Εἶναι γνωστή ἡ ἀγάπη, μέ τήν ὁποία περιβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων, δηλαδή τά μέλη της ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἐπέτυχαν τόν σκοπό τῆς ζωῆς τους, πού εἶναι ἡ ἁγιότητα. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἶναι γνωστό, χαρακτηρίζεται μεταξύ ἄλλων ὡς «κοινωνία ἁγίων». Οἱ Ἅγιοι τιμῶνται ἀπ’ αὐτήν ποικιλοτρόπως, μέ Ναούς, μέ Εἰκόνες, μέ ἑορτές, μέ πανηγύρεις, μέ ψαλμούς, μέ ὕμνους, μέ προσευχές καί μέ πολλές ἄλλες ἐκδηλώσεις. Ὁ Ὀρθόδοξος Λαός τούς ἀγαπᾶ, προσφεύγει στίς πρεσβεῖες τους καί καταθέτει ἐνώπιόν τους τά προβλήματά του. Οἱ ἐκδηλώσεις αὐτές εἶναι, βέβαια, πράξεις τιμῆς, ἀλλά δέν συγχέονται μέ τήν πραγματική λατρεία, πού ἀπονέμεται μόνο στόν τριαδικό Θεό. Αὐτό σημαίνει ὅτι, τιμώντας τούς Ἁγίους, γνωρίζουμε ὅτι αὐτοί δέν εἶναι ἴσοι μέ τόν Θεό, δέν εἶναι θεοί ὡς πρός τή φύση τους («κατά φύσιν»), ἀλλά ἄνθρωποι, ὅπως κι ἐμεῖς, πού ἔφθασαν κοντά στόν Θεό καί, μέ τόν τρόπο ζωῆς τους, ἔγιναν «φίλοι» Του, ἔγιναν «υἱοί» Του «κατά Χάριν», ἔγιναν «θεοί κατά Χάριν» καί ἔλαβαν ὑπερφυσικά χαρίσματα. Ἐμεῖς τούς τιμοῦμε ὡς «φίλους Χριστοῦ» ἤ «φίλους Θεοῦ», πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ τελικός ἀποδέκτης τῆς ἀποδιδόμενης τιμῆς. Διά τῶν Ἁγίων Του, τελικά, δοξάζεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἀλλά, καί οἱ Ἅγιοι ἀνταποκρίνονται στίς ἐκδηλώσεις μας. Δέν μένουν ἀπαθεῖς καί ἀμέτοχοι, ἀλλά ἐνεργοῦν, θαυματουργοῦν, εὐεργετοῦν, ἐμφανίζονται, ἐνισχύουν, πρεσβεύουν γιά τή σωτηρία μας καί γιά τά εὔλογα αἰτήματά μας. Ἡ παρουσία τους εἶναι ζωντανή καί ἔντονη ἀνάμεσά μας. Μεταξύ τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μεταξύ «στρατευομένης» καί «θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας», ὑπάρχει ζωντανή σχέση καί κοινωνία, σέ τέτοιο βαθμό μάλιστα, ὥστε ὁ Ὀρθόδοξος πιστός νά θεωρεῖ τή ζωή του ἀδιανόητη ἐξω ἀπό τήν «κοινωνία τῶν ἁγίων».
Ὅπως εἶναι ἀναμενόμενο, ἡ ζωντανή αὐτή σχέση μέ τούς Ἁγίους δέν ὑπάρχει σέ χριστιανικές ὁμάδες, πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή σέ αἱρέσεις καί σέ ψευδώνυμες «ἐκκλησίες». Καί ἀφοῦ δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ σχέση, εἶναι φυσικό νά ἔχει διαστρεβλωθεῖ ἡ ἀντίληψη γιά τό τί σημαίνει Ἅγιος καί τό τί σημαίνει ἁγιότητα, ἤ νά ἔχουν ἀλλοιωθεῖ πλήρως τά κριτήρια τῆς ἁγιότητας, δηλαδή τά γνωρίσματα, μέ τά ὁποῖα κάποιος θεωρεῖται ἤ ἀναγνωρίζεται ὡς Ἅγιος. Ἔτσι, ὁ προτεσταντικός χῶρος καί οἱ αἱρέσεις πού προέρχονται ἀπ’ αὐτόν ἀπορρίπτουν, γενικά, τήν τιμή πρός τούς Ἁγίους. Δέν ἀποδέχονται τή μεσιτεία τους καί ταυτίζουν τήν εἰδική κατάσταση τῆς ἁγιότητας μέ τή γενική ἁγιότητα ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, ἀντίθετα, ἐνῶ δέχεται τήν εἰδική ἁγιότητα καί τήν τιμή τῶν Ἁγίων, τιμᾶ ὡς «ἁγίους» πρόσωπα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τήν ἁγιότητα, ὅπως εἶναι γνωστή στήν ἐκκλησιαστική Παράδοση. Ἔτσι, ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό παράδειγμα διαστροφῆς ἤ ἀπώλειας τῶν κριτηρίων τῆς ἁγιότητας.
Γιά τήν ἀπόρριψη τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων στόν εὑρύτερο προτεσταντικό χῶρο ἔχουμε κάνει λόγο σέ προηγούμενα τεύχη τοῦ ἐντύπου μας (Νο 43 καί 86). Ἐδῶ θά ἀσχοληθοῦμε μέ τά κριτήρια τῆς ἁγιότητας καί μέ τήν ἀπώλειά τους, μέ ἀφορμή τήν πρόσφατη «ἁγιοποίηση» ἀπό τόν πάπα Ρώμης Φραγκῖσκο δύο προκατόχων του παπῶν. Ὡστόσο, κρίνουμε σκόπιμο νά ἐπαναλάβουμε μέ συντομία κάποια στοιχεῖα γιά τή διάκριση μεταξύ «γενικῆς» καί «εἰδικῆς» ἁγιότητας.
«Γενική» καί «εἰδική» ἁγιότητα
Ὄντως, ἡ ἀντίληψη πού προβάλλεται συνεχῶς ἀπό προτεσταντικές ὁμάδες καί ἀπό ἄλλες χριστιανικές αἱρέσεις, ὅτι «ἅγιοι» εἶναι ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀδιακρίτως, δέν εἶναι ἐντελῶς ἐσφαλμένη. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλεῖται «ἁγία» τόσο στήν Καινή Διαθήκη, ὅσο καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί σέ ἄλλα ἱερά κείμενα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στίς ἐπιστολές του συνηθίζει νά ἀποκαλεῖ «ἁγίους» ὅλους τούς πιστούς τῶν Ἐκκλησιῶν, στίς ὁποῖες ἀπευθύνεται. Ὡστόσο, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἅγιοι. Ἄν ἅγιος σημαίνει καθαρός, ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν ἁμαρτία, τότε πῶς ἐξηγεῖται τό γεγονός ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν ἁμαρτωλοί, ἤ μᾶλλον πῶς ἐξηγεῖται τό γεγονός, ὅτι ὅλοι, ὅσοι ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, εἶναι περισσότερο ἤ λιγότερο ἁμαρτωλοί; Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, δέν εἶναι ἁγία ἀπό τά μέλη της, ἀλλά ἀπό τήν κεφαλή της, καί κεφαλή της εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μόνος ἅγιος καί ἀναμάρτητος. Ἡ κεφαλή εἶναι ἐκείνη, πού ἁγιάζει ὁλόκληρο τό σῶμα. Τά μέλη ἀποκαλοῦνται «ἅγιοι», ἐπειδή σκοπός καί προορισμός τους εἶναι νά ὁμοιάσουν στήν κεφαλή, γενόμενοι ἅγιοι. Δηλαδή, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαλοῦνται «ἅγιοι» ἀπό τόν σκοπό τους, ἀπό τόν προορισμό τους, ἀπό τήν κλήση τους. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς «γενικῆς» ἁγιότητας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἁγιότητας, ἡ ὁποία δέν εἶναι πραγματικότητα, ἀλλά μόνο δυνατότητα, κλήση, προορισμός.
Ὡστόσο, ὑπάρχει καί μιά «εἰδική» κατάσταση ἁγιότητας. Ἄν γιά τούς πολλούς ἡ ἁγιότητα εἶναι μόνο δυνατότητα, γιά κάποιους εἶναι ἐπίτευξη καί πραγματικότητα. Αὐτοί εἶναι ὅσοι ἀνταποκρίθηκαν στήν κλήση τους καί ἐπέτυχαν τόν προορισμό τους. Ὁ Θεός τούς τίμησε μέ ὑπερφυσικά χαρίσματα, τόσο στήν παροῦσα ζωή, ὅσο καί μετά τόν σωματικό θάνατό τους. Ἡ Ἐκκλησία τούς τιμᾶ μέ ἐκδηλώσεις, ὅπως αὐτές πού προαναφέραμε, καί ὁ Λαός ἐπικαλεῖται τίς πρεσβεῖες καί τή μεσιτεία τους. Αὐτοί εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχήν Ἅγιοι καί γι’ αὐτή τήν ἁγιότητα κάνουμε λόγο ἐδῶ, γιά τήν ἁγιότητα, ὡς ὑπαρκτή πραγματικότητα καί ὄχι ὡς ἁπλή δυνατότητα.
Ὅμως, τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτή ἡ ἁγιότητα; Συνήθως, ὡς «ἅγιος» ὁρίζεται ὁ καθαρός, ὁ κεχωρισμένος ἀπό τόν ἁμαρτωλό κόσμο, ὁ ἀναμάρτητος. Ὡστόσο, αὐτός ὁ ὁρισμός δέν ἐξαντλεῖ τό περιεχόμενο τῆς ἁγιότητας, ὅπως τή γνωρίζουμε στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἐκφράζει μόνο ἕνα μέρος του. Ἡ ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας (σέ σχετικό βαθμό, βέβαια,) ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῆς ἁγιότητας, ἀλλά δέν ταυτίζεται μέ αὐτήν. Ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία γίνεται πάντοτε μέ τήν ἐπενέργεια τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι μιά κατάσταση μετοχῆς στή θεία Χάρη, ἡ δέ θεία Χάρη εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ἄν ἡ πνευματική ζωή μοιάζει μέ κλίμακα, πού ὁδηγεῖ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, τότε σέ κάθε βαθμίδα αὐτῆς τῆς κλίμακας ἡ θεία Χάρη ἐπενεργεῖ μέ διαφορετικό τρόπο καί σέ διαφορετικό βαθμό. Στίς κατώτερες βαθμίδες καί σέ πρῶτο στάδιο εἶναι καθαρτική, δηλ. ἐπενεργεῖ γιά τήν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη. Στίς ἐνδιάμεσες βαθμίδες καί σέ δεύτερο στάδιο εἶναι φωτιστική, δηλ. φωτίζει τόν σκοτισμένο ἀπό τά πάθη ἀνθρώπινο νοῦ καί ἀποκαθιστᾶ τόν ἄνθρωπο στήν ὑγιῆ καί αὐθεντική του κατάσταση. Τέλος, στίς ἀνώτερες βαθμίδες καί σέ τρίτο στάδιο ἡ Χάρη εἶναι θεωτική, δηλ. ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ θεοπτικές ἐμπειρίες, τόν καθιστᾶ θεόπτη, μέτοχο καί κοινωνό τοῦ Θεοῦ «κατ’ Ἐνέργειαν» καί «κατά Χάριν». Τά στάδια αὐτά ἀντιστοιχοῦν στίς καταστάσεις τοῦ «δούλου», τοῦ «μισθωτοῦ» (ἐργαζόμενου) καί τοῦ «υἱοῦ», κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ τρεῖς αὐτοί τύποι ἀνθρώπων μένουν στήν «οἰκία τοῦ Πατρός» (στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ), ὅμως, καθένας ἀπ’ αὐτούς ἔχει ἐντελῶς διαφορετική θέση.
Μέ αὐτά τά δεδομένα, Ἅγιοι εἶναι ὅσοι βρίσκονται στό τρίτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἅγιοι εἶναι οἱ θεόπτες, δηλ. ὅσοι βλέπουν τόν Θεό ἀπό τήν παροῦσα ἤδη ζωή πραγματικά, καί ὄχι κατ’ ἐπίνοιαν ἤ κατά φαντασίαν. Ἅγιοι εἶναι ὅσοι βρίσκονται στήν κατάσταση τοῦ «υἱοῦ» καί κληρονόμου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἅγιοι εἶναι ὅσοι μετέχουν στή θεία Χάρη σέ τόσο ἔντονο βαθμό, ὥστε αὐτή παραμένει στά σώματά τους μετά τόν φυσικό θάνατο καί τά καθιστᾶ ἅγια Λείψανα, τά ὁποῖα ἐμεῖς προσκυνοῦμε, ὡς φορεῖς καί πηγές τῆς θείας Χάρης. Πῶς, ὅμως, διακρίνουμε τούς Ἁγίους ἀπό τά ἁπλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας; Ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, ὑπάρχουν κριτήρια ἁγιότητας. Ἄς δοῦμε, ὅμως, πρῶτα πῶς διαστρέφεται ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας.
Ἡ ἀπώλεια τῶν κριτηρίων τῆς ἁγιότητας
Ὅπου δέν ἐπενεργεῖ ἡ θεία Χάρη, ὅπου δέν ὑπάρχει πραγματική παρουσία τοῦ Θεοῦ καί ὅπου ἀπουσιάζουν οἱ θεοπτικές ἐμπειρίες, εἶναι φυσικό νά διαστρέφεται καί ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας. Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀπώλειας τῶν κριτηρίων τῆς ἁγιότητας εἶναι ὁ χῶρος τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Ἐκεῖ, ἐπειδή ἔχουν ἐκλείψει οἱ αὐθεντικοί φορεῖς τῆς ἁγιότητας, δηλ. οἱ γνήσιοι Ἅγιοι, προβάλλονται συνήθως ὡς «ἅγιοι» πρόσωπα πού διέπρεψαν σέ ἀνθρώπινες δραστηριότητες, ὅπως τό κοινωνικό ἔργο, ἡ φιλανθρωπία, ὁ πολιτισμός, ἡ σκέψη, ἡ «θεολογία» ὡς διανοητική ἐνασχόληση, ἡ ἐκκλησιαστική τέχνη, ἡ ἀφιέρωση σέ πανανθρώπινα ἰδανικά, ὁ ἀγώνας ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας κ.ἄ. Οὐσιαστικά, τέτοιες δραστηριότητες εἶναι ἀνεξάρτητες ἀπό τή μετοχή στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ξένες πρός τήν ἀσκητική μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί τή θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας καί, βέβαια, παντελῶς ἄσχετες μέ τήν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας, πού ἀποτελεῖ τόν πυρήνα τῆς ἁγιότητας.
Γιά παράδειγμα, μεγάλος «ἅγιος» τοῦ Παπισμοῦ θεωρεῖται ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης (1225-1274), προφανῶς, λόγω τοῦ «θεολογικοῦ» καί τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου του. Στήν πραγματικότητα ἦταν ἕνας χριστιανός φιλόσοφος καί διανοούμενος «θεολόγος» τῆς ἀκμῆς τοῦ Μεσαίωνα, οἱ δέ «θεολογικές» του θέσεις εἶναι ἀποτελέσματα ἀνθρώπινων συλλογισμῶν. Συνήθως, ἀποδίδονται σέ τέτοιους «ἁγίους» καί κάποια «θαύματα», ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς Παράδοσης ὅτι οἱ Ἅγιοι κάνουν θαύματα. Ἡ ἀνάδειξή τους γίνεται μέ πράξη τοῦ πάπα καί μέ εἰδική τελετή. Πρακτικά, ἡ βούληση τοῦ πάπα εἶναι ἐκείνη, πού καθιστᾶ κάποιον «ἅγιο».
Μεταξύ τῶν «ἁγίων» τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ συγκαταλέγονται καί ἀρκετοί ἀπό τούς πάπες, παλαιότερους καί σύγχρονους. Ὅπως εἶναι γνωστό, πρόσφατα, τήν Κυριακή 27/4/2014, σέ ἐπίσημη τελετή στό Βατικανό, στήν ὁποία παρέστησαν πάνω ἀπό 1.000.000 πιστοί καί τήν ὁποία παρακολούθησαν πολλά ἑκατομμύρια ἀνθρώπων σέ ὅλο τόν κόσμο ἀπό τά μέσα ἐνημερώσεως σέ ἀπευθείας μετάδοση, ὁ πάπας Φραγκῖσκος «ἁγιοποίησε» δύο προκατόχους του, τόν πάπα Ἰωάννη ΚΓ' (1958-1963) καί τόν γνωστό πάπα Ἰωάννη - Παῦλο Β' (1978-2006). Μέ ποιά κριτήρια, ὅμως; Ἀπό τό διαδίκτυο πληροφορούμεθα ὅτι, γιά νά «ἁγιοποιηθεῖ» κάποιος πάπας, ἀρκεῖ νά ὑπάρχουν δύο τουλάχιστον καταγεγραμμένα «θαύματα», ἀπό τά ὁποῖα ὁ ἑκάστοτε πάπας διαπιστώνει ὅτι ὁ προκάτοχός του ἦταν φορέας τῆς θείας Χάρης! Δηλαδή, ἄν βρεθοῦν δύο πιστοί καί διαβεβαιώσουν ὅτι στή ζωή τους συνέβη ἕνα θαυμαστό γεγονός, π.χ. ὅτι θεραπεύτηκαν ἀπό μιά ἀνίατη ἀσθένεια, καί ἄν αὐτό τό γεγονός τό ἀποδίδουν σέ προσευχή πού ἔκαναν στόν πάπα, αὐτό ἀποτελεῖ ἀπόδειξη ὅτι ὁ πάπας ἐκεῖνος εἶναι «ἅγιος»! Ἀπό τό διαδίκτυο, ἐπίσης, πληροφορούμεθα ὅτι ἕνα τέτοιο «θαῦμα» ἀποδίδεται καί στόν ἐπιζῶντα πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ' (2006-2013)! Δέν εἶναι καθόλου δύσκολο νά βρεθεῖ ἄλλο ἕνα παρόμοιο «θαῦμα» μετά θάνατον γιά τήν «ἁγιοποίηση» καί τοῦ Βενεδίκτου.
Γιά τήν πρόσφατη «ἁγιοποίηση» τοῦ πάπα Ἰωάννη - Παύλου Β' ὑπῆρξαν ἀντιδράσεις, ἀναφερόμενες στήν ἐκ μέρους του ἀνοχή ἤ κάλυψη ἑκατοντάδων περιπτώσεων παιδεραστίας κληρικῶν σέ ὅλο τόν κόσμο. Τό χειρότερο, ὅμως, εἶναι ἡ «ἁγιοποίηση» προσώπων, πού ἐμπλέκονται ἄμεσα σέ ἐγκληματικές ἐνέργειες εἰς βάρος προσώπων ἤ λαῶν. Ἡ πιό χαρακτηριστική, ἴσως, περίπτωση εἶναι ἡ «ἁγιοποίηση» τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κροατίας καρδιναλίου Ἀλοΐζιους Στέπινατς (+1960) στίς 20/10/1998 ἀπό τόν ἤδη «ἁγιοποιηθέντα» πάπα Ἰωάννη - Παῦλο Β'. Στόν Ὀρθόδοξο χῶρο ὁ Στέπινατς εἶναι γνωστός ὡς «ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς γενοκτονίας» καί ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς «ὁ μεγαλύτερος κληρικός ἐγκληματίας πολέμου» (http://greekcitizen.pblogs.gr/tags/agiopoiiseis-gr.html), λόγῳ τῆς ἐνεργοῦ συμμετοχῆς του στήν ἐξόντωση 800.000 Ὀρθοδόξων Σέρβων, τουλάχιστον 80.000 Ἑβραίων καί 30.000 τσιγγάνων, σέ συνεργασία μέ τούς Ναζί καί τούς Οὐστάσι (οὐνίτες παπικούς) τῆς Κροατίας καί μέ τήν ἀνοχή (ἄν ὄχι μέ τήν ὑποκίνηση) τοῦ Βατικανοῦ κατά τή διάρκεια τοῦ Β' Παγκοσμίου Πολέμου! Ὁ Στέπινατς ὁδηγήθηκε σέ πολύκροτη δίκη τό 1946 καί καταδικάστηκε σέ κάθειρξη 16 ἐτῶν. Ὡστόσο, ἀποφυλακίστηκε τό 1951 καί τέθηκε σέ ἀστυνομική ἐπιτήρηση μέχρι τόν θάνατό του (1960). Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ πάπας Πῖος ΙΒ' (1939-1958) τόν ἀνέδειξε καρδινάλιο τό 1952, προκαλῶντας τό κοινό αἴσθημα. Πλῆθος στοιχείων γιά τό θέμα μπορεῖ νά βρεῖ ὁ ἐνδιαφερόμενος στό μεταφρασμένο στά ἑλληνικά βιβλίο τοῦ Μᾶρκο Ἀουρέλιο Ριβέλλι, μέ τίτλο «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Γενοκτονίας» (ἔκδ. Προσκήνιο, Ἀθήνα 2000), τό ὁποῖο προλογίζει ὁ τότε Μητροπολίτης Θηβῶν καί νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμος. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί ὁ πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' σέ πτήση πρός τό Ζάγκρεμπ στίς 5/6/2011, μέ σκοπό νά προσκυνήσει στόν τάφο τοῦ Στέπινατς, δήλωσε ὅτι ὁ ἐν λόγῳ καρδινάλιος «ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος ἱερωμένος» καί «ὑποδειγματική μορφή ἀνθρωπισμοῦ»! (http://www.inewsgr.com/116/brosta-ston-tafo-tou-archiegklimatia-polemou-kardinaliou-stepinats.htm). Ἡ «ἁγιοποίηση» τοῦ Στέπινατς ἀπό τόν πάπα Ἰωάννη - Παῦλο Β', ἀλλά καί ἡ «ἁγιοποίηση» τοῦ πάπα Ἰωάννη - Παύλου Β' ἀπό τόν σημερινό πάπα Φραγκῖσκο Α' ἀποτελοῦν ἰδιαίτερα προκλητικές πράξεις γιά τούς Ὀρθοδόξους καί εἶναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις ἀπώλειας τῶν κριτηρίων τῆς ἁγιότητας.
Τά κριτήρια τῆς ἁγιότητας στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση
Ποιά εἶναι, ὅμως, τά κριτήρια τῆς ἁγιότητας; Γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ ἁγιότητα, ὡς ἐνέργημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. 3,8), δέν ὑπόκειται σέ ἐξωτερικά κριτήρια. Τά κριτήρια, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ ἐπίσημη διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν Ἁγίων ἀπό κάποια ἐκκλησιαστική ἀρχή (π.χ. ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο), σκοπό ἔχουν τήν προστασία τῶν ἀσθενέστερων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό περιπτώσεις ψευδαγίων, πεπλανημένων ἤ ἀπατεώνων. Τέτοια κριτήρια ἤ προϋποθέσεις ἁγιότητας, τά ὁποῖα συνεκτιμοῦν συνήθως οἱ ἐκκλησιαστικές ἀρχές καί τά ὁποῖα πρέπει νά συνυπάρχουν, εἶναι:
α) Τό Βάπτισμα ἤ τό Μαρτύριο. Ἄν «ἐκτός Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία», τότε πολύ περισσότερο «ἐκτός Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει ἁγιότητα». Τό Βάπτισμα μᾶς εἰσάγει στήν Ἐκκλησία. Ὅμως, σέ περιπτώσεις ἁγίων Μαρτύρων, πού δέν ἔχουν βαπτιστεῖ, τό Μαρτύριο ἀντικαθιστᾶ τό Βάπτισμα.
β) Ὁ ἀνεπίληπτος βίος. Ἡ ἀπουσία μεγάλων ἁμαρτημάτων ἤ παθῶν καί ἡ παρουσία ἀρετῶν, μαρτυρούμενα ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀσφαλή τρόπο, ἀποτελοῦν προϋποθέσεις ἁγιότητας.
γ) Ἡ ὀρθή πίστη. Ἡ ἁγιότητα εἶναι ἐπακόλουθο ἤ ἀποτέλεσμα τῆς ὀρθῆς πίστης, ἀφοῦ σκοπός τῆς πίστης εἶναι νά ὁδηγήσει στή σωτηρία καί στήν ἁγιότητα. Κατά συνέπειαν, ὅπου ἀπουσιάζει ἡ ὀρθή πίστη, ὅπου ὑπάρχει αἵρεση καί πλάνη, δέν ὑπάρχει ἁγιότητα, ἀκόμη κι ἄν κάποιος ἐπιτελεῖ «θαύματα». Τήν ἐποχή τῆς ΣΤ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (680-681) ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη ὁ Πολυχρόνιος, ἕνας Κληρικός μέ φήμη μεγάλου Ἁγίου καί θαυματουργοῦ. Παραδόξως, ὅταν ἐμφανίστηκαν οἱ αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς, ὁ Πολυχρόνιος τάχθηκε μέ τό μέρος τῶν αἱρετικῶν. Ἐμφανίστηκε, λοιπόν, στή Σύνοδο, ἰσχυριζόμενος ὅτι μπορεῖ νά ἐπικυρώσει τήν πίστη - πλάνη του μέ «ἔργο» (θαῦμα). «Τί εἶδους ἔργο»; ρώτησε ἡ Σύνοδος. «Μέ ἔργο νεκροῦ», ἀπάντησε ἐκεῖνος. «Μπορῶ νά προσευχηθῶ μπροστά σέ νεκρό καί νά ἀναστηθεῖ»! «Εὐχαρίστως», εἶπε ἡ Σύνοδος, «ἀλλά, αὐτό νά γίνει δημοσίως, ἐνώπιον τοῦ Λαοῦ». Ἔτσι καί ἔγινε, ἀλλά περνοῦσε ὁ χρόνος καί ὁ νεκρός δέν ἀνασταινόταν. Καί ὁ Λαός, ἀντιλαμβανόμενος τήν πλάνη, ἄρχισε νά κραυγάζει: «Τῷ νέῳ Σίμωνι ἀνάθεμα. Πολυχρονίῳ λαοπλάνῳ ἀνάθεμα»! (Mansi, SacrorumConsiliorumnovaetamplissimacollectio, τ. ΧΙ, στ. 608-609).
δ) Τά θαύματα ἤ τά ὑπερφυσικά χαρίσματα. Ἡ ἁγιότητα ἐκδηλώνεται μέ θαύματα ἤ μέ ὑπερφυσικά χαρίσματα, τά ὁποῖα δέν ἀρκεῖ νά εἶναι μόνο ἕνα ἤ δύο, ἀλλά τό πλῆθος τῶν θαυμάτων μαρτυρεῖ γιά τήν παρουσία της. Ὡστόσο, τό παραπάνω παράδειγμα δείχνει πῶς ὅ,τι προέχει δέν εἶναι ἡ ὕπαρξη, ἀλλά ὁ ἔλεγχος τῆς γνησιότητας τῶν θαυμάτων. Θαῦμα δέν εἶναι ὅ,τι ἐντυπωσιάζει ἤ προκαλεῖ θαυμασμό, γιατί ὑπάρχουν καί ψευδοθαύματα, κακότροπες ἀπομιμήσεις γνήσιων θαυμάτων, φαινόμενα ἐντυπωσιακά, πού γίνονται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου. Ἡ Ἁγ. Γραφή τά ἀποκαλεῖ «σημεῖα καί τέρατα ψεύδους» (Β' Θεσ. 2,9), ἐκ τῶν ὁποίων κάποια εἶναι ὄντως «μεγάλα» (Ματθ. 24,24). Αὐτά δέν ἀποτελοῦν πραγματικές ὑπερβάσεις τῶν νόμων τῆς φύσεως, ὅπως τά γνήσια θαύματα, ἀλλά εἶναι φυσικές ἐνέργειες τοῦ διαβόλου. Τά «σημεῖα τοῦ ψεύδους» ἐντοπίζονται συγκρινόμενα μέ τά γνήσια θαύματα, πού καταγράφονται στήν Ἁγ. Γραφή καί στούς βίους τῶν μεγάλων Ἁγίων. Συνήθως, τά θαύματα συνδυάζονται μέ ὑπερφυσικά χαρίσματα, ὅπως ἡ προφητεία, ἡ διόραση, τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων κ.ἄ. Καί ἐδῶ προέχει ὁ ἔλεγχος τῆς γνησιότητας τῶν χαρισμάτων, ἀφοῦ γιά κάθε γνήσιο χάρισμα ὑπάρχει ἡ ἀντίστοιχη ἀπομίμησή του. Ὑπάρχουν οἱ «ψευδοπροφῆται», οἱ «ψευδοδιδάσκαλοι» (Β' Πετρ. 2,1), οἱ ψευδοθεραπευτές κ.λπ. Καί ἐδῶ ἄς ἐφαρμόζεται ἡ προτροπή τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου: «δοκιμάζετε (ἐξετάζετε) τά πνεύματα (πνευματικά φαινόμενα), ἄν εἶναι ὄντως ἀπό τόν Θεό» (Α' Ἰω. 4,1).
ε) Ἡ ἀναγνώριση ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅπως καί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, οἱ Ἅγιοι πρῶτα ἀναγνωρίζονται αὐθόρμητα ἀπό τόν Λαό τοῦ Θεοῦ, καί ἔπειτα ἀπό κάποια ἐκκλησιαστική ἀρχή. Προέχει σαφῶς ἡ «συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας», τῆς ὁποίας κάθε πιστός ὀφείλει νά εἶναι φορέας. Κάθε πιστός ὀφείλει νά διαθέτει τά πνευματικά αἰσθητήρια, ὥστε νά ἀντιλαμβάνεται τούς Ἁγίους, γι’ αὐτό οἱ ἁγιομάχοι (ὅσοι πολέμησαν Ἁγίους, ἀκόμη καί πρίν αὐτοί ἀναγνωριστοῦν ἐπίσημα) θεωροῦνται βαρύτατα ἁμαρτάνοντες στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Οἱ ἐκκλησιαστικές ἀρχές πάντα συνεκτιμοῦν τό ἄν ὁ Λαός προβαίνει αὐθόρμητα, ἀβίαστα καί ἐλεύθερα σέ ἐκδηλώσεις τιμῆς πρός κάποιο πρόσωπο, ἄν ζητεῖ τίς μεσιτεῖες του, ἄν καταφεύγει σ’ αὐτό διά τῶν προσευχῶν του. Εἶναι σαφές, ὅτι ἡ ἁγιότητα δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀναγνώριση κάποιας ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, ἀλλά εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ἀναδεικνύει τούς Ἁγίους Του, οἱ δέ Ἅγιοι εἶναι ἐξ ἴσου Ἅγιοι τόσο μετά τήν ἐπίσημη ἀναγνώρισή τους, ὅσο καί πρίν ἀπ’ αὐτήν.
Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο «Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 87, Ἀπρ. - Ἰουν. 2014).