Ζωηφόρος

To Μάθημα των Θρησκευτικών στη Γερμανία του Α. Αναπλιώτη

To Μάθημα των Θρησκευτικών στην Μέση Εκπαίδευση

της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

 

του Ανάργυρου Αναπλιώτη,

επικ. Καθηγητή του Εκκλησιαστικού Δικαίου

στη Θεολογική Σχολή του Παν/μίου του Μονάχου 

από το Περιοδικό «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», Απρίλιος 2008

Η διαμάχη που έχει ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια για το θέμα του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας με το επιχείρημα κυρίως της συνταγματικά κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας και της δήθεν εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με ρυθμίσεις του ευρωπαϊκού δικαίου έχει τροφοδοτήσει μια έντονη αντιπαράθεση για την αναγκαιότητα και τη μορφή του μαθήματος των θρησκευτικών στη Μέση Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Πολλοί υποστηρίζουν, ότι το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί "πισωγύρισμα" για μια Ευρωπαϊκή χώρα, που πρέπει δήθεν να ακολουθήσει το παράδειγμα των „υπολοίπων“ Ευρωπαϊκών χωρών, οπότε ή να καταργηθεί ή στην χειρότερη περίπτωση να διδάσκονται τα θρησκευτικά ως θρησκειολογία, ξεκομμένα από το εκκλησιαστικό φρόνημα και την ένταξή τους σε ένα ορισμένο δόγμα.

Η αντιπαράθεση αυτή καθιστά επιτακτική την ανάγκη να εξετάσει κανείς πως αντιμετωπίζεται το θέμα στα άλλα κράτη στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθότι είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ακολουθήσει αποκλειστικά δική της γραμμή στο θέμα αυτό. Συγκεκριμένα μπορεί η οργάνωση των αναλυτικών προγραμμάτων Μέσης Εκπαίδευσης να μην ρυθμίζεται (ακόμη) από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, όμως το άνοιγμα των αγορών και η μακροπρόθεσμη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού κυρίως από με την κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων στο επίπεδο του ευρωπαϊκού δικαίου επιτάσσουν μια σχετικά ενιαία αντιμετώπιση του προβλήματος.

 Στη Γερμανία το μάθημα των θρησκευτικών είναι κατά το Σύνταγμα υποχρεωτικό και ισότιμο με τα άλλα μαθήματα (άρθρο 7 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, ordentliches Lehrfach). H διάταξη αυτή, η οποία επαναλαμβάνει σχεδόν κατά λέξη την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 149 παρ. 1 και 2 του προϊσχύσαντος Συντάγματος της Βαϊμάρης ορίζει συγκεκριμένα ότι οι γονείς και οι κηδεμόνες έχουν δικαίωμα να προσδιορίζουν τη συμμετοχή ή μη του ανηλίκου τέκνου στο μάθημα των θρησκευτικών όπως επίσης και την ομολογιακή κατεύθυνση που εκφράζει καλύτερα τη θρησκευτική αγωγή που θέλουν να δώσουν στο παιδί τους (άρθρο 7 παρ. 2), δηλαδή εάν το παιδί θα παρακολουθήσει ρωμαιοκαθολικά, ευαγγελικά ή ορθόδοξα θρησκευτικά. Το μάθημα είναι υποχρεωτικό, βαθμολογείται όπως ακριβώς όλα τα άλλα μαθήματα και οι βαθμοί αναγράφονται στο απολυτήριο ή το ενδεικτικό μαζί με τους βαθμούς των άλλων μαθημάτων.

Ο θεολόγος καθηγητής είναι απολύτως ισότιμος με όλους τους άλλους καθηγητές, μπορεί δε να είναι κληρικός ή λαϊκός.

Τα θρησκευτικά είναι κατά την ερμηνευτική του Συντάγματος «κοινό θέμα» (gemeinsame Angelegenheit) Κράτους και Εκκλησίας. Το Κράτος έχει πλήρη ευθύνη για την τεχνική υλοποίηση της συνταγματικής επιταγής και οφείλει να οργανώνει τη διεξαγωγή του μαθήματος με τον καθορισμό του χρόνου διδασκαλίας μέσα στο ωρολόγιο πρόγραμμα, με τον καθορισμό των εβδομαδιαίων ωρών διδασκαλίας για κάθε τάξη, με το διορισμό καθηγητών και τη μισθοδοσία τους, με την παροχή των κατάλληλων αιθουσών και άλλων απαραιτήτων τεχνικών μέσων κτλ. Το Κράτος είναι επίσης ο εργοδότης των καθηγητών, εφόσον αυτοί διορίζονται, παύονται, μετατίθενται από τα αντίστοιχα υπουργεία Παιδείας των κρατιδίων ή των δήμων (τα σχολεία στην Γερμανία υπάγονται είτε στα κρατίδια ή στις τοπικές δημοτικές αρχές) και υπόκεινται επίσης στον κρατικό πειθαρχικό και διοικητικό έλεγχο.

Σημαντικός και καθοριστικός είναι και ο ρόλος των Εκκλησιών στην διεξαγωγή του μαθήματος εφόσον τα θρησκευτικά στη Γερμανία δεν έχουν θρησκειολογικό ή κοινωνιολογικό ενημερωτικό χαρακτήρα αλλά δογματικό - κατηχητικό τόσο στη στοιχειώδη όσο και στη μέση εκπαίδευση. Ο διορισμός των καθηγητών που θα διδάξουν το μάθημα πρέπει να εγκριθεί από την Εκκλησία ή τη θρησκευτική κοινότητα και ο διδάσκων πρέπει να είναι οπωσδήποτε πιστό μέλος της Εκκλησίας, της οποίας το μάθημα διδάσκει. Για να διοριστεί π.χ. καθηγητής για ορθόδοξα θρησκευτικά στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας πρέπει να εγκρίνει το διορισμό του συγκεκριμένου προσώπου ο ελληνορθόδοξος μητροπολίτης Γερμανίας με την ιδιότητά του ως προέδρου της Επιτροπής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στή Γερμανία (Κommission der Orthodoxen Kirchen in Deutschland- KOKiD). Αντίστοιχα είναι απαραίτητη για τους ρωμαιοκαθολικούς καθηγητές η missio canonica του επιχωρίου επισκόπου κατά τις διατάξεις του άρθρου 805 του Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και η Εξουσιοδότηση της Τοπικής Εκκλησίας (Vokation,   Bevollmächtigung κτλ.) για ευαγγελικούς καθηγητές, έτσι ώστε ο διδάσκων το μάθημα να μη διδάσκει αιρετικά ή διαπράττει ενέργειες που δεν συνάδουν με το πνεύμα του μαθήματος.

Σχετικά με το περιεχόμενο της διδασκαλίας την κύρια ευθύνη έχει η θρησκευτική κοινότητα, η οποία και συντάσσει τα αναλυτικά προγράμματα σε επιτροπές που συστήνει η ίδια και στις οποίες συμμετέχει και εκπρόσωπος του Κράτους. Εκπρόσωπος των Εκκλησιών μπορεί να συμμετέχει όποτε θέλει τόσο στη διεξαγωγή του μαθήματος (Visitation, Inspektion) όσο και στις εξετάσεις των μαθητών.  

Σε όλα τα δημόσια σχολεία υπάρχουν καθηγητές θρησκευτικών (εκτός από το κρατίδιο της Βρέμης όπου ρητά εξαιρείται από τη συνταγματική επιταγή, όπως και ιδιορρυθμίες υπάρχουν και στα κρατίδια του ευρύτερης περιοχής του Βερολίνου). Παρ΄ όλα αυτά αξίωση για προσφορά από το Κράτος μαθήματος θρησκευτικών δεν έχουν όλοι οι πολίτες και όλες οι θρησκευτικές κοινότητες. Κυρίως αξίωση για θρησκευτικά στο σχολείο έχουν οι μαθητές, οι γονείς και κηδεμόνες μέλη των θρησκευτικών κοινοτήτων που είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και κυρίως οι δύο μεγάλες χριστιανικές Εκκλησίες (Καθολική και Ευαγγελική), όπως και οι περισσότερες ορθόδοξες Εκκλησίες (ελληνορθόδοξη, ρωσική, ρωσική της Διασποράς και ρουμανική). Οι παραπάνω Εκκλησίες αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δι' ευθείας συνταγματικής διατάξεως (άρθρο 140 του Συντάγματος το οποίο παραπέμπει στο προισχύσαν σύνταγμα της Βαϊμάρης).

Οι υπόλοιπες Εκκλησίες ή θρησκευτικές οργανώσεις αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και δεν έχουν κατά κανόνα αξίωση για θρησκευτικά μέσα στην δημόσια στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση.

Η γερμανική νομοθεσία δίνει βέβαια το δικαίωμα σε κάθε μαθητή δημόσιου σχολείου να απέχει από το μάθημα των θρησκευτικών και τις σχολικές προσευχές, όταν ο ίδιος (ή οι γονείς ή κηδεμόνες του) επικαλούνται λόγους θρησκευτικούς ή συνειδήσεως.  Αρκεί μια απλή δήλωση του κηδεμόνα αν είναι ανήλικος ή του ίδιου αν είναι ενήλικος, ή έχει συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας του.

Στην περίπτωση αυτή όπως και στην περίπτωση που ο μαθητής δεν ανήκει σε μια από τις Εκκλησίες που είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (όπως π.χ. πολλοί μωαμεθανοί μαθητές ή μαθητές που προέρχονται από την τέως κομμουνιστική ανατολική Γερμανία και δεν έχουν βαπτισθεί), παρακολουθεί το μάθημα της «Ηθικής«, το οποίο διδάσκεται παράλληλα με το μάθημα των θρησκευτικών, δηλαδή την ίδια ώρα αλλά σε άλλη αίθουσα.

Το πρόβλημα που έχει ανακύψει στην πατρίδα μας για το μάθημα των θρησκευτικών δεν εδράζεται σε επιχειρήματα που αφορούν την πρακτική άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο μεγαλύτερο κράτος της Ευρώπης, τη Γερμανία, τα θρησκευτικά είναι υποχρεωτικά και μάλιστα κατ’ ευθείαν από το Σύνταγμα και  ομολογιακά και μάλιστα αυστηρότερα ομολογιακά από ότι στην Ελλάδα. Οι πολεμούντες τα θρησκευτικά προσπαθούν να βρουν αφορμές και προβάλλουν ανυπόστατες αιτιολογίες για την κατάργησή τους ή για την αλλαγή του χαρακτήρα τους. Όπως στη Γερμανία έτσι  και στην Ελλάδα το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί πραγμάτωση της θρησκευτικής ελευθερίας του πολίτη, ο οποίος έχει συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα να ενημερωθεί για την πίστη του και να « μορφωθεί„ μ’ αυτήν. Το Κράτος δεν μπορεί να απέχει από τον παροχικό χαρακτήρα που έχουν τα ατομικά δικαιώματα, όπως αυτά προκύπτουν από την ενεργό συμμετοχή του στην υλοποίηση της θρησκευτικής ελευθερίας έξω αλλά και μέσα στο κρατικό σχολείο.

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel