Ζωηφόρος

Τα Θρησκευτικά στο έλεος των συνηγόρων τους, του Θανάση Ν. Παπαθανασίου

Τα Θρησκευτικά στο έλεος των συνηγόρων τους

του Θανάση Ν. Παπαθανασίου

αρχισυντάκτη περιοδικού «Σύναξη»

                                                             από την εφημερίδα «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ» της 4ης  Σεπτεμβρίου 2008

Η πρόσφατη αναστάτωση εξ αφορμής του εγγράφου του υπουργείου Παιδείας (10 Ιουλίου) περί δυνατότητας α­παλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει πανηγυρικά να χαιρετιστεί, νομίζω, ως  μια εξαιρετική ευκαιρία: Ως πρώτης τάξεως αφορμή, για να συνειδητοποιήσει κανείς πόσο πηχτή είναι η ιλύς, στην οποία κα­λείται να κωπηλατήσει η συ­ζήτηση του ζητήματος!

Το καίριο πρόβλημα είναι ότι στον θεολογικό και εκ­κλησιαστικό χώρο κυριαρχεί μια αβυσσαλέα δυσκολία να κατανοηθεί το απλούστατα απλό: Μάθημα κατηχητικό σημαίνει μάθημα προαιρετικό. Τελεία και παύλα! Στην πραγματικότητα, δηλαδή, το πρωτεύον δεν είναι αν κα­νείς θέλει το μάθημα των θρησκευτικών κατηχητικό ή γνωσιολογικό. Το πρωτεύον -—η ιλύς— είναι η απίστευτη αδυναμία να κατανοηθεί τι σημαίνει καθένας από αυ­τούς τους δύο χαρακτηρι­σμούς (υπό αυτές ή υπό οι­εσδήποτε άλλες ονομασίες). Όσοι θέλουν το μάθημα κα­τηχητικό, καλά κάνουν, αλλά ας δηλώσουν εντίμως και μεγαλοφώνως ότι το αποδέ­χονται ως μάθημα επιλογής, ήγουν, αργά ή γρήγορα, σε πολλές θρησκειακές εκδο­χές, διδασκόμενες ενδεχο­μένως από εντεταλμένους κάθε θρησκευτικής κοινότη­τας ή ομολογίας. Όμως το να ξιφουλκείς υπέρ του πακέ­του «και Ορθοδόξως κατηχη­τικό και υποχρεωτικό» μοι­άζει εκδήλωση αυτισμού ή κουτοπονηριάς, και δη κου­τοπονηριάς, η οποία σε πλή­θος αντιφάσεων επιδίδεται, προκειμένου να διοτηρηθούν προνόμια και επικυριαρχίες στην κοινωνία.

Είναι άραγε δυνατό, ο στο­χασμός: στον τόπο μας να μοι­άζει συχνά με πότισμα ταυ θεσσαλικού κάμπου μέρα μεσημέρι; Μήπως, δηλαδή, ο κόπος της αναμέτρησης με το προβλήματα είναι σαν νερό που πέφτει σε πυρωμένο έ­δαφος και εξατμίζεται το περισσότερο, πριν χωθεί στο χώμα; Για τη φυσιογνωμία των θρησκευτικών και για το ρόλο τους έχουν γραφτεί πά­μπολλα, οπό τότε περίπου που καθιερώθηκε ως μάθη­μα. Ειδικά όμως κατά την τε­λευταία δεκαετία, κατατέθη­καν προβληματισμοί, που ψηλαφούν ακριβώς την πραγματικότητα και θέτουν τον πήχυ σε αξιοπρεπές ύψος. Αλλά, βλέπετε, συχνό ο πήχυς αντιμετωπίζεται με το να περνά κανείς από κάτω! Ενδεικτικά υπενθυμίζω:

Τρεις μείζονες συναντή­σεις —κυρίως θεολόγων της δευτεροβάθμιας— πραγμα­τοποιήθηκαν από την άνοιξη του 1999 ως και την άνοιξη του 2000 (στο Βόλο, στην Πα­ναγία Σουμελά και στη Γερ­μανική Σχολή Αθηνών). Η πρώτη και η τελευταία αποτυπώθηκαν σε δύο σημαντικά συλλογικά βιβλία («Γιατί θρησκευτικά Σήμερα»; εκδ. Δόμος, Αθήνα 2000, και «θρησκευτική Παιδεία και Σύγχρονη Κοινωνία», εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2006). Παράλ­ληλα, ουσιώδεις προτάσεις δημοσιεύτηκαν μεμονωμένα (βλ. ενδεικτικό περιοδικό «Σύναξη», ι. 75/2000, τ. 83/2002, τ. 93/ 2005). Η ό­λη ατμόσφαιρα είχε τον ανα­βρασμό εργαστηρίου. Δεν επρόκειτο για συγχορδίες ομονοούντων, αλλά για τοποθετήσεις, που συχνά συ­γκρούονταν. Ωστόσο, το κυ­ρίαρχο ήταν η προθυμία για δουλειά επί του συγκεκριμέ­νου. Σε αυτό το πλαίσιο, τον Μάρτιο του 2005 η «Σύναξη» φιλοξένησε ένα είδος δημο­σίου διαλόγου, εντυπωσιακά ακριβώς πάνω στο ζήτημα που φαίνεται να στασιάζεται σήμερα. Δημοσίευσε αφ' ε­νός πορίσματα του Συνηγόρου του Πολίτη (Ιουνίου 2002 και Νοεμβρίου 2004) σχετικά με τη δυνατότητα α­παλλαγής από το μάθημα δίχως καν επίκληση της ετεροδοξίας του αιτούντα: την α­παλλαγή, και αφ' ετέρου σχολιασμό αυτών των πορι­σμάτων από τον σύμβουλο του Παιδαγωγικού Ινστιτού­του Σταύρο Γιαγκάζογλου και τον σχολικό σύμβουλο Άγγε­λο Βαλλιανάτο. Έλεος! Σήμερα, τριάμισυ χρόνια αργότερα, το πρόσφατο έγγραφο του Υπουργείου ξαφνιάζει πολλούς, σαν τάχα να μην είναι γεγονός ότι η εξαίρεση από το θρησκευτικά (απλώς με δια­φορετικά εύρος προβλέπεται εδώ και πάμπολλα χρό­νια, ακριβώς επειδή υπάρ­χουν ως ομολογιακό μάθημα!

Το κύριο θέμα στις συζήτησης που προανέφερα, ήταν η νομιμοποιητική βάση του μα­θήματος στα σημερινό σχο­λείο, καθώς και η φυσιογνω­μία του ίδιου του σχολείου. Δύο καίρια ερωτήματα ανα­φύονται εδώ:

1. Τι θα σημάνει για τη φυ­σιογνωμία του σχολείου, αν το θρησκευτικό μάθημα είναι πλήρως προαιρετικό και, συ­νεπώς, ανύπαρκτο για όσους μαθητές δεν έχουν (ή δηλώ­σουν ότι δεν έχουν) θρη­σκευτική υπηκοότητα; Δεν εί­ναι, άραγε, υποχρέωση της Πολιτείας να καταρτίζει τον νέο άνθρωπο σε ό,τι εξ αντικειμένου συνιστά την αν­θρώπινη πραγματικότητα και, συνεπώς, και στο θρησκευτικό φαινόμενο;

2. Σε ένα μη-κατηχητικό μάθημα, πως θα γίνεται η γνωριμία του μαθητή με τα λεγόμενα εγχώρια θρησκευ­τικά στοιχεία, δηλαδή με ε­κείνα που ιστορικά συμμετέ­χουν στη διαμόρφωση του κόσμου του και των συμβολι­κών πεδίων του; Η πρόταση, λόγου χάριν, για τα θρησκευτικά ως πολιτιστικό μάθημα (διατυπωμένη κυρίως από τον Παντελή Καλαϊτζίδη-πρβλ. κείμενο του αείμνη­στου Νίκου Ματσούκα στο 1ο τεύχος της «Σύναξης») προ­συπογράφει την υποχρεωτική, μη-κατηχητική γνωριμία με τα πολιτισμικό προϊόντα της Ελληνοορθοδοξίας, ενώ η πρόταση για τα θρησκευτικά ως βιβλικό μάθημα (διατυ­πωμένη κυρίως από τον Σταύρο Ζουμπουλάκη) διαφωνεί ριζικά και επικεντρώ­νει στην υποχρεωτική, μη-κατηχητική γνωριμία με τη βι­βλική συνιστώσα της ευρω­παϊκής ταυτότητας. Η δε πρό­ταση για θρησκειολογικό υ­ποχρεωτικά μάθημα (διατυ­πωμένη κυρίως από τον Γιώργο Σωτηρέλλη) αναγνω­ρίζει ιδιαίτερο χώρο στη γνω­ριμία με την Ορθοδοξία. Σε εισήγηση του κατά την ημερίδα που πραγματοποίησε τον Μάρτιο 2006 στη Μονή Πε­ντέλης η Συνοδική Επιτροπή για το Μάθημα των θρησκευ­τικών, ο γράφων επιχείρησε να σκιαγραφήσει όλες τις προτάσεις που έχουν κατατε­θεί (στις προαναφερθείσες τέσσερις προστέθηκαν, ανε­ξαρτήτως του βάθους ή της ρηχότητας τους, άλλες τρεις: μάθημα ιεραποστολικό, θεο­λογικό και συμβουλευτικό], για να υποστηρίξει ότι η ανά­κριση τους και η δοκιμή των αντοχών τους «έπρεπε να εί­χε αρχίσει εχθές»!

Είμαι σίγουρος πως όλα αυτό είναι σε βαθμό ανίας γνωστά σε όποιον στοιχειω­δώς ενημερώνεται και προ­σπαθεί να ζει την πραγματική πραγματικότητα. Και, όμως, αδιάκοπα συναντά κανείς θορυβώδεις «ανυποψία­στους» σε όλους τους χώ­ρους. Στον μεν θεολογικό, ανθρώπους που θεωρούν συντριπτικό το επιχείρημα τους ότι τα θρησκευτικά πρέ­πει να είναι υποχρεωτικά, αφού χειραγωγούν τον νέο στη θέωση, σε άλλους δε χώ­ρους, ανθρώπους που φαίνε­ται να είναι οδυνηρά απλη­ροφόρητοι για το εύρος του θρησκευτικού φαινομένου (στην Εισηγητική Έκθεση, λόγου χάριν, της Πρότασης Νόμου της «Ελληνικής Ένω­σης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη» το 2006, προτείνεται «το μά­θημα των θρησκευτικών να συμπεριλάβει την εισαγωγή

στην ιστορία, την κοινωνιο­λογία και την δογματική ό­λων των θρησκειών». Υπάρ­χει άραγε η επίγνωση τι ση­μαίνει η λέξη «όλων»; Ή υ­πονοείται ότι θα γίνει επιλε­κτική διδασκαλία; Και αν ναι, με τι κριτήριο;). Στο δε επίμα­χο έγγραφο του Υπουργείου το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι η διεύρυνση της δυνατότητας απαλλαγής, αλλά η εγκόλπωση της λογι­κής του στριμώγματος των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της αθεΐας στο μισοσκό­ταδο των «προσωπικών δε­δομένων», φρονώ αντιθέ­τως, ότι σε μια κοινωνία δη­μοκρατίας και ελευθερίας πρέπει να ενθαρρύνεται και να διασφαλίζεται η παρουσία όλων των ερμηνειών της ζω­ής στον δημόσιο χώρο και το στοχαστικό αντάμωμα τους.

Μα και το πρόσφατο Δελτίο Τύπου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (31 Ιουλίου], το ο­ποίο αναδίδει αίσθημα ανα­κούφισης ξαποσταίνοντας στη διευκρίνιση του Υπουρ­γείου ότι το μάθημα παραμέ­νει υποχρεωτικό, δεν δίνει τη βεβαιότητα άτι έχει γίνει αντιληπτό το νεύρο του προβλή­ματος. Φταίει άραγε η λακωνικότητά του, ή μήπως... η ι­λύς;

Ουδαμώς αποκλείεται τα πράγματα να εξελιχτούν βά­σει ενός είδους... φυσικής ε­πιλογής. Μπορεί, δηλαδή, τα εκάστοτε επιτελεία του ΥΠΕΠΘ να καθορίσουν μονο­μερώς την αυριανή φυσιο­γνωμία του μαθήματος. Αν, ό­μως, οι νυν εμπλεκόμενοι ε­πιθυμούν να έχουν συμβολή, θα πρέπει —κατά την ταπει­νή μου άποψη— να δουν αυ­τά το ζητήματα, αλυσσιδωτά μαζί με άλλα, όπως λ.χ. το ξεκαθάρισμα της φυσιογνω­μίας (ομολογιακής ή θρη­σκειολογικής) των θεολογι­κών Σχολών.

Οψόμεθα...

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel