Τιμώντας τόν ἅγιο Βασίλειο τά ἱερά ἄσματα τῆς Ἐκκλησίας μας, λένε: «Πάντων τῶν ἁγίων ἀνεμάξω τάς ἀρετάς». Ὅλων τῶν ἁγίων τίς ἀρετές, τίς μάζεψες. Τίς συγκέντρωσες στόν ἑαυτό σου.
Τί νόημα ἔχει αὐτό; Μιά ἀρετή νά ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος σωστά, πηγαίνει στόν Παράδεισο ἐν δόξῃ. Παίρνει ἀπό τόν Θεό χαρίσματα μεγάλα. Καί γίνεται θεάρεστος καί ἀγαπητός στούς ἀνθρώπους. Γιά φανταστεῖτε τί μεγάλος πλοῦτος εἶναι νά συγκεντρώνει κανείς στό πρόσωπό του, ὄχι μιά ἀρετή, ἀλλά πολλές ἀρετές.
Ἀρετή, δέν σημαίνει κάποια ἰδιότητα...
Σημαίνει κατ’ ἀρχήν καί κατά κύριον λόγο, ἕνα ποταμό χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί μόνο ἡ χάρη καί ἡ δύναμη καί ὁ φωτισμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κάνουν τόν ἄνθρωπο νά θέλει καί νά μπορεῖ νά πολεμήσει ἐναντίον τῶν τάσεων, τῶν ὀρέξεων, τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν στραβοπατημάτων τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Καί νά πάρει τήν ἀπόφαση δυναμικά καί ἡρωικά νά πολεμήσει ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του, γιά νά καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη καί νά ἀποκτήσει τίς μεγάλες ἀρετές.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός θέλοντας νά μᾶς δείξει τί εἶναι οἱ ἀρετές, ἀλλά καί πῶς ἀποκτῶνται, μέ τό συνηθισμένο τρόπο πού δίδασκε, αὐτό τό χαριτωμένο τρόπο, τόν γεμᾶτο ἀπό ἁπλότητα καί σαφήνεια, εἶπε τήν παραβολή τοῦ σπορέως.
Ἕνας γεωργός πῆγε στό χωράφι του νά σπείρει. Ἐκεῖ, ἔκανε ἕνα ἁπλό ἔργο. Ἔριχνε σπόρους μέσα στά αὐλάκια πού ἄνοιγαν τά βόδια. Ἀλλά τόν σπόρο τόν πέταγε ἁπλόχερα. Καί ἄλλος ἔπεσε σέ γῆ καλή, μέσα σέ καλό χωράφι, ἄλλος σέ ἀγκάθια, ἄλλος σέ πέτρες.
Καί ἔτσι ἄλλος καρποφόρησε καί ἄλλος χάθηκε.
Ποιό εἶναι τό νόημα τῆς παραβολῆς;
Γιατί εἶπε ὁ Χριστός, ἕνα μέρος ἀπό τόν σπόρο ἔπεσε σέ γῆ καλή καί καρποφόρησε;
Καί ἄλλος ἔπεσε σέ πέτρες καί σέ ἀγκάθια; Καί ἔστω καί ἄν βλάστησε δέν καρποφόρησε, ἀλλά κατεστράφη;
Ξέρομε ὅλοι, ὅτι τά χωράφια ἔχουν αὐτές τίς διαφορές, τίς ἑτερομορφίες.
Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι, ἔχουν ὅλοι καί αὐτιά καί μάτια καί καρδιά καί μυαλό.
Ξέρομε ὅτι τό χωράφι μπορεῖ νά μήν παίρνει καλλιέργεια. Γιατί ὅταν πέσεις ἐπάνω σέ πέτρα, ἡ πέτρα ὅσο καί νά τήν καλλιεργήσεις τί παραγωγή νά κάνει;
Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι πέτρες. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος νά εἶναι φτειαγμένος, ἀπό γεννησιμιοῦ του, πέτρα καί ἄλλος πού νά εἶναι «γῆ καθαρή».
Ἄς δοῦμε καί ἕνα ἄλλο παράδειγμα: Ὑπάρχουν διάφορα θηρία. Ἀλεποῦδες, ἀρκοῦδες, βόδια, ὀχιές. Καί μέ τά θηρία αὐτά, λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού μοιάζουν. Ἄλλοι εἶναι λιοντάρια, ἄλλοι πετεινοί, ἄλλοι τσακάλια, ἄλλοι τίγρεις κτλ.
Ἀλλά πρέπει νά προσέξομε, ὅτι ἐνῶ τά θηρία μένουν γιά πάντα θηρία καί δέν ἀλλάζουν, ἔτσι τά ἔφτειαξε ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος ἀλλάζει. Ὑπάρχει ἐνδεχόμενο ὁ ἄνθρωπος θηρίο, λύκος, λιοντάρι, μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν πέσει στήν καρδιά του, νά γίνει τό ἡμερότερο ἀρνάκι.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀκολασίας ὅπως ἦταν ἡ ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, νά γίνει ὁ σεμνότερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου.
Καί ἐκεῖνος ποῦ εἶναι ἁρπακτικό ὄρνεο, νά γίνει ὁ πιό εὔσπλαγχνος καί ἐλεήμων καί μεταδοτικός.
Γι' αὐτό ἀκριβῶς ἔλεγε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός: «βγῆκε ὁ σπορέας, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, νά σπείρει τόν σπόρο τοῦ Θεοῦ». Ὄχι σέ πέτρες καί σέ ἀγκάθια φυσικά, ἀλλά σέ μιά γῆ πνευματική πού μπορεῖ νά εἶναι «πέτρες καί ἀγκάθια». Μπορεῖ βέβαια νά εἶναι καί «εὔφορη γῆ». Ἀλλά εἶναι νοητή πνευματική γῆ, ὄχι ἀπό τήν φύση της γόνιμη ἤ ἄγονη, ἀλλά ἀπό τήν διάθεση τήν ἐσωτερική τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἡ ὁποία δέν εἶναι σταθερή, ἀλλά ἀλλοιώνεται καί διορθώνεται.
Καί χρειάζεται, λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, νά καλλιεργήσει ὁ ἄνθρωπος τήν καρδιά του. Αὐτό εἶναι τό ζητούμενο.
2. Χαρά τοῦ Θεοῦ, χαρά τοῦ κόσμου, χαρά δική σου οἱ ἀρετές
Ἐκεῖ λοιπόν πού ἔπεσε ὁ σπόρος, ἀλλοῦ δέν ἔκανε καρπό καθόλου. Ἀλλοῦ ἔκανε τό ἕνα τριάντα, ἀλλοῦ τό ἕνα ἑξῆντα καί ἀλλοῦ τό ἕνα ἑκατό. Τί ἦταν αὐτό πού μετροῦσε; Ἡ πρόθεση, ἡ διάθεση, ἡ ἐσωτερική καλλιέργεια, ἡ ὁποία χρειάζεται νά γίνει. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά προσφέρει τόν ἑαυτό του γῆ καλή, στό Θεό. Νά προσπαθεῖ συνειδητά νά κάνει τόν ἑαυτό του γῆ, ὅσο μπορεῖ πιό καλή.
Καί ἄς ξέρομε ἀδελφοί, ὅτι Κύριος τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς μας εἶναι ὁ Θεός. Καί Κύριος τῆς αἰωνιότητος, στήν ὁποία εἴτε τό θέλομε, εἴτε δέν τό θέλομε, ἀφοῦ ἔτσι πλαστήκαμε, θά πᾶμε καί θά βρεθοῦμε, εἶναι ὁ Θεός.
Γι' αὐτό τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐξυπνάδα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σοφία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νά ἀγωνίζεται νά εἶναι εὐάρεστος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καί ὅποιος αὐτό τό ξεχνάει, καί τό ρίχνει ἀλλοῦ, λέγοντας ὅτι εἶναι σοφός, κάνοντας ἔτσι τόν ἔξυπνο, δέν εἶναι παρά ἕνας ψευτοεξυπνάκιας καί στήν πραγματικότητα ἕνας ἀνόητος. Πού θυσιάζει γιά τά πρόσκαιρα τά αἰώνια. Γιά τά φθαρτά τά ἄφθαρτα. Καί γιά τά ἐπίγεια τά ἐπουράνια.
Τό ζητούμενο εἶναι: πῶς θά μπορέσομε νά κάνομε καρπό;
Πόσο καρπό; Μά τό εἶπε ὁ Χριστός, τό ἕνα ἑκατό.
Ἀφοῦ κάποια γῆ, κάποιο κομμάτι γῆς ἔκανε τό ἕνα ἑκατό, τί μᾶς ἐμποδίζει νά τό πετύχομε;
Ὅποιος σπέρνει, δέν σπέρνει στά χωράφια γιά χόμπυ, ἁπλά γιά νά γεμίζει λάσπες καί νά κοπιάζει. Ἀλλά σπέρνει γιά νά μαζέψει ὅσο τό δυνατόν περισσότερο καρπό. Ἔτσι καί ὁ ἐπουράνιος σπορέας, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, σπέρνοντας τόν λόγο του στή γῆ, στή γῆ τῶν ψυχῶν μας θέλει νά ἐσοδεύσει καρπό εἰ δυνατόν τό ἕνα ἑκατόν. Καί ὅσο περισσότερο καρπό κάνει ἕνας ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο τόν εὐαρεστεῖ.
Γι' αὐτό ὅταν λέμε τό τροπάριο «πάντων τῶν ἁγίων ἀνεμάξω τάς ἀρετάς, πατήρ ἡμῶν Βασίλειε» εἶναι σάν νά τοῦ λέμε: «Τά μάζεψες ὅλα, κοπίασες πολύ. Τίς ἀρετές ὅλες τίς ἔκανες τό ἕνα ἑκατό. Ἑκατονταπλάσιο καρπό. Αὐτό πού περίμενε ὁ Χριστός. Χαρά καί τιμή τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί χαρά καί τιμή δική σου. Καί χαρά καί τιμή τοῦ ἀνθρώπινου γένους, πού δέν μπορεῖ πιά νά κρύβεται πίσω ἀπό τήν μύτη του καί δέν μπορεῖ νά λέει: «μά εἶναι δυνατόν νά φτάσει κανείς σέ τέτοια πράγματα;»
Ὁμοιοπαθής μέ ἐμᾶς ἦταν ὁ Βασίλειος. Σάρκα καί ὀστά εἶχε. Καί αὐτός ἦταν νέος καί αὐτός μεγάλωσε καί αὐτός ἐγήρασε. Καί μάλιστα, ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἄρρωστος. Τουλάχιστον ἀπ' ὅταν ἔγινε δεσπότης, ἦταν ὅλο ἄρρωστος. Πέρασε τά δύο τρίτα τῆς ἱερωσύνης καί τῆς ἀρχιερωσύνης του, ἔτσι γράφει ἡ ἱστορία, στό κρεβάτι. Ἀλλά ἀκόμη καί σ’ αὐτή τήν κατάσταση, ἔκανε γιά τόν Χριστό ὅτι περισσότερο καί ὅτι καλύτερο μποροῦσε.
Πῶς;
Καί μέ τήν ὑπομονή,
καί χωρίς νά γογγύζει,
καί μέ τό νά ἐργάζεται,
καί μέ τήν προσευχή,
καί μεριμνώντας γιά τήν ἄμυνα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν,
καί φροντίζοντας γιά τήν Ἱεραποστολή, καί τήν ἐλεημοσύνη,
καί ἐπιδιώκοντας γιά τόν ἑαυτό του τήν τελειότητα σέ ὅλες ἀνεξαιρέτως τίς ἅγιες ἀρετές.
3. Ὑπάρχει ζωή δίπλα στήν πηγή
Τό ἐρώτημα γιά μᾶς εἶναι:
Ἐμεῖς τί θά κάνομε γιά νά μιμηθοῦμε τόν ἅγιο Πατέρα μας Βασίλειο;
Τά πράγματα εἶναι ἁπλά. Τί μᾶς λέει μιά ἄλλη παραβολή πού τήν εἶπε ὁ προφήτης Δαυΐδ;
Στόν πρῶτο ψαλμό, λέει τά ἑξῆς ὡραῖα λόγια: «Μακάριος ἀνήρ ὅς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καί ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐ ἔστη καί ἐπί καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθησε». Καλότυχος ὁ ἄνθρωπος πού δέν εἶχε ποτέ πᾶρε-δῶσε μέ τίς παληανθρωπιές καί μέ τίς ἁμαρτίες.
«Μακάριος ἀνήρ ὅς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν». Δέν ἔκατσε νά κουβεντιάσει μέ ἄλλους ἀνθρώπους γιά τό πῶς θά κάνει τό ὁποιοδήποτε κακό.
«Καί ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐ ἔστη». Καί ὅταν ἔβλεπε παληοπαρέες προτιμοῦσε νά τό στρίβει.
«Καί ἐπί καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθησε».
Τί λέει παρακάτω;
«Καί ἔσται ὡς τό ξύλον τό πεφυτευμένον παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων».
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, τότε πού ἔπρεπε νά ἀγωνιστεῖ γιά νά καθαρίσει τόν ἑαυτό του ἀπό τά ζιζάνια καί ἀπό τίς πέτρες δέν ἀμελοῦσε, ἀλλά ἄρχιζε ἀποφασιστικά καλλιέργεια.
Ἐμεῖς συνήθως δικαιολογούμαστε, γιά τό ὅτι δέν κάνομε προκοπή καί γιά τό ὅτι δέν κάνομε ἀρετές, καί λέμε: «Ἐγώ εἶμαι ἔτσι, ἐγώ ἔχω αὐτά τά προβλήματα, ἐγώ βρίσκομαι σ’ αὐτές τίς καταστάσεις, σ’αὐτές τίς συνθῆκες, σ’ αὐτές τίς δεσμεύσεις».
Ἀλλά μποροῦμε νά ξεκαθαρίσομε τόν ἑαυτό μας ἤ «κόβοντας κάτι» ἤ «κόβοντας» τόν ἑαυτό μας «ἀπό κάτι». Ἀρκεῖ νά τό θέλομε.
Ὅποιος τό κάνει, λέει ὁ Δαυΐδ: «Ἔσται ὡς τό ξύλον τό πεφυτευμένον παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων». Τί κάνει τό ξύλο, τό δένδρο πού εἶναι φυτευμένο στίς διεξόδους, στίς πηγές τῶν ὑδάτων; Δέν διψάει ποτέ. Ρουφάει ἀπό τίς ρίζες του συνεχῶς νερό. Καί εἶναι, ὅταν πρέπει, καταπράσινο. Γεμᾶτο ἀπό φύλλα, γεμᾶτο ἀπό λουλούδια. Καί κάνει καρπό. Τό βλέπει κανείς καί χαίρεται. Νά λοιπόν πώς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά προχωρήσει. Πρέπει νά φυτευτεῖ «παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων».
Τό δένδρο, ἤ φυτρώνει μοναχό του, ἤ τό φυτεύει κάποιος κοντά στίς διεξόδους τῶν ὑδάτων. Ὁ ἄνθρωπος, θά φυτεύσει μόνος του τόν ἑαυτό του στίς διεξόδους τῶν ὑδάτων.
Ποιές εἶναι αὐτές οἱ «διέξοδοι τῶν ὑδάτων»;
Τόπος πού ρέει τό ὕδωρ, τό νερό τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἁγία Ἐκκλησία. Μέσα σ’ αὐτόν τόν ἱερό τόπο, Παράδεισο ἐπίγειο, ἔτσι τό λένε ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, πρῶτα ἀπ' ὅλα γίνεται ἡ Θεία Λειτουργία. Καί ρέει ὄχι ἁπλῶς νεράκι, ἀλλά ρέει τό αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία καί κάθε ρύπο. Καί μᾶς δίνει τό ἐφόδιο τῆς ζωῆς τῆς αἰωνίου καί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Τί περισσότερο νά ἐπιθυμήσει κανείς; Καλύτερο ἐφόδιο καί δύναμη ἰσχυρότερη γιά τήν ζωή, δέν μπορεῖ νά βρεῖ κανείς, πουθενά.
Νά θυμηθοῦμε καί αὐτή τήν στιγμή, τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πού πρέπει νά σφραγίζουν τήν σκέψη μας καί τήν πορεία μας:
«Χωρίς τήν Θεία Κοινωνία ὁ ἄνθρωπος μπροστά στόν διάβολο εἶναι λαγός μπροστά στό λιοντάρι. Τόσο τιποτένιος καί τόσο μηδαμινός. Μέ τήν Θεία Κοινωνία τά πράγματα ἀντιστρέφονται. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται λιοντάρι καί ὁ διάβολος γι' αὐτόν λαγός. Ὅταν τόν βλέπει, τόν ἄνθρωπο πού ἔχει πιεῖ τό τίμιο αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἔχει φάγει τό σῶμα του τρέμει. Τρέμει. Ὅπως τρέμει ὁ λαγός καί τό ἀρνάκι ὅταν ἀκούσει τήν φωνή τοῦ λιονταριοῦ. Πόσο ἀδικεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του, ὅταν δέν φροντίζει νά κοινωνεῖ τό ἅγιο σῶμα καί τό τίμιο αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἀλλά γιά φανταστεῖτε ἀδελφοί καί πόση δύναμη παίρνει ὁ ἄνθρωπος, δύναμη ζωῆς αἰωνίου, δύναμη ἀγῶνος ἐναντίον τοῦ κακοῦ καί γιά ὅλες τίς ἀρετές, ὅταν μπαίνει καί φυτεύει τόν ἑαυτό του μέσα στόν τόπο πού ρέει τό ὕδωρ τό ζῶν.
4. Ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό σημαίνει: Προτεραιότητα ὁ Χριστός
Εἶπε πάλι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός:
«Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος καί ὑμεῖς τά κλήματα».
Ἐγώ εἶμαι ἡ κληματαριά. Ἐσεῖς εἴσαστε τά κλαδάκια. Αὐτό σημαίνει «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα». Κληματόβεργες εἴσαστε. Κάθε κληματόβεργα πού μένει ἑνωμένη ἐπάνω στό δένδρο, στό φυτό, παίρνει ζωή. Βλαστάνει. Ὅταν κοπεῖ ἀπό τό δένδρο ξεραίνεται.
Καί θά πάει στή φωτιά.
Ὅποιος μένει κοντά μου, φέρει καρπό πολύ. Καί αὐτή εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ Πατέρα. «Ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καί καρπόν πολύν φέρητε». Νά περπατᾶτε μέσα στόν κόσμο –αὐτό σημαίνει τό «ὑπάγετε»- νά συναναστρέφεστε μέσα σ' αὐτό τόν κόσμο στόν ὁποῖο ζοῦμε, νά ἔχετε γνωστούς καί φίλους, νά συναλλάσεσθε μέ αὐτόν τόν κόσμο. Καί κάθε μέρα καί κάθε στιγμή νά πολλαπλασιάζετε τήν καρποφορία τήν πνευματική, συμπεριφερόμενοι σέ ὅλα μέ σεμνότητα, μέ γλυκό λόγο, μέ ἐντιμότητα, μέ εἰλικρίνια, μέ καλωσύνη, μέ εὐσπλαγχνία, μέ καθαρότητα καρδιᾶς.
Ποιό εἶναι τό μυστικό τῆς καρποφορίας; Μᾶς τό λέει ὁ Χριστός:
Νά μένομε ἑνωμένοι, οἱ κληματόβεργες, τά κλήματα, μέ τήν ἄμπελο. Μέ τό φυτό. Πού εἶναι ὁ Χριστός. «Ἐγώ εἰμί ἡ ἄμπελος ὑμεῖς τά κλήματα» Ὅσο πιό πολύ μένει κανείς ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, τόσο περισσότερο παίρνει ἀπό τόν Χριστό, τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί τήν διοχετεύει συνεχῶς στά ἔργα του καί στίς ἐκδηλώσεις του. Καί φέρει καρπόν πολύν.
Πῶς μένει ὁ ἄνθρωπος ἑνωμένος μέ τόν Χριστό;
Τό καταλαβαίνομε. Μένει μέ τόν Χριστό ἑνωμένος, ὅταν κάνει προτεραιότητα στή ζωή του τόν Χριστό, τήν αἰώνια ζωή τήν ὁποία ἐδίδαξε ὁ Χριστός καί τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τό θέσει κανείς αὐτό προτεραιότητα, ἔχει σκάψει τό χωράφι του. Ἔχει ἀρχίσει δουλειά, ἔχει βγάλει τά ἀγκάθια, ἔχει πετάξει τίς πέτρες. Ἀπό κεῖ καί πέρα βέβαια, θά συνεχίζει νά καλλιεργεῖ τό χωράφι τῆς ψυχῆς του ,μέχρι πού νά κλείσει τά μάτια του.
Θά τό καλλιεργεῖ ὅλο καί καλύτερα, ὅλο καί περισσότερο. Ἀλλά θά φέρνει ὅλο καί περισσότερο καρπό.
Τά λόγια πού ἀκοῦμε στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι θεωρίες. Δέν εἶναι γιά κείνους πού ἔχουν ὄρεξη νά διαβάζουν πολλά, σοφά καί δυσερμήνευτα πράγματα. Εἶναι γιά ὅλους ζωή καί ἀνάσταση.
5. Μεγαλέμποροι στά πνευματικά. Ὄχι μπακάληδες
Γι' αὐτό σήμερα πού τιμοῦμε τήν ἱερά μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου τοῦ μεγάλου, καί μνημονεύσαμε τά ἅγια λόγια: «Πάντων τῶν ἁγίων ἀνεμάξω τάς ἀρετάς πατήρ ἡμῶν Βασίλειε», ἄς ἀγωνιστοῦμε νά τόν μιμηθοῦμε, ὥστε ἀγωνιζόμενοι νά ἀποκτήσομε πρῶτα κάποια, μετά μιά ἄλλη καί στό τέλος περισσότερες ἀρετές. Γιατί ὅπως εἶπε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἕνας ἀγωνιστεῖ καί κάνει τό ἕνα δύο, θἄχει μεγάλη ἀμοιβή.
Ποῦ μᾶς τό εἶπε; Λέει σέ μιά παραβολή του:
Ἕνας Βασιλιάς, ἔφυγε καί ἔδωσε τά ἀγαθά του στούς ἀνθρώπους του, στούς ὑπηρέτες του, στούς δούλους του, νά τά ἐκμεταλλευτοῦν καί νά τά αὐξήσουν. Ἔδωσε σέ ἕναν δύο τάλαντα καί σέ ἕναν ἄλλο πέντε. Ἐκεῖνος πού πῆρε τά δύο τἄκανε τέσσερα, κεῖνος πού πῆρε τά πέντε τά ἔκανε δέκα. Δηλαδή τό ἕνα τό ἔκαναν δύο.
Καί ἀμείβοντάς τους ὁ βασιλιάς εἶπε:
-Γίνε ἄρχοντας ἐπάνω τεσσάρων πόλεων, σύ πού ἔκανες τά δύο τέσσερα. Καί σύ πού ἔκανες τά πέντε δέκα, γίνου ἄρχοντας ἐπάνω δέκα πόλεων. Μιλᾶμε γιά τεράστια καί ἀνυπολόγιστη ἀμοιβή.
Γιά φαντασθεῖτε τί ἀμοιβή ἔχει νά δώσει ὁ φιλόψυχος καί γενναιόδωρος καί πλουσιοπάροχος Θεός σέ κεῖνον πού θά κάνει ὄχι τό ἕνα δύο, ἀλλά τό ἕνα πέντε, τό ἕνα δέκα, τό ἕνα τριάντα, τό ἕνα ἑξῆντα καί τό ἕνα ἑκατό.
Ἄν τό ἐμπόριο γιά ἐπίγεια καί γιά φθαρτά ἀξίζει καί μᾶς γεμίζει χαρά, γιά νά φαντασθεῖ κανείς τί σημαίνει ἐμπόριο στά πνευματικά. Διαβάζομε στά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά κάποιον ἅγιο: «Ἔγινες μεγαλέμπορος». Ἔκανες τό πιό μεγάλο ἐμπόριο τοῦ κόσμου. Ἐπέτυχες τά κέρδη, ἀμύθητα κέρδη μέ τήν διακονία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
Νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά κάνομε κάτι, ὅτι μποροῦμε περισσότερο, γιά νά τόν εὐαρεστήσομε, γιά νά κερδίσομε τήν αἰώνια ζωή καί ἀνταμοιβή.
Ὁ νέος χρόνος ἀρχίζει τά μεσάνυχτα.
Μερικοί θά τόν περιμένουν ξύπνιοι. Ἄλλοι θά κοιμῶνται μακαρίως. Δέν ἀλλάζει καί πολύ τό πράγμα.
Τό ζήτημα εἶναι, ὁ χρόνος πού θά ρθεῖ νά γίνει δεκτός ἀπό ἐμᾶς μέσα σέ τέτοιες ἀγαθές σκέψεις, γιά νά ἔχομε τήν εὐλογία καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ βοηθό καί συμπορευτή στή ζωή μας. Καί νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος νά πλησιάζομε ὅλο καί περισσότερο τόν Χριστό, τήν ἁγία του Ἐκκλησία καί νά μιμούμεθα τούς ἁγίους.
Καί ἰδιαίτερα τόν μέγα θησαυρό τῆς Ἐκκλησίας μας ἅγιον Βασίλειον τόν ὁποῖο ἑορτάζομε σήμερα. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία. Ἔγινε στόν Ἅγιο Βασίλειο Πρεβέζης τήν 31/12/1995