Ἡ μικρὴ συνοδεία βάδιζε μὲ κόπο στὸν κακοτράχαλο ἀνήφορο γιὰ τὸ μικρὸ χωριό, ποὺ φώλιαζε σὰν ἀετοφωλιὰ στὴν ἀπόμερη πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ. Ὁ λιγνὸς καλόγερος ποὺ πήγαινε μπροστά, ἅπλωνε τὸ βλέμμα του στὶς γνώριμες ψηλὲς κορφές, στὰ κοφτερὰ φαράγγια, στὰ καταπράσινα ἔλατα, κι ἀναθυμόταν περασμένα χρόνια καὶ καιρούς. Τότε ποὺ νεαρὸς ἀκόμη, γεμάτος ὄνειρα καὶ φλόγα, περιδιάβαινε τὰ μέρη αὐτὰ καὶ μάζευε τὰ Ἑλληνόπουλα, μὰ καὶ τοὺς μεγάλους, νὰ τοὺς διδάξει τὰ πρῶτα γράμματα. Νὰ τοὺς μάθει τὴν ἱστορία τους καὶ τὴν καταγωγή τους. Νὰ ξέρουν τὴ ρίζα τους, ὅτι κρατάει ἀπὸ τὸν Λεωνίδα καὶ τὸν Μεγαλέξανδρο. Νὰ ξαναθυμηθοῦν τὸν μαρμαρωμένο βασιλιά τους. Ποὺ περιμένει νὰ ξυπνήσει καί, πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, νὰ ξαναμπεῖ στὴν Πόλη θριαμβευτής.
Καὶ νὰ ποὺ τώρα, μὲ ἄσπρα τὰ μαλλιὰ κι ὡριμασμένη πιὰ ψυχή, ξαναγυρνοῦσε γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του.
Ἦταν ὁ γεννημένος στὸ Μεγάλο Δένδρο τῆς Αἰτωλίας ἁγιορείτης ἱερομόναχος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἀναγνωρισμένος ἅγιος στὴ συνείδηση ὅλων πολὺ πρὶν πεθάνει μαρτυρικὰ στὴ Βόρειο Ἤπειρο, τὸ 1779.
Στὸ μικρὸ χωριὸ εἶχαν μαζευτεῖ ὅλοι καὶ τὸν περίμεναν. Ὁ ἅγιος ἔφτασε κοντανασαίνοντας κι ὅλοι ἔτρεξαν νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του, φιλώντας τ’ ἁγιασμένο του χέρι. Διψασμένος ἀπ’ τὴν πεζοπορία ζήτησε λίγο νερὸ νὰ δροσιστεῖ. Ἐκεῖ κοντὰ ἦταν ἕνα ξεροπήγαδο.
- Εἶναι στεγνό, ἅγιε! τοῦ εἶπαν.
Μὰ ὡστόσο μερικοὶ κάνοντας ὑπακοὴ ἔτρεξαν, ἔβγαλαν ἀπ’ τὸν πάτο του λίγο νερὸ γεμάτο λάσπη καὶ χῶμα καὶ τοῦ τὸ πρόσφεραν. Ὁ ἅγιος δοκίμασε λίγο καὶ σηκώνοντας τὸ κουρασμένο του χέρι εὐλόγησε τὸ ξεροπήγαδο γιὰ τὴν ἐλάχιστη ἐκείνη δροσιὰ ποὺ τοῦ ἔδωσε. Ἀμέσως ἀνάβλυσε νερὸ καθαρὸ καὶ ἄφθονο. Καὶ ἀπὸ τότε, χειμώνα-καλοκαίρι, τὸ πηγάδι ἦταν πάντοτε γεμάτο.
Ὁ ἅγιος ἔμπηξε ἕνα μεγάλο ξύλινο σταυρὸ στὸ χῶμα, ἀνέβηκε σ’ ἕνα σκαμνὶ κι εὐλόγησε τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Ὕστερα ἄρχισε νὰ τοὺς μιλάει.
- Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ποὺ ἀξιώθηκα ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ κι ἐστάθηκα σ’ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο, ἐξέτασα πρῶτα γιὰ σᾶς καὶ ἔμαθα, πὼς μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ, εἶστε εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τέκνα καὶ θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ὄχι μόνο δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάξω, ἀλλὰ μήτε τὰ ποδάρια σας νὰ φιλήσω. Διότι ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς εἶναι τιμιώτερος ἀπ’ ὅλον τὸν κόσμο. Κι ἐγώ, ἀδελφοί μου, εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, χειρότερος ἀπὸ ὅλους.
Εἶμαι ὅμως δοῦλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὄχι πὼς εἶμαι ἄξιος νὰ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ ὁ Χριστός μου μὲ καταδέχεται ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία του. Τὸν Χριστό μας λοιπόν, ἀδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω καὶ προσκυνῶ. Τὸν Χριστό μας παρακαλῶ νὰ μὲ ἀξιώσει νὰ χύσω κι ἐγὼ τὸ αἷμα μου γιὰ τὴν ἀγάπη του, καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος γιὰ τὴν ἀγάπη μου.
Ἂν ἴσως καὶ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀνεβῶ στὸν οὐρανό, νὰ φωνάξω μιὰ φωνὴ μεγάλη, νὰ κηρύξω σὲ ὅλον τὸν κόσμο πὼς μόνο ὁ Χριστός μας εἶναι Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ζωὴ τῶν πάντων, θὰ τὸ ἔκαμνα. Μὰ ἐπειδὴ δὲν δύναμαι νὰ πράξω ἐκεῖνο τὸ μέγα, κάμνω τοῦτο τὸ μικρό, καὶ περπατῶ ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου τὸ κατὰ δύναμη, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλὰ ὡς ἀδελφός. Διδάσκαλος μόνο ὁ Χριστός μας εἶναι.
Ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν πατρίδα μου πρὸ πενήντα ἐτῶν, ἐπερπάτησα τόπους πολλούς, κάστρα, χῶρες καὶ χωριὰ καὶ μάλιστα στὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ περισσότερο ἐκάθησα στὸ Ἅγιον Ὅρος, δεκαεπτὰ χρόνους, καὶ ἔκλαιγα διὰ τὶς ἁμαρτίες μου.
Μελετώντας τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο βρῆκα μέσα πολλὰ νοήματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ὅλα μαργαριτάρια, πλοῦτος, ζωὴ αἰώνια. Σιμὰ στὰ ἄλλα βρῆκα καὶ τοῦτον τὸν λόγο ὅπου λέγει ὁ Χριστός μας: πὼς δὲν πρέπει κανένας Χριστιανὸς νὰ φροντίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του μόνο πῶς νὰ σωθεῖ, ἀλλὰ νὰ φροντίζει καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς του νὰ μὴ κολασθοῦν. Ἀκούοντας κι ἐγὼ τοῦτον τὸν γλυκύτατο λόγο, νὰ φροντίζουμε καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, μ’ ἔτρωγε ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα στὴν καρδιὰ τόσους χρόνους, ὡσὰν τὸ σκουλήκι ὅπου τρώγει τὸ ξύλο, τί νὰ κάνω κι ἐγὼ στοχαζόμενος στὴν ἀμάθειά μου.
Ἐσυμβουλεύθηκα τοὺς πνευματικούς μου πατέρες, ἀρχιερεῖς, πατριάρχες, τοὺς φανέρωσα τὸν λογισμό μου, ἀνίσως καὶ εἶναι θεάρεστο τέτοιο ἔργο, καὶ ὅλοι μὲ παρεκίνησαν νὰ τὸ κάμω. Καὶ μάλιστα παρακινούμενος ἀπὸ τὸν Παναγιώτατο κύριο Σωφρόνιο, τὸν Πατριάρχη – νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του – ἄφησα τὴ δική μου προκοπή, τὸ δικό μου καλό, κι ἐβγήκα νὰ περπατῶ ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου.
Δὲν μπορεῖ ὁ καλόγερος νὰ σωθεῖ, παρὰ μακριὰ ἂν φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμο. Μὰ ἐπειδὴ τὸ γένος μας ἔπεσε σὲ ἀμάθεια, εἶπα: ἂς χάσει ὁ Χριστὸς ἐμένα, ἕνα πρόβατο, καὶ ἂς κερδίσει τὰ ἄλλα. Ἴσως ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐχή σας σώσει καὶ μένα.
Μιλοῦσε ζεστά, ἁπλά, ταπεινά. Οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι τὸν ἄκουγαν συνεπαρμένοι. Ἀνάμεσά τους βλέπει κάποια στιγμὴ ὁ ἅγιος νὰ στέκουν δυὸ ἁρματωμένοι. Ἦταν παλληκάρια τῆς κλεφτουριᾶς, μὰ εἶχαν σπείρει φόβο καὶ τρόμο στοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὰ ἐγκλήματά τους.
- Ἔ, σεῖς! τοὺς φωνάζει. Θ’ ἀνοίξετε παράδεισο, νομίζετε, μ’ αὐτά σας τὰ χάλια;
- Ναί, μὲ τ’ ἀσημοχάντζαρά μας! εἶπαν αὐτοί, ἂν μὲ τὸ καλὸ δὲν μᾶς ἀνοίξουν. Μὲ τὸ ἔτσι θέλω θὰ μποῦμε! Τί μπορεῖ νὰ μᾶς κάμουν;
- Πιάστε τ’ ἀσημόπλεχτα κουμπιὰ τῶν γελεκιῶν σας καὶ σφίχτε τα! τοὺς λέει.
Ἀπὸ περιέργεια ἔπιασαν οἱ κλέφτες τὰ κουμπιά τους καὶ τά ’σφιξαν ἀνάμεσα στὰ δάχτυλά τους. Καὶ μὲ μιᾶς, ἔτρεξε αἷμα ποὺ πήγαινε τσαμπούνα! Τοὺς καταλέρωσε τὸ αἷμα τοὺς κλέφτες.
- Ἔ, καὶ θαρρεῖτε πὼς τὰ αἵματα αὐτὰ τῶν Χριστιανῶν ποὺ σφάξατε, θὰ σᾶς ἀφήσουν νὰ μπεῖτε στὸν παράδεισο; Δὲν τὸ πολυπιστεύω!
Σὰν εἶδαν τὸ θάμα οἱ κλέφτες τά ’χασαν. Ἡ σκληρὴ καρδιά τους μαλάκωσε. Μετάνιωσαν, φόρεσαν γυναικεῖα σεγκούνια, δεῖγμα τῆς μετάνοιας τους, κι ἀκολούθησαν τὸν ἅγιο καταπόδι.
- Ἀνίσως καὶ θέλουμε νὰ περάσουμε κι ἐδῶ καλά, νὰ πηγαίνουμε καὶ στὸν παράδεισο, συνέχισε ὁ ἅγιος, πρέπει νὰ ἔχουμε δύο ἀγάπες: ἀγάπη στὸν Θεό μας καὶ στοὺς ἀδελφούς μας. Καλότυχος ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀξιώθηκε καὶ ἔλαβε στὴν καρδιά του αὐτὲς τὶς δύο ἀγάπες.
Τὸ βλέμμα του ἀγκάλιαζε ἕναν-ἕναν τους φτωχοὺς ἀνθρώπους ποὺ κρέμονταν ἀπὸ τὰ χείλη του. Μιὰ βαθειὰ ἀγάπη ἀνάβλυζε ἀπ’ τὴν καρδιά του γιὰ ὅλα τὰ πρόβατα τῆς μάνδρας τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τέχνη τοὺς αἰχμαλώτιζε καὶ ξεκλείδωνε τὶς πόρτες τῆς καρδιᾶς τους.
- Ἐσεῖς, Χριστιανοί μου, πῶς πηγαίνετε ἐδῶ; Ἔχετε ἀγάπη ἀνάμεσά σας; Εἶναι ἐδῶ κανένας ποὺ νά ’χει αὐτὴ τὴν ἀγάπη στοὺς ἀδελφούς του; Ἂς σηκωθεῖ ἐπάνω νὰ μοῦ τὸ πεῖ, νὰ τὸν εὐχηθῶ κι ἐγώ, νὰ βάλω καὶ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσουν, νὰ λάβει μία συγχώρηση, ποὺ νά ’δινε χιλιάδες φλουριὰ δὲν θὰ τὴν εὕρισκε.
- Ἐγώ, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἀγαπῶ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μου.
- Καλά, παιδί μου, ἔχε τὴν εὐχή μου. Πῶς σὲ λένε στ’ ὄνομά σου;
- Κώστα.
- Τί τέχνη κάνεις;
- Πρόβατα φυλάγω.
- Τὸ τυρί, ὅταν τὸ πωλεῖς, τὸ ζυγιάζεις;
- Τὸ ζυγιάζω.
- Ἐσύ, παιδί μου, ἔμαθες νὰ ζυγιάζεις τὸ τυρὶ κι ἐγὼ νὰ ζυγιάζω τὴν ἀγάπη. Τώρα νὰ ζυγιάσω κι ἐγὼ τὴν ἀγάπη σου κι ἂν εἶναι σωστή, τότε νὰ σὲ εὐχηθῶ κι ἐγώ, νὰ βάλω καὶ ὅλους νὰ σὲ συγχωρήσουν. Πῶς νὰ σὲ καταλάβω, παιδί μου, ἂν ἀγαπᾶς τοὺς ἀδελφούς σου; Τὸ ἀγαπᾶς ἐκεῖνο τὸ φτωχὸ παιδί;
- Τὸ ἀγαπῶ.
- Ἂν τὸ ἀγαποῦσες, θὰ τοῦ ἔπαιρνες ἕνα πουκάμισο ποὺ εἶναι γυμνό, νὰ παρακαλεῖ καὶ κεῖνο γιὰ τὴν ψυχή σου. Τότε θά ‘ναι ἀληθινὴ ἡ ἀγάπη, ἐνῷ τώρα εἶναι ψεύτικη. Τώρα σὰν θέλεις νὰ κάμεις τὴν ἀγάπη μάλαμα, πάρε καὶ ἔνδυσε τὰ φτωχὰ παιδιὰ καὶ τότε νὰ βάλω νὰ σὲ συγχωρήσουν. Τὸ κάμνεις τοῦτο;
- Τὸ κάμνω.
- Χριστιανοί μου, ὁ Κώστας κατάλαβε πὼς ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχε ὣς τώρα ἦταν ψεύτικη καὶ θέλει νὰ τὴν κάμει μάλαμα, νὰ ἐνδύσει τὰ φτωχὰ παιδιά. Ἐπειδὴ καὶ τὸν παιδέψαμε, σᾶς παρακαλῶ νὰ πεῖτε γιὰ τὸν κὺρ-Κώστα τρεῖς φορές: ὁ Θεὸς νὰ τὸν συγχωρήσει καὶ νὰ τὸν ἐλεήσει.
π. Δημητρίου Μπόκου
(ΤΕΛΟΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ)