά στή βρώμικη. Τοῦ Τάφου. Τήν γῆ αὐτή πού εἶχε μολύνει ὁ Ἀδάμ, καί πού μολύνομε κάθε μέρα ἐμεῖς.
Ἀλλά δέν ἔμεινε μέσα στή γῆ. Ἀναστήθηκε, ἀφοῦ πῆγε πρῶτα στόν Ἅδη καί φώτισε τόν Ἅδη καί τούς νεκρούς. Ἀναστήθηκε καί ἀνελήφθη στούς οὐρανούς. Ὁ Λόγος ἀνελήφθη στούς οὐρανούς μέ τό σῶμα Του. Μᾶς ἄφησε ὅμως ἐμᾶς τόν Ἄρτον. Τόν Ἄρτον τόν ὁποῖον ἔφτειαξε μέ τό σῶμα Του.
Μᾶς εἶπε ὅταν ἔκανε τό μυστικό δεῖπνο: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό μου ἐστι τό σῶμα, τό ὑπέρ ἡμῶν κλώμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» καί μετά «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τό αἷμά μου, τό ὑπέρ ὑμῶν καί πολλῶν ἐκχυνόμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
Τί λέει μ’ αὐτό ὁ Χριστός;
Μᾶς λέει ὅτι: «Ἄν θέλετε νά μεταβάλλετε τήν ταλαιπωρημένη γῆ, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός σας, σέ γῆ καθαρά, σέ γῆ ἁγία, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἀπό τό νά λάβετε καί νά φᾶτε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», τό ὁποῖο δίνεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Μόνο μ’ αὐτό τόν τρόπο θά γίνει ἡ ψυχή σας καί τό σῶμα σας γῆ καθαρά, γῆ ἁγία, ἀξία νά περιπατήσει ἐπάνω της ὁ Χριστός. Ἄξιοι νά παραστεῖτε κοντά Του.
Νά γιατί δοξάζεται
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος Μαρία, αὐτό τό πράγμα ὑπηρέτησε. Τό θέλημα καί τήν ἐπιθυμία καί τό σχέδιο τοῦ Παναγάθου καί Φιλανθρωποτάτου Θεοῦ, γιά τήν ἀνάπλασή μας, μέ τό αἷμα Του καί μέ τό σῶμα Του, ἀπό τή φθορά τῆς ἁμαρτίας. Γι' αὐτό ὀνομάζεται καί εἶναι Θεοτόκος. Ὀνομάζεται καί ἀπό ἐμᾶς Θεοτόκος καί εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐεργέτιδα τοῦ κόσμου καί τῆς ψυχῆς τοῦ καθενός μας χωριστά. Γιατί;
Γιατί μόνο χάρις σ’ Αὐτή, ἀπό τό ὅ,τι ὑπῆρξε γῆ καθαρά, ὥστε νά μπορέσει ἀπό αὐτή νά πάρει ὁ Χριστός τήν ἄχραντη καί ἀμόλυντη σάρκα Του, πού θά καθάριζε τόν κόσμο ὅλο, ἐπετεύχθη αὐτή ἡ μεγάλη εὐδοκία τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου.
Γι’ αὐτό καί προφητεύοντας, ἡ Πανάχραντη Μητέρα τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ, ὅταν εἶχε συλλάβει μέσα στήν κοιλιά της τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, τόν Χριστό, ἔλεγε ἀπαντώντας στήν Ἁγία Ἐλισάβετ πού τῆς εἶπε: «καί πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθη ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;». Ποῦ τέτοια τιμή, σ’ ἐμένα τήν ἁμαρτωλή καί τήν ταπεινή νά ὑποδεχτῶ καί νά χαιρετήσω τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, τοῦ ἐπουρανίου Θεοῦ.
Ἀπάντησε λοιπόν ἡ Παναγία: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον, καί ἠγαλλίασε τό πνεῦμά μου ἐπί τῷ Θεῶ τῷ σωτῆρι μου. Ὅτι ἀπό τοῦ νῦν», ἀπό τήν στιγμή αὐτή καί πέρα, «μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί. Ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός, καί ἅγιον τό ὄνομα αὐτοῦ».
Μιά κοπέλα ἦταν τότε ἡ Παναγία γύρω στά δεκαοχτώ, ἀλλά ἡ προφητεία της ἦταν θέλημα καί Λόγος τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἦταν λόγος τοῦ ἀψευδοῦς στόματος τοῦ Θεοῦ. Καί ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα μέχρι σήμερα, σέ ὅλο τόν κόσμο, ἡ Παναγία μακαρίζεται καί θεωρεῖται ἀξιομακάριστος.
Καί ἐμεῖς σέ κάθε μας Λειτουργία, κι ὅταν μέ τά χέρια τῶν ἱερέων, δούλων τοῦ Θεοῦ, ἐπευλογηθεῖ ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος καί γίνει Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία, ἐγώ κι ἐσεῖς, καί οἱ Πατέρες μας καί οἱ Ἄγγελοι πού παρίστανται μέσα στήν ἐκκλησία, τήν ὥρα πού ἐμεῖς δοξολογοῦμε τό Θεό, ὅλοι μαζί, «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδία» ὑμνοῦμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Τήν ὑμνοῦμε, ἀμέσως μετά ἀπό τό καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων, πού ἐκείνη τήν στιγμή στεκόμαστε ὅσο πιό σιωπηλοί μποροῦμε. Καί μέ ὅσο περισσότερη κατάνυξη μποροῦμε, ὅσο ἀσεβεῖς κι ἄν εἴμαστε ἔξω, στήν κοσμική μας ζωή. Ἀλλά ὅταν μποῦμε στήν ἐκκλησία, καί καταλάβομε ὅτι γίνεται αὐτό τό φοβερό μυστήριο, στεκόμαστε ὅλοι «στήλη ἅλατος», ὅταν ἀκοῦμε πώς ὁ παπάς εὐλογεῖ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Καί ἀμέσως μετά, γεμάτοι ἀπό εὐγνωμοσύνη, ὅλοι μαζί, ψάλλομε τιμώντας τήν Παναγία: «Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».
Τό ἄλεσμα τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου
Κάποια φορά, εἶχε συλληφθεῖ ἕνας ἅγιος. Ἦταν μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, καί μάλιστα, κατά μία παράδοση τό παιδί ἐκεῖνο πού κάποτε ὁ Χριστός τό πῆρε στήν ἀγκαλιά Του, τό εὐλόγησε καί εἶπε: «Ἄν δέν ἀλλάξετε λιγάκι μυαλά καί δέν γίνετε σάν κι αὐτό τό μικρό παιδάκι σέ καλωσύνη καί σέ ἀκακία, δέν θά μπεῖτε ποτέ στόν παράδεισο».
Αὐτό, λοιπόν τό παιδάκι, μαθητής τώρα τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, συνελήφθη σάν χριστιανός καί ἐστέλλετο στή Ρώμη. Τί νά κάνει;
Εἶχε ἐκδοθεῖ ἡ διαταγή: Νά τόν ρίξουν στά ἄγρια θηρία τοῦ Κολοσσαίου νά τόν φᾶνε ζωντανό, ἐνῶ τά τέρατα τῆς ἀνθρωπότητος, ἤ μᾶλλον ὁ καρπός τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ πού ἐξαχρειώνει τόν ἄνθρωπο, θά ἐστέκοντο μέσα σ’ αὐτό τό ἀπέραντο ἀμφιθέατρο γιά νά χαίρουν, γιά νά διασκεδάζουν. Μέ ποιό θέαμα;
Μέ τό ὅτι τά ἄγρια θηρία θά ἔτρωγαν ἕναν ἄνθρωπο ζωντανό!
Ἐκεῖ καταντάει ἡ ἁμαρτία τόν ἄνθρωπο. Καί χειρότερα ἀκόμη.
Ἀπό αὐτή τήν κατάρα ἦλθε νά μᾶς σώσει ὁ Χριστός. Καί ἐνῶ τόν πήγαιναν γι’ αὐτή τή δουλειά καί τό ἤξερε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ἔγραψε μία ἐπιστολή στούς Ρωμαίους χριστιανούς, πού ἦταν βέβαια λίγοι, ἀλλά μερικοί εἶχαν θέσεις στά ἀνάκτορα τοῦ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ. Γιατί εἶχε μάθει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, ὅτι θά προσπαθήσουν νά ἀλλάξουν τήν διαταγή καί τήν ἀπόφαση.
Τούς ἔγραφε: «Γιά τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, λυπηθεῖτε με. Λυπηθεῖτε με. Εὑρῆκα τήν εὐκαιρία. Θά τήν χάσω, ἐξ’ αἰτίας σας; Νά μέ εὐεργετήσετε πᾶτε ἤ νά μέ καταστρέψετε; Αὐτή τή στιγμή, ἐγώ, αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι σίτος τοῦ Θεοῦ. Τώρα γίνομαι σιτάρι. «Καί ὑπό ὀδόντων θηρίων ἀλήθομαι». Καί μέ ἀλέθουν, ἀντί γιά μύλο, σά μύλος, τά δόντια τῶν θηρίων, γιά νά γίνω ἀλεύρι καί μετά ψωμί, προσφορά εὐάρεστη στόν Κύριο καί Σωτήρα τόν Ἰησοῦ Χριστό. «Ἵνα ἄρτος εὑρεθῶ καθαρός τῷ Θεῶ».
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, ἐπειδή εἶχε κάνει φρόνημά του, πόθο του, ἐπιθυμία του, στόχο του, ἔργο του, τό νά μπεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τό φρόνημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά του, ἐπεθύμισε νά γίνει ἄρτος τοῦ Θεοῦ. Νά πάψει νά εἶναι ἁπλό σιτάρι. Νά γίνει ἄρτος τοῦ Θεοῦ, καθαρός.
Τό δικό μας ἄλεσμα
Καί σέ μᾶς ὁ Θεός ἔχει ρίξει τό σπόρο, τό σιτάρι Του. Ὅταν βαφτιστήκαμε, ὅταν πήγαμε στήν ἐκκλησία, ὅταν κάθε τόσο πηγαίνομε στήν ἐκκλησία καί παίρνομε κάποια εὐλογία ἀπό τήν ἐκκλησία, γινόμαστε ὅλο καί περισσότερο σιτάρι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά πρέπει νά γίνομε καί «ψωμί». Προσφορά ἐνώπιον τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης Του.
Πῶς γινόμαστε «ψωμί»; Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος: «ὑπό ὀδόντων θηρίων ἀλήθομαι». Μέ ἀλέθουν τά δόντια τῶν θηρίων.
Ἐμᾶς, ξέρετε τί μᾶς ἀλέθει;
Ἡ ὑπομονή.
Ἡ ὑπομονή μᾶς ἀλέθει.
Ἡ ὑπομονή σ’ ἐκεῖνα πού περνᾶμε κάθε ἡμέρα, ὅταν ξέρομε νά δοξάζομε τόν Θεό, νά Τόν εὐχαριστοῦμε καί νά τοῦ λέμε: «Δέξου, Κύριε, τήν ὑπομονή μας σάν θυμίαμα εὐῶδες, ἐνώπιόν Σου. Ἄς γίνουν αὐτές οἱ περιπέτειες πού περνᾶμε, δόντια θηρίων, μυλόπετρες, πού θά μᾶς ἀλέσουν καί θά μᾶς κάνουν σιτάρι καί ψωμί· προσφορά ἐνώπιόν Σου»!
Γιατί, ἀδελφοί μου;
Γιατί τά πάθη, οἱ περιπέτειες, οἱ στενοχώριες μας ἤ θά μᾶς ἁγιάσουν ἤ θά μᾶς θηριοποιήσουν. Ἤ θά γεμίσει ἡ καρδιά μας ἀπό γλυκύτητα, τή γλυκύτητα τῆς συγγνώμης, τῆς συγχώρεσης, τῆς ἀγάπης, καί τῆς θυσίας καί θά μᾶς κάνουν πραγματικά μιμητές τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πανάχραντης Μητέρας Του, ἤ θά μᾶς κάνουν θηρία!
Σάν ποιά θηρία; Σάν κι ἐκεῖνα πού θά μαζευόντουσταν καί μαζεύτηκαν τελικά στό Κολοσσαῖο τῆς Ρώμης, γιά νά καμαρώσουν, νά γλεντήσουν. Νά διασκεδάσουν. Μέ τό πῶς τά ἄγρια θηρία, τά φυσικά θηρία, τά λιοντάρια καί οἱ τίγρεις, θά ἔτρωγαν ζωντανό τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Ἰγνάτιο.
Ἄς παρακαλέσομε τήν Ὑπεραγία Δέσποινα Θεοτόκο, τή μεγάλη ἐλπίδα καί προστασία καί παρηγορία καί καταφυγή μας, σά Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς καθοδηγεῖ στόν ἅγιο δρόμο, στήν ἁγία ὁδό τῆς πνευματικῆς ζωῆς, μέ τήν ὁποία θά ἀξιοποιήσομε τήν προσφορά τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Οὐ γάρ ἦλθεν» - λέει τό Εὐαγγέλιο - «στόν κόσμο, νά κρίνει τόν κόσμον». Δέν θέλει νά κρίνει κανέναν ὁ Χριστός. Στή κόλαση δέ θέλει νά πάει κανένας. «Ἀλλά ἦλθεν» - λέγει - «ἵνα σωθεῖ ὁ κόσμος δι’ Αὐτοῦ».
Δέ λέει «νά τούς σώσει ὅλους».
Ἀλλά, νά δώσει τή δυνατότητα σέ ὅλους νά σωθοῦν…
Δηλαδή, ὅποιος θέλει, ὅποιος ἔχει μυαλό, ὅποιος ἔχει αἴσθηση, ὅποιος ξέρει νά καταλαβαίνει, ὅποιος κάνει στόχο του νά καταλάβει καί νά μή μείνει στό τοῦνελ τοῦ σκοταδιοῦ τοῦ παρόντος τρόπου ζωῆς, νά ἔχει τήν δυνατότητα νά νικήσει τήν ἁμαρτία, μέ τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί νά τραφεῖ καί νά ἀναζωογονηθεῖ μέ τό Ἅγιο σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καί νά γίνει ἄξιος νά ζεῖ μαζί μέ τό Χριστό στήν οὐράνιον καί αἰώνιον Βασιλείαν Του. ΑΜΗΝ.
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
ὁμιλία στό Θεσπρωτικό στίς 8/9/1991