Ζωηφόρος

Παπαδιαμάντεια διαμάντια, της Ευδοξίας Αυγουστίνου,

Παπαδιαμάντεια διαμάντια

(Όλο το άρθρο)

της Ευδοξίας Αυγουστίνου

Φιλολόγου-Θεολόγου

Από το περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Γρεβενών «Όσιος Νικάνωρ»,

τεύχος 303 Μάρτιος 2011

Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και 160 από τη γέννηση του «πρίγκηπα των ελλήνων λογογράφων», ο οποίος γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911. Να πως ο ίδιος αυτοβιογραφείται:

«Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το ελληνικόν Σχολείον εις τω 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α  και Β  τάξιν. Την Γ  ἐμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά τον Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ  τοῦ Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾽ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.

Μικρός εζωγράφιζα αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη “Η Μετανάστις” έργον μου εις το περιοδικόν “Σωτήρα”. Τω 1882 εδημοσιεύθη “Οι έμποροι των εθνών” εις το “Μη χάνεσαι”. Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».

Από τα σημαντικότατα αριστουργηματικά έργα του επιλέγουμε ελάχιστα ψήγματα, για να απολαύσουμε την επικαιρότητα της γραφίδας του, καθώς η ακτινοβολία της κληρονομιάς που μας άφησε νικά το χώρο και το χρόνο. Εξάλλου στους ψηφιακούς αφεγγείς και ασέληνους καιρούς μας εξακολουθεί να φωτίζει με το δικό του μυστικό φως τα ερεβώδη μονοπάτια της γραφής, να μας κερνά απλόχερα «υπό την βασιλικήν δρυν» από το χριστόψωμο του ψυχικού του μεγαλείου και να μας συνοδεύει ενθουσιαστικά με τα τραγούδια του Θεού, ως αναντικατάστατος ηθογραφικός ξεναγός ιδιαίτερα κατά τις εύσημες ημέρες του χρόνου.

«Η Ελλάδα κλείστηκε μέσα του, έγινε κόσμος της ψυχής του», σημείωσε ο Γ. Δροσίνης. Έτσι, τη χρονιά που η Ελλάδα χαιρόταν το γιορτάσι των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων (1896), εκείνος διεισδυτικά και διερευνητικά είχε το σθένος να υποβάλει το ερώτημα:

«Τις ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνωδούσα επί των ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι κακοί κυβερνήται της Ελλάδος» (εφ. «Ακρόπολις»). Ένα χρόνο αργότερα συνέβη ο ατυχής πόλεμος με την επονείδιστη ήττα, για να δικαιωθεί και πάλι «η γλαυξ». Και σήμερα θα θρηνωδεί για πολύ ακόμη, μπροστά στα τόσα ερείπια που αντικρίζει καθημερινά, ηθικά και υλικά, έμψυχα και άψυχα, πνευματικά και εθνικά. Αλλά τώρα... γλαύκες θα ακούμε; Ο φτωχός όμως «άγιος της πεζογραφίας» μας και ποιητής προχωρεί βαθύτερα και στιγματίζει την αιτία του κακού: «Η πλουτοκρατία ήτο και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς» («Τα δύο τέρατα»). Πόσο δίκαιο έχει! Το βλέπουμε και στις μέρες μας. Αφού όλες οι κυβερνήσεις συλλήβδην ροκάνισαν τα χρήματα ακόμη και των επερχομένων γενεών, στη συνέχεια μας παρέδωσαν στην κηδεμονία του ΔΝΤ. Κι αν κάποτε τολμήσει η Εκκλησία να αποκαλύψει αλήθειες προς το λαό η κάποιος θαρραλέος και δυναμικός μητροπολίτης τολμήσει να θίξει τα κακώς κείμενα και να ελέγξει παγκόσμιους κολοσσούς, ζητούν «την κεφαλήν του επί πίνακι». Ο Παπαδιαμάντης ωστόσο ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος, κατηγορηματικός και σαφής επισημαίνει:

«Η αργία εγέννησε την πενίαν.

Η πενία έτεκεν την πείναν.

Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν.

Η όρεξις εγέννησε την... αυθαιρεσίαν.

Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν.

Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν.

Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου» («Έμποροι των Εθνών»). Πράγματι, εισέρχονται πένητες στην πολιτική κονίστρα και σε λίγο μεταμορφώνονται σε Κροίσους οι βουλευτές μας, οι οποίοι σε περίοδο εσχάτης πενίας επιμένουν να είναι τριακόσιοι, ενώ σύμφωνα με το Σύνταγμα ο αριθμός τους μπορεί να μειωθεί. Σήμερα, λοιπόν, που κατά τον Γ.Θ. Βαφόπουλο «όλα είναι σκουπίδια, κι όλα είναι πτώματα άθαφτα... από το ... νησί των Σποράδων ξεπετιέται η λάμψη της ελπίδας και της υπόσχεσης: Το πνεύμα του Παπαδιαμάντη φωσφορίζει, αδελφοί Πανέλληνες!».

Με καταπληκτική οξύνοια και σατιρική διάθεση ο κυρ-Αλέξανδρος γράφει προς τους νοσταλγούς του νεοπαγανισμού, πού επιζητούν άμεση διασύνδεση με τους αρχαίους Έλληνες, ενώ διαγράφουν τον βυζαντινό πολιτισμό: «Μη "θρησκευτικά προς Θεού!". Το Ελληνικόν Έθνος δεν είναι Βυζαντινοί, ενοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ' ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, επροώδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη». («Λαμπριάτικος Ψάλτης»). Για τους άθεους και για όσους στο όνομα του εκσυγχρονισμού επιχειρούν να μας αποκόψουν από την ελληνορθόδοξη παράδοση παραθέτει: «Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή οτιδήποτε. Έκαμε

το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλη πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Άλλα Γραικύλος της σήμερον, όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, άλλ' ουδέν ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχη δια παντός ανάγκην της θρησκείας του». Και κατακλείει το έργο του «Η κάλτσα της Νώενας» με την αποφασιστικής σημασίας ερώτηση: «Έως πότε θα είμεθα αχαρακτήριστοι Γραικύλοι;».

Ένα άλλο σημείο στο όποιο πρέπει να σταθούμε είναι η κρυστάλλινη άποψη του για τη μετάφραση των λειτουργικών κειμένων στην καθομιλουμένη: «Η γλώσσα αύτη, εις ην είναι γεγραμμένα το τε Ευαγγέλιον και τα ιερά άσματα, έχει το μοναδικόν εις τον κόσμον προνόμιον να εξακολουθη και μετά είκοσι αιώνας να είναι ζωντανή, εις την ακοήν τουλάχιστον. Ας δοκιμάση τις να μετάφραση εν τροπάριον εις την δημώδη, και τότε θα ίδη ότι η γλώσσα ήτις είναι ζωντανή εις τα ηρωικά και ερωτικά άσματα του λαού, είναι ψυχρά μέχρι νεκροφάνειας δια τα τροπάρια. Π.χ. " Ανοίξω το στόμα μου, και πληρωθήσεται πνεύματος..". Θ' ανοίξω το στόμα μου, και θα γέμιση πνέμμα (ή πλέμμα, ή και πλέγμα) και λόγο θα βγάλω (διότι πώς άλλως θ' αποδοθή η μεταφορά ή η μετωνυμία του ερεύξομαι;). "Άξιον εστίν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, πού είσαι πάντα καλότυχη, και καθαρώτατη, και μάννα του Θεού μας"».

Με πόνο και πικρία εκφράζεται ο κοσμοκαλόγερος της πεζογραφίας μας για τους λεγόμενους ορθοδόξους, των οποίων η όλη στάση και συμμετοχή απάδει προς τα εορταζόμενα γεγονότα: «Αι θρησκευτικοί εορταί σχετίζονται εν Ελλάδι... προς την ακόλαστον ευθυμίαν, την ταβέρναν, και, το δεινότερον πάντων, το έγκλημα και το αίμα... Εν Αθήναις, κατά τας αγίας ταύτας ημέρας, εν μεν τη πόλει θόρυβος, φροντίδες, φωναί, κίνησις, πυροκρόταλα, πυροβολισμοί κινδυνωδέστατοι εις την ζωήν των ανθρώπων εν δε τοις ναοίς αταξία, σύγχυσις, δισκοφορία, έφοδος, θρίαμβος και οριστική επικράτησις του γυναικείου φύλου, βλέμματα, γέλωτες, στάγματα λαμπάδων, συνδιαλέξεις, ψίθυροι, βόμβος φωνών, και εν μέσω όλου αυτού του θορύβου, δύο δυστυχείς άνθρωποι, ο ιερεύς και ο ψάλτης, εκλαρυγγιζόμενοι, όπως εκφωνώσι λέξεις, εις τας οποίας ολίγοι προσέχουσι, και ολιγώτεροι τας εννοούσιν». Για τον λόγο αυτό σημειώνει ότι, όταν «εκανόνιζον τα των θρησκευτικών εορτών οι άγιοι της Εκκλησίας Πατέρες, είχον υπ' όψιν λαόν ευσεβή και καρδίας εν φόβω Κυρίου χρησιμοποιούσας ταύτας προς την θείαν λατρείαν και την προσευχήν πρώτοι ούτοι, αν ηδύναντο να προΐδωσι τίνι τρόπω χρησιμοποιούσι τα πλήθη την υπό των θρησκευτικών εορτών επιβαλλομένην αργίαν, πρώτοι ούτοι θα εψήφιζον υπέρ της καταργήσεως αυτών».

Ο ίδιος, καθαρός και αμόλυντος από αλλότριες επιρροές, εξομολογείται τη δεητική και δοξαστική λαχτάρα της δικής του καρδιάς: «Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλωσσά μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ» («Λαμπριάτικος Ψάλτης»).

«Ο Παπαδιαμάντης ήταν ακέραιος χριστιανός και ολόκληρος έλληνας» σχολιάζει ο Π. Πάσχος. Με το πολυεπίπεδο διαχρονικό έργο του, απευθύνει την ιερή παρακαταθήκη του προς όλους και μάλιστα προς τους «χαλασοχώρηδες», οι όποιοι δεμένοι στο άρμα της Νέας Εποχής στοχεύουν στην αποδόμηση της εννοίας του Γένους: «Να παύση π.χ. η συστηματική περιφρόνησις της θρησκείας εκ μέρους πολιτικών ανδρών, επιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων και άλλων. Η λεγομένη ανωτέρα τάξις να συμμορφωθή με τα έθιμα της χώρας, αν θέλη να εγκληματισθή εδώ. Να γίνη προστάτις των πατρίων, και όχι διώκτρια. Να ασπασθή και να εγκολπωθή τας εθνικάς παραδόσεις. Να μη περιφρονή αναφανδόν ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον, ό,τι ελληνικόν. Να καταπολεμηθή ο ξενισμός, ο πιθηκισμός, ο φρακισμός. Να μη νοθεύονται τα θρησκευτικά και τα οικογενειακά έθιμα.

Να καλλιεργηθή η σεμνοπρεπής βυζαντινή παράδοσις εις την λατρείαν, εις την διακόσμησιν των ναών, την μουσικήν και την ζωγραφικήν. Να μη μιμώμεθα ούτε τους Παπιστάς και ούτε τους Προτεστάντας.

Να μη χάσκωμεν προς τα ξένα. Να στέργωμεν και να τιμώμεν τα πάτρια. Είναι της εσχάτης εθνικής αφιλοτιμίας να έχωμεν κειμήλια και να μη φροντίζωμεν να τα διατηρήσωμεν.

Άς σταθμήσωσι καλώς την ευθύνην των, οι έχοντες την μεγίστην ευθύνην» (1896).

Πολύ εύστοχα ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης -συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση του- συμβουλεύει: «Όπου κι αν σας βρίσκει το κακό, αδελφοί μου, όπου κι αν θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη!». Και ο Γ. Σταυρόπουλος υπογραμμίζει: «Παίρνει τη σημασία του εθνικού παιδαγωγού, πού πρέπει να διδαχθή προ παντός σήμερα ευρύτατα όχι σα διδασκαλία νεοελληνικής τέχνης, αλλά και σα μάθημα πού θα συντέλεση στη διάπλαση χαρακτήρων, έτσι πλάι στον Πλούταρχο, ας πούμε».

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel