* * * * * *
Τέκνα μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Βρισκόμαστε στό μέσο τοῦ μηνός Αὐγούστου, γιά τήν Ἐκκλησία μας μήνας κάθ΄ὁλοκληρία ἀφιερωμένος στή Θεομήτορα Παναγία μας, μέ τήν δεκατετραήμερο ἐγκράτεια πρός τιμήν Της, τίς ἱερές Παρακλήσεις, τήν πάνσεπτο ἑορτή τῆς Κοιμήσεως καί Μεταστάσεώς Της τήν ὁποία ἑορτάζομεν σήμερον, καί σέ λίγες ἡμέρες τά «ἐνιάμερα τῆς Παναγιάς» ὅπως ὀνομάζει ὁ λαός μας τήν ἑορτή τῆς Ἀποδόσεως τῆς Κοιμήσεως.
«Ὢ θαύματος καινοῦ! ὢ τεραστίου ξένου! πῶς νέκρωσιν ὑπέστη, ἡ ζωηφόρος Κόρη, καὶ τάφῳ νῦν καλύπτεται;». Θαυμαστό γεγονός καί ἄρρητο θαῦμα ὅπως ἀκούσαμε στά προεόρτια νά ἀναρωτιέται ὁ ὑμνωδός.
Τῆς θεόπαιδος Κόρης, ἣν Ἄννα συνέλαβε,
Τῆς «τριετιζούσης δαμάλεως» ἡ ὁποία «ἐν ναῷ ἁγίῳ, ὡς ἁγία ἀφιερωθῆναι» «ἐν χερσί Ζαχαρίου»,
Τῆς δούλης Κυρίου, Κεχαριτωμένης Μαρίας, τῆς εὐλογημένης «ἐν γυναιξί»,
Τῆς Ἀσπόρως κυησάσης,
Τῆς ἐν Βηθλεέμ ἐγκυμονούσης,
Τῆς παρθενικῶς τεκούσης Μητρός τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ,
σήμερον ἑορτάζομεν τήν Κοίμηση!
Μποροῦμε νά προσεγγίσουμε ἀγαπητοί μου, μέσα ἀπό τήν ἱερή ποίηση καί θαυμάσια ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτό τό γεγονός πού γεννᾶ χαρμολύπη. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἷναι δίπλα στόν Κύριο ὡς βασίλισσα ὅπως λέγει ὁ Ψαλμός «Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου ἐν ἰματισμῷ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη» (Ψαλμ. 44:10).
Αὐτό τό μαρτυροῦν καί οἱ «αὐτόπται τοῦ Λόγου καί ὑπηρέται» ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἅγιοι Ἱεράρχες οἱ ὁποῖοι συνήχθησαν ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς ὅπου ἐκήρυτταν, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι πού εἶναι οἱ αὐτήκοοι καί αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ μεγάλου καί θείου καί ἐξαισίου μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας. Μέ χαρμολύπη ὑμνολογοῦν τήν Μητρόθεο Παναγία, ἡ ὁποία μεταβαίνει «ἐκ ζωῆς εἰς τήν Ζωήν» καί μετά «συγγενοῦς οἱκειότητος» στέκονται «περικυκλοῦντες τήν κλίνην» δίπλα στό σκήνωμα Της. Ἀφ'ἑνός μέ τήν χαρά τῶν ἁγίων τῶν προσμενόντων τόν Κύριο, ἀφ'ἑτέρου μέ τό θάμβος τῆς ἀνθρώπινης συγκίνησης στή θέα τῆς κεκοιμημένης Παναγίας. «Ὁ δέ Πέτρος σύν δάκρυσιν ἐβόα: Ὦ Παρθένε ὁρῶ σε τρανῶς ἡπλωμένην ὑπτίαν;» ὅπως ἀκούσαμε στόν Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς.
Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία πρόκειται νά ἀφεθῆ «ψυχῇ τε καί σώματι» στά χέρια τοῦ ἠγαπημένου της Υἱοῦ, ἀπαντᾶ τελικῶς σ' ἕνα ἐρώτημα, τό ὁποῖο ἔχει διατυπωθεῖ καί ἔχει μείνει ἀνοιχτό ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Παρασκευή στό κοντάκιο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ ὅπου «Τόν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνάς» Παναγία «θεωροῦσα» Τόν ρωτᾶ: «Συνέλθω σοι, τέκνον ἤ μείνω σοι μᾶλλον;». Νά ἔρθω μαζί σου παιδί μου ἥ καλύτερα νά μείνω;
Ἡ ἀπάντηση δίδεται σήμερα ἀπό τό Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.»
Ἡ Παναγία μας γέννησε τόν Θεό ἀλλά καί ἔμεινε Παρθένος. Κοιμήθηκε καί ἀνεχώρησε γιά τόν οὐρανό ἀλλά καί δέν ἐγκατέλειψε τόν κόσμο γενόμενη Μεσίτρια. Γέννησε τήν Ζωή τοῦ κόσμου σάν μητέρα καί ἐπέστρεψε στό Ζωοδότη ἀλλά καί δέν ξεχνᾶ τούς ἀνθρώπους Της, αὐτούς πού ζητοῦν καί Τήν παρακαλοῦν γιά νά πρεσβεύει στόν Υἱό της τῇ βοήθειά Του γιά τήν σωτηρία τους.
Ἡ Ἀκοίμητος Θεοτόκος εἷναι ἡ ἀκοίμητος κανδύλα ἡ ὁποία ἀδιαλείπτως προστατεύει τούς οἰκείους της ταλαίπωρους, καί ἀγωνιζόμενους συνανθρώπους της.
Εἶναι προστάτης καί βοηθός ὡς μάνα τῶν παιδιῶν της. Στό Πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου βλέπουμε τήν μάνα τῆς σιωπῆς, τῆς σωφροσύνης καί τῆς ἐγκαρτέρησης, ἡ ὁποία σηκώνει τόν μεγάλο πόνο τοῦ Υἱοῦ της κατά τήν ἐπίγεια Παρουσία Του.
Εἷναι ἡ μάνα πού μαζί μέ τό παιδί της ζεῖ τόν διωγμό, τήν ἀδικία, τήν προδοσία, τήν ἄκρα ταπείνωση καί τό σταυρικό τέλος τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Μόνο ἡ Ὑπεραγία Θετόκος μποροῦσε νά σηκώσει ἕνα τέτοιο σταυρό καί νά πορευθῆ ἕνα τέτοιο Γολγοθᾶ.
Εἶναι ὅμως ἀγαπητοί μου, καί ἡ μάνα πού ἔβλεπε τό μέγα Μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως στό Πρόσωπο τοῦ ἴδιου τοῦ παιδιοῦ της καί δέν ἐπαίρετο. Ἀκολουθοῦσε τόν Υἱό της καί στεκόταν ὡς δούλη Κυρίου. Ἔβλεπε τά γενόμενα καί τά κρατοῦσε μέσα της. Στεκόταν σιωπηλή ἀκόμη καί μπροστά στό σταυρό τοῦ ἀναμάρτητου Τέκνου της μέ τήν ἐπίγνωση τῆς ἱερότητας μπροστά στόν Ἐνανθρωπήσαντα καί Σταυρωθέντα Θεό.
Αὐτό λοιπόν τό Πρόσωπο τῆς τέλειας ὑπακοῆς, τῆς ἀπόλυτης ὑποταγῆς, τῆς σιωπηλῆς ἀγάπης, τῆς ἁγίας ὑπομονῆς καί τῆς ἱερότητας γίνεται στοργή, προστασία καὶ σκέπη τοῦ κόσμου, λιμένας τοῦ βίου, τροφός ἐμπιστοσύνης καί παράδειγμα ἱερότητος «ἀδικουμένων προστάτις, καὶ πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις, καὶ βακτηρία τυφλῶν, ἀσθενούντων ἐπίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη καὶ ἀντίληψις, καὶ ὀρφανῶν βοηθός» καί πάνω ἀπό ὅλα Πύλη σωτηρίας γιά τόν πτωτικό ἄνθρωπο.
Πόση συντροφιά καί παρηγοριά καί παραμυθία, πόση χαρά καί ἀγαλλίαση ἔχουν νιώσει γεγεές ἀνθρώπων, πού παρακαλοῦν τήν Παναγία μας νά μεσιτεύσει στόν Κύριο, ὅπως ὁ βασιλέας Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις, ὁ ποιητής τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος Της, ὁ ὁποῖος ἐξόριστος ἀπό τήν ἁλωθεῖσα ἀπό τούς Λατίνους Βασιλεύουσα, «εὐγλώττως», ὅπως λέγει ὁ Παπαδιαμάντης «ἐκχέει τά παράπονά του, πρός τήν πολιοῦχον καί προστάτιδα:
«Πρὸς τίνα καταφύγω ἄλλην Ἁγνὴ; ποῦ προσδράμω λοιπόν καὶ σωθήσομαι; ποῦ πορευθῶ; Ποῖαν δὲ ἐφεύρω καταφυγήν; ποίαν θερμὴν ἀντίληψιν; ποῖαν ἐν ταῖς θλίψεσι βοηθόν; Εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω, εἰς σὲ μόνην καυχῶμαι, καὶ ἐπὶ σὲ θαρρῶν κατέφυγον.»
Κάθε ἄνθρωπος ἀνεξαιρέτως, ἀδελφοί μου, σέ στιγμές καί περιόδους τῆς ζωῆς του, εἴτε λόγω βιοτικῶν μεριμνῶν, δυσκολιῶν καί περισπασμῶν, εἴτε ἐξαιτίας ἐξωγενῶν κοινωνικῶν δυσχερειῶν καὶ κρίσεων, ἔχει τήν ἀνάγκη ἀπό ἕνα πρόσωπο μακρόθυμο, ἀνεκτικό, ἀμνησίκακο, ὑπομονετικό, καρτερικό, τό ὁποῖο θά τόν καταλάβει, θά ἀναπαύσει τόν κόπο του, θά θεραπεύσει τήν ἀγωνία του, θά τόν «στέρξει». Ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀγάπη, διότι «ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει.» Καί αὐτό τό πρόσωπο εἷναι ἡ γλυκυτάτη Παναγία μας. Τό πιό οἰκεῖο καί ταυτοχρόνως τό πιό ἱερό Πρόσωπο, ἡ «Κυρά μας ἡ Παναγία» ὅπως λέγει ἕνας σύγχρονος γέροντας.
Νά παρακαλοῦμε λοιπόν ἀδελφοί μου καί να ἱκετεύουμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅπως κάνει αἰῶνες τώρα ἡ Ἐκκλησία μας.
Νά παρακαλοῦμε τήν «Κυρά μας τήν Παναγιά» ἀπό τά βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας. Νά ἀνακουφίζουμε τήν ψυχή μας καταθετοντάς την «ἐν τῇ κραταιᾷ Της σκέπῃ». Οἱ ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου, ἔχουμε πάντοτε τή θέση μας «ἐν ἀγκάλες τῆς Μητρός». Γιατί ποιά μάνα δέν ἀνοίγει τήν ἀγκαλιά της στό πονεμένο καί τραυματισμένο καί κακουχούμενο παιδί της; Ποιά μάνα δέν αἰσθάνεται τό παιδί της, κληρονομιά καί συνέχειά της; Γι΄αὐτό μετά τήν Κοίμηση καί Μετάσταση τῆς Θεοτόκου πιστεύουμε καί ὁμολογοῦμε: «ἡ μετὰ τὸκον Παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τὴν κληρονομίαν σου.»
Νά παρακαλοῦμε τήν Παναγία μας νά μᾶς δέχεται στήν θερμή ἀγκάλη της, γνωρίζοντας ὅτι ἐκεῖ πού ἐβάσταξε τό Μέγα Μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως, κι ἐμεῖς βρίσκουμε θέση. Ἐκεῖ πού «ἐκ μαζῶν ἐγαλουχήθη» ὁ «πάσης φύσεως τροφέας», κι ἐμεῖς ἀντλοῦμε τροφή καί δύναμη. Ἐκεῖ πού χώρεσε ὁ «Ἀχώρητος παντί» κι ἐμεῖς βρίσκουμε χῶρο. Ἐκεῖ πού ἀνετράπη ἡ πρώτη κατάρα τῆς Εὔας κι ἐμεῖς βρίσκουμε σωτηρία. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς ἔργα τῶν χειρῶν τοῦ Υἱοῦ της, Tόν ὁποῖο πῆρε στά χέρια της ὡς Bρέφος, ἔχουμε τήν τιμή νά μᾶς δέχεται στά χέρια Της Ἐκείνη, ἡ ὁποία σήμερα συναντᾶ καί παραδίδει στά χέρια τοῦ Κυρίου καί Υἱοῦ Της τήν ψυχή Της.
Νά παρακαλοῦμε τήν Θεοτόκο μητέρα μας τήν Παναγία νά σκορπίση τή χάρη της καί στούς ἀνθρώπους πού δοκιμάζονται. Κάθε ἐποχή, κάθε τόπος, κάθε ἄνθρωπος ἔχει τίς δοκιμασίες του καί τά μύρια βάσανα «τάς μυρίαις πημοναῖς» κατά τόν Αἰσχύλο. Καί ὅπως προσευχητικά, μέ ἀπέραντο πόνο καί μητρική στοργή παρεστάθη στήν βάση τοῦ σταυροῦ τοῦ Υἱοῦ της ἔτσι νά στέκεται σέ ὅλους ὅσους φορτωμένοι τόν σταυρό τοῦ προσωπικοῦ τους μαρτυρίου ἀνηφορίζουν τόν Γολγοθᾶ τους. Ὅταν πρυτανεύει ἡ πίστη στή Χάρη Της, ἡ Κυρία Θεοτόκος κάνει τό θαῦμα της. Τέτοια ἐποχή, Αὔγουστος τοῦ 626 ἦταν, ὅταν τῇ ἀρωγῇ Της σώθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπό τούς Ἀβάρους καί σύμπας ὁ λαός νιώθοντας τό χρέος του πρός τή Παναγία ἔψαλε «ὀρθοστάδην» μπροστά στήν εἰκόνα της στό Ναό τῶν Βλαχερνῶν τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο.
Σήμερα ἑπομένως στήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί Θεομήτορος Παναγίας μας ἄς πανηγυρίσουμε γιά τή Δωρεά πού ἐδόθη στόν κόσμο διά τοῦ Κυρίου.
«Δεῦτε τὴν παγκόσμιον Κοίμησιν, τῆς παναμώμου Θεοτόκου ἑορτάσωμεν· σήμερον γὰρ Ἄγγελοι πανηγυρίζουσι, τὴν σεπτὴν Μετάστασιν τῆς Θεομήτορος, καὶ πρὸς εὐωχίαν ἡμᾶς τοὺς γηγενεῖς συγκαλοῦσι τοῦ βοᾶν ἀσιγήτῳ φωνῇ· Χαῖρε, ἡ μεταστᾶσα ἀπὸ γῆς, καὶ πρὸς οὐρανίους μονὰς μετοικήσασα· Χαίροις ἡ τῶν Μαθητῶν τὸν χορόν, διὰ νεφέλης κούφης εἰς ἓν συναγαγοῦσα· Χαίροις ἡ ἐλπὶς καὶ προστασία ἡμῶν· Σὲ γὰρ Χριστιανῶν τὸ γένος, ἀπαύστως μακαρίζομεν.»
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ