Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε, μᾶς μιλάει γιά ἕνα φτωχό καί γιά ἕνα πλούσιο.
Ὁ φτωχός –μᾶς λέει- στήν ἐπίγεια ζωή του, ἦταν πολύ στερημένος. Δέν εἶχε στερηθεῖ μόνο τό φαΐ, τήν καλοπέραση, τήν ἀνάπαυση. Εἶχε στερηθεῖ ἐντελῶς καί τήν στοργή καί τήν καλωσύνη. Ὅλοι τόν ἔβλεπαν ἄσπλαγχνα.
Ὁ πλούσιος, εἶχε χορτάσει καλοπέραση, φαΐ, παρέες, διασκεδάσεις.
Ἀλλά ὅλα αὐτά, ἔχουν ἡμερομηνία λήξεως. Ἔτσι τελείωσε καί ἡ ζωή τοῦ φτωχοῦ καί τοῦ πλούσιου.
Ὁ φτωχός, πῆγε στόν Παράδεισο. Στήν ἀγκαλιά τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ.
Ὁ πλούσιος, ἐνῶ τοῦ ἔγινε μεγαλοπρεπής κηδεία, βρέθηκε στήν κόλαση καί βασανιζόταν φοβερά. Καί ὅπως ὅταν παθαίνομε ἕνα μεγάλο κακό, ψάχνομε νά βροῦμε σέ τί ὀφείλεται, ἔτσι καί αὐτός γύριζε πέρα-δῶθε τά μάτια του, γιά νά ἐξηγήσει, γιατί ἄραγε ὑποφέρει τόσο.
Ὄντας σ’ αὐτό τόν προβληματισμό, βλέπει, «ὁρᾶ ἀπό μακρόθεν», τόν Ἀβραάμ. Δηλαδή σκέφθηκε τόν Παράδεισο· καί εἶδε καί τόν πατριάρχη Ἀβραάμ καί τόν Λάζαρο στήν ἀγκαλιά του. Καί φώναξε:
-Πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τόν Λάζαρο νά μέ δροσίσει μέ μιά σταγόνα νερό.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κάνει σ’ αὐτό τό σημεῖο τήν παρατήρηση:
«Ἰδέτε πιό εἶναι τό κατάντημα τῆς ζωῆς μας. Θεμελιώνομε τήν χαρά μας καί τήν ἀπόλαυση πάνω στήν ἁμαρτία. Μακριά ἀπό τόν Θεό. Χορταίνομε τήν σάρκα καί ἀφήνομε νηστική, νά λιμοκτονεῖ, τήν ψυχή μας. Τό ἀποτέλεσμα;
Ἔρχεται μιά ζωή πού εἶναι ἀτελεύτητη, αἰώνια. Καί ἐκεῖ, ἐκεῖ θά λιμοκτονοῦμε ὄχι πιά γιά φαγητό, γιά ἕνα κομμάτι ψωμί, ἀλλά γιά μιά σταγόνα νερό, γιά νά δροσίσει τήν ψυχή μας».
Ξύπνησε ἀργά
Πόσο ἁπλοϊκός, πόσο μωρός, πόσο πλανεμένος, πόσο λάθος δρόμο ἔχει πάρει ὁ ἄνθρωπος, πού θεωρεῖ ἐγγύηση γιά τή ζωή του, τήν τσέπη του, τήν σάρκα του, τήν ἀπόλαυσή του, τήν διασκέδασή του;
Καί πόσο πιό πολύ βρίσκεται στό σκοτάδι ὅταν στήν ἐπίγεια ζωή του, δέν στρέφει τό βλέμμα του παντοῦ, νά ἐρευνήσει, μήπως ὑπάρχει καί καμιά ἄλλη πορεία καλύτερη ἀπό αὐτή πού ἀκολουθεῖ;
Ἀλλοίμονο ἄν περιμένει νά συνέλθει τότε πού θά τοῦ πεῖ ὁ Θεός: «Τελείωσε τό ἀγώνισμα. Ἤ πῆρες τό στεφάνι ἤ τά ἔχασες ὅλα».
Γιατί τότε εἶναι πιά ἀργά.
Τότε ξύπνησε ὁ πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου!
Μέχρι τότε ἦταν χορτᾶτος στό σῶμα καί νόμιζε πῶς εἶναι τό ἴδιο χορτάτος καί πνευματικά, ἀπό τίς εὐχάριστες συναναστροφές, τά ἀστεῖα, τήν διασκέδαση, τά τραγούδια, τόν χορό.
Νομίζει κανείς πῶς μέ κάτι τέτοια εἶναι ὡραία ἡ ζωή. «Τί γλυκειά καί εὐχάριστη ζωή»!
Ἀλλά ὁ «ἔσω ἄνθρωπος», δέν χορταίνει μέ τραγουδάκια. Δέν χορταίνει μέ τίς ἐξυπνάδες, δέν χορταίνει μέ τήν φιλοσοφία. Δέν χορταίνει μέ τήν μουσική. Δέν χορταίνει μέ τά γλέντια. Δέν χορταίνει μέ τίς εὐχάριστες παρέες.
Ὁ «ἔσω ἄνθρωπος» χορταίνει μόνο μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί μέ τήν τήρηση τοῦ θελήματός του. Μέ τό καλό.
Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε, μᾶς λέει ὅτι πρέπει νά φέρνομε στή σκέψη μας, τό φτωχό Λάζαρο καί τόν πλούσιο. Καί νά καταλαβαίνομε ὅτι καλύτερα νά εἶναι κανείς φτωχός καί κοντά στόν Χριστό, παρά πλούσιος καί μακρυά του. Καλύτερα νά ζήσει κανείς φτωχός καί ταλαιπωρημένος ἐδῶ στή γῆ καί νά πάει στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ, παρά νά καλοπεράσει καί νά καταλήξει στήν κόλαση.
Ἡ μεγάλη φτώχεια
Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός ὅταν μιλοῦσε ἔλεγε:
-Προσέξτε: Σέ ὅτι κατάσταση καί ἄν βρίσκεστε οἰκονομικά καί κοινωνικά, νά προτιμᾶτε –πνευματικά- τήν κατάσταση τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καί νά ποθεῖτε νά γίνετε «πτωχοί τῷ πνεύματι».
«Μακάριοι, οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Εἶμαι «πτωχός τῷ πνεύματι» τί σημαίνει; Φέρνω στό νοῦ μου, κάνω διάθεσή μου, κάνω φιλοσοφία τῆς ζωῆς μου, κάνω πορεία μου μέσα στόν κόσμο τήν μίμηση τῆς κατάστασης τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Τόν ἔχω ὑπόδειγμα. Θέλω νά φτάσω πνευματικά στήν κατάσταση του.
Τί ἦταν ὁ Λάζαρος; Ἕνας ἄνθρωπος πού ὅπως λέει ὁ ὁ Χριστός εἶχε ἀνάγκη ἀπό εὐσπλαγχνία. Λίγα ψίχουλα γιά νά φάει. Καί λίγη στοργή ἀπό τούς γύρω ὥστε νά μήν ἀφήνουν τά σκυλιά νά γλύφουν τίς πληγές του. Εἶχε ἀνάγκη ἀπό συμπόνια. Σωματική καί πνευματική. Συμπόνια γιά τήν φτώχεια του. Καί παρηγοριά γιά τήν ψυχή του.
Πότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλός μέσα στόν κόσμο;
Ὅταν μαθαίνει νά ἔχει συμπόνια, νά τήν δείχνει καί νά δίνει παρηγοριά.
Ἀλλοίμονο ὅταν εἶναι μέ τσέπη καί κοιλιά γεμάτη καί αἰσθάνεται ὅτι κάθεται σέ καλή καρέκλα. Καί ὅτι ὁ κόσμος τόν λιβανίζει καί τόν χειροκροτεῖ. Τότε εἶναι πού ὁ ἄνθρωπος αὐτός πρέπει νά σκέπτεται τήν φτώχεια του.
Τήν μεγάλη φτώχεια του...
Ἀσκητές μέσα στά μεγαλεῖα
Ἄς θυμηθοῦμε κάποια διδακτικά παραδείγματα.
Στήν Κωνσταντινούπολη, ὑπῆρχε μιά αὐτοκράτειρα, κοπέλλα μικρή, γύρω στά εἴκοσι. Τότε πού τά μυαλά παίρνουν πιό εὔκολα ἀέρα. Τήν ἔλεγαν Θεοφανώ.
Ἡ Θεοφανώ, ὅταν ἔμενε μόνη στά ἀνάκτορα, πέταγε τά βασιλικά ροῦχα καί φόραγε ἐπάνω της κουρέλια καί τσουβάλια. Καί ἔλεγε συνεχῶς στόν ἑαυτό της: «Αὐτά μου πρέπουν. Αὐτά πρέπει νά βλέπω σάν ροῦχα μου ἀληθινά. Γιατί δέν εἶμαι στολισμένη μέ τίς ἀρετές καί μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στό βαθμό πού πρέπει».
Εἶναι φυσικό, πώς ζώντας ἔτσι, νηστεύοντας καί προσευχόμενη, βασίλισσα εἴκοσι χρονῶν, ὅταν πέθανε πῆγε στόν Παράδεισο καί τήν ἔχομε ἁγία.
Ἕνας ἄλλος αὐτοκράτορας, στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, εἶχε φίλο τόν μεγάλο ἅγιο τόν Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη. Καί εἶχε μάθει ὅτι πρέπει στή ζωή μας, νά ταπεινώνομε τόν ἑαυτό μας καί νά μή ζητᾶμε τήν ἀνάπαυση τῆς σάρκας πού ἐπαναστατεῖ κατά τῆς ψυχῆς.
Ὁ Νικηφόρος, ὅταν χρειαζόταν, σάν βασιλιάς πού ἦταν, καθόταν στό θρόνο του. Τό βράδυ ὅμως ἔστρωνε ἕνα τσολάκι στό πάτωμα καί κοιμόταν ξέσκεπος.
Γιατί; Γιά νά θυμᾶται τί τόν συμφέρει ἀληθινά καί νά τό ἐπιδιώκει. Καί φυσικά ἦταν ἄνθρωπος γεμάτος καλωσύνη καί συμπόνια.
Ἕνα τρίτο παράδειγμα:
Ὑπάρχει ἕνας ρῶσσος ἅγιος πού ὀνομάζεται Ἰωάσαφ. Ἦταν ἐπίσκοπος τοῦ Βορονέζ.
Ξεκίνησε φτωχό παιδί. Ὁ πατέρας του καί ἡ μητέρα του δέν εἶχαν ποτέ οὔτε τήν καθημερινή τροφή. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἦταν μόνιμα πεινασμένος. Ἀλλά ἦταν καλό παιδί, πήγαινε στήν Ἐκκλησία καί ὁ παπᾶς τό συμπάθησε καί τό εἶχε συνεχῶς κοντά του.
Τόν εἶδε καλό καί ἔξυπνο καί τόν ἔστειλε μέ δικά του χρήματα, στό σχολεῖο νά μάθει γράμματα. Καί ἐπειδή ἦταν φιλομαθής τελείωσε καί τό Πανεπιστήμιο.
Ὁ Ἰωάσαφ, ἔχοντας συνέπεια στή ζωή του, φρόντιζε νά γίνεται καλύτερος, γιά νά εὐχαριστεῖ καί τούς ἀνθρώπους εὐεργέτες του καί Ἐκεῖνον πού τούς ἐνέπνεε· τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Τελικά ἔγινε ἱερομόναχος καί ἀφιέρωσε τή ζωή του ὁλόκληρη στόν Χριστό. Τόν ἔκαναν καί δεσπότη.
Ἀλλά στή Ρωσσία, οἱ μητροπόλεις εἶναι ἀπέραντες. Τά μητροπολιτικά μέγαρα εἶναι παλάτια. Καί «παλάτια» τά λένε. Ἐκεῖ λοιπόν βρέθηκε χωρίς νά τό περιμένει αὐτό τό φτωχό παιδί, πού σ’ ὅλη του τή ζωή ἔτρωγε ἀπό τήν καλωσύνη ἑνός παπᾶ. Βρέθηκε σέ ἕνα παλάτι μέ πολλούς ὑπηρέτες στή διάθεσή του.
Καί τότε εἶπε: «Θεέ μου, ἐγώ ξεκίνησα γιά σένα. Πάντα εἶχα αὐτή τήν σκέψη. Καί δυναμωμένος ἀπό τό παράδειγμα τοῦ πνευματικοῦ μου πατέρα -παπᾶ- ἤθελα νά γίνω γιά τό θέλημά σου ἀκόμη φτωχότερος ἀπ' ὅτι ἤμουν στήν κοσμική μου ζωή. Μά τώρα βρέθηκα ξαφνικά σ’ αὐτό τό παλάτι. Δέν τό ἀντέχω. Δέν μπορῶ νά φαντασθῶ τή ζωή μου ἔτσι. Δέν μπορῶ νά μεταβληθῶ σέ πλούσιο. Θέλω νά μείνω κοντά σου φτωχός». Παραιτήθηκε καί κλείστηκε σ’ ἕνα κελλί.
Γιατί; Τρελλός ἦταν; Μέ τόσα χαρίσματα τρελλός ἦταν; Γιατί παραιτήθηκε;
Παραιτήθηκε, γιατί θυμήθηκε ὅτι κοντά στόν Χριστό πηγαίνομε, ὅταν θυμόμαστε τήν φτώχεια καί φροντίζομε νά εἴμαστε «πτωχοί τῷ πνεύματι».
Καί γιά νά γίνει κανείς «πτωχός τῷ πνεύματι», πρέπει νά φροντίσει νά μήν χορτάσει τήν ψυχή του ἀπό τά ἐπίγεια.
Ἀλλά ὁ Ἰωάσαφ, φοβήθηκε μήπως χορτάσει ἡ ψυχή του, σάν πεινασμένο παιδί πού ἦταν ἀπό τά ἐπίγεια. Καί ἔφυγε ἀπό τά ἐπίγεια.
Ἔφυγε, γιατί θυμόταν ὅτι πρέπει νά κρατήσει καρφωμένα τά μάτια του στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ καί ὄχι νά καλοπεράσει στή γῆ καί νά ζητιανεύει μιά σταγόνα νερό στήν ἄλλη ζωή.
Γίνε πηγή ἐλπίδας καί παρηγοριᾶς
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει: «Ἄν θέλεις νά μιμηθεῖς καί νά ἀκούσεις τόν Χριστό, νά φροντίσεις ἡ ζωή σου νά εἶναι εὐσπλαγχνία καί ἐλεημοσύνη».
Ρώτησαν τόν ἴδιο ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, «ἀπό πού ἀρχίζει κανείς τήν πνευματική του ζωή, τήν πορεία γιά τόν Χριστό;» Τούς ἀπάντησε:
«Ἀπό τήν εὐσπλαγχνία. Καί τήν ἐλεημοσύνη».
Φρόντισε δηλαδή νά ἔχεις καρδιά καλή, νά πονάει καί νά θέλει νά παρηγορεῖ. Πρῶτα ἀπ' ὅλα νά ἀνακαινίζομε τό μέσα. Ὅταν ἀνακαινιστεῖ τό μέσα -λέει ὁ Χριστός- τά ἔξω τοῦ σκεύους γίνονται καθαρά. Πλύνετε τό ποτήρι σας καί τό πιάτο σας «ἀπό μέσα», νά τό βλέπει ὁ Χριστός καί νά θέλει νά φάει κάτι καί νά πιεῖ ἀπ' αὐτό τό ποτήρι καί τό πιάτο. Μετά ὅλα θά γίνουν ἀπό μόνα τους καθαρά.
Εἶπε ὁ μεγάλος ἐρευνητής Νεύτων:
«Ὑπάρχει στόν κόσμο πολλή δυστυχία. Ἕνα βουνό. Τεράστιο. Καί ὑπάρχει λίγη εὐτυχία. Ἕνας πολύ μικρός σωρός. Ἀπό ἐκεῖνον πού φτειάχνουν τά παιδάκια. Ὅταν βλέπω αὐτή τήν κατάσταση -λέγει ὁ Νεύτων, πού ἦταν καλός χριστιανός- σπάζει ἡ καρδιά μου. Καί λέω:
-Χριστέ μου, βοήθησέ με νά ζήσω χρόνια πολλά καί δός μου τήν δύναμη, τήν διάθεση καί τήν θέληση νά ἐργάζομαι γιά τό θέλημά σου. Κάθε μέρα νά παίρνω ἕνα κόκκο ἄμμου ἀπό τό μεγάλο σωρό, τό μεγάλο βουνό τῆς δυστυχίας καί νά τό μεταφέρω στό μικρό σωρό, τῆς εὐτυχίας. Ἀξίωσέ με νά γίνω ἐπάνω στή γῆ, πηγή εὐσπλαγχνίας, ἐλεημοσύνης, καί παρηγορίας».
Ὅποιος δέν πάρει αὐτή τήν θέση, ἀρχίζει τίς δικαιολογίες:
Ποῦ τόν εἶδες τόν Θεό;
Τά λέει καλά ὁ Χριστός;
Ὑπάρχει Παράδεισος καί κόλαση;
Αὐτά ἔλεγε καί ὁ πλούσιος, μά ὁ Ἀβραάμ τοῦ ἀπάντησε: «Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει κακή διάθεση καί πεθαμένος νά ἀναστηθεῖ μπροστά του, στά ἴδια θά μείνει.
Πρῶτα θά διορθώσει τήν διάθεσή του καί μέ καλή διάθεση θά ἀναζητήσει τήν ἀλήθεια καί τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια καί στήν τήν αἰώνια ζωή». Ἀμήν.-
Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Φιλιππιάδα στίς 31/10/1999