Ζωηφόρος

Διάλογος ουσίας στο συνέδριο της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου,

Διάλογος ουσίας στο συνέδριο

της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου

Ολοκληρώθηκε το σημαντικό συνέδριο της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου

Δελτίο Τύπου Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών

Την Κυριακή 6  Ιουνίου 2010, μετά τη τέλεση της θείας Λειτουργίας στο ναό της Αναλήψεως του Χριστού, στο Βόλο, συνεχίστηκαν και ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών. Το συνέδριο μεταδίδεται απευθείας από το δια-δικτυακό τηλεοπτικό σταθμό www.intv.gr με παράλληλη μετάφραση στα ελληνικά και αγγλικά.Στην  τελευταία συνεδρία του συνεδρίου ομιλητές ήταν ο π. Εμμανούλ Κλάψης καθηγητής της ελληνορθόδοξης Θεολογικής σχολής του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο Δρ. Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη» και ο Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης Συντονιστής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών.

Στην πρώτη εισήγηση ο π. Εμμανουήλ Κλάψης ανέπτυξε το θέμα «Προς μια ορθόδοξη θεολογία των θρησκειών». Σε μια προσπάθεια να κινηθούμε προς μια ορθόδοξη θεολογία των θρησκειών, η παρούσα ανακοίνωση εξέτασε την άκρως ενδιαφέρουσα ερώτηση για το εάν η σωτηριώδης χάρις του Θεού περιορίζεται μόνο εντός των κανονικών ορίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ή εκτείνεται σε διαφορετικό βαθμό και πρότυπο σε άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, σε κοινότητες άλλων ζωντανών πίστεων, σε αγνωστικιστές ή ακόμη και άθεους. Το κείμενο αυτό ισχυρίστηκε ότι μια μυστηριακή και χαρισματική προοπτική της Εκκλησίας δεν αφήνει, ως πεδίο πραγμάτωσης της σωτηριώδους χάριτος του Θεού, να παραμένει μόνο αυτό που βρίσκεται εντός των κανονικών ορίων της Εκκλησίας. Η ανακοίνωση υποστήριξε ότι η δράση του Πνεύματος του Θεού σε άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες και στον κόσμο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί σε βάρος της σημασίας των κανονικών ορίων της Εκκλησίας.

Παράλληλα με τον ισχυρισμό ότι η πληρότητα της σωτηριώδους χάριτος του Θεού μπορεί να βρεθεί εντός των κανονικών ορίων της Εκκλησίας, ο συγγραφέας πρότεινε ότι υπάρχει μια ανάγκη να κινηθούμε πέρα από μια κατανόηση του Θεού, κατά την οποία Αυτός είναι περιορισμένος να είναι είτε πλήρως παρών ή τελείως απών από τις ζωές και τις πράξεις κοσμικών και άλλων θρησκευόμενων ανθρώπων. Οι κοσμικές διαστάσεις της Ευχαριστίας, επί τη βάσει των οποίων η Δημιουργία μέσω του Χριστού και του Πνεύματος του Θεού μετέχει στο είναι του Θεού, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση της αναγνώρισης της σωτηριώδους παρουσίας του Θεού σε όλο τον δημιουργημένο κόσμο. Η σωτηριώδης παρουσία του Πνεύματος του Θεού μέσα στον κόσμο δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το σωτηριώδες έργο του Σαρκωθέντος Λόγου του Θεού. Ο Χριστομονισμός δεν θα πρέπει να υποκατασταθεί από τον Πνευματομονισμό. Το Άγιο Πνεύμα είτε προηγείται του Χριστού, είτε ακολουθεί τον Χριστό, στην προσπάθεια του Θεού για τη σωτηρία όλης της Δημιουργίας. Η τριαδική πίστη προσδένει την Αποκάλυψη του Θεού στις ιδιαιτερότητες της ιστορίας – της οποίας κορύφωση είναι ο Χριστός- αλλά δεν επιτρέπει τον περιορισμό του Θεού σε κάθε επιμέρους ιδιαιτερότητα vis-a-vis με την παγκόσμια δράση και παρουσία του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο. Το Άγιο Πνεύμα ανοίγει τα όρια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε αγγίζει και οδηγεί όλους και όλα σε μια διαρκή και μεταμορφωτική σχέση με τον αναστημένο Χριστό, με ένα διάφανο τρόπο εντός της Εκκλησίας και με ένα κρυφό στη ζωή του κόσμου. Η δυνατότητα της σωτηρίας η οποία υπάρχει για εκείνους που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία θα πρέπει να οδηγήσει τους χριστιανούς σε μια ακλόνητη ελπίδα ότι ο Θεός στην απεριόριστη αγάπη και το έλεος του, κοινωνεί την σωτηριώδη χάρι Του μέσω άλλων άγνωστων και κρυφών οδών σε εκείνους που φέρουν τη φυσική γνώση του Θεού και της πίστης, όπως επίσης ως μια ηθική συνείδηση η οποία χαρακτηρίζεται από μια ζωή με αγάπη, που υπάρχει όμως πέραν των διακριτών ορίων της Εκκλησίας. Η παρούσα ανακοίνωση υποστήριξε ότι η σωτηρία προσφέρεται σε όλους ως μια δυνατότητα μέσω της Εκκλησίας και όχι ξέχωρα από αυτήν. Η εισήγηση ολοκληρώθηκε σημειώνοντας τις συνέπειες που έχει μια τέτοια αποδοχή για την ζωή και την αποστολή της Εκκλησίας.

Ο Δρ. Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου μίλησε με θέμα «H Iεραποστολή ως πρόκληση για την Ορθόδοξη θεολογία της συνάφειας». H θεολογία της ιεραποστολής συχνά νοείται ως ένα είδος παραρτήματος της "κυρίως" θεολογίας. Ωστόσο, μια προσεκτική ματιά στην εκκλησιαστική εμπειρία μπορεί να δείξει το αντίθετο: ότι ιστορικά η ιεραποστολή ?χει αποτελέσει μήτρα της θεολογίας. Ο λόγος είναι ότι καθεαυτή η Εκκλησία αποτελεί μια αδιάκοπη ζύμωση. Δεν υπάρχει, παρά ως συνάντηση του Θεού με τον κόσμο και ως μεταμόρφωση του κόσμου. Με άλλα λόγια, η συνάντηση του ευαγγελίου με τις ποικίλες συνάφειες δεν είναι κάτι που ενδέχεται να προστεθεί εκ των υστέρων στον εαυτό της Εκκλησίας. H συναφειακότητα (contextuality) είναι καθαυτός ο τρόπος πραγμάτωσης του εκκλησιαστικού γεγονότος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, ότι οι συζητήσεις για τη συναφειακότητα κατά τα νεώτερα χρόνια γεννήθηκαν στον χώρο της ιεραποστολικής πράξης και θεωρίας.

Ο πρώτος κίνδυνος, λοιπόν, είναι να πιστέψουμε ότι η Εκκλησία συμπίπτει με έναν και μόνο πολιτισμό ή να λησμονήσουμε ότι η Εκκλησία δεν είναι η Βασιλεία, αλλά εικόνα της μέλλουσας Βασιλείας και διάκονος της πρόσκλησης που ο Θεός απευθύνει σε όλη τη δημιουργία του. Όσο περισσότερο αδυνατίζει η ιεραποστολική συνείδηση και όσο περισσότερο πιστεύεται ότι η Εκκλησία έχει φτάσει στο τέρμα της ιστορικής πορείας της, τόσο περισσότερο εντείνεται ο κίνδυνος αυτός. Ωστόσο, αν σκεφτούμε προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι αυτός ο κίνδυνος συνιστά περιφρόνηση της συναφειακότητας (αδιαφορία για τους άλλους πολιτισμούς), ταυτόχρονα όμως προέρχεται ακριβώς από την συναφειακότητα! Μια συγκεκριμένη πολιτισμική συνάφεια, δηλαδή, τίθεται πάνω από το Ευαγγέλιο. Σ' αυτή την περίπτωση, αντί η ανθρώπινη πραγματικότητα να λειτουργεί ως σάρκα του Ευαγγελίου (σε μια αδιάκοπη διαδικασία σάρκωσής του στο εκάστοτε παρόν), καταντά σαρκοφάγος του (κι έτσι εμποδίζει την περαιτέρω σάρκωσή του)! Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία (ιδίως στα νεώτερα χρόνια, πλην λιγοστών εξαιρέσεων) δεν έχει εργαστεί ακόμα πάνω στη σχέση Ευαγγελίου και συναφειών, και δεν έχει προβληματιστεί πάνω στο ενδεχόμενο να αναδυθούν εκκλησιαστικές εκφράσεις διαφορετικές από την ελληνο-ρωμαϊκή συνάφεια. Επίσης, δεν μελετά τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων μοντέλων συνάντησης Ευαγγελίου και κόσμου (adaptation, indigenization, inculturation, contextualization κλπ), τα οποία απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνιολογική και ιεραποστολική θεωρία. Θεωρεί ότι το ιεραποστολικό χρέος εκπληρώνεται με την αυτούσια μεταφορά των κειμένων, της τέχνης και της νοοτροπίας της στις εκκλησίες του Τρίτου Κόσμου, και δεν διερωτάται καν τι χρειάζεται να συνεισφέρουν αυτές οι εκκλησίες στην οικουμενική Ορθοδοξία. Εδώ, όμως, μπορεί να αναφυεί ένας νέος κίνδυνος: Το να αποδεχτούμε τη συναφειακότητα χωρίς περίσκεψη και κριτική σκέψη. Έτσι, όμως, διαμορφώνεται μια αφελής στάση, η οποία νοεί τους παραδοσιακούς πολιτισμούς σαν συμπαγείς ουσίες, δεν δύναται να διακρίνει τις αλλαγές τους μέσα στον χρόνο, δεν ξεχωρίζει τα ζωηφόρα από τα θανατερά στοιχεία τους και δεν κατορθώνει να διακρίνει ποιοι πολιτισμοί υπάρχουν σήμερα στην πραγματικότητα (κι όχι μόνο στο μυαλό του ιεραποστόλου) και ποιοι νέοι αναδύονται. Η ιεραποστολή, συνεπώς, καλείται να είναι συμφιλιωτική, αλλά ταυτόχρονα και απελευθερωτική. Ταυτόχρονα, η ιεραποστολική (η θεολογία της ιεραποστολής) καλείται να αποτελεί τον καταλύτη ώστε η συνείδηση της Εκκλησίας να παραμένει ζωντανή και πιστή στο Ευαγγέλιο.

Τέλος ο Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης μίλησε με θέμα «Προς μία «μετα-πατερική» θεολογία;». H «επιστροφή στους Πατέρες» που στάθηκε το κυρίαρχο θεολογικό «παράδειγμα» για την ορθόδοξη θεολογία τον 20ο αιώνα, συνέβαλε τα μέγιστα στην ανανέωση της ορθόδοξης θεολογίας και στην απελευθέρωση της από τη «βαβυλώνια αιχμαλωσία» στη δυτική θεολογία, στη γλώσσα, τις προϋποθέσεις και την προβληματική της. Είχε όμως και ορισμένες αρνητικές συνέπειες όπως: α) τη θεωρητική δικαιολόγηση της διαδεδομένης στα ορθόδοξα περιβάλλοντα υποτίμησης των βιβλικών σπουδών? β) τη μυθοποίηση και ανιστορική προσέγγιση της πατερικής θεολογίας? γ) την απουσία της ορθόδοξης θεολογίας από τις μεγάλες θεολογικές ζυμώσεις του 20ου αιώνα? δ) την έξαρση του αντιθετικού άξονα Ανατολή-Δύση και την καλλιέργεια αντιδυτικού, αντιοικουμενικού πνεύματος? ε) τη συντήρηση της ιστορικής εκκρεμότητας μεταξύ Ορθοδοξίας και νεωτερικότητας.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις καθιστούν επείγον το αίτημα της νέας σάρκωσης του λόγου και της συναφειακής ανάγνωσης των Πατέρων, θέτοντας ταυτόχρονα το ερώτημα της δυνατότητας ύπαρξης μιας μετα-πατερικής ορθόδοξης θεολογίας. Στην παρούσα εισήγηση διερευνήθηκαν, σε μία πρώτη μορφή, τα ζητήματα και τα πεδία που καλείται να προσεγγίσει η συζήτηση για μια μετα-πατερική ορθόδοξη θεολογία και τα οποία μπορούν πολύ επιγραμματικά να συνοψιστούν στα παρακάτω σημεία:

1. Έννοια και περιεχόμενο της Παράδοσης, της αυθεντίας και συμφωνίας των Πατέρων, και της προσφυγής στην επίκληση της αυθεντίας τους.

2. Αποκλειστικότητα (;) σχέσης ανάμεσα στην πατερική θεολογία και τις ελληνικές κατηγορίες σκέψης, στην πατερικότητα και την ελληνικότητα, και ερώτημα για τη θεολογική γλώσσα ενός μετα-ελληνικού κόσμου όπως ο δικός μας. Μπορεί όντως ο «χριστιανικός ελληνισμός» να αποτελεί «αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως»;

3. Διαχρονικότητα και κανονιστικός χαρακτήρας της χρήσης της οντολογίας και των ελληνικών φιλοσοφικών κατηγοριών στη θεολογία. Αποκλειστικότητα (;) διαμεσολάβησης της φιλοσοφίας και της οντολογικής γλώσσας στο διάλογο της Εκκλησίας και της θεολογίας με τον κόσμο. Νέες μορφές διαμεσολάβησης (και καθολικότητας), όπως π. χ. λογοτεχνία, επιστήμες του ανθρώπου, κ. ά. Ευαγγέλιο και φιλοσοφία, Οντολογία και ιεραποστολή.

4. Αυταρχικό πατριαρχικό προνεωτερικό πρότυπο, σχέση του με την πατερική θεολογία, απουσία κάθε έννοιας θρησκευτικού πλουραλισμού και ετερότητας. Επανεξέταση του ζεύγους καθολικότητα-αίρεση, εν σχέσει προς τα ζεύγη ετερότητα-αίρεση, διαφορά-ενότητα. Ανοχή και καταδίωξη των «αιρετικών» στα πατερικά κείμενα και στη σημερινή πολιτισμική συνθήκη.

5. Διαπλοκή Εκκλησίας και θεολογίας με αυτοκρατορική ιδεολογία. Παράδειγμα Συνόδων, ζητήματα αλάθητου των Συνόδων, ιδίως όταν ληφθούν υπόψη οι αυτοκρατορικές παρεμβάσεις, ή τα αυτοκρατορικά «ενδιαφέροντα».

6. Ανθρωπολογικές κορυφώσεις της θεολογίας των Πατέρων, αλλά και ατελής ανθρωπολογία των Πατέρων: προβληματικές ανθρωπολογικές απόψεις της πατερικής θεολογίας π. χ. για την γυναίκα (το κατ’ εικόνα Θεού αποδίδεται σε αυτήν μόνο δια μέσου του άνδρα)? παρομοίωση της γυναίκας με το διάβολο, το καταστροφικό πυρ, κλπ.? δικαιολόγηση της πατρικής αυθαιρεσίας εις βάρος ανύπανδρων γυναικών που θεωρούνται «ιδιοκτησία» των πατέρων τους (βλ. Μ. Βασίλειος)? «άπαξ» Γρηγορίου του Θεολόγου υπέρ γυναικών και Ιωάννου Χρυσοστόμου στην προοπτική μιας θεολογίας του γάμου και της τρυφερότητας? διάχυτος αντιφεμινισμός της Εκκλησίας και της πατερικής θεολογίας? νέες ανθρωπολογικές προκλήσεις της βιοηθικής και βιοτεχνολογίας, κλπ. Τα παραπάνω θέτουν επιτακτικά το αίτημα μιας σύγχρονης ορθόδοξης μετα-πατερικής θεολογίας, και επανερμηνείας της πιστότητας στην πατερική παράδοση, καθώς στον ερμηνευτικό ορίζοντα της παρούσας εισήγησης, το «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν» δεν σημαίνει απλώς την συνέχιση, την επικαιροποίηση ή και την επανερμηνεία της παράδοσης αυτής, αλλά —κατά το προηγούμενο της πρωτοχριστιανικής και της πατερικής υπέρβασης— και την υπέρβασή της όπου και όταν χρειάζεται.

Πριν τη λήξη του συνεδρίου οι οικουμενικοί παρατηρητές του συνεδρίου Hevre Legrand o.p. (Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία-Παρίσι), Δρ. Karl Piggera (Ευαγγελική Εκκλησία-Γερμανία) και Ιoan Ovidiou Ionut (Ορθόδοξη Εκκλησία-NECLEE-Ρουμανία) παρουσίασαν τα συμπεράσματά τους για τις εργασίες του συνεδρίου.

πηγή: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2570

***

Δεύετρη ημέρα εργασιών του Συνεδρίου

Δελτίο Τύπου Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών

Το Σάββατο 5 Ιουνίου 2010 συνεχίστηκαν οι εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών. Το συνέδριο μεταδίδεται απευθείας από το δια-δικτυακό τηλεοπτικό σταθμό www.intv.gr με παράλληλη μετάφραση στα ελληνικά και αγγλικά. Στην πρώτη απογευματινή συνεδρία εισηγητές ήταν οι Δρ. Michail Neamtu, Senior fellow of Cadi/Eleutheria-Ρουμανία, Δρ. Peter Bouteneff αναπληρωτής καθηγητής στο St Vladimir’s Orthodox Theological seminary-Η. Π. Α. και ο Δρ. Aristotle Papanikolaou αναπληρωτής καθηγητής στο Fordham University.

Ο Δρ. Michail Neamtu μίλησε με θέμα «Η Εθνο-θεολογία στον κοινωνικό λόγο της σύγχρονης ορθοδοξίας. Παρατηρήσεις και ερωτήματα». Στην εισήγηση εξετάστηκε το ερώτημα για την εθνο-θεολογία, στην προοπτική της κυριαρχίας της στον απολογητικό λόγο μερικών ανατολικοευρωπαϊκών θεολόγων. Κατά τη διάρκεια του 19ου και καθόλον τον 20ο αιώνα, η σύγχρονη ορθοδοξία διαμόρφωσε το δικό της νομιμοποιητικό λόγο χρησιμοποιώντας ιδέες προερχόμενες από μια κολλεκτιβιστική και όχι απλά κοινοτική προσέγγιση για την ιστορία και την κοινωνία. Ένας εθνο-θεολογικός πανηγυρισμός της τοπικής ταυτότητας οδήγησε συχνά σε ένα τυφλό θρίαμβο ενός κοσμικού εθνικισμού, σε βαθμό αποκλεισμού της περισσότερο αυθεντικά χριστιανικής (και πατερικής) αξιολόγησης του ανθρώπινου προσώπου, θεωρούμενου ως μιας μη αναγωγικής και εικονικής πραγματικότητας. Διάφοροι θεολόγοι από την Ανατολική Ευρώπη έχουν συχνά προβάλλει ημι-μυθολογικές αναδομήσεις των ιστορικών αληθειών, προκειμένου να προωθηθεί μια κατά τα άλλα παραδοσιακή αντι-δυτική ατζέντα. Πως έχει συμβάλλει αυτή η εθνο-θεολογική τροπή της Ορθόδοξης απολογητικής στην αρνητική αντίδραση εναντίον της νεωτερικότητας, στο ναρκισσιστικό και αυτο-αναφορικό λόγο των αυτοκέφαλων Εκκλησιών, στην απουσία κάθε συνεπούς κοινωνικής διδασκαλίας στην Ανατολική Ευρώπη και τελικά στην έλλειψη μιας προφητικής αναμέτρησης με τον καθολικά διαβρωτικό λόγο των κοσμικών ιδεολογικών; Θα μπορέσουν οι τοπικές ορθόδοξες Εκκλησίες να επιβιώσουν μετά την αποσύνθεση των εθνών-κρατών, στην μορφή που τα έχουμε γνωρίσει στην διάρκεια των τελευταίων διακοσίων ετών; Από την άλλη μεριά πως θα πρέπει οι χριστιανικές κοινότητες να αντισταθούν σε μια άνευ όρων απορρόφηση σε ένα αδιαφοροποίητο και μαζικό πολιτισμό ειδικά στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης;

Ο Δρ. Peter Bouteneff ανέπτυξε το θέμα «Η Απελευθέρωση και οι φτωχοί: Προκλήσεις για τη σύγχρονη ορθοδοξία από τις συναφειακές θεολογίες». Κάθε έκφραση της θεολογίας είναι εκ φύσεως συναφειακή, αλλά κάποιες είναι με τρόπο περισσότερο συνειδητό. Ικανός αριθμός ιδεολογιών που εμφανίστηκαν από το 1960 έχουν σκόπιμα λάβει το αντίστοιχο κοινωνικό-οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο τους ως σημείο εκκίνησής τους. Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον σε στοιχεία των Γραφών τα οποία δεν έχουν τυπικά προσελκύσει την προσοχή των σύγχρονων ορθόδοξων θεολόγων, ειδικά σχετικά με την κατάσταση των φτωχών και των καταπιεσμένων, (τα στοιχεία αυτά) θέτουν μια ευεγερτική πρόκληση στην σύγχρονη ορθόδοξη σκέψη. Ενώ, υπάρχουν πολλά που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κριτικής στις συναφειακές θεολογίες, ωστόσο αναδεικνύουν ένα σημαντικό κενό στην ορθόδοξη θεολογία. Οι συναφειακές θεολογίες του 20ου αιώνα, αρχίζοντας με τη θεολογία της απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική, γεννήθηκαν μέσα στον Ρωμαιοκαθολικισμό από μια αντίδραση στην εξαθλιωτική φτώχεια και απανθρωποίηση, μαζί με μια αίσθηση ότι η κλασική θεολογία εμφανιζόταν ως άσχετη και αφηρημένη. Αυτό το διπλό ενδιαφέρον οδήγησε σε νέους τρόπους για τη σύλληψη της θεολογικής προσπάθειας και του περιεχομένου της ίδιας της σωτηρίας. Οι ίδιες αφορμήσεις οι οποίες προέκυψαν κάτω από τα πιεστικά καθεστώτα στην Λατινική Αμερική, αποτέλεσαν αντικείμενο εμπειρίας από πολλές κατηγορίες της κοινωνίας – γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, αφροαμερικάνοι, κι άλλοι- οι οποίοι έφτασαν να διαμορφώσουν τις δικές τους αντίστοιχες θεολογίες της απελευθέρωσης. Όσο προβληματικές κι αν είναι αυτές οι θεολογίες, το μόνιμο μότο τους για «την προνομιακή μεταχείριση των φτωχών από το Θεό» βρίσκει ξεκάθαρη υποστήριξη στις Γραφές. Η συναφειακή συνείδηση των ορθοδόξων θεολόγων του 20ου αιώνα εντοπίζεται κυρίως στην ανταποκριτικότητα προς την ευρωπαϊκή φιλοσοφία, μαζί με μια περισσότερο γενική ενημέρωση για τον ευρύτερο χριστιανικό κόσμο. Ποιά είναι η απάντησή τους προς το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο κάτω από το οποίο οι ίδιοι και οι ορθόδοξοι σύντροφοί τους υπέστησαν αφόρητες διώξεις και φτώχεια κατά τον προηγούμενο αιώνα; Αποτελεί η πολιτική θεολογία των Bulgakov και Berdyaev την τελευταία λέξη της Ορθοδοξίας για τους φτωχούς και για τη συστημική πολιτική αδικία; Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι δεν έχουν υπάρξει ούτε δεκτικοί προς τις θεολογίες της απευλεθέρωσης, ούτε απάντησαν κατά κανένα παρόμοιο τρόπο στην σοβαρή κατάσταση των φτωχών και καταπιεσμένων. Ένας λόγος είναι ότι η περιοδική διασύνδεση της θεολογίας της Απελευθέρωσης με τον Μαρξισμό προκάλεσε αρνητική εντύπωση για τους ορθόδοξους χριστιανούς οι οποίοι υφίσταντο αποδεκατισμό κάτω από αθεϊστικά μαρξιστικά καθεστώτα. Ένας περισσότερος προβληματικός παράγοντας εντοπίζεται στην ερμηνευτική της Βίβλου. Οι ορθόδοξοι θεολόγοι τείνουν να διαβάζουν τη Γραφή ως μια πηγή τριαδικών και χριστολογικών δεδομένων. Ωστόσο, όπως οι θεολόγοι της απελευθέρωσης μας θυμίζουν συχνά, οι Γραφές μιλούν για τη φτώχεια και τη δικαιοσύνη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η φωνή των προφητών ενισχυμένη και εκπληρωμένη στο κήρυγμα και τη δράση του Χριστού, απευθύνεται με μοναδικό τρόπο προς τους φτωχούς της κοινωνίας. Αυτό αναμφισβήτητα έχει αυθεντική θεολογική σπουδαιότητα, διότι αποτελεί ένα μεγάλο μέρος του γραφικού λόγου του Θεού για τον εαυτό του και τη δημιουργία του.

Ο Δρ. Aristotle Papanikolaou ανέπτυξε το θέμα «Ορθόδοξος Φιλελευρισμός: Η Πολιτική θεολογία μετά τις αυτοκρατορίες». Η πολιτική θεολογία στο πλαίσιο της ιστορίας της Ορθόδοξης χριστιανικής σκέψης, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Αυτή η απουσία μιας πολιτικής θεολογίας αποδεικνύει ότι η θεολογία μέσα στη ορθόδοξη παράδοση είναι συναφειακή στο βαθμό που φανερώνει ότι η θεολογική έκφραση εξαρτάται από την επείγουσα ανάγκη εντός της παράδοσης να αντιμετωπίσει ιδιαίτερα ερωτήματα τα οποία δεν μπορεί πλέον να εξακολουθεί να αγνοεί – η θεολογία δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις ερωτήσεις της οποίας το είναι καλείται να απαντήσει. Η κατάσταση μέσα στη χριστιανική –ρωμαϊκή- αυτοκρατορία ήταν τέτοια, ώστε ερωτήματα συνδεόμενα με το τι είναι πολιτική θεολογία δεν είχαν κεντρικό ενδιαφέρον, όπως τα ερωτήματα σχετικά με τη Χριστολογία. Χρειάστηκε να φτάσουμε στον 19ο αιώνα στη Ρωσία, όπου οι ορθόδοξοι αναγκάστηκαν να αναπτύξουν ερωτήσεις σχετιζόμενες προς την πολιτική θεολογία, καθότι η ίδια η ύπαρξη της θρησκείας δεχόταν επίθεση από μη-ορθόδοξες φιλοσοφίες και ιδεολογίες. Η διαμόρφωση αυτής της πολιτικής θεολογίας διακόπηκε από την κομμουνιστική κυριαρχία στην πλειονότητα των ορθοδόξων λαών. Στην παρούσα μετα-αυτοκρατορική και μετα-κομμουνιστική εποχή της ιστορίας της, η ορθόδοξη παράδοση βρίσκεται ακόμη μια φορά  αντιμέτωπη με την αναγκαιότητα να αναπτύξει μια πολιτική θεολογία, αν και αντιμετωπίζει μια πολιτική και πολιτιστική πραγματικότητα διαφορετική από εκείνη στη Ρωσία τον 19ο αιώνα. Οι σύγχρονοι ορθόδοξοι θεολόγοι δεν έχουν αναπτύξει μια πολιτική θεολογία, αν και έχουν γράψει, για συναφή προς την πολιτική θεολογία θέματα. Μια κοινή συνισταμένη στην ορθόδοξη σκέψη, τόσο στα γραπτά ορισμένων θεολόγων, όπως και στα επίσημα κείμενα κάποιων αυτοκεφάλων ορθοδόξων εκκλησιών αποτελεί η επίθεση έναντι του σύγχρονου πολιτικού φιλελευρερισμού, ειδικά σε σχέση με την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το χωρισμό Εκκλησίας-κράτους, ως εγγενώς αθεϊστική ατομικιστική, μη ηθική και κοσμική. Στην παρούσα ανακοίνωση υποστηρίχθηκε ότι αυτές οι κριτικές τίθενται εσφαλμένα και ότι μια ορθόδοξη πολιτική θεολογία, στην τρέχουσα παγκόσμια κατάσταση, απαιτεί την επιβεβαίωση μιας τροποποιημένης μορφής του πολιτικού φιλελευθερισμού και ότι μια τέτοια πολιτική θεολογία είναι περισσότερο συνεπής με την καρδιά της ορθόδοξης θεολογίας- την αρχή της θεανθρώπινης κοινωνίας.

Στην τελευταία συνεδρία ομιλητές ήταν οι Δρ. Radu Preda, αναπληρωτής καθηγητής στο πανεπιστήμιο Babes-Bolai-University, Cluj-Napoca, διευθυντής του INTER και η Δρ. Ελένη Κασσελούρη-Χατζηβασιλειάδη διδάσκουσα στο ΕΑΠ και μέλος της επιστημονικής ομάδας της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών.

Ο Δρ. Radu Preda μίλησε με θέμα «Ορθόδοξη κοινωνική θεολογία ως συναφειακή θεολογία». Το θέμα του συνεδρίου διαμορφώνεται με όρους ενός διλήματος: Χρειάζεται η ορθόδοξη θεολογία των αρχών του 21ου αιώνα μια νεο-πατερική σύνθεση ή έχει ανάγκη περισσότερο από το κουράγιο να αναλάβει την πρωτοβουλία για ένα μετα-πατερικό λόγο; Κατά τη γνώμη του το δίλημμα είναι μόνο φαινομενικό. Εάν αντιλαμβανόμαστε τη νεο-πατερική σύνθεση με όρους εξάσκησης μιας στείρας πιστότητας προς την Παράδοση σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική εναλλακτική πρόταση. Επιπλέον, εάν με τη μετα-πατερική θεολογία κάποιος αντιλαμβάνεται τον εκσυγχρονισμό τού ανατολικού τρόπου του σκέπτεσθαι, την ενσωμάτωσής της στην ιστορική στιγμή, σύμφωνα με το υπόδειγμα των Πατέρων της Εκκλησίας, τότε δεν υπάρχει, πράγματι βιώσιμη προς αυτό αντιπρόταση. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει επιλογή για τη θεολογία μεταξύ του μουσείου και της ζωής, μεταξύ της αποστέωσης και της δυναμικής. Εάν είναι μόνο μουσείο και αποστέωση τότε δεν μπορεί να είναι ζωή και δυναμική. Το ένα παράδειγμα αποκλείει το άλλο. Η γόνιμη αντινομία του να είναι κανείς μέσα στην Παράδοση και την ίδια στιγμή να θεωρεί το παρόν ως προθάλαμο του έσχατου δεν είναι δυνατό εκτός κι εάν αναλάβει να χρησιμοποιήσει τον τύπο πραγμάτωσης και συναφειακότητας που χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρες. Πόσο δύσκολη είναι αυτή η εξέλιξη και κατά τρόπο συμμετρικό πόσο εύκολη είναι η παραμονή στην άνεση της «εξαγοράς των ιδεών για το τίποτα» κατά τον Flaubert - αυτό καθίσταται φανερό στην διαδικασία διαμόρφωσης μιας ορθόδοξης κοινωνικής θεολογίας. Η παρούσα παρέμβαση προσπάθησε να ανανεώσει κάποιες από τις προκλήσεις και ευκαιρίες που η ηθική της σύγχρονης ορθοδοξίας έχει μπροστά της.

Η Δρ. Ελένη Κασσελούρη-Χατζηβασιλειάδη ανέπτυξε το θέμα «Η Φεμινιστική Θεολογία και η συναφειακότητα της: Πρόκληση ή ευκαιρία για την Ορθόδοξη Θεολογία;». Στόχος της εισήγησης υπήρξε η παρουσίαση και ανάλυση των ποικίλων προκλήσεων που προκύπτουν από τον πιθανό διάλογο της σύγχρονης ορθόδοξης θεολογίας με τις φεμινιστικές. Η επίδραση του κοσμικού φεμινιστικού κινήματος, η ανάπτυξη και πρόοδος των γυναικείων σπουδών σε όλα σχεδόν τα γνωστικά αντικείμενα σε συνδυασμό με το συγγραφικό έργο, αρχικά τουλάχιστον- κυρίως αμερικανών φεμινιστριών θεολόγων, η Β΄ Βατικάνεια και η προσφορά του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών είναι κάποιοι από τους καταλυτικούς παράγοντες για την ανάπτυξη των διαφόρων φεμινιστικών θεολογιών σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ως ένα σώμα θεολογικών προσεγγίσεων και μεθόδων εργασίας της χριστιανικής παράδοσης, οι φεμινιστικές θεολογίες είναι ιδιαίτερες και ξεχωριστές (πολιτισμικά, κοινωνικο-οικονομικά, θεωρητικά κ.α.) όπως και οι γυναίκες που ασχολούνται με αυτές. Παρά τη συναφειακή τους ποικιλία, όλες προκαλούν τις εκκλησίες και τις διάφορες χριστιανικές παραδόσεις με το να θέτουν ερωτήματα όπως: η έννοια και η σημασία της θεολογίας, της ανθρώπινης και της γυναικείας εμπειρίας, της εικόνας του Θεού, της θεολογικής γλώσσας, των ερμηνευτικών μεθόδων και εργαλείων, των ιεραρχικών δομών της εκκλησίας κ.ά. Δεν είναι τυχαίο ότι η φεμινιστική ανάγνωση της Γραφής και της χριστιανικής παράδοσης θεωρήθηκε  ως ένα από τα δυναμικότερα και ριζοσπαστικότερα ρεύματα του 20ου αιώνα. Πως αντέδρασε η Ορθόδοξη θεολογία στις προκλήσεις και τα ερωτήματα των φεμινιστικών θεολογιών; Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι-άνδρες και γυναίκες- από όλα σχεδόν τα πλαίσια και τις τάσεις, εξέφρασαν κατά το παρελθόν αλλά σε πολλές περιπτώσεις μέχρι και σήμερα- δισταγμό και καχυποψία απέναντι σε μια φεμινιστική ανάγνωση της Γραφής και της Παράδοσης. Παρόλα αυτά, μερικά από τα κομβικής σημασίας θέματα και ερωτήματα που έθεσαν οι φεμινιστικές θεολογίες έδωσαν αφορμή και αποτέλεσαν ευκαιρία για συζήτηση και προβληματισμό, με κορυφαίο στην ατζέντα βέβαια το θέμα της χειροτονίας των γυναικών. Στο τέλος της εισήγησης τέθηκε το εξής κεντρικό ερώτημα: είναι ή όχι μακρύς ο δρόμος πριν η φεμινιστική ανάγνωση και κριτική ενθαρρύνει και επηρεάσει τους/ τις Ορθόδοξους/ες θεολόγους ώστε να αφιερώσουν μέρος της ερευνητικής τους προσπάθειας σε θέματα που αφορούν τις κοινωνικές διακρίσεις, το ρατσισμό, το σεξισμό και τον αποκλεισμό;

πηγή: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2563

***

Ενδιαφέρουσες εισηγήσεις στο συνέδριο

της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου

Δελτίο Τύπου Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών

Την Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010 συνεχίστηκαν οι εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών. Το συνέδριο μεταδίδεται απευθείας από το δια-δικτυακό τηλεοπτικό σταθμό www.intv.gr με παράλληλη μετάφραση στα ελληνικά και αγγλικά. Στην πρώτη πρωινή συνεδρία ομιλητές ήταν Διευθυντής Σπουδών στο Ορθόδοξο Ινστιτούτο του Cambridge Marcus Plested, ο Αν. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο St. Thomas Διακ. Pavel L. Gravrilyuk και ο Κοσμήτωρ του Θεολογικού σεμιναρίου Αγ. Βλαδίμηρου π. John Behr.

Στην εισήγησή του με θέμα: «Η εμφάνιση της νεο-πατερικής σύνθεσης: περιεχόμενο, προκλήσεις και όρια» ο Marcus Plested ανέλυσε το οικοδόμημα της «Νεο-πατερικής σύνθεσης», θέτοντας υπό κρίση το βαθμό κατά τον οποίο μπορεί να θεωρηθεί, είτε ως «νέο-» είτε ως «πατερική», είτε ως «συνθετική». Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στη σύνδεση με ανάλογα φαινόμενα στο ρωμαιοκαθολικό πλαίσιο και αλλού. Η εισήγηση  σκιαγράφησε τόσο τα κατορθώματα όσο και τους περιορισμούς αυτού του πλούσιου, αλλά προβληματικού θεολογικού ρεύματος. Συγκεκριμένα ερεύνησε περαιτέρω το βαθμό στον οποίο προσδιορίζεται από ένα είδος ακριβώς μιμητικής και αντιδραστικής δυναμικής, που φαινόταν να ξεπερνά και να υπερβαίνει. Σ’ αυτό το πλαίσιο η μεταχείρηση του Ακινάτη και άλλων «δυτικών» μορφών από τους Φλωρόφσκυ, Λόσσκυ κ. ά. αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ο Διακ. Pavel L. Gravrilyuk ανέπτυξε το θέμα: Ο «Χριστιανικός Ελληνισμός» του Φλωρόφσκυ. Μια κριτική αξιολόγηση». Η  εισήγηση ερεύνησε τα πολεμικά κίνητρα και τις δημιουργικές φιλοδοξίες του προγράμματος για την επανακάλυψη των Πατέρων του Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Η «Νεο-πατερική Σύνθεση» του Φλωρόφσκυ, μακριά από το να είναι απλά μια ιστορική μελέτη των Πατέρων, υπήρξε ένα πρόγραμμα θεολογικής ανασυγκρότησης που σκόπευε να απελευθερώσει τη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία από τη «δυτική αιχμαλωσία» της. Ο εισηγητής συζήτησε την κατανόηση εκ μέρους του, του Χριστιανικού Ελληνισμού, ως μιας ιδεατής στιγμής της μεταστροφής του πνευματικού πολιτισμού και υπογραμμίζω την τάση του να επιμένει ιδιαίτερα στη συμβολή των Ελλήνων Πατέρων. Επιπλέον πρότεινε ότι το θεολογικό πρόγραμμα του Φλωρόφσκυ έχει οδηγηθεί προς δύο κύριες κατευθύνσεις. Από τη μια μεριά, η εξιδανίκευση από τον Φλωρόφσκυ του Χριστιανισμού Ελληνισμού φαίνεται να έχει ευνοήσει την εμφάνιση, αυτού που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, ως «Πατερικός φονταμενταλισμός», εκκλησιαστική θριαμβολογία, μια στάση πνευματικής υπεροχής έναντι του «Άλλου» της Δύσης, ένας πνευματισμός απομονωτισμός, και μια ελληνοκεντρικότητα που αγγίζει την ειδωλολατρεία. Από την άλλη μεριά, όταν κατανοηθεί κατάλληλα, η Νεο-πατερική σύνθεση του Φλωρόφσκυ οδηγεί σε μια αντίθετη κατεύθυνση. Σε απόσταση από την ιεροποίηση της θριαμβολογίας, η κριτική έρευνα του Φλωρόφσκυ στην ρωσική θρησκευτική σκέψη προσκαλεί σε μια έντονη εκκλησιαστική αυτοκριτική. Αντίθετα από το να ενισχύει τον πατερικό φονταμενταλισμό, ο Φλωρόφσκυ καλεί τους ορθόδοξους θεολόγους να προσλάβουν το πατερικό πνεύμα, να εισέλθουν στο πνεύμα της πατερικής σκέψης. Αντίθετα από την ενίσχυση του απομονωτισμού, μια από τις λειτουργίες της Νεο-πατερικής σύνθεσης είναι να προσφέρει μια βάση για την υπέρβαση της διαίρεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ο Χριστιανικός Ελληνισμός αποτελεί μια θεολογική θεώρηση, η οποία αρνείται να υποτάξει την ιστορική θεία Αποκάλυψη σε κάποιο είδος φιλοσοφίας, η οποία θέτει σε κίνδυνο την κεντρική θέση της θείας Αποκάλυψης. Ανεξάρτητα από την κατά καιρούς παραπλανητική ρητορική του Φλωρόφσκυ, δεν είναι η πολιτιστική ηγεμονία ενός «ιερού Ελληνισμού», αλλά ο Χριστός των ευαγγελίων, ο Χριστός των επτά Οικουμενικών Συνόδων, ο Χριστός της Εκκλησίας, ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο της Νεο-πατερικής σύνθεσής του.

Ο π. Δρ. John Behr μίλησε για τη δυνατότητα να κινηθούμε «Επέκεινα της νεο-πατερικής σύνθεσης». Ρίχνοντας μια ματιά στον προηγούμενο αιώνα, η παρούσα εισήγηση εξέτασε πρώτα τη γένεση και τους περιορισμούς της Νεο-πατερικής σύνθεσης και στη συνέχεια την εξειδίκευση και τον κατακερματισμό της θεολογικής επιστήμης, δείχνοντας έτσι πιθανούς νέους δρόμους. Η επιστροφή στους Πατέρες, η οποία προωθήθηκε από τον Φλωρόφσκυ και άλλους Ρώσους της Διασποράς στη Δύση, θεωρήθηκε ταυτόχρονα ως μια απελευθέρωση από την «δυτικοποιημένη» θεολογία του παρελθόντος τους και ως μια αποστασιοποίηση από την «δυτικοποιημένη» θρησκευτική φιλοσοφία του Μπουλγκάκωφ. Ωστόσο απευθυνόμενος στο «πνεύμα» των Πατέρων και λιγότερο στα κείμενα τους, ο Φλωρόφσκυ άντλησε τελικά από το ίδιο ρεύμα του Ρομαντισμού και του Ιδεαλισμού. Η κληρονομιά της Νεο-πατερικής σύνθεσης είναι ανάμικτη: υπήρξε ένας αναγεννητικός άνεμος που ενέπνευσε πολλά σημαντικά έργα, αλλά την ίδια στιγμή έβαλε εμπόδια στο θεολογικό προβληματισμό, μη δίνοντας αφενός την πρέπουσα σημασία στην ιδιαιτερότητα κάθε Πατέρα, και αφετέρου δίνοντας την εντύπωση ότι η θεολογία μπορεί να λειτουργήσει μόνο με πατερικό ένδυμα. Επίσης η εξειδίκευση σε διαφορετικούς κλάδους της θεολογίας στη διάρκεια του περασμένου αιώνα αποτέλεσε μια ανάμεικτη ευλογία: από τη μια διέσπασε την ενότητα των επιμέρους κλάδων της θεολογίας, έτσι ώστε να είναι αδύνατο να διαπιστωθεί η ενότητά τους, ενώ από τη άλλη πρόσφερε με δραματικό τρόπο μια διαρκώς αναπτυσσόμενη κατανόηση και γνώση της ιστορικής συναφειακότητας της χριστιανικής πίστης και κάθε επιμέρους στοιχείου της, φτάνοντας στο σημείο να μπορούμε και πάλι να ακούμε τις διαφορετικές φωνές των άλλων. Σύμφωνα με τον Behr σ’ αυτή την προοπτική το μέλλον της ορθόδοξης θεολογίας μπορεί να βρίσκεται όχι τόσο στην επιστροφή σε κάποιο χρυσό αιώνα καθαρότητας, που στην πραγματικότητα αποτελεί δική μας προβολή του εαυτού, αλλά στο να αφουγκραστούμε το διάλογο των χριστιανών μαρτύρων, μαθαίνοντας να παίρνουμε μέρος σ΄ αυτό το διάλογο και τότε έχοντας στη διάθεση μας όλες τις πηγές, να απευθύνουμε το Λόγο του Θεού στον 21ο αιώνα.

Στη δεύτερη συνεδρία απουσίασε ο Αρχιεπίσκοπος Βολοκολάμσκ Ιλαρίων Alfeyef και την ομιλία του διάβασε ο π. Mihail Asmus. Το θέμα της εισήγησης ήταν: «Ορθόδοξη Παράδοση και συναφειακή Θεολογία». Δεύτερη ομιλήτρια ήταν η Δρ. Tamara Grdzelidze, Υπεύθυνη Προγράμματος στο Τμήμα Πίστις και Τάξις του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών με θέμα: «Η συναφειακή διάσταση των Πατέρων της Εκκλησίας στο πλαίσιο της οικουμενικής κίνησης». Η ομιλήτρια έθεσε το ερώτημα εάν είναι αναγκαίο για τους ορθοδόξους να βρουν μια θεολογική έκφραση εναρμονισμένη στη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Εάν ναι, τότε η ορθόδοξη θεολογία πρέπει να είναι ή είναι ήδη, συναφειακή. Είναι η ορθόδοξη θεολογία συμβατή με τα φιλοσοφικά συστήματα τα οποία προσφέρονται από τη νεωτερικότητα ή με τη συνεχιζόμενη απόρριψη αυτών των συστημάτων από τη μετα-νεωτερικότητα; Αντιμετώπισε η ορθόδοξη θεολογία την πρόκληση του Λόγου, και χωρίς να τον αγνοήσει ή να τον καταστρέψει, διατηρεί την εκκλησιαστική ζωή και τη μυστική εμπειρία σε αναμονή των εσχάτων; Για παράδειγμα μπορούμε να πούμε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας μπορούν να αποκτήσουν συναφειακή διάσταση σήμερα ή κατά το παρελθόν και το μέλλον; Ή τι θα μπορούσε να αντιπαραθέσει η ορθόδοξη θεολογία έναντι των βασικών εννοιών της συναφειακής θεολογίας όπως ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, την ανθρώπινη εμπειρία, το θεολογικό στοχασμό, που έχουν χρεωθεί με μια πρόκληση για χειραφέτηση; Θα είναι αλήθεια να πούμε ότι η μυστική και ποιμαντική εμπειρία των Πατέρων της Εκκλησίας (η οποία έχει προσληφθεί ομόφωνα στο χώρο της ορθόδοξης Εκκλησίας) τους οδηγεί στη διαμόρφωση της ορθόδοξης θεολογίας; Αυτά ήταν μερικά από τα ερωτήματα που συζήτησε η ομιλήτρια και τόνισε ότι από τη στιγμή που το πλαίσιο αρχίζει με μια εμπειρία του οικείου πλαισίου κάποιου, μια εμπλοκή με την εμπειρία αποτελεί τη βάση κάθε θεολογικού στοχασμού. Το δίλλημα βρίσκεται στο να φέρουμε τα παραδοσιακά πρότυπα της θεολογίας, όπως η ορθόδοξη θεολογία, σε επαφή με το σημερινό πλαίσιο. Το να φέρουμε, όμως και τα δύο σε συνάντηση είναι ο μόνος τρόπος να διατηρήσουμε την πίστη ζωντανή.

Στην πρώτη απογευματινή συνεδρία συζητήθηκε το θέμα της σχέσης των βιβλικών και θεολογικών επιστημών και η συνάντηση της ορθόδοξης θεολογίας με την ιστορικο-κριτική μέθοδο. Εισηγητές ο Αν. Καθηγητής στο Ινστιτούτο Ορθόδοξης Θεολογίας του Παν/μίου του Balamand Daniel Ayuch και ο Αν. Καθηγητής στο Τμήμα Θρησκευτικών Σπουδών στο Κολέγιο Saint Mary του Παν/μίου Notre Dame John Fotopoulos.

Ο Daniel Ayuch μίλησε με θέμα: «Βιβλικές σπουδές: μια νέα προσέγγιση σε μια επιστήμη. Η σχέση μεταξύ βιβλικών και θεολογικών σπουδών». Τόνισε ότι στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα η ορθόδοξη θεολογική εκπαίδευση έζησε την εμπειρία σημαντικών αλλαγών. Ωστόσο, δεν φαίνεται ότι κατάφερε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του μετανεωτερικού πολιτισμού. Οι ορθόδοξοι θεολόγοι καταφεύγουν στη λύση ποικίλων παραδειγμάτων, τα οποία χαρακτηρίζονται στην Εκκλησία και τη θεολογία με διαφορετικούς τίτλους: συντηρητική, νεο-πατερική ή δυτικοποιημένη κριτική θεολογία. Μέσα σ’ αυτό το μεταβαλλόμενο πλαίσιο καθίσταται αναγκαίο να στοχαστούμε γύρω από τη σχέση μεταξύ των διαφόρων επιστημών που συναπαρτίζουν το σύγχρονο θεολογικό πρόγραμμα. Πέρα από την συζήτηση για ένα γενικότερο πρόγραμμα σπουδών, στην εισήγηση έγινε  προσπάθεια να υπογραμμιστούν τα θεολογικά επιχειρήματα για την αναγκαιότητα των βιβλικών μαθημάτων, με βάση τις σύγχρονες μεθοδολογικές προϋποθέσεις στο πλαίσιο του προγράμματος κάθε ορθόδοξης θεολογικής σχολής. Γιατί ο φοιτητής έχει ανάγκη από τα βιβλικά μαθήματα, τα οποία ασχολούνται με δυτικές θεωρίες; Για ποιό λόγο τα άλλα μαθήματα χρειάζονται φοιτητές ενημερωμένους στη βιβλική επιστήμη; Δεν επαρκεί η σπουδή των πατερικών υπομνημάτων σε σχέση με την μελέτη των ποικίλων επιστημονικών θεωριών ανθρώπων που μικρή σχέση έχουν με το μυστήριο της σωτηρίας; Με άλλα λόγια πως μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι σύγχρονες βιβλικές σπουδές μπορούν να έχουν θέση στο πλαίσιο των ορθόδοξων θεολογικών σχολών;

Ο John Fotopoulos στην εισήγησή του με θέμα «Η ορθόδοξη θεολογία και η ιστορικο-κριτική μέθοδος» τόνισε ότι το κάλεσμα του Φλωρόφσκυ για μια επιστροφή στους Πατέρες είναι ευρέως γνωστό ως «Νεο-πατερική σύνθεση», την οποία έβλεπε ως μια «δημιουργική στροφή», στο «πνεύμα των Πατέρων». Παρά ταύτα αυτό το κάλεσμα για επιστροφή στους Πατέρες έγινε αντικείμενο οικειοποίησης από πολλούς ορθόδοξους επιστήμονες και κληρικούς. ‘Όσοι επιχείρησαν ‘επιστροφή στους Πατέρες’, τις περισσότερες φορές επαναλάμβαναν όσα είχαν πει οι Πατέρες. Οι επιπτώσεις αυτής της επιστροφής στους Πατέρες στον 20ο αιώνα, είτε υπήρξε συνεπής είτε όχι προς το όραμα του Φλωρόφσκυ, έχει κυριαρχήσει ειδικά στο χώρο των βιβλικών σπουδών. Αν και η ιστορικο-κριτική μέθοδος αποτελεί την κυρίαρχη μέθοδο ερμηνείας της Γραφής για περισσότερα από εκατό χρόνια μεταξύ των Προτεσταντών και Ρωμαιοκαθολικών, έχει υποστεί σημαντική δυσφήμηση από ένα σημαντικό μέρος ερευνητών εντός και εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο, η ορθόδοξη επιστημονική χρήση της ιστορικο-κριτικής μεθόδου στη βιβλική ερμηνεία και η αναζήτηση της κυριολεκτικής σημασίας της Βίβλου είναι συνεπής με την πίστη στην αγία Γραφή, ως Λόγου του Θεού. Με απλά λόγια η ιστορική κριτική της Βίβλου δεν μπορεί σήμερα να αγνοείται από τους ορθοδόξους ερευνητές και να αντικαθίσταται απλά από την πατερική ερμηνευτική παράδοση. Ακόμη περισσότερο η ορθόδοξη επιστημονική χρήση της ιστορικο-κριτικής μεθόδου στη βιβλική ερμηνεία και η αναζήτηση της κυριολεκτικής σημασίας της Βίβλου μπορεί  να διευκολύνει μια καρποφόρα εμπλοκή και χρήση της Βίβλου στη ζωή των ορθόδοξων πιστών, επιτρέποντας τη χρήση των Γραφών στο λειτουργικό κήρυγμα, όπως επίσης διευκολύνοντας τη δυναμική συνάντηση με το μήνυμα της Βίβλου στη λατρεία μέσα στο πλαίσιο της ορθόδοξης Λειτουργίας.

Στην τελευταία συνεδρία  ομιλητές ήταν οι George Demacopoulos, Αν. Καθηγητής, συνιδρυτής-Διευθυντής του Προγράμματος Ορθόδοξων Σπουδών στο Παν/μιο Fordham, ο  Alexei Nesteruk, Ερευνητής-Λέκτορας στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου του Portsmouth Μ. Βρετανία και ο π. Δημήτριος Μπαρθέλλος, Δρ. King’s College, Επισκέπτης Καθηγητής στο Ορθόδοξο Ινστιτούτο του Cambridge, εφημέριος Ι. Ναού Αγίας Σοφίας Ντράφι Ι. Μητροπόλεως Μεσογαίας.

Ο George Demacopoulos παρουσίασε το θέμα: «Ιστορία, μετά-αποικιακή θεωρία και κάποιες νέες δυνατότητες για την ανάκτηση του παρελθόντος της θεολογίας».  Η μετα -αποικιακή θεωρία ξεκίνησε στα μέσα του 20ου αιώνα, ως ένα μέσο για την αποδόμηση και την καταπολέμηση των εναπομείναντων αποτελεσμάτων της δυτικής εκμετάλλευσης του αποικιακού θέματος, σε όλο το φάσμα των πολιτισμικών, πολιτικών και οικονομικών εκδηλώσεών του. Η οικειοποίηση της μετα-αποικιακής θεωρίας στη μελέτη της θρησκείας και της θεολογίας έχει περιοριστεί σε μια έρευνα για το πως οι προ ή μη αποικιακές χριστιανικές παραδόσεις μπορούν να διαταράξουν και να ανασυστήσουν τον κυρίαρχο χριστιανικό λόγο. Ο εισηγητής πρότεινε την πιθανότητα χρήσης της μετα-αποικιακής θεωρίας με εντελώς νέο τρόπο, υποστηρίζοντας τη χρήση της για τη μελέτη της Χριστιανικής Ανατολής, μια κοινότητα η οποία ήταν χριστιανική πριν τον αποικισμό της. Πράγματι αν και η ιστορία της Χριστιανικής Ανατολής  με πολλούς τρόπους αψηφά το καθιερωμένο αποικιακό/κατώτερο παράδειγμα, η εισήγηση υποστήριξε ότι η μετα-αποικιακή θεωρία μπορεί παραταύτα να βοηθήσει στην εξήγηση των ριζικά αποκλινουσών προσπαθειών από τους σύγχρονους ορθόδοξους συγγραφείς να αυτοτοποθετηθούν (θεολογικά, πολιτικά, και πολιτισμικά) μέσα στη δυτική πνευματική παράδοση. Χωρίς να αρνούμαστε την ύπαρξη διακριτών θεολογικών προοπτικών στη χριστιανική ιστορία, η  ανακοίνωση υποστήριξε ότι πολλές ορθόδοξες περιγραφές του 19ου και 20ου αιώνα μιας διχοτόμησης μεταξύ χριστιανικής Ανατολής και χριστιανικής Δύσης παρακινούνταν (και διογκώνονταν) από εσωτερικά ερωτήματα που σχετίζονταν με τον αυτοπροσδιορισμό έναντι της Δύσης. Αλλά την ίδια στιγμή, αυτή πρότεινε ότι ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός θα μπορούσε να έχει τοποθετηθεί με ιδιαίτερη δεκτικότητα απέναντι στην αξιολόγηση της προσπάθειας του Dipesh Chakrabarty να ερευνήσει αυτό που αποκαλεί «κατώτερο παρελθόν», ιδιαίτερα τις θρησκευτικές πρακτικές και πεποιθήσεις οι οποίες δεν υποτάσσονται στις ηγεμονικές κατηγορίες του Δυτικού Διαφωτισμού.

Η εισήγηση του π. Nesteruk είχε  θέμα: «Η Ορθοδοξία στον αιώνα της επιστήμης; Από τη Νεο-πατερική σύνθεση στη ριζοσπαστική θεολογική δέσμευση». Ο αντικειμενικός στόχος  της εισήγησης ήταν να καταστήσει ριζοσπαστική την αναζήτηση για τη διαμεσολάβηση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης στην προοπτική της ανατολικής ορθόδοξης θεολογικής δέσμευσης, κατανοούμενη ως μια έκφραση των άμεσων υπαρξιακών ενδιαφερόντων της ανθρωπότητας. Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας ριζοσπαστικοποίησης οφείλεται στο γεγονός ότι ένας σύγχρονος διάλογος μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, που έχει λάβει χώρα, κατά κύριο λόγο, στη Δύση, δεν έχει καμιά απολύτως επίδραση για την άσκηση των επιστημόνων. Αυτό οφείλεται στη ραγδαία επιστημονική πρόοδο η οποία μεταβάλλει τον ανθρώπινο πολιτισμό σε όμηρο της επιστημονικής εξέλιξης, με αποτέλεσμα η επιστημονική έρευνα και οι κατακτήσεις της σιγά-σιγά να μετατρέπονται σε επιστημονική ιδεολογία που οδηγεί στην άνθηση ενός εξελιγμένου είδους αθεϊσμού. Μια νέα επιστημονικά θεμελιωμένη ιδεολογία υποστηρίζει τον μονισμό και το αδύνατο του υπερβατικού.

Την ίδια στιγμή δεν αρνείται την πνευματικότητα ως κομμάτι του κόσμου, αυτή η πνευματικότητα όμως δεν έχει ανάγκη το Θεό. Έτσι γίνεται λόγος για μια αθεϊστική πνευματικότητα, η οποία έμμεσα υποστηρίζεται από την επιστημονική ιδεολογία. Τότε η πρόκληση για την Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι να υπάρξει διαμεσολάβηση σε θεωρητικό επίπεδο με την επιστημονική έρευνα, είτε για να την αφομοιώσει σε ένα θεολογικό σκοπό είτε για να προσαρμοστεί προς αυτή μέσω μιας προέκτασης της θεολογίας, αλλά το να απαντήσει και να αντισταθεί στην αθεϊστική πνευματικότητα, ως φανέρωση μιας περαιτέρω εκκοσμίκευσης και ενός επιθετικού απο-χριστιανισμού όλων των πλευρών της κοινωνίας, τοποθετώντας το ζήτημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αξίας της ζωής στο επίκεντρο της αντίστασής της. Σ’ αυτή την περίπτωση η στάση της ορθόδοξης θεολογίας απέναντι στην επιστήμη δεν μπορεί να διαχωριστεί από το σφετερισμό της από τη σύγχρονη πολιτική, οικονομική και οικολογική κατάσταση στην οποία η επιστήμη παίζει ένα κεντρικό ρόλο. (Σ’ αυτή την περίπτωση το ζήτημα αναδύεται μαζί με το ευρύτερο ζήτημα της σχέσης Ορθοδοξίας και Δύσης). Η απάντηση και η αντίσταση προϋποθέτει μια περισσότερο ριζοσπαστική δέσμευση, ως προτεραιότητα της χριστιανικής πίστης και της υπαρξιακής θεολογίας πάνω σε όλες τις κοσμικές μορφές σκέψης. Αυτή η δέσμευση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μια περαιτέρω σύνθεση προ-νεωτερικών ιδεών των Πατέρων της Εκκλησίας και της εκκλησιακής θεολογίας τους με τη σύγχρονη φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη, αντανακλώντας τη σύχρονη ανθρώπινη κατάσταση. Ο σκοπός αυτής της σύνθεσης είναι α) η επανεκτίμηση της σημασίας και των αξιών του χριστιανικού πολιτισμού σε εκείνους τους καιρούς, όπου η ακραία εκκοσμίκευση των κοινωνιών, όπως επίσης η απο-ανθρωποποίηση της φύσης και της ζωής καταστρέφουν την ισορροπία της ανθρώπινης ύπαρξης και την εκπλήρωση των θείων στόχων, β) πολεμώντας τον στρατευμένο και κρυφό αθεϊσμό στο σύγχρονο κόσμο να μπορέσει να επανεκτιμήσει το μυστηριακό νόημα της ανθρώπινης ζωής και την αναγκαιότητα της εκκλησιακής και ευχαριστιακής διάστασης της ύπαρξης για μια σχεσιακή υπερβατικότητα και σωτηρία.

Ο π. Δημήτριος Μπαθρέλλος ανέλυσε το θέμα: «Η συστηματική θεολογία ως μια νέα μορφή ορθόδοξης θεολογίας;» Πρότεινε τη διάκριση μεταξύ Δογματικής και Συστηματικής Θεολογίας. Η πρώτη εκφράζει την επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας αναφορικά με τα θεμελιώδη της δόγματα. Η δεύτερη συνίσταται στη δημιουργική προσπάθεια επαναδιατύπωσης του χριστιανικού μηνύματος λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές, πολιτισμικές, και θεολογικές προκλήσεις του χώρου και του χρόνου μας. Η συστηματική θεολογία πρέπει να θεμελιώνεται στη δογματική αλλά και να επεκτείνεται πέρα απ’ αυτήν σε μια προσπάθεια να κρατήσει τη θεολογία ζωντανή και ικανή να απευθύνεται σε ανθρώπους που ζουν σε διαφορετικές χρονικές και τοπικές συντεταγμένες. Ο ομιλητής  υποστήριξε ότι η ανάπτυξη της συστηματικής θεολογίας αποτελεί σημαντική προτεραιότητα για το μέλλον της Ορθόδοξης θεολογίας.

πηγή: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2549

***

Οι οικουμενιστές μιλούν τώρα για «πατερικό φονταμενταλισμό»!

 Ενώ ο Πάπας αλωνίζει στην Κύπρο, στο Βόλο, στη γνωστή Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών οι οικουμενιστές χτίζουν τη νέα οικουμενιστική θεολογία του μέλλοντος! Σε συνέδριο με γενικό τίτλο «“Νέο-πατερική” σύνθεση ή “μετα-πατερική” θεολογία; To αίτημα της Θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία» ακούγονται πρωτάκουστες για την Ορθόδοξη Θεολογία απόψεις. Οι οικουμενιστές εισάγουν τώρα τον όρο «πατερικός φονταμενταλισμός» προκειμένου να καταδικάσουν την ορθόδοξη μελέτη και εφαρμογή στην πράξη της διδασκαλίας και πείρας των αγίων Πατέρων. Η πατερική διδασκαλία στέκεται εμπόδιο στις οικουμενιστικές τους αντιλήψεις και τα φιλοπαπικά ανοίγματά τους και γι’ αυτό προτείνουν μία «νέο-πατερική σύνθεση» ή μία «μετα-πατερική θεολογία». Δεν πρόκειται παρά για την προώθηση της οικουμενιστικής θεολογίας που συνηθίζει να χρησιμοποιεί αποσπασματικά και κατά το δοκούν πατερικά χωρία και κείμενα ενώ την ίδια στιγμή εισάγει νέες οικουμενιστικές θέσεις και πρακτικές.

Πιο συγκεκριμένα.....

ένας από τους εισηγητές, ο Pavel L. Gravrilyuk ανέπτυξε το θέμα: Ο «Χριστιανικός Ελληνισμός» του Φλωρόφσκυ. Μια κριτική αξιολόγηση» δηλώνοντας μεταξύ άλλων: «…η εξιδανίκευση από τον Φλωρόφσκυ του Χριστιανισμού Ελληνισμού φαίνεται να έχει ευνοήσει την εμφάνιση, αυτού που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, ως «Πατερικός φονταμενταλισμός», εκκλησιαστική θριαμβολογία, μια στάση πνευματικής υπεροχής έναντι του «Άλλου» της Δύσης, ένας πνευματισμός απομονωτισμός, και μια ελληνοκεντρικότητα που αγγίζει την ειδωλολατρεία. Από την άλλη μεριά, όταν κατανοηθεί κατάλληλα, η Νεο-πατερική σύνθεση του Φλωρόφσκυ οδηγεί σε μια αντίθετη κατεύθυνση. Σε απόσταση από την ιεροποίηση της θριαμβολογίας, η κριτική έρευνα του Φλωρόφσκυ στην ρωσική θρησκευτική σκέψη προσκαλεί σε μια έντονη εκκλησιαστική αυτοκριτική. Αντίθετα από το να ενισχύει τον πατερικό φονταμενταλισμό, ο Φλωρόφσκυ καλεί τους ορθόδοξους θεολόγους να προσλάβουν το πατερικό πνεύμα, να εισέλθουν στο πνεύμα της πατερικής σκέψης. Αντίθετα από την ενίσχυση του απομονωτισμού, μια από τις λειτουργίες της Νεο-πατερικής σύνθεσης είναι να προσφέρει μια βάση για την υπέρβαση της διαίρεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης».

Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας ανέπτυξε το θέμα «Επικαιρότητα και διαχρονικότητα της νέο-πατερικής σύνθεσης» και παρουσίασε κάποια γνωρίσματα της σύγχρονης ορθόδοξης θεολογίας (π.χ. πατερικός φονταμενταλισμός, ιστορικισμός, ομολογιακή θεολογία, «βιβλικισμός», θεολογία συσχετισμού με τον κόσμο).

Είναι φανερό πως οι οικουμενιστές απροκάλυπτα πλέον αποστασιοποιούνται από την ορθόδοξη θεολογία των Αγίων Πατέρων και κατασκευάζουν τη δική τους «μετα-πατερική θεολογία» που μπορεί να αποτελέσει τη θεωρητική βάση για την προώθηση των οικουμενιστικών τους σχεδιασμών στην πράξη.

πηγή: http://thriskeftika.blogspot.com/2010/06/blog-post_3414.html

***

Οι οικουμενιστές εισηγούνται την «υπέρβαση» της πατερικής παράδοσης!

 Την «υπέρβαση» της διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων βάλθηκαν να υλοποιήσουν οι φωστήρες του Οικουμενισμού. Το επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος «Πρόναος» (Τεύχος 395, 7 Ιουνίου 2010) προβάλλει το περιεχόμενο εισηγήσεων που έγιναν στα πλαίσια συνεδρίου στην γνωστή οικουμενιστική «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» του Βόλου.

Ανάμεσα στις περιλήψεις των εισηγήσεων βρίσκεται και εκείνη του Παντελή Καλαϊτζίδη, Συντονιστή της Ακαδημίας με θέμα «Προς μία «μετα-πατερική» θεολογία;». Πολλά ανορθόδοξα και αντιπατερικά περιέχει η εισήγηση αυτή. Θα αναφερθούμε σε λίγα μόνο προκειμένου να γίνει αντιληπτή η τεράστια απόσταση που χωρίζει τους οικουμενιστές από τη Θεολογία των Αγίων Πατέρων.

1.Γράφει ο Π. Καλαϊτζίδης: «H «επιστροφή στους Πατέρες»… είχε όμως και ορισμένες αρνητικές συνέπειες όπως την έξαρση του αντιθετικού άξονα Ανατολή-Δύση και την καλλιέργεια αντιδυτικού, αντιοικουμενικού πνεύματος?». Με απλούστερα λόγια......

η κατά Λατίνων και των αιρετικών κακοδοξιών του Πάπα πατερική Θεολογία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, του αγίου Μάρκου Ευγενικού και άλλων αντιπαπικών Πατέρων αλλά και η σύγχρονη μελέτη και υιοθέτηση των θέσεών τους από σημαντικούς Θεολόγους και κληρικούς αποτελεί, κατά Καλαϊτζίδη, αρνητική συνέπεια της επιστροφής στους Πατέρες! Κατανοούμε ότι η πατερική θεολογία δυσκολεύει τους οικουμενιστές στην πορεία τους προς τις αγκάλες του Πάπα αλλά είναι τουλάχιστον γελοίο να επιχειρείται αποσιώπηση ή επανερμηνεία (παρερμηνεία) των αγίων Πατέρων προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος της ένωσης με τον Πάπα, δηλαδή της υποταγής των Ορθοδόξων σε αυτόν.

2. Γράφει ο Π. Καλαϊτζίδης: «…τα πεδία που καλείται να προσεγγίσει η συζήτηση για μια μετα-πατερική ορθόδοξη θεολογία:… Αυταρχικό πατριαρχικό προνεωτερικό πρότυπο, σχέση του με την πατερική θεολογία, απουσία κάθε έννοιας θρησκευτικού πλουραλισμού και ετερότητας. Επανεξέταση του ζεύγους καθολικότητα-αίρεση, εν σχέσει προς τα ζεύγη ετερότητα-αίρεση, διαφορά-ενότητα. Ανοχή και καταδίωξη των «αιρετικών» στα πατερικά κείμενα και στη σημερινή πολιτισμική συνθήκη». Ήρθε η εποχή της θεολογίας της ετερότητας και της πολυπολιτισμικότητας. Οι υπό των αγίων Πατέρων συνοδικές καταδίκες των αιρετικών δεν έχουν θέση πλέον στα πλαίσια της οικουμενιστικής θεολογίας που τώρα χτίζεται! Η «σημερινή πολιτισμική συνθήκη» ή μάλλον η σύγχρονη νεοταξική πανθρησκεία επιτάσσει την άρση κάθε διαφοράς μεταξύ των ομολογιών και των θρησκειών. Και οι οικουμενιστές πρώτοι σπεύδουν να συμμορφωθούν.

3. Γράφει ο Π. Καλαϊτζίδης: «…τα πεδία που καλείται να προσεγγίσει η συζήτηση για μια μετα-πατερική ορθόδοξη θεολογία… ατελής ανθρωπολογία των Πατέρων: προβληματικές ανθρωπολογικές απόψεις της πατερικής θεολογίας π. χ. για την γυναίκα (το κατ` εικόνα Θεού αποδίδεται σε αυτήν μόνο δια μέσου του άνδρα)? παρομοίωση της γυναίκας με το διάβολο, το καταστροφικό πυρ, κλπ.? δικαιολόγηση της πατρικής αυθαιρεσίας εις βάρος ανύπανδρων γυναικών που θεωρούνται «ιδιοκτησία» των πατέρων τους (βλ. Μ. Βασίλειος)? «άπαξ» Γρηγορίου του Θεολόγου υπέρ γυναικών και Ιωάννου Χρυσοστόμου στην προοπτική μιας θεολογίας του γάμου και της τρυφερότητας? διάχυτος αντιφεμινισμός της Εκκλησίας και της πατερικής θεολογίας?». Η «ατελής ανθρωπολογία» των αγίων Πατέρων οφείλει τώρα να οδηγηθεί στην τελειότητα της φεμινιστικής θεολογίας των οικουμενιστών! Τέλος στο «διάχυτο αντιφεμινισμό» της Εκκλησίας! Τώρα να μπούνε οι γυναίκες και στον κλήρο!

Η θεολογία των οικουμενιστών θα μπορούσε να αποτελέσει μόνο αφορμή για γέλια. Δυστυχώς όμως οι εργασίες της οικουμενιστικής Ακαδημίας του Βόλου λαμβάνουν χώρα με την ευλογία του Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιγνάτιου και προβάλλονται από το επίσημο πληροφοριακό Δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έτσι τέτοιες απόψεις με τέτοια επισκοπική «κάλυψη» εύλογα δημιουργούν ανησυχία για το μέγεθος της επίδρασης που μπορεί να έχουν οι οικουμενιστές στη λήψη αποφάσεων της Διοικούσας Εκκλησίας γύρω από θέματα παιδείας (μάθημα θρησκευτικών κ.α.), θεολογίας (διάλογοι με ετεροδόξους) και ποιμαντικής.

πηγή: http://thriskeftika.blogspot.com/2010/06/blog-post_3000.html

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel