Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της “νέας εποχής” ανήκουν ο συγκρητισμός και ο οικουμενισμός, που αποβλέπουν στη σύνθεση μιας πανθρησκείας με στοιχεία από όλες τις υπάρχουσες θρησκείες. Η δημιουργία αυτής της πανθρησκείας αποτελεί την θρησκευτική διάσταση της παγκοσμιοποίησης, η οποία έχει ως αφετηρία της οικονομικούς λόγους.
Θέλω στη συνέχεια να σχολιάσω μια θέση που παρουσιάσθηκε τελευταία ως αντίθεση προς το συγκρητισμό της “νέας εποχής”. Μαζί με την ομολογία πίστεως στα βασικά δόγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που αποκλείει τη σύγχυση με άλλες παραδόσεις, ως αντίθετη στο συγκριτισμό, εκφράσθηκε η πίστη “στή δύναμη και στο μέλλον του θρησκευτικού πλουραλισμού”.
Η αποδοχή του θρησκευτικού πλουραλισμού (τής “πολυαρχίας” των θρησκειών) είναι οπωσδήποτε αντίθετη προς τον συγκρητισμό, με την έννοια ότι υποδηλώνει σεβασμό στις θρησκευτικές ιδιαιτερότητες και δεν επιδιώκει τη δημιουργία μιας πανθρησκείας. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να ισχυρισθή ότι αυτό είναι σύμφωνο με το πνεύμα της ανεξιθρησκείας, η οποία χαρακτηρίζει κάθε αληθινά Ορθόδοξο Χριστιανό. Όμως, χρειάζεται να γίνη μια λεπτή διάκριση. Ο θρησκευτικός πλουραλισμός, αν ερμηνευτή με βάση το περιεχόμενο του πνευματικού πλουραλισμού (ο οποίος θεωρεί ότι η πραγματικότητα συνίσταται από πολλές αυτοτελείς πνευματικές ουσίες), σημαίνει ότι η θρησκευτικότητα συνίσταται από πολλές αυτοτελείς θρησκευτικές πίστεις. Κάθε θρησκεία, δηλαδή, θεωρείται ως μια χρήσιμη ψηφίδα στην θρησκευτική εικόνα της οικουμένης. Μπορεί, λοιπόν, η “αισιόδοξη” αποδοχή του θρησκευτικού πλουραλισμού να αντιστέκεται στη δημιουργία μιας πανθρησκείας, αντιμετωπίζει, όμως, όλες τις θρησκείες σαν να είναι το ίδιο πράγμα, χωρίς ευαισθησία απέναντι στην αλήθεια και γι’ αυτό, χωρίς άλγος για το ανομοιογενές πλήθος τους, που δεν μπορεί να ταυτίζεται με την αλήθεια.
Κατά τον Ευγένιο Βούλγαρη -τή γνώμη του οποίου “συνυπογράφει” και ο άγιος Νεκτάριος- ο ανεξίθρησκος είναι ζηλωτής της πίστεως, αλλά ταυτόχρονα ανέχεται την θρησκεία των ετεροθρήσκων. Ο ανεξίθρησκος δεν είναι άθρησκος, θρησκευτικά αδιάφορος ή ακόμη, για να χρησιμοποιήσω επίκαιρες διατυπώσεις, συγκρητιστής και οικουμενιστής· είναι ζηλωτής της πίστεως. Είναι νομίζω περισσότερο από αυτονόητο ότι ο ζηλωτής της Ορθοδόξου Χριστιανικής πίστεως, η οποία έχει ως κέντρο της το σταυρό της αγάπης, δεν μπορεί να μην είναι ανεξίθρησκος, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να μη πονά για τους απομακρυσμένους από την οδό της σωτηρίας. Γνωρίζει την καταστροφική πορεία της αποστασίας από τον ζώντα Θεό, όπως, βέβαια, γνωρίζει ότι η σωτηρία δεν επιβάλλεται εξωτερικά, αλλά βιώνεται εσωτερικά· επιτυγχάνεται με τον ελεύθερο προσωπικό αγώνα που εμπνέει ο λόγος των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, ο οποίος αποτελεί τον σπόρο, που πέφτει στην “καρδιακή γή”, η οποία γίνεται “καλή” ανάλογα με τη γνησιότητα και τη νομιμότητα της εκκλησιαστικής ασκήσεως.
Είναι, λοιπόν, φανερό, ότι όταν εκφράζουμε πίστη στη δύναμη και το μέλλον του θρησκευτικού πλουραλισμού, βρισκόμαστε έξω από το πνεύμα της ανεξιθρησκείας, όπως τη διδάσκει η Αποστολική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία ενεργοποιεί -μέ σεβασμό στην ελευθερία του ανθρώπου- την εντολή “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη”. Αυτή η θέση θέλει λίγο περισσότερη ανάλυση.
Όταν αποδεχόμαστε, χωρίς άλγος, την πολυμορφία και την ανομοιογένεια των θρησκειών, σημαίνει ότι δεν πονάμε για την άγνοια της αληθινής ζωής, ίσως γιατί δεν πιστεύουμε ότι υπάρχουν κριτήρια της πνευματικής εμπειρίας, οπότε δεν θεωρούμε ότι είναι κάτι σημαντικό η πίστη στον αληθινό Θεό. Μέσα σ’ αυτήν τη νοοτροπία η θρησκευτική πίστη συνδέεται περισσότερο με την ιδιορρυθμία του καθενός, παρά με την εμπειρική γνώση του αληθινού Θεού. Ορισμένες φορές, μάλιστα, η λαϊκή παράδοση είναι εκείνη που κρατά άσβηστες κάποιες σπίθες της πίστης. Από ορισμένους, το ότι είμαστε Ορθόδοξοι γίνεται δεκτό ως ένα στοιχείο της εθνικής-φυλετικής μας παραδόσεως, το οποίο θέλουν να το κρατούν ζωντανό, μέσα στο πνεύμα του φολκλορισμού, όπως κάνουν με τους δημοτικούς χορούς και τα δημοτικά τραγούδια. Ουσιαστικά ο Θεός σε αυτές τις περιπτώσεις δεν θεωρείται ζών και προσωπικός. Είναι ένας υπερβατικός άγνωστος Χ, που πιθανώς να υπάρχη, αλλά πιθανώς και να μην υπάρχη, ανάλογα με το αν η “εξίσωση”, που φτιάχνουν στο μυαλό τα δεδομένα της εμπειρίας, έχει μια ή περισσότερες λύσεις ή ακόμη δεν έχει καμμία λύση, οπότε γινόμαστε αντίστοιχα “μονοθεϊστές”, “πολυθεϊστές” ή άθεοι.
Το σημαντικώτερο, βέβαια, που πρέπει να ειπωθή είναι ότι, όταν “πιστεύουμε στη δύναμη και στο μέλλον του θρησκευτικού πλουραλισμού”, είμαστε έξω από το θεραπευτικό κλίμα της Ορθόδοξης θεολογίας, η οποία -σύμφωνα με τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη- θεωρεί τη θρησκεία “ψυχονευρωτική νόσο”. “Η ενανθρώπηση, μάλιστα, του Χριστού και όλο το έργο της θείας Οικονομίας συνίσταται στην ελευθέρωση του ανθρώπου από την νόσο της θρησκείας”. Ο θρησκευτικός, λοιπόν, πλουραλισμός δείχνει την πολυμορφία αυτής της ασθένειας, οπότε δεν μπορούμε να μιλάμε για τη “δύναμη” και το “μέλλον” της, αλλά για την αδυναμία και το θάνατο που κρύβει. Επειδή μπορεί να ακούγεται λίγο περίεργα, το ότι η θρησκεία είναι “ψυχονευρωτική νόσος”, πολύ συνοπτικά και επιγραμματικά, με βάση τις έρευνες του π. Ιωάννη Ρωμανίδη και την ανάλυση του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, πρέπει να σημειώσω ότι “νόσο της θρησκείας” ονομάζουμε το αποτέλεσμα της υποταγής του νού σε νοήματα και εικόνες του περιβάλλοντος, πολλά από τα οποία τα ταυτίζει με το Θεό. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσευχηθή νοερά, δεν μπορεί να έλθη σε εμπειρική, ζωντανή σχέση με τον Θεό, οπότε τον προσεγγίζει συναισθηματικά και φανταστικά, με αποτέλεσμα να φτιάχνη με το μυαλό του είδωλα του Θεού.
Ο Θρησκευτικός πλουραλισμός είναι σύμπτωμα του σκοτισμένου νού, του αιχμάλωτου στο περιβάλλον και το πραγματικό έργο της Εκκλησίας είναι ο φωτισμός και η ελευθέρωση του νού από όλα τα είδωλα. Είναι, δηλαδή, κίνηση αντίθετη προς την επιβίωση του θρησκευτικού πλουραλισμού. Επειδή κατέχει “πάσαν την αλήθειαν”, “σταυρώνεται” από αγάπη για τον κόσμο στην ποιμαντική και ιεραποστολική της διακονία, προκειμένου να ελκύση την ελευθερία των ανθρώπων στη θετική πορεία του θελήματος του ζώντος Θεού.
Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού· δεν ταυτίζεται με τον Χριστό· ο Χριστός είναι η Κεφαλή της. Τα μέλη της Εκκλησίας μετέχουν κατά διαφόρους βαθμούς στις δωρεές της Κεφαλής (τού Χριστού), ανάλογα με την βαθύτητα της σχέσεως που αναπτύσσουν μαζί Του. Βρίσκονται σε μια διαρκή εξελικτική πορεία, μια πορεία μετανοίας και τελειώσεως. Ενώ, λοιπόν, αυτό γίνεται με τα μέλη της Εκκλησίας, η ίδια η Εκκλησία δεν εξελίσσεται στη γνώση, διότι, χάρη στην Κεφαλή της, κατέχει “πάσαν την αλήθειαν”· στο Χριστό “κατοικεί πάν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς”. Πρέπει να τονισθή, ότι η εξέλιξη των πιστών είναι κίνηση εντός της Εκκλησίας. Δεν είναι άνοιγμα της ψυχής τους στα “είδωλα των εθνών”, στους ψεύτικους θεούς της φαντασίας των ανθρώπων. Είναι μια πορεία βαθύτερης σχέσεως και γνώσεως του Χριστού· μια διάβαση από την αποδοχή του κηρύγματος των Αποστόλων στην εμπειρική γνώση της πίστεως, η οποία είναι “ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων”.
Πηγή: http://www.parembasis.gr/2000/00_05_04.htm
ΜΑΪΟΣ 2000