Στίς μέρες μας γίνεται πολύς λόγος γιά τό περιβάλλον καί τήν προστασία του. Τά περιβαλλοντικά ζητήματα πολύ συχνά ἔρχονται στό ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος καί, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ὅλο καί περισσότεροι ἄνθρωποι εὐαισθητοποιοῦνται γι’ αὐτά. Ὀργανώσεις καί σωματεῖα δραστηριοποιοῦνται διεθνῶς, μέ σκοπό τήν προστασία τῆς φύσης ἀπό ἀκραῖες ἀνθρώπινες παρεμβάσεις. Ἀλλά καί ἡγεσίες κρατῶν, σέ ὅλο σχεδόν τόν κόσμο, ἀναγκάζονται νά λαμβάνουν μέτρα καί συνεργάζονται μεταξύ τους γιά τήν κοινή ἀντιμετώπιση τῶν σχετικῶν προβλημάτων σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, παρά τό γεγονός, ὅτι τά προτεινόμενα μέτρα προσκρούουν συνήθως σέ ὀργανωμένα συμφέροντα.
Ἡ κινητοποίηση αὐτή εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένη. Τό περιβάλλον, ἡ φύση, ὁ φυσικός κόσμος, ὄντως ἀπειλοῦνται. Ἀπειλοῦνται ἀπό τή ἐκβιομηχάνιση τῶν σύγχρονων κοινωνιῶν, ἀπό τήν ἐκρηκτική ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας καί τῆς ἐπιστήμης καί ἀπό τίς ἄπειρες πρακτικές ἐφαρμογές τους. Ἀπειλοῦνται ἀπό τήν ἀνεξέλεγκτη μανία τοῦ ἀνθρώπου νά κυριαρχήσει στή φύση, νά τήν ἐκμεταλλευτεῖ, νά τήν «ἀξιοποιήσει» μέ τήν κακή ἔννοια, νά μετατρέψει τά ἀγαθά της σέ ἀναλώσιμα εἴδη καί σέ χρῆμα, πού συγκεντρώνουν οἱ λίγοι καί οἱ ἰσχυροί. Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ νέα τεχνολογία, τά σύγχρονα πυρηνικά ὁπλικά συστήματα καί ἄλλες ἐφευρέσεις τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν τόση δύναμη, ὥστε μποροῦν νά καταστρέψουν τόν πλανήτη στή στιγμή. Ὡστόσο, ἡ φύση πολλές φορές «ἀντιδρᾶ» καί «ἐκδικεῖται», ὑπενθυμίζοντας ὅτι συνεχίζει νά εἶναι ἰσχυρή: μέ φυσικές καταστροφές, μέ ἀκραῖα καιρικά φαινόμενα, μέ σεισμούς, μέ τυφῶνες, μέ πλυμμύρες κ.ἄ. Ἐνώπιον τέτοιων καταστάσεων ἤ ἀπειλῶν ὅλο καί περισσότεροι συνειδητοποιοῦν ὅτι, ὅσο καταστρέφεται τό περιβάλλον, τόσο καταστρέφεται καί ὁ ἄνθρωπος, πού ζεῖ μέσα σ’ αὐτό. Ἄνθρωπος καί περιβάλλον συνδέονται στενά καί, προστατεύοντας τό περιβάλλον, προστατεύουμε τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.
Ἀνάλογη εὐαισθητοποίηση, ὅπως εἶναι φυσικό, ὑπάρχει καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, ἐκτός ἀπό τή στήριξη κάθε σχετικῆς πρωτοβουλίας πού προέρχεται ἀπό ἄτομα, ὁμάδες καί φορεῖς, προβάλλει τή δική της διδασκαλία γιά τόν φυσικό κόσμο καί τή σχέση μας μέ αὐτόν. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀσχολεῖται πολύ σοβαρά μέ τό θέμα, διοργανώνοντας συνέδρια, ἐκδηλώσεις καί δράσεις ἤ ἀναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες σέ διεθνές ἐπίπεδο. Μέ ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου (+1991) ἔχει ὁριστεῖ ἡ 1η Σεπτεμβρίου κάθε ἔτους ὡς «Ἡμέρα προσευχῆς γιά τό περιβάλλον» καί ψάλλεται εἰδική Ἀκολουθία, ἐνῶ εἶναι σέ ὅλους γνωστές οἱ πρωτοβουλίες τοῦ σημερινοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου πρός τήν ἴδια κατεύθυνση.
Παράλληλα, ὅμως, ἐμφανίζεται στίς μέρες μας καί μιά τάση ὑπερεκτίμησης (θεοποίησης ἤ λατρείας) τοῦ περιβάλλοντος καί τοῦ φυσικοῦ κόσμου, εἴτε στό σύνολό του, εἴτε σέ ἐπιμέρους στοιχεῖα του. Ἡ τάση αὐτή ἐκφράζεται ἀπό τίς σύγχρονες νεο-ειδωλολατρικές ἤ νεο-παγανιστικές αἱρέσεις.
Ὁ ἀρχέγονος παγανισμός, ὡς λατρεία τῆς κτίσεως
Ἡ εἰδωλολατρία, δηλαδή ἡ θεοποίηση ἑνός μέρους τοῦ φυσικοῦ κόσμου ἤ κάποιων ἀπό τά στοιχεῖα τοῦ περιβάλλοντος, δέν εἶναι φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας. Εἶναι πανάρχαιο φαινόμενο. Ἀπό τήν ἱστορία τῶν πολιτισμῶν γνωρίζουμε ὅτι ἀποτελεῖ ἐκδήλωση τοῦ πρωτόγονου ἀνθρώπου. Ὁ ὅρος «παγανισμός», ταυτόσημος τῆς «εἰδωλολατρίας», προέρχεται ἀπό τό λατινικό «paganus», πού σημαίνει ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου, χωρικός. «Παγανισμός» εἶναι ἡ θρησκεία ὅσων στεροῦνται πολιτισμοῦ καί λατρεύουν πολλές θεότητες. Ὁ πρωτόγονος ἄνθρωπος, προκειμένου νά ξεπεράσει ψυχολογικά τίς ἀπειλές ἀπό τό περιβάλλον του, θεοποίησε καί λάτρεψε ἀρχικά ὅ,τι τόν ἐντυπωσίαζε: τά φυσικά φαινόμενα, τά στοιχεῖα τῆς φύσης, τή βροντή, τήν ἀστραπή, τόν κεραυνό. Λάτρεψε στή συνέχεια κάποια οὐράνια σώματα, ἰδιαίτερα ὅσα φαίνεται ὅτι δίνουν ζωή, τόν ἥλιο, τή σελήνη, τά ἄστρα. Ἔπειτα κατασκεύασε ἀγάλματα ἀνύπαρκτων θεῶν, σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τῆς φαντασίας του. Προοδεύοντας πολιτιστικά, θεώρησε ὅτι εἶναι πιό εὔλογο νά ὑπάρχει ἕνας Θεός καί ὄχι πολλοί. Ἔτσι, ἐπινόησε θρησκεῖες μέ πιό ἀφηρημένο χαρακτῆρα καί μέ διδασκαλία πού περιέχει στοιχεῖα λογικῆς. Ὡστόσο, καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση θεμέλιο τῆς θρησκείας παραμένει ἡ ἀνθρώπινη φαντασία καί ὄχι ἡ λογική. Στή σύγχρονη ἐποχή ἀπολυτοποίησε (=θεοποίησε) ἀφηρημένες ἰδεολογίες (πολιτικοῦ, κοινωνικοῦ κ.λπ. περιεχομένου), πιστεύοντας ὅτι σ’ αὐτές θά βρεῖ τό νόημα τῆς ζωῆς καί τή λύτρωση.
Πρέπει νά τονιστεῖ ἰδιαίτερα, ὅτι ὅλες γενικά οἱ θρησκεῖες, χωρίς ἐξαίρεση, ἔχουν εἰδωλολατρικό χαρακτῆρα, δηλαδή ἀποτελοῦν μορφές εἰδωλολατρίας. Στίς πρωτόγονες μορφές της ἡ θρησκεία εἶναι θεοποίηση ὑλικῶν πραγμάτων καί στίς πιό ἐξελιγμένες εἶναι θεοποίηση ἑνός συστήματος ἀντιλήψεων ἤ κανόνων ἠθικῆς. Καί στίς δύο περιπτώσεις πρόκειται γιά ἀπόδοση θείου καί ἀπόλυτου κύρους σέ στοιχεῖα τοῦ κόσμου μέ σχετικό χαρακτῆρα καί αὐτό ἀκριβῶς συνιστᾶ τήν εἰδωλολατρική πλάνη (ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ). Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ὄχι μόνο οἱ θρησκεῖες, ἀλλά ἀκόμη καί πολιτικές ἤ ἄλλου εἴδους ἰδεολογίες συνιστοῦν μορφές εἰδωλολατρίας, ὅταν ἀπολυτοποιοῦνται. Στό πλαίσιο αὐτό μποροῦμε νά κατανοήσουμε αὐτό πού ἀναφέρεται στή Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅτι ὁ Χριστός μᾶς ἀπάλλαξε μεταξύ ἄλλων ἀπό τήν πλάνη τῶν εἰδώλων. Μέ ἄλλα λόγια, ἰσχύει ὅ,τι τονίζεται συνήθως στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι οἱ «Θεόφρονες» δέν ἐλάτρεψαν τήν κτίση, ἀλλά τόν Κτίσαντα, ἐνῶ οἱ «ἄφρονες» δέν ἐλάτρεψαν τόν Κτίσαντα, ἀλλά τήν κτίση.
Ἀπό θεολογική ἄποψη ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου νά κατασκευάζει καί νά λατρεύει εἴδωλα ἐξηγεῖται ἀπό τό γεγονός, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατασκευασμένος νά ζεῖ σέ κοινωνία καί σχέση μέ τόν Θεό. Μόνο σ’ αὐτή τήν κατάσταση βρίσκει τήν πλήρη ἱκανοποίηση, τήν ἀνάπαυση καί τήν ὁλοκλήρωσή του. Ὅμως, ὅπως γνωρίζουμε, ἡ κοινωνία αὐτή διασπάστηκε ἀπό τό γεγονός τῆς ἀνθρώπινης πτώσης καί ἔκτοτε ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε μακριά ἀπό τόν Θεό καί τόν ἀγνοοῦσε. Ἀναζητώντας τόν ἀληθινό Θεό καί ἀδυνατώντας νά τόν ἀνακαλύψει, ἔθεσε στή θέση του ὑποκατάστατα, δηλαδή ἀνύπαρκτους «θεούς», νεκρά εἴδωλα, «Τά εἴδωλα τῶν ἐθνῶν» (δηλαδή οἱ θρησκεῖες), λέει ἡ Ἁγ. Γραφή, «εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα». «Ἔχουν στόμα, ἀλλά δέν μιλᾶνε, ἔχουν μάτια, ἀλλά δέν βλέπουν, ἔχουν αὐτιά, ἀλλά δέν ἀκοῦνε» (Ψαλ. 134, 15-17).
Ἡ ἀρχαία ἑλληνική κοσμολογία καί ὁ Χριστιανισμός
Ἡ ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη γιά τόν κόσμο, ἀποτελεῖ μετεξέλιξη τοῦ πρωτόγονου παγανισμοῦ, πού πίστευε σέ πολλές θεότητες καί λάτρευε τά στοιχεῖα τῆς φύσης. Ἄλλωστε, ἦταν ἀδύνατο νά εἶχε κάπου ἀλλοῦ τίς ρίζες της. Ὄντως, στή ζωή καί στή σκέψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ὁ κόσμος κατέχει κεντρική θέση. Ἀπό τά τρία βασικά θέματα, πού ἀπασχολοῦν συνήθως τόν ἄνθρωπο (Θεός, ἄνθρωπος, κόσμος), γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες προτεραιότητα ἔχει σαφῶς ὁ κόσμος. Ὁ κόσμος εἶναι αἰώνιος, δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος καί δέν δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό. Εἶναι τέλειος καί αὐτάρκης, εἶναι στό σύνολό του τελειότητα καί ἁρμονία. Αὐτή ἀκριβῶς τήν ἁρμονία ἐπιχειρεῖ νά συλλάβει καί νά ἀποδώσει ἡ κλασική τέχνη, ἰδίως ἡ ἀρχιτεκτονική καί ἡ γλυπτική. Ὁ «θεός» ἤ οἱ «θεοί» δέν εἶναι ἔξω, ἀλλά μέσα στόν κόσμο καί ἀποτελοῦν μέρος του. Τό ἴδιο καί ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ μέρος, ἤ καλύτερα, ἁπλό ἐξάρτημα τοῦ κόσμου. Ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ὑποτάξει τόν κόσμο καί νά ἐπιβληθεῖ στή φύση συνιστᾶ «ὕβριν» γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική σκέψη. Ὁ κόσμος διέπεται ἀπό αἰώνιους, πανίσχυρους καί ἄτεγκτους νόμους σέ κάθε ἐπίπεδο, ἀκόμη καί στήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά ἤ τήν ἠθική. Τέτοιοι νόμοι εἶναι ἡ μοίρα καί ἡ ἀνάγκη. Εἶναι φανερό, ὅτι σέ ἕνα τέτοιο σύστημα ἀντιλήψεων δέν ἔχει καμμία θέση τό ἀπρόοπτο καί ἡ ἐλευθερία. Ἐλευθερία δέν ὑπάρχει οὔτε στόν ἄνθρωπο, ἀλλά οὔτε καί στούς θεούς, ἀφοῦ ἀκόμη καί οἱ θεοί ἐμφανίζονται ὑποταγμένοι στούς ἴδιους αἰώνιους νόμους, πού διέπουν τόν κόσμο, δηλαδή στή μοίρα καί στήν ἀνάγκη («ἀνάγκα καί θεοί πείθονται»!). Σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά ἐκπληρώσει τή μοίρα του, δηλαδή νά ζήσει σύμφωνα μέ τό προδιαγεγραμμένο. Ἡ προσπάθεια κάποιου νά ὑπερβεῖ τή μοίρα συνιστᾶ τήν οὐσία αὐτοῦ πού οἱ ἀρχαῖοι ἀποκαλοῦσαν «ὕβριν». Ἡ ἀρχαία τραγωδία περιγράφει ἀκριβῶς τό ἐγχείρημα κάποιων ἀνθρώπων (τῶν τραγικῶν ἡρώων) νά ὑπερβοῦν τή μοίρα τους, ὅμως μέ ἀποτέλεσμα πάντοτε τή συντριβή τους.
Εἶναι φανερό, ὅτι ἡ χριστιανική ἀντίληψη ὅτι ὁ κόσμος δέν εἶναι αἰώνιος, ἀλλά ἀποτελεῖ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα ἀπό τό μηδέν, ἡ ὁποία προβλήθηκε ἔντονα ἀπό τούς Ἕλληνες Πατέρες ἀπό τόν δ’ μ.Χ. αἰ. καί ἔπειτα, συνιστοῦσε πραγματική ἐπανάσταση γιά τήν ἑλληνική σκέψη. Ἡ ἀντίληψη αὐτή ἀνέτρεπε ἀπό τά θεμέλιά της τήν ἀρχαία φυσιοκεντρική ἤ κοσμοκεντρική θεώρηση τῶν πάντων. Ὅμως, παρά τόν παράδοξο χαρακτῆρα της, τελικά ἐπικράτησε καί ἐκτόπισε τό βασικότερο, ἴσως, στοιχεῖο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης. Κατά τή νέα ἀντίληψη, ὁ κόσμος εἶναι μέν «καλός λίαν», ὡστόσο τό κάλλος καί ἡ «τελειότητά» του εἶναι στοιχεῖα σχετικά καί δέν συγκρίνονται μέ αὐτά τοῦ ὑπερτέλειου Θεοῦ. Στόν κόσμο ἁπλῶς ἀντανακλᾶται ἡ δόξα τοῦ Δημιουργοῦ του («οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ», Ψαλμ. 19,1). Ὁ ἄνθρωπος σαφῶς ὑπερέχει τοῦ κόσμου (εἶναι «βασιλεύς τῆς κτίσεως»), διαθέτει ἐλεύθερη βούληση («αὐτεξούσιον», κατά τή θεολογική ὁρολογία), μπορεῖ νά ρυθμίζει ἐλεύθερα τή συμπεριφορά του, καί δέν εἶναι δέσμιος τῆς μοίρας. Ἐπιπλέον, ἡ παροῦσα κατάσταση τοῦ κόσμου δέν ταυτίζεται μέ τήν ἀρχική, ἀφοῦ στή σημερινή του μορφή ὁ κόσμος ἐμπεριέχει τά στοιχεῖα τῆς φθορᾶς καί τοῦ κακοῦ. Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ εἶχε ἐπιδράσεις στόν φυσικό κόσμο. Τόν καθυπέταξε στή φθορά, μέ ἀποτέλεσμα ἡ φύση νά «στενάζει» κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τῆς φθορᾶς καί νά περιμένει μέ ἀγωνία τήν ἀπελευθέρωσή της: ἀνθίζουν τά ἄνθη, ἀλλά σύντομα μαραίνονται, ἡ γῆ δέν παράγει μόνο λουλούδια, ἀλλά καί ἀγκάθια, τά ζῶα ἔχουν θηριωθεῖ καί ἀλληλοσπαράσσονται, οἱ φυσικές καταστροφές, δηλαδή τό λεγόμενο «φυσικό κακό», προκύπτει ὡς ἀναγκαῖο ἐπακόλουθο τοῦ «ἠθικοῦ κακοῦ», δηλαδή τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς φύσης στόν ἀρχαῖο ἑλληνισμό ἀδυνατεῖ νά ἀπαντήσει μεταξύ ἄλλων στό ἁπλό ἐρώτημα: πῶς ἐξηγεῖται ἡ παρουσία τοῦ φυσικοῦ κακοῦ σέ ἕναν τέλειο κόσμο;
Ὁ νεο-παγανισμός τῆς ἐποχῆς μας
Ἡ θεοποίηση τῆς φύσης στήν ἐποχή μας ἐπανέρχεται μετά ἀπό πολλούς αἰῶνες μέσω τῶν λεγόμενων νεο-ειδωλατρικῶν ἤ νεο-παγανιστικῶν ὁμάδων. Στή χώρα μας οἱ ὁμάδες αὐτές ἐμφανίζονται μέ τό πρόσχημα, τῆς ἀναβίωσης τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος, τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας, στοιχεῖα τά ὁποῖα καταπιέστηκαν, δῆθεν, ἤ ἐκτοπίστηκαν ἀπό τόν «σκοταδισμό» εἴκοσι αἰώνων, δηλαδή ἀπό τόν Χριστιανισμό. Ὅμως, ὁ νεοπαγανισμός δέν εἶναι ἀποκλειστικά ἑλληνικό φαινόμενο ἐπιστροφῆς στίς ρίζες μας καί στόν πολιτισμό μας, ὅπως αὐτοπροβάλλεται, ἀλλά εἶναι ἕνα παγκόσμιο κίνημα ἐπιστροφῆς σέ πρωτόγονες πολυθεϊστικές λατρεῖες καί σέ καταστάσεις ἀπουσίας πολιτισμοῦ! Ὁ νεο-παγανισμός στήν Ἑλλάδα ἀποτελεῖ ξενόφερτο στοιχεῖο, γι’ αὐτό ἑλληνικές ὁμάδες τοῦ χώρου ἐντάσσονται ἄνετα σέ διεθνεῖς νεο-παγανιστικές ὁμοσπονδίες, πού δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τόν ἑλληνισμό, ὅπως στό «Παγκόσμιο Συνέδριο Ἐθνικῶν Θρησκειῶν», στό «Παγκόσμιο Συνέδριο πνευματικῶν ἀρχηγῶν Ἀρχαίων Κουλτουρῶν καί Παραδόσεων» καί στήν «Τῶν Ἐθνικῶν Οἰκουμενική Θρησκεία».
Τόσο τό ἑλληνικό, ὅσο καί τό διεθνές νεο-παγανιστικό κίνημα, δέν συνίστανται μόνο ἀπό πανάρχαια στοιχεῖα θρησκείας καί πολιτισμοῦ, ὅπως ἰσχυρίζονται, ἀλλά ἐμπεριέχουν καί ἕνα πλῆθος στοιχείων ἀποκρυφισμοῦ, συνδυασμένων μέ ἀντιλήψεις τοῦ σύγχρονου κινήματος τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ἔτσι, ἑλληνικές νεο-παγανιστικές ὁμάδες συνεργάζονται ἤ ἔχουν ἀγαθές σχέσεις μέ ὁμάδες ἤ κινήματα ὅπως οἱ Μασῶνοι, τά Ροδοσταυρικά Τάγματα, ἡ Θεοσοφία, ἡ Θεουργία (εἶδος μαγείας), ἡ Ἀστρολογία κ.ἄ. Κάποιες ἀπ’ αὐτές προβάλλουν τήν ἀντίληψη ὅτι οἱ «θεοί» τῶν Ἑλλήνων ἦταν ὄντα πού διέθεταν «ἐξελιγμένη τεχνολογία», ἤ ἦταν «ἐξωγήϊνοι», πού ἦλθαν ἀπό ἄλλους ἀστερισμούς. Ἄλλες ἰσχυρίζονται ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλληνες γενικά εἶναι «ἐξωγήϊνοι», ὅτι προέρχονται ἀπό τόν πλανήτη Σείριο, ὅτι ὑπερέχουν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καί ὅτι σύντομα οἱ ἐξωγήϊνοι ἀδελφοί μας θά ἔλθουν νά ἀποκαταστήσουν τόν κραταιό ἑλληνικό πολιτισμό.
Εἰδικότερα, οἱ περί Θεοῦ ἀντιλήψεις τῶν σύγχρονων νεο-παγανιστικῶν ὁμάδων ταυτίζονται σχεδόν μέ αὐτές τοῦ κινήματος τῆς Νέας Ἐποχῆς, κατά τό ὁποῖο δέν ὑπάρχει προσωπικός καί συγκεκριμένος Θεός, πού διακρίνεται ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά ὁ «θεός» εἶναι μιά ἀπρόσωπη δύναμη ἤ ἐνέργεια, πού διαχέεται στό σύμπαν ἤ ταυτίζεται μέ αὐτό. «Θεός», ἄνθρωπος καί κόσμος, ἀποτελοῦν μορφές αὐτῆς τῆς παγκόσμιας ἐνέργειας καί ἀποτελοῦν ἕνα «Ὅλον» (ὁλιστική θεώρηση τῶν πάντων). «Ἕν τό πᾶν», διδάσκει ἡ Νέα Ἐποχή. Ὅλα εἶναι ἕνα καί ὅλα ἐμπεριέχουν μιά θεϊκή οὐσία.
Ἔτσι, γιά τούς νεο-ειδωλολάτρες «ἡ Γαία (γῆ) εἶναι ἕνα ζωντανό ὄν. Εἶναι ἡ θεά πού ἐπιστρέφει μετά ἀπό χιλιάδες χρόνια καί διεκδικεῖ τόν ἀρχικό της θρόνο στόν κόσμο καί στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Οἱ τελετουργίες μας εἶναι μιά ἐπίκληση στό πνεῦμα τῆς γῆς καί μιά ὤθηση γιά πνευματική ἀφύπνιση» (Περ. Θησαυρός, 5/11/91, σ. 35). Γι’ αὐτό, γιά νά «σωθεῖ» ἡ φύση σήμερα ἀπό τήν οἰκολογική καταστροφή, εἶναι «ἄμεση ἀνάγκη» νά στραφοῦμε στή λατρεία της, «διότι μιά Οἰκουμένη πού μαστίζεται ἀπό τά γιγάντια οἰκολογικά προβλήματα ἔχει ἄμε¬ση ἀνάγκη ἀπό τή λατρεία τῆς Φύσης ... Ἡ Μάνα-Γῆ, ἡ Γῆ Μήτηρ, ἡ Δήμητρα θά σωθεῖ μονάχα ἀπό ἐκείνους πού θά τήν ἀγαπήσουν σάν μητέρα καί θά τή λατρέψουν ὡς θεά!» (Περ. Τρίτο Μάτι, Ὀκτ. 1997, ἔνθετο, σ. 3).
Ὁ κόσμος, ὡς δημιουργία τοῦ Θεοῦ
Ἄν γιά τούς ἀρχαίους ἤ σύγχρονους εἰδωλολάτρες «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ κόσμος» ἤ «ἡ φύσις», γιά μᾶς τούς Χριστιανούς «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», δηλαδή ὁ Θεός. Ὁ ὑπεράγαθος Θεός, θέλοντας νά μετέχουν καί ἄλλα ὄντα στήν ἀγαθότητά Του, δημιούργησε τόν κόσμο μέσα στόν χρόνο καί ἀπό τό μηδέν. Ὁ κόσμος, προερχόμενος ἀπό τό μηδέν, διατηρεῖται στήν ὕπαρξη μετέχοντας στήν προνοητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ (Θεία Πρόνοια). Ἔξω ἀπό αὐτή τή διαρκή σχέση - ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό, ὁ κόσμος ἐπιστρέφει στό μηδέν, δηλαδή στήν ἀνυπαρξία. Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, ὁ κόσμος ἔχει κάλλος καί «τελειότητα». Αὐτά ὅμως εἶναι στοιχεῖα σχετικά, εἶναι τό κάλλος καί ἡ «τελειότητα» τοῦ κτίσματος καί ἀποτελοῦν εἰκόνα ἤ ἀντανάκλαση τῆς τελειότητας τοῦ Θεοῦ. Τό ὅτι ἡ «τελειότητα» τοῦ κόσμου εἶναι σχετική, σημαίνει ὅτι ὁ κόσμος μπορεῖ νά γίνει ἀκόμη τελειότερος μέ τήν παρέμβαση τοῦ ἀνθρώπου. Ὄντως, στή διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεός τοποθέτησε τόν ἄνθρωπο στόν Παράδεισο «ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν» (Γεν. 2, 15). Τό «ἐργάζεσθαι» ἀναφέρεται στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο νά καλλιεργεῖ τή φύση καί νά τήν ἀναπτύσσει, ἐνῶ τό «φυλάσσειν» ἀναφέρεται στήν ὑποχρέωσή του νά τήν προστατεύει. Ἡ δημιουργία ἐπιστήμης καί πολιτισμοῦ στηρίζεται σ’ αὐτή ἀκριβῶς τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Πολιτισμός στήν αὐθεντική του μορφή εἶναι ἡ ἀνάπτυξη τῆς δεδομένης πραγματικότητας τῆς φύσης, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ τελειοποίηση τῆς φύσης καί ὄχι, βέβαια, ἡ φθορά ἤ ἡ καταστροφή της.
Ὁ ἄνθρωπος ὑπερέχει σαφῶς τοῦ κόσμου: εἶναι «βασιλεύς τῆς κτίσεως», ἀλλά «βασιλεύς βασιλευόμενος ἄνωθεν». Τό περιβάλλον εἶναι ὁ «οἶκος», τό σπίτι μας μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια. Ὁ κόσμος ἔχει δημιουργηθεῖ γιά μᾶς καί μᾶς ἔχει δοθεῖ ὄχι γιά νά τόν λατρεύουμε ἤ νά τόν συγχέουμε μέ τόν Θεό, ἀλλά γιά νά ζοῦμε ἐντός του καί νά δοξάζουμε τόν Θεό μέσα ἀπό τή δημιουργία Του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε στήν δημιουργία, στά ζῶα ἤ στά φυτά, χωρίς νά ὑπηρετεῖ κάποια ἀνθρώπινη ἀνάγκη. Ὅλα ἔχουν δοθεῖ εἴτε γιά τή συντήρηση τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε γιά τήν εὐχαρίστησή του (διασκέδαση, «τέρψιν» του). Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐξουσία στό περιβάλλον δέν σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά τό καταστρέφει. Ἡ ἐξουσία αὐτή πρέπει νά ἀσκεῖται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ προστασία τοῦ περιβάλλοντος (τό «φυλάσσειν» τήν κτίση) εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
Λόγω τῆς στενῆς σύνδεσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τό περιβάλλον, ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία ἔχει ἐπιδράσεις στή φύση. Ἡ προπατορική ἁμαρτία ἄνοιξε τίς πύλες γιά τήν εἰσβολή τοῦ κακοῦ στή φύση καί ὑπέταξε τόν κόσμο στή φθορά. Ἡ φύση ἔχασε μεγάλο μέρος ἀπό τήν ἀρχική τελειότητα καί τό κάλλος της. Ἀλλά, καί ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τή φυσική ἐξουσία του πάνω στόν κόσμο, ἔγινε δοῦλος τοῦ περιβάλλοντος καί «ἐλάτρευσε τήν κτίση» καί ὄχι τόν Κτίσαντα. Ἔκτοτε ἐπιχειρεῖ νά ἐπιβληθεῖ στό περιβάλλον μέ ἀπεγνωσμένες ἐνέργειες, πού συμβάλλουν στήν καταστροφή του. Γενικότερα, ὅσο ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία αὐξάνεται, τόσο τό περιβάλλον φθείρεται καί «ἐκδικεῖται» (γίνεται ἐχθρικό πρός τόν ἄνθρωπο).
Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο ὄχι μόνο γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί γιά νά ἀνακαινίσει τήν κτίση: «ἰδού καινά ποιῶ πάντα» (Ἀποκ. 21,5). Ἡ μετοχή στή σωτηρία, πού προσφέρει, γίνεται μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Στή Θ. Λειτουργία προσφέρουμε προϊόντα ἀντιπροσωπευτικά ὅλης τῆς φύσης (ψωμί καί κρασί), τά ὁποῖα μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ γιά νά κοινωνήσουν οἱ Πιστοί καί γιά νά ἁγιασθεῖ ὅλη ἡ κτίση. Μέσω τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ὑπέταξε τήν κτίση στή φθορά, μπορεῖ πάλι νά τήν ὁδηγήσει στήν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21). Μέ ἄλλα λόγια, ἡ οὐσιαστική λύση τοῦ σύγχρονου οἰκολογικοῦ προβλήματος εἶναι ὁ Χριστός καί εἰδικότερα ἡ ἐν Χριστῷ κατάργηση τῆς ἁμαρτίας καί ὁ ἐν Χριστῷ ἁγιασμός τοῦ ἀνθρώπου.
Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
τεῦχ. 84, Ἰουν. - Σεπ. 2013).