Ζωηφόρος

Η γλώσσα της λατρείας, των Ν. Μπιτζιλέκη και Κ. Παπαγεωργίου,

Η γλώσσα της λατρείας

και η λατρεία της γλώσσας

των Νικολαου Ε. Μπιτζιλέκη

και Κωνσταντίνου Γ. Παπαγεωργίου

***

Ο Νικόλαος Ε. Μπιτζιλέκης είναι καθηγητής Ποινικού Δικαίου και πρόεδρος του Τμήματος Νομικής ΑΠΘ.

Ο Κωνσταντίνος Γ. Παπαγεωργίου είναι λέκτορας Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής σχολής του ΑΠΘ και δικηγόρος.

***

Αφορμή για ιδιαίτερο προβληματισμό -αν και χωρίς γόνιμη ή ευέλπιδα προοπτική, όπως έχει δυστυχώς καταδείξει η μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, απογοητευτική εμπειρία- στάθηκε, για όσους νοιάζονται με έμπονο τρόπο για τα εκκλησιαστικά μας πράγματα, η κλήση από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο (ΔΙΣ) της Εκκλησίας της Ελλάδος του μητροπολίτη Νικοπόλεως Μελετίου Καλαμαρά να δώσει ενώπιόν της στις 14 Απριλίου “τις απαραίτητες εξηγήσεις σχετικά με την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και των ιερών ακολουθιών (οι οποίες τελούνται στη μητρόπολή του) στην καθομιλουμένη”.

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η ΔΙΣ αποφάσισε να ασχοληθεί με το ζήτημα “λόγω των πολλών διαμαρτυριών που κατέφθασαν στο συνοδικό σώμα εδώ και πολύ καιρό”. Η πιο πάνω εκκλησιαστική αρχή πρόβαλε από την πρώτη στιγμή -και κάπως βεβιασμένα, είναι αλήθεια- ως λόγο της ανωτέρω αντίδρασής της στη ρηξικέλευθη πρωτοβουλία του επισκόπου Μελετίου “κινδύνους” για τη “συνοχή του εκκλησιαστικού σώματος”.

Tο πρώτο ερώτημα που θα έθετε κανείς είναι σε τι ενοχλήθηκε το εκκλησιαστικό σώμα και σε τι συνίστανται οι κίνδυνοι για τη συνοχή του. Τι θίγει άραγε εδώ τη συνοχή και τις βεβαιότητές του; Το γεγονός μήπως ότι τα εκκλησιαστικά κείμενα της θείας λατρείας (αναγνώσματα, ευχές) διατυπώνονται σε μια γλώσσα πολύ περισσότερο κατανοητή από αυτή στην οποία γράφτηκαν, περισσότερο προσιτή στο εκκλησίασμα; Τι έχει άραγε περισσότερη σημασία, το νόημα που μεταδίδουν τα κείμενα ή τα κείμενα καθαυτά, ανεξάρτητα από το αν και τι μας λένε; Αν ισχύει το δεύτερο, τότε δεν μπορεί παρά να σφάλλουν και όσοι ξένοι μετέφρασαν τα κείμενα στη γλώσσα τους και τα ενέταξαν στη λατρευτική τους ζωή, απαρνούμενοι έτσι την πρωτότυπη γλώσσα συγγραφής των κειμένων. “Βεβήλωσαν” άραγε τα κείμενα μεταφράζοντάς τα στη γλώσσα που τους είναι κατανοητή; Προφανώς όχι! Το επιχείρημα άλλωστε, ότι οι ξένοι κάνουν μετάφραση ενώ εμείς “μεταγλώττιση”, μόνο γλωσσολόγους μπορεί να ενδιαφέρει. Αντίθετα, όποιος εκπέμπει μέσω ενός κειμένου απευθύνεται σε κάποιον, και το ερώτημα πλέον που τίθεται είναι αν ο δέκτης του μηνύματος είναι σε θέση να το κατανοήσει.

Όταν λοιπόν η πραγματική αποστολή της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο έγκειται -όπως διακηρύσσουν με διαπρύσιο τρόπο οι εκπρόσωποί της- στην ειρηνική και εν αγάπη διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος, δεν μπορεί τούτο να γίνεται με την ακατανόητη γλώσσα μιας άλλης, πολύ μακρινής, εποχής, αδιαφορώντας για την τόσο αυτονόητη ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να συνεννοηθεί, να επικοινωνήσει αλλά και να προσευχηθεί στη φυσική, μητρική του γλώσσα. Αντιθέτως, η εμμονή και εγκύστωση στη θέση ότι “η γλώσσα της λατρείας δεν μπορεί να αλλάξει” μας οδηγεί αναγκαστικά σε δύο εσφαλμένες παραδοχές, η πρώτη από τις οποίες αποτελεί μορφή ειδωλολατρίας και η δεύτερη μορφή αίρεσης:

Κατ’ αρχάς, οδηγεί στην αντίληψη για μια “ιερή γλώσσα”, που λειτουργεί αυτονομημένα, καλώντας μάλλον σε μια μαγική τελετουργία παρά σε “λογική λατρεία”. Ωστόσο, το μυστηριακό στοιχείο που ενυπάρχει στην εκκλησιαστική λατρεία (θεία λειτουργία, ακολουθίες) δεν μπορεί να υποβαθμίζει την ανάγκη της συμμετοχής των πιστών σε αυτήν. Άλλωστε, είναι πάγια θέση της Εκκλησίας ότι τα μυστήριά της δεν λειτουργούν από μόνα τους, ως μαγικές τελετουργίες, αλλά εξαγιάζουν όσους ελεύθερα και συνειδητά μετέχουν σε αυτά, κατά τον βαθμό της πραγματικής δεκτικότητάς τους. Αλλά για ποια δεκτικότητα των πιστών μπορούμε να μιλάμε, όταν κατ’ αρχάς λείπει η βασική προϋπόθεσή της, που είναι η κατανόηση των λεγομένων και ακροωμένων;

Έπειτα, η πιο πάνω θέση απηχεί τη βούληση να διατηρηθεί μέσω της λατρευτικής γλώσσας ο αρχαίος γλωσσικός τύπος ως στοιχείο εθνικής κληρονομιάς και παράδοσης, κάτι που όμως υποκρύπτει εθνικισμό, με τη μορφή της γλωσσικής και εθνικής “υπεροχής”. Ας μην ξεχνούμε όμως ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει καταδικάσει, ήδη από το έτος 1872, τον εθνοφυλετισμό σαν αίρεση...

Είναι λοιπόν προφανές ότι η αναφορά σε μια “ειδική” λατρευτική γλώσσα, αναγκαία για τη συνοχή του εκκλησιαστικού “θεσμού”, αποκαλύπτει μία βαθύτερη εκκλησιαστική και εκκλησιολογική σύγχυση. Εδώ πια τα μέσα (γλώσσα και θεσμός) αυτονομούνται, οιονεί υποστασιοποιούνται και καταλήγουν να θεωρούνται αυτοσκοποί, λειτουργώντας τελικά σε βάρος του ίδιου του εκκλησιαστικού μηνύματος και διαψεύδοντας αυτόν που είπε ότι “το σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το σάββατον” (Μάρκ. Β’, 27).

Στα πιο πάνω λεγόμενα θα σπεύσουν κάποιοι μαχητικά να αντιπαρατεθούν, εκτοξεύοντας την αβασάνιστη για τους ίδιους -αλλά και διαπνεόμενη από πλήρη αδιαφορία για τους άλλους- παλαιόθεν γνωστή, εύκολη και αναμασημένη μομφή, ότι δηλαδή η επίκληση της ανάγκης για προσευχητική και λατρευτική αναφορά του ανθρώπου στην καθομιλούμενη, φυσική του γλώσσα απηχεί “λαϊκισμό”, “εκκοσμίκευση” ή ακόμη και ότι αποκαλύπτει “προτεσταντικές επιρροές”. Πρόκειται για τις γνωστές ιδεοληπτικές ταμπέλες που συνήθως συγκαλύπτουν την εκκλησιαστική μας αφασία, αδράνεια και παρακμή, ή που βλέπουν το ευαγγέλιο περισσότερο ως φιλολογικό ή ιστορικό κείμενο παρά ως φορέα ζωντανού μηνύματος. Εξίσου άστοχο και παρελκυστικό είναι και το επιχείρημα ότι η επικοινωνία μας με τον Θεό είναι, δήθεν, έξω από γλωσσικά σχήματα και τύπους. Γιατί, αφενός, παραβλέπει τη σημασία της κοινής λατρείας ως συμμετοχικής πράξης των πιστών και, αφετέρου, διότι αδιαφορεί για τις ατομικές ανάγκες του καθενός σ’ αυτή την κοινή προσευχή, που προκύπτουν από το πνευματικό ή μορφωτικό του επίπεδο. Πριν μιλήσουμε, άλλωστε, για “βιωματικές εμπειρίες” και προσωπικές “πνευματικές αναβάσεις”, όπου η γλώσσα και η λογική ξεπερνιούνται, καλό και αναγκαίο είναι να διέλθουμε τα αρχικά στάδια πνευματικότητας, που στηρίζονται στην καθομιλούμενη γλώσσα και την απλή λογική.

Η Εκκλησία δεν είναι λοιπόν μουσείο, για να έχει σαν κύριο στόχο τη διατήρηση της παράδοσης, αλλά φορέας νοήματος ζωής. Ούτε το πρώτιστο μέλημά της είναι να βελτιώσει τη σημερινή γλωσσική πενία του Έλληνα (άλλοι είναι αρμόδιοι να μεριμνήσουν γι’ αυτό). Φαλκιδεύοντας όμως το εκκλησιαστικό γεγονός σε απλή “αισθητική”, “συνήθεια”, “έθιμο”, “παράδοση”, “γλωσσικό πλούτο” ή “θρησκευτικό συναίσθημα”, οδηγούμαστε αναπότρεπτα στην υποβάθμιση, αλλοίωση και απώλεια του πραγματικού του νοήματος, ενώ εμείς, “αυτάρκεις” και αυτοδικαιωμένοι, βαλτώνουμε στην ψευδαίσθηση του “γράμματος” που “αποκτείνει”.

Εν κατακλείδι: Αν η Εκκλησία θέλει να μεταδώσει συγκεκριμένο μήνυμα και αν η θεία λατρεία οφείλει και στη μυστηριακή της διάσταση να μεταδίδει αυτό το μήνυμα, δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους το αν και σε ποιο βαθμό αυτό το μήνυμα γίνεται κατανοητό από τα μέλη της. Δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους το ποιος μπορεί να καταλάβει τι. Και δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους το ότι ο εκκλησιαστικός λόγος οφείλει να απευθύνεται και στον μη λόγιο και “απαίδευτο”, καθώς και στον καθένα που, χωρίς προηγούμενη εκκλησιαστική εμπειρία, χτυπά την πόρτα μας. Διαφορετικά, η ιστορία αλλά και οι δογματικοί-ομολογιακοί αγώνες της Εκκλησίας θα μένουν τραγικά ακατανόητοι και αδικαίωτοι από μας τους ίδιους.

πηγή: http://www.makthes.gr/news/opinions/55123/

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel