Ὁλόκληρο τὸ χωριὸ μαζεμένο στὴν πλατεία ἄκουγε τὸν ἅγιο νὰ μιλάει ἀδιάκοπα. Τὰ παιδιὰ ξυπόλητα καὶ μισόγυμνα ἔπαιζαν παραπέρα, σκορπισμένα στὸ φυσικὸ πλάτωμα τῆς πλαγιᾶς. Ὁ ἅγιος σταμάτησε γιὰ λίγο κι ἔμεινε νὰ τὰ κοιτάζει στοχαστικός. Ξαναγυρνώντας στοὺς ἀκροατές του βάλθηκε νὰ τοὺς μιλάει γι’ αὐτά.
- Ὅταν βαπτίζετε τὰ παιδιά σας, νὰ τὰ βγάνετε στὸ ὄνομα τῶν ἁγίων, ποὺ ἔχουνε νόημα. Μαρία θὰ πεῖ κυρία, γιατὶ ἡ Θεοτόκος ἔμελλε νὰ γίνει βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Νικόλαος λέγεται ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τοὺς λαοὺς, τοὺς δαίμονες, τὰ πάθη. Γεώργιος λέγεται γεωργημένο φυτό, στολισμένο μὲ καρπούς, μὲ ἀρετὲς χριστιανικές. Παρασκευὴ λέγεται ἐκείνη ποὺ ἑτοιμάσθηκε γιὰ τὸν Χριστό.
Νὰ κάμεις μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, νὰ ἔχεις καὶ τὸν ἅγιο τοῦ παιδιοῦ σου. Καὶ ὅταν τὸ παιδὶ σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ σοῦ γυρεύει ψωμί, μὴν τοῦ δίνεις, μόνο νὰ πάρεις τὸ ψωμί, νὰ τὸ βάλεις ἐμπρὸς στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοῦ πεῖς: «Ἐγώ, παιδί μου, δὲν ἔχω ψωμί. Ὁ Χριστὸς ἔχει. Σήκω νὰ κάνεις τὸν σταυρό σου, νὰ παρακαλέσουμε τὸν ἅγιό σου νὰ παρακαλέσει τὸν Χριστὸ νὰ σοῦ τὸ δώσει. Καὶ ἔτσι τὸ παιδὶ παρακινεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ψωμιοῦ καὶ εὐθὺς ὅταν ξυπνᾶ, τὸν ἅγιό του βλέπει. Καὶ ἔτσι νὰ συνηθίζετε τὰ παιδιά σας, νὰ τὰ παιδεύετε ἀπὸ μικρά, γιὰ νὰ συνηθίζουν στὸν καλὸ δρόμο.
Ὁ ἅγιος κοντοστάθηκε, ἔκοψε τὴν κουβέντα κι ἔριξε τὸ βλέμμα του ξανὰ μακριά, στὰ παιδιὰ ποὺ ἔτρεχαν καὶ ξεφώνιζαν στὴν πλαγιά. Ρώτησε:
- Ἔχετε σχολεῖο ἐδῶ στὸ χωριό σας νὰ διαβάζουν τὰ παιδιά;
- Δὲν ἔχουμε, ἅγιε τοῦ Θεοῦ.
- Νὰ μαζευτεῖτε ὅλοι νὰ κάμετε ἕνα σχολεῖο καλό, νὰ βάλετε καὶ ἐπιτρόπους νὰ τὸ κυβερνοῦν, νὰ βάνουν διδάσκαλο νὰ μαθαίνουν ὅλα τὰ παιδιὰ γράμματα, πλούσια καὶ φτωχά. Γιατὶ ἀπὸ τὸ σχολεῖο μαθαίνουμε τί εἶναι Θεός, τί εἶναι Ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλαση, ἀρετή, κακία. Τί εἶναι ψυχή, σῶμα κ. λ. π. Γιατὶ χωρὶς τὸ σχολεῖο περπατοῦμε στὸ σκότος.
Νὰ σπουδάζετε καὶ σεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ μαθαίνετε γράμματα ὅσοι μπορεῖτε. Κι ἂν δὲν μάθατε οἱ πατέρες, νὰ σπουδάζετε τὰ παιδιά σας, νὰ μαθαίνουν τὰ ἑλληνικά, γιατὶ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι στὴν ἑλληνική. Καλύτερα, ἀδελφέ μου, νὰ ἔχετε ἑλληνικὸ σχολεῖο στὴ χώρα σου, παρὰ νὰ ἔχεις βρύσες καὶ ποτάμια. Καὶ σὰν μάθεις τὸ παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος. Τὸ σχολεῖο ἀνοίγει τὶς ἐκκλησίες. Τὸ σχολεῖο ἀνοίγει τὰ μοναστήρια.
Γιὰ τοῦτο πρέπει νὰ στερεώνετε σχολεῖα ἑλληνικά, νὰ φωτίζονται οἱ ἄνθρωποι. Διότι διαβάζοντας τὰ ἑλληνικά, τὰ ηὗρα πὼς λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖο τὰ μαθαίνουμε. Ἡ πίστη μας δὲν στερεώθηκε ἀπὸ ἀμαθεῖς ἁγίους, ἀλλὰ ἀπὸ σοφοὺς καὶ πεπαιδευμένους. Λοιπόν, τέκνα μου, πρὸς διαφύλαξη τῆς πίστεως καὶ γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας, φροντίσατε νὰ συστήσετε ἀνυπερθέτως σχολεῖο ἑλληνικό, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὰ τέκνα σας ὅσα ἐσεῖς ἀγνοεῖτε.
Ἔπειτα στράφηκε στὶς γυναῖκες καὶ τὶς παρακίνησε νὰ δώσουν τὰ χρυσαφικά τους καὶ ὅ,τι πολύτιμο εἶχαν γιὰ τὴν ἵδρυση καὶ τὴ λειτουργία τοῦ σχολείου. Σαγηνευμένες ἐκεῖνες ἀπὸ τὴν ἤρεμη ἀκτινοβολία τοῦ ἁγίου πρόσφεραν πρόθυμα ὅ,τι εἶχαν.
Ὁ ἅγιος τοὺς μίλησε γιὰ αρκετὴ ὥρα ἀκόμα. Τὸ χωριὸ εἶχε χρόνια νὰ δεῖ παπᾶ καὶ νὰ λειτουργηθεῖ. Οἱ ἄνθρωποι ἦταν σὲ βαθειὰ ἄγνοια. Τὰ παιδιὰ εἶχαν μεγαλώσει ἀβάπτιστα. Τοὺς δίδαξε γιὰ τὴν μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὸ βάπτισμα.
- Τέσσερα εἶναι τὰ γιατρικά σου γιὰ νὰ σωθεῖς. Τὸ πρῶτο εἶναι νὰ συγχωρήσεις τοὺς ἐχθρούς σου. Τὸ δεύτερο νὰ ἐξομολογεῖσαι καθαρά. Τὸ τρίτο νὰ κατηγορεῖτε γιὰ τὶς ἁμαρτίες σας τὸν ἑαυτό σας καὶ ὄχι ἄλλον. Τὸ τέταρτο νὰ ἀποφασίζετε νὰ μὴν ἁμαρτήσετε πλέον. Καί, ἂν μπορεῖτε, νὰ ἐξομολογεῖσθε κάθε μέρα. Κι ἂν ὄχι, ἂς εἶναι μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα ἢ μιὰ φορὰ τὸν μήνα ἢ τὸ λιγότερο τέσσερις φορὲς τὸν χρόνο.
Καὶ νὰ συνηθίζετε τὰ τέκνα σας ἀπὸ μικρὰ στὸν καλὸ δρόμο, νὰ ἐξομολογοῦνται. Ἀβάπτιστος καὶ ἀνεξομολόγητος ἄν-θρωπος εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθεῖ. Καλύτερα, ἀδελφέ μου, νὰ θανατώσεις ἑκατὸ ἀνθρώπους βαπτισμένους, παρὰ νὰ ἀφήσεις ἕνα παιδὶ ἀβάπτιστο νὰ πεθάνει. Κι ἂν τύχει ἀνάγκη καὶ μέλλει νὰ πεθάνει τὸ παιδὶ καὶ δὲν ἐπρόφθασε ὁ παπᾶς νὰ τὸ βαπτίσει, ἂς τὸ βαπτίσει ὅποιος τύχει, ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, ἀδελφός, γείτονας, μαμή. Βάλε ἀρκετὸ νερὸ καὶ λάδι, σταύρωσέ το καὶ βάπτισέ το. Πές: «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ… εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀμήν». Κι ἂν ζήσει, τελειώνει τὰ ὑπόλοιπα ὁ παπᾶς. Μὰ ἔτυχε καὶ δὲν ἔχεις νερό; Βάπτισέ το στὸν ἀέρα καὶ πὲς τὰ ἴδια λόγια.
Ὁμοίως, ἂν τυχὸν μέλλει νὰ πεθάνει ἕνας ἄνθρωπος καὶ δὲν ἐπρόφθασε ὁ παπᾶς νὰ τὸν ἐξομολογήσει, ἂς ἐξομολογηθεῖ σὲ ὅποιον τύχει. Ἔχει ἐλπίδα νὰ σωθεῖ. Ἂν ὅμως μεταλάβει ἀνεξομολόγητος, δὲν ὠφελεῖ τίποτε.
Στὴ συνέχεια ἡ κουβέντα του γύρισε στὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ νηστεία.
- Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πρέπει νὰ νηστεύουμε πάντοτε, μὰ περισσότερο τὴν Τετάρτη, γιατὶ πουλήθηκε ὁ Κύριος καὶ τὴν Παρασκευή, γιατὶ σταυρώθηκε. Ὁμοίως καὶ τὶς Τεσσαρακοστές, καθὼς ἐνομοθέτησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες νὰ νηστεύουμε, γιὰ νὰ νεκρώνουμε τὰ πάθη καὶ νὰ ταπεινώνουμε τὸ σῶμα. Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε; Φυλάγετε τὶς Τεσσαρακοστές, Χριστιανοί μου; Ἂν εἶστε Χριστιανοί, πρέπει νὰ τὶς φυλάγετε.
Ἀπὸ τὸν Χριστὸ μὴ χωρίζεσθε καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀκοῦτε τὸν ἱερέα ποὺ σημαίνει; Εὐθὺς νὰ σηκώνεσθε, νὰ νίπτεσθε καὶ νὰ πηγαίνετε στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σὰν τὴ μάνα. Ὅταν σφάλλει ὁ γιός της, τὸν μαλώνει καὶ πάλι τὸν ἀγαπᾶ.
Ἀκόμα τὶς Κυριακὲς νὰ μὴ δουλεύετε καθόλου. Μήτε νὰ πουλήσετε, μήτε νὰ ἀγοράσετε. Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴ εἶναι αφορισμένο καὶ καταραμένο, καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα στὸ σπίτι σας καὶ ὄχι εὐλογία. Καὶ ἢ σὲ θανατώνει ὁ Θεὸς παράκαιρα, ἢ τὴ γυναίκα σου, ἢ τὸ παιδί σου, ἢ τὸ ζῶο σου ψοφᾶ. Κι ἂν τύχει ἀνάγκη καὶ πουλήσεις πράγματα φαγώσιμα τὴν Κυριακή, ἐκεῖνο τὸ κέρδος μὴν τὸ σμίγεις στὴ σακούλα σου, γιατὶ τὴ μαγαρίζει, ἀλλὰ δῶσε τα ἐλεημοσύνη. Οὔτε χωράφι, οὔτε ἀμπέλι νὰ κοιτάζετε τὴν Κυριακή, οὔτε νὰ καθαρίζετε τὰ ἀχούρια σας. Μονάχα νὰ διαβάζετε βιβλία, νὰ μαθαίνετε τὸ καλὸ καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, γιατὶ ὅλοι θὰ πεθάνουμε, καθὼς βλέπουμε κάθε μέρα.
Καὶ ὅσο βιὸς ἔχουμε, ἀδέλφια καὶ ἀδελφές μου, ἐδῶ στὴ γῆ θὰ ἀπομείνει. Μονάχα ὅση ἐλεημοσύνη δώσατε, αὐτὸ θὰ ἔχετε γιὰ βοήθεια στὴν ψυχή σας. Καὶ ὅ,τι δώσατε στοὺς φτωχοὺς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θὰ λάβετε γιὰ τὸ ἕνα ἑκατὸ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ νηστεία ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔχει ἀγαθὸ τέλος.
Ὁ ἥλιος ἀνέβαινε, ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ κανένας δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Μὰ ἐντελῶς ξαφνικά, ἀπάνω ποὺ μιλοῦσε ὁ ἅγιος, ἕνας θεόρατος βράχος ξεκόπηκε ἀπ’ τὴν ἀπότομη πλαγιὰ καὶ πῆρε νὰ κατρακυλᾶ στὴν κατηφόρα. Ὁ κόσμος ἔντρομος μὲ δυνατὲς φωνὲς σκόρπισε γιὰ νὰ γλυτώσει. Μὰ ὁ ἅγιος δὲν ταράχθηκε, οὔτε κουνήθηκε καθόλου. Σήκωσε μόνο τὸ ραβδί του καὶ σταύρωσε τὸν βράχο ποὺ ἔπεφτε. Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ φοβερὸς βράχος κοκκάλωσε στὴ μέση τῆς πλαγιᾶς, λὲς καὶ τὸν ἄδραξε στιβαρὸ χέρι ἀόρατου κύκλωπα. Οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι σταυροκοπήθηκαν κατάπληκτοι. Ἕνας-ἕνας ξαναμαζεύτηκαν κοντά του.
π. Δημητρίου Μπόκου
(ΤΕΛΟΣ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ)