ΝΑ εὐχαριστήσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἐλέησε νὰ γεννηθοῦμε μέσα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τὸ περιβόλι αὐτὸ ποὺ εἶνε γεμᾶτο λουλούδια πνευματικά. Ἕνα τέτοιο λουλούδι, ποὺ μόνο μέσα στὴ γλάστρα τῆς Ὀρθοδοξίας φυτρώνει, εἶνε ἡ προηγιασμένη λειτουργία. Γι᾿ αὐτὴν θὰ μιλήσουμε.
Ἡ λειτουργία αὐτὴ διαφέρει ἀπὸ τὶς λειτουργίες τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, τοῦ μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Σὲ τί διαφέρει;
1. Τὴν πρώτη διαφορὰ τὴ λέει τὸ ὄνομά της.
Ὀνομάζεται προηγιασμένη. Γιατί ονομάστηκε ἔτσι;
Στὶς ἄλλες λειτουργίες, ποὺ είπαμε, ἐπάνω στὴν ἁγία τράπεζα εἶνε τὰ τίμια δῶρα, ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος, καὶ τὴν ἱερὰ ἐκείνη στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερεὺς λέει «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν…», ἔρχεται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ κάνει τὸ ψωμὶ σῶμα καὶ τὸ κρασὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα. Στὴν προηγιασμένη ὅμως δὲν συμβαίνει αὐτό. Τὰ ἅγια ἔχουν ἁγιασθῆ πρωτύτερα, σὲ ἄλλη λειτουργία ποὺ ἔχει κάνει προηγουμένως ὁ ἱερεύς. Φυλάσσονται στὸ ἅγιο ἀρτοφόριο καὶ ἐξάγονται τώρα· εἶνε ἤδη ἁγιασμένα, εἶνε σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Γιατί τὸ ἔκανε αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία; Γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. Ὁ 52ος (ΝΒ΄) κανὼν τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέει, ὅτι τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀπαγορεύεται νὰ γίνεται λειτουργία Βασιλείου καὶ Χρυσοστόμου· ἐπιτρέπεται μόνο Σάββατο καὶ Κυριακή, καθὼς καὶ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Γιατί; Διότι ἡ λειτουργία Βασιλείου καὶ Χρυσοστόμου ἔχει ἀναστάσιμο χαρακτῆρα, ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ πένθιμο κλῖμα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. ―Καὶ δὲν φτάνουν οἱ λειτουργίες τοῦ Σαββάτου καὶ τῆς Κυριακῆς; θὰ ρωτήσετε. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ δὲν ἦταν σὰν κ᾿ ἐμᾶς ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἔνιωθαν τὴν ἀνάγκη νὰ κοινωνοῦν ὄχι μόνο τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, ἀλλὰ καὶ ἐντὸς τῆς ἑβδομάδος· καὶ Τετάρτη ποὺ εἶνε ἡ ἡμέρα τῆς προδοσίας, καὶ Παρασκευή, ποὺ εἶνε ἡ ἡμέρα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅπως ἡ μάνα καὶ πρὶν μιλήσῃ τὸ παιδί της καταλαβαίνει τί θέλει, ἔτσι καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ἡ γλυκειὰ μάνα, ἀκούει τὰ παιδιά της τί θέλουν. Καὶ ὅπως καμμιά μάνα δὲν ὑπάρχει ποὺ τὸ παιδί της θὰ ζητήσῃ ψωμὶ καὶ θὰ τοῦ δώσῃ πέτρα, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας· ἐφ᾿ ὅσον τὰ παιδιά της ζητοῦσαν πνευματικὸ ψωμί, «τὸν οὐράνιον ἄρτον» (θ. λειτ.), ἐκτὸς Σαββάτου καὶ Κυριακῆς ποὺ γίνεται λειτουργία Χρυσοστόμου καὶ Βασιλείου, ὥρισε τὶς Τετάρτες καὶ Παρασκευὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἢ ἂν συμπέσῃ κι ἄλλη ἑορτή, νὰ τελῆται ἡ προηγιασμένη λειτουργία, γιὰ νὰ κοινωνοῦν συχνότερα οἱ Χριστιανοί.
2. Διαφέρει ἡ προηγιασμένη καὶ στὴν ἀκολουθία της. Ἔχει μερικὰ κατανυκτικὰ λόγια.
α΄) Πρῶτα – πρῶτα ἔχει περισσότερα ἀναγνώσματα· ἔχει ψαλμοὺς καὶ ἄλλα ἐκλεκτὰ κομμάτια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τὴ Γένεσι καὶ τὶς Παροιμίες. Κοντὰ σ᾿ αὐτὰ ὑπολογίστε καὶ τὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τοὺς μεγάλους προφῆτες καὶ μάλιστα τὸν Ἠσαΐα, τὸ λεγόμενο «πέμπτο εὐαγγελιστή», ποὺ ἀκοῦμε στὶς ὧρες. Συνιστῶ σὲ ὅλους ὅσοι ξέρετε γράμματα, τὶς ἡμέρες αὐτὲς νὰ διαβάζετε τὸν προφήτη Ἠσαΐα, ἔστω καὶ ἂν δὲν καταλαβαίνετε ὅλες τὶς προφητεῖες, ποὺ εἶνε «βαθειὰ νερά»· ὡρισμένα σημεῖα οὔτε οἱ μεγαλύτεροι θεολόγοι μποροῦν νὰ τὰ καταλάβουν. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ κομμάτια, ποὺ μπορεῖ καὶ ὁ ἁπλὸς Χριστιανὸς νὰ τὰ καταλάβῃ καὶ νὰ τὰ χαρῇ.
β΄) Διαφέρει ἀκόμη ἡ λειτουργία αὐτὴ στὸ κατανυκτικὸ σημεῖο ποὺ ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὴν ὡραία πύλη κρατάει λαμπάδα ἀναμμένη καὶ θυμιατό, καὶ μέσ᾿ στὸ σκοτάδι τοῦ ναοῦ λέει «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι». Τί νόημα ἔχουν τὰ λόγια αὐτά; Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ φῶς. Αὐτὸς ἔκανε τὸ ὑλικὸ φῶς. Καὶ μπορεῖ σὲ μιὰ στιγμή, μὲ ὅση εὐκολία ὁ καντηλανάφτης φυσάει καὶ σβήνει ἕνα κερί, ἔτσι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸ ὑλικὸ φῶς, ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ δημιουργὸς τοῦ φωτὸς καὶ ὑπὸ πνευματικὴν ἔννοιαν. Αὐτὸς εἶνε «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 8,12). Μέσα στὸ πηχτὸ σκοτάδι τῆς φοβερᾶς εἰδωλολατρίας, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔφθασαν σὲ σημεῖο νὰ λατρεύουν καὶ τὰ πλέον εὐτελῆ ἀντικείμενα (ζῷα καὶ πέτρες) καὶ καίγανε τὰ παιδιά τους πάνω στοὺς βωμοὺς σὰ᾿ λιβάνι, καὶ ποὺ ἀκόμα καὶ στὴν Ἀθήνα ὅπου οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας κτίσανε τὸν Παρθενῶνα, παρ᾿ ὅλη τὴ σοφία καὶ ἐπιστήμη, ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἦταν ἄγνωστος κ᾿ ἔπρεπε νά ᾿ρθῃ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ νὰ κηρύξῃ τὸν «ἄγνωστο Θεό», μέσα στὴν φοβερὰ αὐτὴ νύχτα ποὺ κανένα ἀστέρι δὲν ὑπῆρχε στὸν οὐρανό, ἦρθε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. «Φῶς ἱλαρόν», γλυκύ, ἀθάνατο, καὶ ἔλαμψε στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ πράγματι ἕως σήμερα ἕνα φῶς, ἕνας φάρος λάμπει· ὁ Χριστός μας. Ἂς περνοῦν οἱ αἰῶνες, ἂς αὐξάνεται ἡ γνῶσι, ἂς κτίζωνται σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια· γύρω ἁπλώνονται σκοτάδια, σκοτάδια μέσ᾿ στὰ κεφάλια τῶν μεγάλων, τῶν σοφῶν καὶ φιλοσόφων τοῦ κόσμου. Δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς· τὸ φωνάζουν ὅλοι, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Φῶς μὲ τὴ διδασκαλία του, μὲ τὰ θαύματά του, μὲ τὴν ἀρετή του, μὲ τὰ σεπτά του πάθη, μὲ τὴν ἀνάστασί του. Ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο ὁ διος εἶνε φῶς, ἀλλ᾿ ἔχει τὴ δύναμι καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους, τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀσεβείας, νὰ τὰ κάνῃ «υἱοὺς φωτὸς καὶ υἱοὺς ἡμέρας» (Α΄ Θεσ. 5,5). «Ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε» (Ἐφ. 5,8). Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἱερεὺς λέει «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι».
γ΄) Ἕνα ἄλλο τρίτο σημεῖο, στὸ ὁποῖο διαφέρει ἡ λειτουργία αὐτή, εἶνε ὅταν, μετὰ τὸ «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι», ὁ ἱερεὺς ψάλλει· «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου, ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή» (Ψαλμ. 140,2). Τὰ λόγια αὐτά, ἀδελφοί μου, σημαίνουν, ὅτι στὸ ναὸ ἐρχόμαστε γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε. Τί εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Ξοδεύουν χρήματα καὶ κάνουν πυραύλους καὶ βάσεις ἐκτοξεύσεως, γιὰ νὰ στείλουν τοὺς πυραύλους στὸ διάστημα. Ὅσο ψηλὰ ὅμως καὶ νὰ φτάσουν οἱ πύραυλοί τους, δὲ᾿ φτάνουν τὸ Θεό. Ἀληθινὴ βάσις πυραύλων γίνεται ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὅταν ψάλλει «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου…». Ἔλα, ἄνθρωπε. Καὶ ὅπως οἱ πύραυλοι ἔχουν στὸ κάτω μέρος τὴν καύσιμο ὕλη ὡς δύναμι προωθήσεως, ἔτσι κ᾿ ἐσὺ ἔλα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, ποὺ εἶνε μιὰ βάσις πνευματικῶν πυραύλων. Βάλε κάτω ὡς βάσι τὴν ταπείνωσι. Κάνε τὴν ταπεινὴ καρδιά σου βάσι, καὶ ἐξαπόλυσε στὸν οὐρανὸ τὴν προσευχή σου. Καὶ τότε ἡ προσευχὴ θὰ φύγῃ, θὰ περάσῃ τὰ ἄστρα καὶ τὸν ἥλιο, καὶ θὰ φτάσῃ ἐπάνω στὸν τρίτο οὐρανό, στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄπιστοι δὲν πιστεύουν· ἐμεῖς ὅμως πιστεύουμε, ὅτι ἡ προσευχὴ φθάνει ἐκεῖ. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει ἕνας κίνδυνος· ὅπως πύραυλοι καταστρέφονται καὶ πέφτουν, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ προσευχὲς ποὺ δὲν φτάνουν στὸ Θεό. Καὶ δὲν φτάνουν, γιατὶ ὑπάρχει κάποιο ἐμπόδιο. Ποιό εἶνε τὸ ἐμπόδιο; Εἶνε τὰ ἁμαρτήματά μας, τὰ πάθη μας, οἱ κακίες μας. Πρὸ παντὸς αὐτὸ ποὺ καταστρέφει τὴν προσευχὴ καὶ δὲν τὴν ἀφήνει ὡς θυμίαμα εὔοσμο νὰ φτάσῃ στὰ οὐράνια, εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὴν παραβολὴ τοῦ τελώνου καὶ φαρισαίου. Ὁ φαρισαῖος μπῆκε στὸ ναό, στάθηκε ὄρθιος σὰν κυπαρίσσι, καὶ ἄρχισε νὰ καυχέται γιὰ τὶς ἀρετές του. Προσευχήθηκε· ἡ προσευχή του ὅμως γύρισε πίσω, καὶ βαρειὰ σὰν τὸ μολύβι ἔπεσε κάτω. Ὁ τελώνης στάθηκε σὲ μιὰ γωνιά, κρύφτηκε πίσω ἀπὸ μιὰ κολώνα, καὶ χτυποῦσε τὰ στήθη του. Τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα, ἡ καρδιά του ἔκαιγε ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, καὶ ἔλεγε· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Καὶ αὐτὴ ἡ προσευχή του ἔγινε ἕνας πνευματικὸς πύραυλος ποὺ ἔφτασε πάνω στὰ οὐράνια. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ τελώνου, μὰ δὲν ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ ὑπερήφανου φαρισαίου. Ἂς μᾶς βοηθήσῃ ὁ Θεός, ἀδελφοί μου, κάθε φορὰ ποὺ ἐρχόμεθα στὴν ἐκκλησία, νὰ λησμονοῦμε κάθε ἐγκόσμιο καὶ κάθε ματαιότητα. Ἀρκετὴ εἶνε ὅλη ἡ βδομάδα νὰ σκεπτώμεθα τὰ ἐγκόσμια. Ἂς ἐρχώμεθα στὴν ἐκκλησία καὶ ἂς κάνουμε τὴν καρδιά μας βάσι πνευματική. Οἱ ἄλλοι ἂς στέλνουν πυραύλους· ἐμεῖς ἂς στέλνουμε προσευχές, νὰ φτάνουν ἐπάνω στὰ οὐράνια. Δὲν εἶνε μῦθος, δὲν εἶνε παραμύθι, εἶνε μιὰ πραγματικότης ἡ ἁγία μας θρησκεία. Μόνο ὅποιος πιστεύει, ὅποιος ἀγαπᾷ τὸ Θεό, ὅποιος ἔκανε τὴν προσευχή του πραγματικὰ ἕνα θυμιατήρι, αὐτὸς καταλαβαίνει τί σημαίνουν τὰ λόγια «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου· ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή».
***
Παρουσιάζουμε αγαπητοί μου τὶς διαφορὲς ποὺ ἔχει ἡ προηγιασμένη θεία λειτουργία ἀπὸ τὶς λειτουργίες τοῦ μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Είδαμε πρῶτον, ὅτι σ᾿ αὐτὴν τὰ τίμια δῶρα εἶνε ἤδη καθαγιασμένα. Καὶ κατόπιν είδαμε ὡρισμένες διαφορὲς ποὺ παρουσιάζει ἡ ἀκολουθία της· πρῶτον ὅτι ἔχει ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, δεύτερον ὅτι κατ᾿ αὐτὴν λέγεται τὸ «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι», καὶ τρίτον ὅτι ψάλλεται τὸ «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου…». Συνεχίζουμε τώρα μὲ ἄλλες δύο διαφορές.
δ΄) Ἕνα ἀκόμη διαφορετικὸ σημεῖο, ἀδελφοί μου, εἶνε ὁ ὕμνος ποὺ ψάλλεται ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια. Ἐδῶ ὁ ὕμνος αὐτὸς εἶνε διαφορετικός. Καὶ ἐνῷ στὶς ἄλλες λειτουργίες γονατίζουμε σ᾿ «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν…», ἐδῶ γονατίζουμε στὴ μεγάλη είσοδο· γιατὶ εἶνε ἁγιασμένα τὰ τίμια δῶρα. Δὲν ψάλλουμε τότε «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…», ἀλλὰ ψάλλουμε· «Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σὺν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν. Ἰδοὺ γὰρ εἰσπορεύεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. Ἰδοὺ θυσία μυστικὴ τετελειωμένη δορυφορεῖται. Πίστει καὶ πόθῳ προσέλθωμεν, ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενώμεθα. Ἀλληλούϊα». Εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα τραγούδια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀλλοῦ, οὔτε στοὺς φράγκους οὔτε στοὺς προτεστάντες, πουθενά. Αὐτοὶ ποὺ τὸ μετέφρασαν σὲ ξένες γλῶσσες, λένε ὅτι ὁ ὕμνος αὐτὸς εἶνε θεϊκός, τραγούδι ἀγγελικό. «Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν…»! λόγια γεμᾶτα νοήματα, ποὺ δίνουν φτερὰ στὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀφήσῃ τὴ γῆ καὶ νὰ πετάξῃ ψηλά. Ποιό τὸ νόημά τους; Αὐτὴ τὴν ὥρα, ἀδελφοί μου, ποὺ εμεθα μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία, δὲν πατᾶμε στὴ γῆ. Ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι ἔχουν φθάσει ἀπὸ τὰ οὐράνια. Σμίξαμε ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι καὶ ὑποδεχόμεθα τὸν βασιλέα τῆς δόξης, ποὺ μᾶς καλεῖ μὲ πίστι καὶ πόθο νὰ κοινωνήσουμε «εἰς ζωὴν αἰώνιον».
ε΄) Τέλος ἡ λειτουργία τῶν προηγιασμένων διαφέρει ἀπὸ τὶς ἄλλες λειτουργίες καὶ σ᾿ ἕνα ἀκόμη σημεῖο. Εἶνε τὸ κοινωνικό. Ἐδῶ, ἀντὶ τοῦ «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον…», ἔχουμε ἄλλο ποὺ λέει· «Γεύσασθε καὶ δετε, ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος. Ἀλληλούϊα» (Ψαλμ. 33,9). Ἄλλα -πατήστε για τη συνέχεια πάλι νοήματα, ἄλλα διαμάντια. Τί μᾶς λέει; Ὅτι οἱ τέρψεις καὶ τὰ γλέντια αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὅλα τὰ εὐχάριστα ποὺ ἔχει, στὴν ἀρχὴ εἶνε γλυκά, ἀλλὰ στὸ τέλος εἶνε πικρά. Εἶνε ὅπως ἕνα γλύκυσμα ποὺ τοῦ ἔχουν ῥίξει μέσα παραθεῖο. Τὸ τρῶς καὶ φαίνεται γλυκό, ἀλλὰ πίσω εἶνε ὁ πόνος καὶ ὁ θάνατος. Ὁ διάβολος ἔχει ῥίξει στὰ γλυκύσματα ποὺ μᾶς προσφέρει παραθεῖο· αὐτό, ποὺ θεωροῦμε σιρόπι, εἶνε φαρμάκι. Ἄνθρωποι, λέει ὁ Θεός, γιατί μ᾿ ἀφήνετε καὶ φεύγετε μακριά, γιατί ἀποστατεῖτε ἀπὸ κοντά μου; Θὰ μάθετε πάνω στὰ πράγματα, ὅτι εἶνε πικρὸ νὰ ἐγκαταλείπετε ἐμένα. Ἐλᾶτε κοντά μου. Ἐλᾶτε σεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, ποὺ εἶστε πικραμένοι ἀπὸ τὸ ἀψίνθιο, ἀπὸ τὴν πίκρα τῆς ἁμαρτίας· ἐλᾶτε κοντά μου. Ἐλᾶτε κοντὰ στὸ Χριστό. Γιατὶ τί εἶνε ὁ Χριστός; Δὲ᾿ βρίσκω λέξι νὰ τὸ ἐκφράσω. «Γεύσασθε καὶ δετε, ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος». Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ ψωμί, τὸ ἀληθινὸ ψωμί. Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ κρασὶ ποὺ εὐφραίνει τὴν καρδιά. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ζωή, τὸ ὀξυγόνο τῆς ζωῆς. Εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα. Εἶνε τὸ ποτάμι ποὺ τρέχει μέλι καὶ γάλα. Ἔλα νὰ δοκιμάσῃς τὸ Χριστό. Καὶ ἅμα ἀγαπήσῃς τὸ Χριστὸ καὶ ἐνωθῇς μαζί του, θὰ βρῇς αὐτὸ ποὺ ζητᾷς. Ὅπως ἡ γυναίκα ἅμα ἑνωθῇ μὲ τὸν ἄντρα της μένει ἑνωμένη μαζί του μέχρι τέλους καὶ δὲν τὴ χωρίζει κανένας, ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾷ τὸ Νυμφίο Χριστό, τὸν ὡραῖο Νυμφίο της. Μιὰ τέτοια ἀγάπη πρέπει νὰ δώσουμε στὸ Χριστό. Εἶνε ὁ ὡραῖος Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάθε μιᾶς ψυχῆς. «Τὸν Νυμφίον, ἀδελφοί, ἀγαπήσωμεν…». Καὶ ἂν ἀγαπήσῃς τὸ Χριστὸ καὶ γευθῇς τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγαλλίασι ποὺ χαρίζει, τότε, κι ὅλοι οἱ διάβολοι νὰ κατεβοῦν, δὲν μποροῦν νὰ σὲ χωρίσουν ἀπὸ αὐτόν. «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;…»· οὔτε οὐράνια, οὔτε ἐπίγεια, οὔτε καταχθόνια (Ῥωμ. 8,35-39). «Γεύσασθε καὶ δετε, ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος».
* * *
Σᾶς παρουσίασα, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγα φτωχὰ λόγια τὴν προηγιασμένη λειτουργία. Σᾶς εἶπα, ὅτι αὐτὴ διαφέρει ἀπὸ τὶς ἄλλες λειτουργίες. Σᾶς εἶπα, ὅτι σ᾿ αὐτὴν τὰ τίμια δῶρα εἶνε προηγιασμένα ἐπάνω στὴν ἁγία τράπεζα. Ἀλλ᾿ ἐὰν ὑποθέσουμε, ὅτι στὴ λειτουργία αὐτὴ μπαίνει ἕνας κουφὸς ποὺ δὲν ἀκούει τίποτε ἀπολύτως, τί λέτε, μπορεῖ αὐτὸς νὰ καταλάβῃ ὅτι διαφέρει αὐτὴ λειτουργία; Ναί, θὰ τὸ καταλάβῃ. Πῶς; Μὲ τὰ μάτια του. Γιατὶ ἂν ῥίξῃ μιὰ ματιὰ στὴν ἁγία τράπεζα, θὰ δῇ ὅτι εἶνε ντυμένη στὰ μαῦρα. Ἂν ῥίξῃ μιὰ ματιὰ στὸν ἱερέα, θὰ τὸν δῇ κι αὐτὸν ντυμένο στὰ μαῦρα. Γιατί μαῦρα; μαῦρα τὰ ἄμφια τοῦ ἱερέως, μαῦρα ἡ ἁγία τράπεζά μας; Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει πένθος. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ὑπέροχα ἀναγνώσματα ποὺ διαβάζονται τὴν περίοδο αὐτὴ στὴν προηγιασμένη (βλ. Γέν. 49,33–50,26) λέει ὅτι, ὅταν πέθανε στὴν Αγυπτο ἐκεῖνος ὁ καλὸς πατέρας μὲ τὰ δώδεκα παιδιά, ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὸ παιδί του ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ἐκεῖ ἀντιβασιλεὺς καὶ ἐτιμᾶτο. Καὶ μόλις πέθανε ὁ πατέρας του, ὁ βοσκός, μαζεύτηκαν ὅλοι, μπῆκαν στὶς ἅμαξες καὶ πῆγαν μακριά, στὴ γῆ Χαναάν, γιὰ νὰ τὸν θάψουν. Καὶ κλάψανε «κοπετὸν μέγαν» (ἔ.ἀ. 50,10). Θρήνησαν ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ οἱ θυγατέρες καὶ τὰ ἐγγόνια του, πένθησε ὅλος ὁ Ἰσραὴλ ἑπτὰ ἡμέρες, γιατὶ πέθανε ὁ πατριάρχης. Ἔτσι λοιπὸν κ᾿ ἐμεῖς ἔχουμε πένθος καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶνε ντυμένη στὰ μαῦρα. Πρέπει νὰ πενθήσουμε μὲ τὴν Ἐκκλησία μας γιὰ τὰ πάθη τοῦ Σωτῆρος. Ἔχουμε ὅμως καὶ τὰ δικά μας πάθη. Πρέπει νὰ πενθήσουμε γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνδρῶν γυναικῶν καὶ παιδιῶν, τῶν πλουσίων καὶ τῶν φτωχῶν, τῶν μορφωμένων καὶ τῶν ἀγραμμάτων, τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγάλων, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ὅλου τοῦ κόσμου. Βουνὸ ἔχουν γίνει τὰ ἁμαρτήματά μας. Πρέπει νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ἀδελφοί μου νὰ τὸ ποῦμε, μόνο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς κρατάει. Ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ νὰ ῥίξῃ μιὰ ματιὰ ὀργῆς ἐπάνω στὴ γῆ, θὰ δῇς τὰ βουνὰ νὰ καπνίζωνται καὶ ὁ κόσμος νὰ διαλύεται. Ζοῦμε μέσα στὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί! Δὲν ξέρω τί συμβαίνει στὶς δικές σας καρδιές. Ἐγὼ τοὐλάχιστον ὅταν ἀκούω τὴ λειτουργία αὐτὴ ἐλέγχομαι. Εἶνε ἔλεγχος ἡ προηγιασμένη. Γιατί; Μᾶς ἐλέγχει, γιατὶ δὲν ἀγαποῦμε τὴ νηστεία ὅπως τὴν ἀγαποῦσαν οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων (ἡ προηγιασμένη γινόταν τὸ βράδυ, ὅλη μέρα ἔμεναν νηστικοί, καὶ τὸ βράδυ κοινωνοῦσαν τὰ ἄχραντα μυστήρια). Μᾶς ἐλέγχει, γιατὶ δὲν ἀγαποῦμε τὴν ἁγία Γραφή (ἡ προηγιασμένη εἶνε γεμάτη ἀπὸ ἀναγνώσματα τῆς Γραφῆς). Μᾶς ἐλέγχει ἀκόμα, γιατὶ δὲν ἀγαποῦμε τὴν προσευχή· καὶ πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε τὴν προσευχὴ παραπάνω ἀπὸ κάθε τι ἄλλο. Μᾶς ἐλέγχει δὲ ἀκόμη περισσότερο, γιατὶ δὲν κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα μυστήρια. Ὤ ἂν μπορούσαμε νὰ γυρίσουμε πίσω καὶ νὰ πᾶμε ἐκεῖ ὅπου ἦταν Ἑλληνισμὸς καὶ Χριστιανισμός, Ὀρθοδοξία, τότε ποὺ ὑπῆρχε ἡ θερμὴ πίστι καὶ ἡ ἀγάπη στὸ Θεό! Ἂς μπορούσαμε κ᾿ ἐμεῖς σήμερα νὰ ἀγαπήσουμε τὸ Χριστὸ ὅπως τὸν ἀγαποῦσαν ἐκεῖνοι! Ἂς εχαμε κ᾿ ἐμεῖς μέσα μας ἕνα δράμι ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχαν ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα ποὺ αἰσθάνοντο οἱ εὐγενεῖς καρδιές τους! Κλεῖστε τὰ μάτια σας καὶ φανταστῆτε μιὰ Ἑλλάδα, μιὰ κοινωνία διαφορετική. Ποιά; Κάθε βράδυ ὁ ἄντρας νὰ λέῃ στὴ γυναῖκα καὶ ἡ γυναίκα στὸν ἄντρα· Ἔλα νὰ προσευχηθοῦμε. Ὅλο τὸ σπίτι νὰ προσεύχεται. Νά ᾿χουν εἰκόνες, θυμίαμα, «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου…». Γιά φανταστῆτε ἕνα τέτοιο σπίτι, ἕνα ἀντρόγυνο νὰ προσεύχεται, νὰ διαβάζῃ Ἠσαΐα, βίους ἁγίων. Φανταστῆτε μιὰ κοινωνία ποὺ ἅμα χτυπᾷ ἡ καμπάνα σὰν τὰ ζαρκάδια τὰ διψασμένα νὰ τρέχουν ὅλοι στὴν ἐκκλησία· μιὰ κοινωνία ν᾿ ἀγαπᾷ τὴ σωφροσύνη, τὴν ἐγκράτεια. Κάθε Κυριακή, ἑκατὸ Χριστιανοὶ εἶνε; καὶ οἱ ἑκατὸ νὰ κοινωνοῦν τὰ ἄχραντα μυστήρια. Σὲ μιὰ τέτοια κοινωνία θὰ σβήσουν τὰ ἐγκλήματα, θ᾿ ἀδειάσουν οἱ φυλακές. Θὰ περνοῦν χρόνια χωρὶς νὰ γίνεται ἔγκλημα. Τόπος ἁγιασμένος, λουλούδια τὰ βράχια μας. Ὅσοι πιστεύουμε στὸ Χριστό, ἔχουμε μιὰ ὑποχρέωσι. Νὰ δουλέψουμε ὅλοι μὲ ζέσι, μὲ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, νὰ γίνουμε Χριστιανοὶ πραγματικοὶ, καὶ τότε νὰ ποῦμε στοὺς ἄλλους· «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς» τοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Ἰωάννου Νέας Μαδύτου – Ἀθηνῶν, Παρασκευὴ τῆς ΣΤ΄ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν – πρὸ τῶν Βαΐων 31-3-1961