Ὁ ἅγιος ἄφησε γιὰ λίγο τὸ βλέμμα του νὰ πλανηθεῖ στὶς κορυφὲς γύρω του. Ἀνατολικὰ καὶ νότια ἁπλώνονταν ἀτέλειωτες βουνοκορφὲς τὰ Ἄγραφα. Συμπαγὴς καὶ χιονόλευκος ὄγκος τὰ Τζουμέρκα ἀπόμακρα, ὄρθωναν μεγαλόπρεπο τὸ ἀνάστημά τους στὸν βορειο-δυτικὸ ὁρίζοντα. Αὐθόρμητα σήκωσε τὸ χέρι του καὶ τὰ εὐλόγησε.
- Εὐλογημένα βουνά! ἀναφώνησε. Πόσα γυναικόπαιδα θὰ σώσετε, πόσες ψυχές, ὅταν ἔλθουν τὰ δύσκολα χρόνια! Καλότυχοι ἐσεῖς ποὺ βρεθήκατε ἐδῶ, πάνω στὰ ψηλὰ βουνά, γιατὶ αὐτὰ θὰ σᾶς φυλάξουν ἀπὸ πολλὰ δεινά. Θὰ ἀκοῦτε καὶ δὲν θὰ βλέπετε τὸν κίνδυνο.
- Θὰ λευτερωθοῦμε ποτέ, ἅγιε τοῦ Θεοῦ; ρωτοῦσαν μὲ λαχτάρα οἱ σκλάβοι.
- Αὐτὸ μιὰ μέρα θὰ γίνει ρωμαίικο καὶ καλότυχος ὅποιος ζήσει σὲ κεῖνο τὸ βασίλειο.
- Πότε θὰ γίνει αὐτό, ἅγιε;
- Τὸ ποθούμενο θὰ γίνει στὴν τρίτη γενιά. Θὰ τὸ ἰδοῦν τὰ ἐγγόνια σας. Τὰ βάσανα εἶναι πολλὰ ἀκόμη. Θυμηθεῖτε τὰ λόγια μου. Τοῦτο σᾶς λέγω καὶ σᾶς παραγγέλλω: κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατέβει κάτω, κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνέβει ἐπάνω, κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάσει, καθὼς μέλλει νὰ χαλάσει, σήμερον, αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλλει τί ἔχει νὰ κάμει ὁ Θεός. Τὸ κορμί σας ἂς τὸ κάψουν, ἂς τὸ τηγανίσουν, τὰ πράγματά σας ἂς τὰ πάρουν. Μὴ σᾶς μέλλει. Δῶστε τα. Δὲν εἶναι δικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσει, δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρει, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλάγετε, νὰ μὴν τὰ χάσετε.
Ἕως ὅτου κλείσει ἡ πληγὴ αὐτὴ τοῦ πλάτανου, συνέχισε δείχνοντας τὸ δέντρο ποὺ σκίαζε τὴν πλατεία, τὸ χωριό σας θά ΄ναι σκλαβωμένο καὶ δυστυχισμένο.
Ὅταν πέσουν δυὸ πασχαλιὲς μαζί, θὰ ἔρθει τὸ ποθούμενο.
Ὅταν δεῖτε τὸ χιλιάρμενο στὰ ἑλληνικὰ νερά, τότε θὰ λυθεῖ τὸ ζήτημα τῆς Πόλης.
Οἱ ἀντίχριστοι (=οἱ Τοῦρκοι) θὰ φύγουν, ἀλλὰ θά ‘ρθουν πάλι καὶ θὰ φθάσουν ὣς τὰ Ἑξαμίλια. Ἔπειτα θὰ τοὺς κυνηγήσετε ἕως τὴν Κόκκινη Μηλιά. Ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ ἕνα τρίτο θὰ σκοτωθεῖ, τὸ ἄλλο τρίτο θὰ βαπτισθεῖ καὶ μονάχα τὸ ἕνα τρίτο θὰ πάει στὴν Κόκκινη Μηλιά.
Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ οἱ Ρωμιοὶ θὰ τρώγονται μεταξύ τους. Ἐγὼ συστήνω ὁμόνοια καὶ ἀγάπη.
Τὰ λόγια του φωτισμένα, προφητικά, ἔριχναν στάλα-στάλα τὴν ἐλπίδα στὶς τυραγνισμένες ψυχὲς τῶν σκλάβων. Θέριευαν τὴ λαχτάρα τους, δυνάμωναν τὴν ὑπομονή τους. Ὅταν τελείωσε, φώναξε τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὸν συνόδευαν νὰ σηκωθοῦν. Σκορπίστηκαν μέσα στὸ πλῆθος γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν ὅσοι ἤθελαν. Τέλεσαν Εὐχέλαιο καὶ πέρασαν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ χρισθοῦν. Βάπτισαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν ἀβάπτιστα.
Ὁ ἥλιος ἔγερνε, ὅταν τέλειωσαν ὅλα αὐτά. Ὁ ἅγιος ἦταν κατάκοπος. Τὸν πῆραν σ’ ἕνα σπίτι νὰ τὸν φιλοξενήσουν. Ἡ νοικοκυρὰ ἔφερε μιὰ καθαρὴ ἀλλαξιὰ τοῦ ἄντρα της καὶ ζήτησε διακριτικὰ ἀπ’ τὸν ἅγιο νὰ τοῦ πλύνει τὸ πουκάμισο. Τὸ ἔπλυνε εὐλαβικὰ καὶ ὕστερα ζήτησε νὰ τὸ κρατήσει. Γιὰ εὐλογία τοῦ σπιτικοῦ της καὶ ὅλου τοῦ χωριοῦ. Γιὰ ἱερὸ κειμήλιο. Ὁ ἅγιος δὲν ἀρνήθηκε.
Πρωὶ-πρωὶ τοὺς ξύπνησε ἡ καμπάνα. Οἱ πλαγιὲς καὶ τὰ φαράγγια ἀντιλάλησαν. Χρόνια εἴχανε ν’ ἀκούσουν τὸ χαρμόσυνο, γλυκό της κελάδημα. Εἶχαν καταντήσει ἀλιβάνιστοι. Μιὰ μελαγχολικὴ σιγὴ σκέπαζε τὰ πάντα, ἀπὸ τότε ποὺ ἔμειναν χωρὶς παπᾶ. Οἱ Χριστιανοὶ νηστεμένοι κι ἐξομολογημένοι λειτουργήθηκαν καὶ μετάλαβαν. Τὰ νεοφώτιστα παιδιὰ κρατοῦσαν λαμπάδες ἀναμμένες. Ὁ ἅγιος εἶπε καὶ μοίρασαν σ’ ὅλους κεριά, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κουβαλοῦσε ἡ συνοδεία του. Τ’ ἄναψαν ὅλα καὶ ἡ ταπεινή τους ἐκκλησιὰ ἀστραποβόλησε. Πλημμυρισμένες ἀπὸ χαρὰ οἱ καρδιές τους, ἀλάφρωσαν λίγο ἀπ’ τὸ πλάκωμα τῆς σκλαβιᾶς. Τοὺς φάνηκε σὰν νά ‘χαν Λαμπρή.
Ἤθελαν νὰ τὸν κρατήσουν ἀκόμα, μὰ ὁ ἅγιος βιαζόταν. Εἶχε νὰ περάσει ἀμέτρητους τόπους καὶ χωριά. Παντοῦ τὸν περίμεναν. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν ξεπροβόδισαν. Ἔφεραν ἕνα μουλάρι γιὰ νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τ’ ἄγρια μονοπάτια. Εἶπαν στὸ παιδὶ ποὺ τραβοῦσε τὸ σχοινί, ἂν συμβεῖ τίποτε κάτω στὶς κακοτοπιές, νὰ τρέξει ψηλὰ στὴν ἀπέναντι ράχη καὶ νὰ φωνάξει. Ὁ ἅγιος χαμογέλασε.
- Θά ‘ρθει καιρός, τοὺς εἶπε, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ μιλοῦν ἀπὸ ἕνα μακρινὸ μέρος σὲ ἄλλο, σὰν νὰ βρίσκονται σὲ πλαγινὰ δωμάτια. Δὲν θὰ ταξιδεύετε πιὰ μὲ τὰ ζῶα. Θὰ δεῖτε στὸν κάμπο ἁμάξι χωρὶς ἄλογα νὰ τρέχει γρηγορώτερα ἀπ’ τὸν λαγό. Θὰ βγοῦν πράγματα ἀπ’ τὰ σχολεῖα, ποὺ ὁ νοῦς σας δὲν τὰ φαντάζεται. Ὅμως ἀπ’ τοὺς διαβασμένους θὰ ‘ρθεῖ καὶ μεγάλο κακό. Θὰ δεῖτε νὰ πετᾶνε ἄνθρωποι στὸν οὐρανὸ σὰν μαυροπούλια καὶ νὰ ρίχνουν φωτιὰ στὸν κόσμο.
Οἱ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν τὰ προφητικά του λόγια, μὰ τὰ φύλαξαν εὐλαβικὰ στὴν καρδιά τους. Θὰ τὰ ζοῦσαν καὶ θὰ τὰ καταλάβαιναν καλὰ οἱ κατοπινὲς γενιές.
Ὁ ἅγιος τοὺς εὐλόγησε, χαιρέτησε καὶ ἔφυγε. Ὁ δρόμος του ἦταν μακρύς. Εἶχε νὰ ὀργώσει ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ ξαναστυλώσει τὸ ἀφανισμένο του γένος. Γιὰ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἔτρεχε. Καὶ τὰ κατάφερε.
«Ἐκατάστησε σχολεῖα πανταχοῦ, τόσον ἑλληνικὰ (γυμνάσια-λύκεια), ὅσον καὶ κοινὰ (δημοτικά), διὰ νὰ πηγαίνουν τὰ παιδία καὶ νὰ μαθαίνουν δωρεὰν τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἐκατάπεισε τοὺς πλουσίους καὶ ἠγόρασαν ὑπὲρ τὰς τέσσαρας χιλιάδας κολυμβήθρας μεγάλας χαλκωματένιας, πρὸς δώδεκα γρόσια τὴν καθεμίαν, διὰ νὰ βαπτίζωνται καθὼς πρέπει τὰ παιδία τῶν Χριστιανῶν. Βιβλία ἐμοίραζε χάρισμα εἰς ἐκείνους ὅπου ἤξευραν γράμματα.
Κομβοσχοίνια καὶ σταυρούδια ἐμοίραζεν (ὑπὲρ τὰς πεντακοσίας χιλιάδας) εἰς τὸν κοινὸν λαόν, διὰ νὰ συγχωροῦν τοὺς ἀγοράζοντας. Εἶχε τεσσαράκοντα ἢ πεντήκοντα ἱερεῖς ὅπου τὸν ἠκολούθουν, καὶ ὅταν ἔμελλε νὰ ὑπάγῃ ἀπὸ μίαν χώραν εἰς ἄλλην, ἐπαράγγελλε εἰς τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἐξομολογηθοῦν, νὰ νηστεύσουν καὶ νὰ κάμουν ἀγρυπνίαν.
Μοιράζοντας εἰς ὅλους κηρία δωρεάν, ἔβαλλε τοὺς ἱερεῖς καὶ ἐδιάβαζαν τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον καὶ ἐχρίοντο ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Ἐπειδὴ τὸν ἠκολούθει λαὸς πολύς, δύο καὶ τρεῖς χιλιάδες, ἐπρόσταζεν ἀπὸ τὸ ἑσπέρας καὶ ἑτοίμαζαν σακκία πολλὰ ψωμὶ καὶ καζάνι σιτάρι βρασμένον, καὶ οὕτως ἔπαιρναν ὅλοι ἀπὸ ἐκεῖνα καὶ ἐσυγχώρουν ζῶντας καὶ τεθνεῶτας».
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς πέθανε μαρτυρικά, μὲ ἀπαγχονισμό, στὶς 24 Αὐγούστου 1779, ἡμέρα Σάββατο, στὰ χώματα τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ἡ φωτισμένη του μορφὴ ἔμεινε βαθιὰ χαραγμένη στὴ μνήμη τοῦ λαοῦ μας. Ἔγινε δάσκαλος καὶ ὁδηγὸς τοῦ γένους μας. Ἂς καθοδηγεῖ καὶ ἐμᾶς στοὺς δύσκολους καιρούς μας, νὰ εἴμαστε ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας ποὺ θέλησε νὰ μᾶς χαρίσει.
Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του!
π. Δημητρίου Μπόκου
(ΤΕΛΟΣ)