Ζωηφόρος

Το πρόσωπο και οι Γενετικές παρεμβάσεις - Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Από το βιβλίο του Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Λευκωσία 2006

ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΚΚΟΥ

ΣΕΙΡΑ: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ

Διευθυντής: Σταύρος Σ. Φωτίου

 

Το ζήτημα των παρεμβάσεων του ανθρώπου στη φύση με τη γενετική μηχανική συνδέεται άμεσα με την ελευθερία του ανθρώπου. Σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία o Θεός δημι­ούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο. H ελευθερία του ανθρώπου εκδηλώνεται προς δύο κατευθύνσεις· και προς τον Θεό και προς την υπόλοιπη δημιουργία. O άνθρωπος έχει τη δυνατότη­τα να πει ναι ή όχι στο δημιουργό του, να αποδεχθεί θετικά ή να διακόψει τη σχέση μαζί του. Άλλα και ως προς τη δημιουρ­γία o άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει μέσα στη φύση, είτε αποδεχόμενος τη φύση ως κάτι στο οποίο υποτάσ­σεται είτε απορρίπτοντας την και επιχειρώντας να δημιουργή­σει τεχνητά το δικό του κόσμο.

Ως προς τη σχέση του με τον Θεό, o άνθρωπος επέλεξε την άρνηση, δηλαδή πραγματοποίησε και πραγματοποιεί την ελευ­θερία του ως ένα όχι προς τον Θεό. Ως προς τη φύση βρέθηκε σε δύσκολη θέση όχι μόνο σε σχέση με τη φύση καθεαυτή αλλά και σε συνδυασμό με την άρνηση του προς τον Θεό. Μη ανα­γνωρίζοντας τον Θεό ως Θεό του και θεοποιώντας τον εαυτό του, ο άνθρωπος βρέθηκε μπροστά στη φύση θεωρώντας την ως κάτι πού υποκαθιστά κατά κάποιο τρόπο τον Θεό στη ζωή του. Γι' αυτό και η φύση έγινε ένα είδος Θεού για τον ειδωλολάτρη άνθρωπο πού αντιμετώπιζε με φόβο και δέος το φυσικό του περιβάλλον. Η λατρεία του ανθρώπου προς τη φύση, έχοντας απορρίψει τον Θεό, τον οδηγεί να θεωρεί την ίδια τη φύση ως το απώτερο σημείο αναφοράς του. Η φύση κρύβει δυνάμεις τις όποιες μπορεί να χρησιμοποιεί ο άνθρωπος, όχι βέβαια για τον Θεό, αλλά για τον εαυτό του ως Θεό μέσα στη δημιουργία. Έ­τσι συνέβη, η ίδια η ειδωλολατρία να προκαλέσει την υποταγή της φύσεως στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος θεώρησε αρχικά τη φύση Θεό του και υπετάγη σ' αυτή. Καθώς όμως και ο ίδιος εί­ναι μέρος της φύσεως, διεπίστωσε ότι η φύση μπορεί να έχει α­περιόριστες δυνάμεις τις όποιες μπορεί να χρησιμοποιήσει ο ίδιος.

Έτσι ο άνθρωπος ενεπλάκη σε μια ιδιάζουσα σχέση με τη φύση πού είναι σχέση κυρίου προς δούλο αλλά ο όποιος τελι­κά εξουσιάζει τον κύριο του. Κατ' αυτό τον τρόπο υφίσταται μια αμοιβαία αντιπαλότητα μεταξύ φύσεως και ανθρώπου. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον άνθρωπο σε τέτοιες παρεμβάσεις στη φύση, ώστε να φανερώνει ότι εξουσιάζει τη φύση και συγ­χρόνως υποδουλώνεται σ' αυτή.

Μια έκφανση της σχέσεως αυτής μεταξύ ανθρώπου και φύσεως αποτελεί και το οικολογικό πρόβλημα ως αποτέλεσμα της νοοτροπίας ότι, αφού ο άνθρωπος είναι κυρίαρχος της φύσεως, μπορεί να την κάνει ο,τι θέλει. Η ίδια νοοτροπία συνεπάγεται ότι η φύση εκδικείται τον άνθρωπο και ο άνθρωπος αποδει­κνύεται αδύναμος μπροστά της. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια το­ποθετούμε και το πρόβλημα της παρεμβάσεως του ανθρώπου στη δομή της ύλης αλλά και στη δομική μηχανή της βιολογικής ύλης των όντων. Αν και η προσπάθεια διείσδυσης στους μηχανισμούς αυτούς ξεκίνησε από καιρό, ωστόσο τα πρακτικά αποτελέσματα της φάνηκαν τελικά με το εντυπωσιακό επίτευγμα της κλωνοποίησης, δηλαδή με την απτή παραγωγή ενός πα­νομοιότυπου βιολογικά αντίγραφου. Η κλωνοποίηση ενός ζώ­ου θορύβησε βέβαια τον κόσμο, όχι μόνο διότι τούτο αποτελεί κάτι το συνταρακτικό αλλά κυρίως γιατί υπάρχει πλέον η δυνα­τότητα και ο κίνδυνος να επεκταθεί και στην περίπτωση του ανθρώπου. Αν λοιπόν επεκταθεί στον άνθρωπο,τότε η κλωνο­ποίηση δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Και η Εκκλησία πρέ­πει με ανάλογη σοβαρότητα να τα αντιμετωπίσει.

Με αυτές τις προκλήσεις της Βιοτεχνολογίας απομακρυνόμαστε πλέον άπ' την εποχή προβλημάτων και προβληματισμών ηθικής κλασικού τύπου και εισερχόμαστε σε ένα νέο είδος ηθι­κών προβλημάτων. Και η Εκκλησία ζει και κινείται ακόμη, δυ­στυχώς, μέσα σε προβλήματα ηθικής κλασικού τύπου, ενώ δια­κυβεύονται πλέον πολύ βασικότερα θέματα πού συνδέονται με την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου και της φύσεως. Συνεπώς, το θέμα δεν τίθεται αν έχουμε ένα καλό ή κακό άνθρωπο, όπως ενδιαφέρεται ή κλασική ηθική, αλλά εάν έχουμε άνθρωπο ή όχι. Όπως ακριβώς και με το οικολογικό πρόβλημα αναδύ­ονται ριζικά προβλήματα πού αναθεωρούν την κλασική ηθική. Το ζήτημα δεν είναι πλέον αν η φύση είναι καλή ή κακή αλλά αν θα επιβιώσει ή όχι.

Η γενετική επιστήμη ενδιαφέρεται για το ζωϊκό βασίλειο μέ­σα στο όποιο εντάσσεται και ο άνθρωπος. Αφήνοντας κατά μέ­ρος το γενικότερο οικολογικό πρόβλημα θα περιορίσουμε τους προβληματισμούς και τις σκέψεις μας στο ζήτημα των γενε­τικών παρεμβάσεων. Ποια μπορεί να είναι η θέση της θεολο­γίας ως προς αυτό το πρόβλημα; Το ζήτημα αυτό ασφαλώς και δεν επιλύεται δια της ηθικής στην οποία συνήθως καταφεύγου­με. Οι σκέψεις και οι ιδέες πού άρχισαν ήδη να διατυπώνονται κινούνται στο επίπεδο μιας κατασταλτικής ηθικής. Τούτο ση­μαίνει έκκληση προς τη νομική παρέμβαση και διατύπωση νο­μοθετημάτων πού πρέπει να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν. Φοβούμαι, όμως, ότι δι' αυτού του τρόπου δεν επιλύεται το πρόβλημα. Όταν υφίσταται η δυνατότητα ενός πράγματος, η απαγόρευση του με νομική παρέμβαση δεν μπορεί να τελεσφο­ρήσει κατ' ανάγκη. Εφόσον υφίστανται και κυκλοφορούν τα ναρκωτικά, όσους νόμους και αν εκδώσει μια συντεταγμένη πο­λιτεία δεν είναι δυνατό να διακόψει την κυκλοφορία και διάδο­ση τους. Εφόσον η ατομική βόμβα είναι γεγονός, οποιαδήποτε διακρατική συμφωνία ή διεθνής σύμβαση, πού απαγορεύει τα ατομικά όπλα, δεν εμποδίζει κάποιο να τα πραγματοποιεί κρυ­φά και να τα κατέχει αποθηκευμένα. Συνεπώς, εξαρτάται πλέ­ον από την καλή διάθεση αυτού πού κατέχει τα μέσα αυτά για να τα εφαρμόσει. Το πρόβλημα δεν επιλύεται με την ηθική. Ε­άν υποθέσουμε ότι απαγορευθεί η κλωνοποιηση δια νόμου, το γεγονός ότι είναι δυνατή πλέον δεν εμποδίζει να συμβεί κάπο­τε από κάποιο, πού μπορεί ακόμη και τη ζωή του να θυσιάσει για να την εφαρμόσει. Τίποτε δεν μπορεί να ακυρώσει την εν κρύπτω πραγματοποίηση της κλωνοποίησης ή ακόμη και τη χρησιμοποίηση της από κάποιο δικτατορικό καθεστώς πού θα τη νομιμοποιούσε.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε ακραίες και οριακές καταστάσεις. Η ελευθερία του ανθρώπου ακροζυγίζεται πλέον με την άβυσσο και η γνώση του γίνεται όπλο αυτοκτονίας. Συνήθως, η γνώση παρουσιάζεται ως ευκαιρία για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου. Όλες οι πρόοδοι της επιστήμης περιέχουν το δέλεαρ της χρηστικής αποτελεσματικότητας για τον άνθρωπο. Στις συζητήσεις πού γίνονται από ειδικούς τονίζονται τα θετι­κά πού μπορούν να προκύψουν από την κλωνοποιηση ή την ανάγνωση του ανθρώπινου γονιδιώματος. Η τεχνολογία με τη θετική προσφορά της εισέρχεται στη ζωή μας και την ελέγχει. Το ηλεκτρονικό φακέλλωμα υιοθετείται γιατί έχει θετικά στοι­χεία πού διευκολύνουν τη ζωή μας και για χάρη τους θυσιάζου­με την ελευθερία και την προσωπικότητα μας. Γενικά, συμπε­ραίνουμε ότι ο άνθρωπος έχει τέτοιες δυνατότητες, λόγω της ε­λευθερίας του, οι όποιες δεν μπορούν με τίποτα να αναχαιτισθούν. Και οι δυνατότητες αυτές είναι διφυείς και παράδοξες, πού συνδυάζουν συγχρόνως τη δυνατότητα του καλού και του κακού.

Παλαιότερα, ο άνθρωπος είχε θέσει περιορισμούς στη γνώση, φοβούμενος ακριβώς τις εξελίξεις αυτές. Από το Διαφωτισμό και εντεύθεν αφέθηκε πλέον ελεύθερος και χωρίς κανένα περι­ορισμό στη γνώση, ώστε τίποτε δεν μπορεί να ανακόψει την έ­ρευνα και την ανακάλυψη. Η Εκκλησία είναι, λοιπόν, υποχρε­ωμένη να ζήσει με αυτή την κατάσταση των πραγμάτων. Το τι μπορεί ή τι πρέπει να πράξει η Εκκλησία θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε στο τέλος. Προηγουμένως, ας δούμε τι ακριβώς διακυβεύεται για την Εκκλησία με τις βιοτεχνολογικές αυτές εξελίξεις. Τονίσαμε ήδη ότι η δυνατότητα του ανθρώπου να παρεμβαίνει στη φύση είναι συνυφασμένη με την ελευθερία του. Πρόκειται για ένα θεμελιώδες και ιδιάζον γνώρισμα πού δεν μπορούμε να το αναιρέσουμε από τον άνθρωπο, δίχως να απωλέσουμε την ίδια την έννοια του ανθρώπου. Η ελευθερία δεν εί­ναι κακό αλλά θέλημα και δώρο του Θεού στον άνθρωπο ώστε να παρεμβαίνει στη φύση, για να την προαγάγει και να την κάνει ικανή να ενωθεί μαζί του, ώστε να ξεπεράσει και η ίδια τα κτι­στά και πεπερασμένα όρια της. Η φύση, αν αφεθεί δίχως την παρέμβαση του ανθρώπου, είναι καταδικασμένη να αφανισθεί και να καταστραφεί. Ο Θεός έθεσε τον άνθρωπο στον παράδει­σο «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γεν. 1:15). Η φύση εί­ναι σαν ένας αγρός πού πρέπει να καλλιεργηθεί. Αν, επειδή σε­βόμαστε τη φύση, εγκαταλείψουμε το φυσικό περιβάλλον και αποστερήσουμε τη φύση από την παρέμβαση του ανθρώπου, τότε όχι μόνο θα αγριέψει αλλά και δεν θα μπορέσει ουσιαστι­κά να επιβιώσει. Η παρέμβαση, λοιπόν, του ανθρώπου στη φύ­ση είναι απαραίτητη και για τη φύση και για τον άνθρωπο. Ό άνθρωπος εξυπηρετείται, λαμβάνοντας και πολλαπλασιάζοντας την τροφή του, αντιμετωπίζοντας διάφορες απειλές της ίδιας της ζωής του και της φύσης. Αλλά και η φύση, αν αφεθεί μόνη της, δίχως την παρέμβαση του ανθρώπου, ούτε αισθητικά μπορεί να αναπτυχθεί ούτε να επιβιώσει.

Ωστόσο, το πρόβλημα πού δημιουργείται από θεολογική άποψη είναι μέχρι ποιου σημείου μπορούμε να παρεμβαίνουμε απεριόριστα. Από θεολογική άποψη μπορούμε να παρεμβαί­νουμε μόνο στο βαθμό πού η παρέμβαση μας δεν εκτοπίζει τη βούληση και το θέλημα του Θεού. Μπορούμε, δηλαδή, να εί­μαστε συνδημιουργοί υπό τον ορό ότι ο Θεός δεν παύει να εί­ναι ο δημιουργός του κόσμου. Αλλά πώς διαπιστώνουμε το θέ­λημα αυτό του Θεού; Κάλλιστα Ο κάθε επιστήμονας με τις απε­ριόριστες παρεμβάσεις του μπορεί να ισχυρισθεί ότι εφαρμόζει το θέλημα του Θεού. Εφόσον Ο Θεός θέλει να καταπολεμούνται οι ασθένειες, για παράδειγμα, Η επιστημονική πρόοδος δεν κά­νει τίποτε άλλο παρά να εκφράζει τη βούληση του Θεού.

Ως προς τη δημιουργία του κόσμου, νομίζω ότι δύο βασικά πράγματα συνδέονται με το θέλημα του Θεού. Το πρώτο είναι Η δημιουργία των ειδών. Ο Θεός δεν είναι απλώς δημιουργός του κόσμου στο σύνολο του αλλά και δημιουργός των συγκε­κριμένων ειδών τα όποια απαρτίζουν τον κόσμο. Τούτο αποτε­λεί το βασικό συμπέρασμα πού συνάγουμε από τη μελέτη της διήγησης της Αγίας Γραφής για τη δημιουργία του κόσμου. Ο Θεός δεν θέλησε απλώς να γίνει ο κόσμος αλλά πρόσταξε τη μία «ημέρα» «γενηθήτω φως· και εγένετο φως», «βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου... κατά γένος...», «και εποίησεν ο Θεός... πάσαν ψυχήν ζώων... κατά γένη αυτών... και εγένετο ούτως... και είδεν ο Θεός ότι καλά...»,«και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν...» (Γεν. 1:1-31). Η ποικιλία των ειδών είναι σαφώς βούληση του Θεού. Η διαφο­ρά της θεολογικής προσέγγισης από το Δαρβινισμό δεν έγκει­ται στο γεγονός της εξέλιξης αλλά στη θεώρηση της ποικιλίας των ειδών ως απόρροιας και απλού αποτελέσματος της πάλης των ειδών, ως ενός τυχαίου συμπτώματος της όλης εξελίξεως. Δίχως να απορρίπτουμε το γεγονός της εξελίξεως αυτής καθεαυτής, εκείνο πού έχει σημασία στη θεολογική μας προσέγγιση είναι ότι τα επιμέρους είδη ήρθαν στην ύπαρξη με την εκ­πεφρασμένη βούληση του Θεού. Εάν, λοιπόν, ο άνθρωπος πα­ρέμβει στη διαφορά των ειδών, τότε υποκαθιστά το δημιουργι­κό θέλημα του Θεού με το δικό του δημιουργικό θέλημα. Τού­το σαφώς συνάγεται από τη βιβλική διήγηση για τη δημιουργία του κόσμου.

Εξάλλου, εντός των ειδών αυτών και κυρίως εντός του είδους πού λέγεται άνθρωπος, η πολλαπλότητα και η μοναδικό­τητα κάθε επιμέρους όντος αποτελεί δημιουργικό θέλημα του Θεού. Η διάσταση της μοναδικότητας ισχύει για τον άνθρωπο κατεξοχήν. Αν, λοιπόν, ο άνθρωπος παρέμβει και σ' αυτό —και εδώ τίθεται το καίριο πρόβλημα πού δημιουργείται με την κλωνοποίηση— και καταργήσει τη διαφορότητα και ετερότητα, τό­τε παρεμβαίνει δημιουργικά, υποκαθιστώντας το θέλημα του Θεού. Ως προς τη διασταύρωση και κατάργηση της διαφοράς των ειδών, το πρόβλημα γεννάται κυρίως με τις μεταμοσχεύσεις, οι όποιες στο βαθμό πού γίνονται με το σωματικό και όχι με το γενετικό υλικό δεν παρουσιάζουν κανένα πρόβλημα. Και τούτο διότι το σωματικό υλικό πού προσλαμβάνει ο λήπτης το μετουσιώνει σε δικό του υλικό. Εάν, για παράδειγμα, τοποθε­τήσουμε σ' ένα άνθρωπο καρδιά χοίρου, δεν σημαίνει ότι ο άν­θρωπος γίνεται χοίρος, αφού το σωματικό υλικό πού προσλαμ­βάνει το μετατρέπει σε ανθρώπινο υλικό. Επομένως, το είδος άνθρωπος και το είδος χοίρος δεν καταργούνται. Αν, όμως, γίνει μεταμόσχευση γενετικού υλικού από είδος σε είδος, η ο­ποία και ορθώς απαγορεύεται από το νόμο, τότε έχουμε πα­ρέμβαση στο δημιουργικό θέλημα του Θεού, το όποιο απαιτεί τη βιολογική διαφοροποίηση μεταξύ χοίρου και ανθρώπου.

Φοβούμαι ότι οι δυνατότητες αυτές όχι μόνο είναι υπαρκτές αλλά και θα είναι ίσως ασυγκράτητες στο μέλλον και οι πλέον δυσοίωνες. Οι μεταμοσχεύσεις είναι ένας χώρος πολύ επι­κίνδυνος, εφόσον δεν τεθεί αυτός ο περιορισμός. Τα όντα της μυθολογίας, οι γοργόνες, οι κένταυροι κ.λπ., μπορούν να απο­δειχθούν πραγματικότητα, αν επιτευχθούν οι διασταυρώσεις α­πό είδος σε είδος με μεταμόσχευση γενετικού υλικού. Οι διασταυρώσεις εντός του ίδιου είδους και επιτρέπονται και είναι ευεργετικές, εφαρμόζονται και στη γεωργία και στη ζωοτροφία κ.λπ. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να συγκρατήσουμε το όριο της διαφοράς του είδους.

Το πρόβλημα της κλωνοποίησης έγκειται στο ότι δεν συνιστά παρέμβαση στη διαφορά των ειδών αλλά ανατροπή στη διαφορότητα και ετερότητα εντός του ιδίου είδους. Δεν έχουμε, δηλαδή, ανάμειξη προβάτου και ψαριού αλλά παραγωγή ενός άλλου προβάτου το όποιο είναι πανομοιότυπο. Κατά τι αυτό μπορεί να προσκρούσει στην περί δημιουργίας θεολογία; Ευθύς εξαρχής, θα έλεγε κάποιος ότι δεν προσκρούει πουθενά. Εκεί όπου αρχίζει να εμφανίζεται πρόβλημα είναι όταν ή μοναδικό­τητα ενός συγκεκριμένου είδους ως απόλυτη και αναντικατά­στατη ύπαρξη καταργείται με τη δημιουργία πανομοιότυπων αντιγράφων. Στα ζώα νομίζω πώς τούτο δεν ισχύει παρά μόνο στο βαθμό πού ένα συγκεκριμένο ζώο προσλαμβάνεται με μια προσωπική και ιδιαίτερη σχέση από τον άνθρωπο. Αλλά και πάλι αυτό δεν είναι απόλυτο, αφού τα ζώα δεν έχουν ψυχή, όχι βέβαια με την ψυχολογική έννοια κατά την οποία σαφώς και έχουν, αλλά με την έννοια της ψυχής ως απόλυτης προσωπικής ταυτότητας, η οποία δεν χάνεται ούτε με το θάνατο. Η προσω­πική ταυτότητα εκλαμβάνεται ως απόλυτη, μόνιμη και αναντικατάστατη οντότητα. Αν, λοιπόν, θεωρήσουμε ότι τα ζώα δεν έχουν μια τέτοια απόλυτη μοναδικότητα, γι' αυτό και τα σφα­γιάζουμε και τα καταναλώνουμε στη διατροφή μας, τότε θα μπορούσε να συμπεράνει κάποιος ότι η κλωνοποίηση ως προς τα ζώα δεν παρουσιάζει θεολογικό πρόβλημα. Τούτο δεν είναι ασφαλώς βέβαιο και απόλυτο, μιας και είμαστε ακόμη στο στάδιο του στοχασμού και των προβληματισμών.

Ο κίνδυνος, όμως, εμφανίζεται όταν φθάσουμε στον άνθρωπο. Αν η κλωνοποίηση εφαρμοσθεί στον άνθρωπο, τότε καταρ­γείται αυτομάτως η απόλυτη, ανόμοια, μοναδική και ανεπανά­ληπτη ύπαρξη του ανθρώπινου προσώπου. Η Εκκλησία πρέπει να τονίζει οπωσδήποτε ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, α­νεπανάληπτος και αναντικατάστατος αλλά και ελεύθερος. Τού­το άλλωστε σημαίνει το «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν» (Γεν. 1:26). Ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος όταν δεν είναι αναντικατάστατος. Ως αντίγραφο γί­νεται ένας μεταξύ πολλών, γίνεται ένας αριθμός, ένα πράγμα, παύει να είναι πρόσωπο. Αλλά το πρόσωπο και όχι η φύση συ­νιστά στον άνθρωπο ζήτημα υπαρκτικής προτεραιότητας. Η φύση, ως προς τον άνθρωπο, μπορεί να υποστεί απεριόριστες επεμβάσεις στο βαθμό πού δεν καταστρέφει όχι μόνο το είδος αλλά και το πρόσωπο. Θα πρέπει λοιπόν να διευκρινίσουμε σαφώς την έννοια του προσώπου. Η δυνατότητα της κλωνο­ποίησης διαισθάνομαι ότι δικαιώνει όλα όσα κατά καιρούς έχω διατυπώσει για το οντολογικό περιεχόμενο του προσώπου. Το πρόσωπο δεν είναι μια βιολογική κατηγορία αλλά αυτή η μονα­δική, απόλυτη και αναντικατάστατη ταυτότητα, η οποία μπο­ρεί να καταργηθεί βιολογικά. Το ερώτημα είναι αν καταργείται και το πρόσωπο, όταν βιολογικά καταργηθεί η μοναδικότητα ενός ανθρώπου.

Ο προβληματισμός μας εστιάζεται σε τούτο ακριβώς το σημείο . Και είναι μεγάλη η σύγχυση πού υπάρχει μεταξύ και των επιστημόνων γύρω από αυτό το ζήτημα. Καθηγητής της Γενε­τικής, υποστηρίζοντας την κλωνοποίηση του ανθρώπου, διετύ­πωσε με σοβαρότητα την έξης υπόθεση: «Σκεφτείτε τι καλό θα είναι για μια μητέρα, αν χάσει το παιδί της δέκα ετών και μπο­ρέσουμε να της δώσουμε ένα παιδί πανομοιότυπο μ' αυτό πού έχασε»! Βιολογικά θα έχει το ίδιο παιδί αλλά το μοναδικό και αναντικατάστατο πρόσωπο του παιδιού πού πέθανε θα μπορεί να αντικατασταθεί; Αμφιβάλλω για το αν η μητέρα θα μπορεί να παρηγορηθεί με το αντίγραφο, γιατί οπωσδήποτε θα θέλει εκείνο το παιδί με το όποιο είχε μια αγαπητική και προσωπική σχέση. Η σχέση αυτή κάνει μοναδικά και αναντικατάστατα τα πρόσωπα. Αν η μητέρα αυτή δεν παρηγορηθεί με το αντίγραφο, σημαίνει ότι η κλωνοποίηση τελικά δεν καταστρέφει το πρόσωπο. Ένα άλλο επιχείρημα υπέρ ή κατά της κλωνοποίησης είναι ότι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τη σημασία πού θα έχει το περιβάλλον στην ανάπτυξη του αντιγράφου ως προς την έν­νοια της προσωπικότητας, πού είναι άλλο από την έννοια του προσώπου. Το περιβάλλον, πράγματι, προσφέρει άλλα χαρα­κτηριστικά. Μπορεί δύο οντά να είναι βιολογικά ταυτόσημα αλ­λά λόγω του ότι αναπτύσσονται σε διαφορετικό περιβάλλον μπορούν να αναπτύξουν διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά. Αλ­λά αυτό δεν νομίζω ότι έχει μεγάλη σημασία για τη θεολογική προσέγγιση, καθόσο δεν μας ενδιαφέρουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου αλλά το πρόσωπο αυτό καθεαυτό. Το πρόσωπο είναι ή δεν είναι απόλυτο; Μπορεί να θυσιαστεί ή να αντικατα­σταθεί; Αν, βέβαια, αντικατασταθεί, τότε παύει να είναι πρό­σωπο. Υφίστανται ακόμη και άλλα προβλήματα καθαρώς ψυ­χολογικά. Τι θα γίνει με τα κλωνοποιημένα αντίγραφα, τα ό­ποια θα γνωρίζουν πλέον τις γενετικές ανωμαλίες τους, τις κλη­ρονομικές ασθένειες τους κ.λπ. Αλλά αυτά είναι δευτερεύοντα συγκρινόμενα με το ζήτημα της μοναδικότητας του προσώπου, η οποία διακινδυνεύεται.

Καταλήγουμε, συνεπώς, ότι για τη θεολογία της Εκκλησίας πρέπει πάση θυσία να διαφυλαχθεί η μοναδικότητα του καθε­νός προσώπου, να μην περιπέσει το πρόσωπο σε αριθμό ή σε πράγμα υποκείμενο σε αντιγραφή. Εάν οι γενετικές παρεμβά­σεις κατορθώσουν και εξαφανίσουν βιολογικά τη μοναδικότη­τα, τούτο δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι η μοναδικότητα κα­ταργείται και προσωπικά. Είναι δυνατό να έχουμε δύο ταυτό­σημους διδύμους οι όποιοι δεν παύουν να είναι γι' αυτούς πού τους αγαπούν δύο διαφορετικές και μοναδικές ταυτότητες. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα κατά πόσο πρέπει να ανησυχήσουμε με την κλωνοποίηση.

Δίχως να φθάσουμε σε κάποιο τελικό συμπέρασμα, η κατάηξη μιας σειράς σκέψεων θα πρέπει να μας οδηγήσει στη δια­τύπωση ορισμένων θεολογικών κριτηρίων. Τα κριτήρια αυτά είναι δύο κατά τη γνώμη μου. Πρώτο, πρέπει να διατηρηθεί η διαφορά των ειδών, η οποία δεν απειλείται τόσο με την κλωνο­ποίηση όσο με τη μεταμόσχευση γενετικού υλικού από είδος σε είδος. Δεύτερο, δεν πρέπει να καταργηθεί η απόλυτη μοναδι­κότητα του προσώπου. Ίσως η εξέλιξη της Βιοτεχνολογίας να μας κάνει να κατανοήσουμε καλύτερα κάτι πού έχουμε πολύ συγκεχυμένα στο νου μας: ότι άλλο είναι το πρόσωπο και άλλο η φύση. Η μοναδικότητα ενός ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα φυσικά χαρακτηριστικά του. Εάν εξαρτάται από αυτά τα χα­ρακτηριστικά του, τότε δεν πρόκειται για προσωπική ταυτότη­τα. Αν κάποιος θεωρείται μοναδικός διότι είναι ευφυής, όμορ­φος, λευκός, μορφωμένος κ.λπ., χαρακτηριστικά πού καθορίζο­νται από γονίδια ή από το περιβάλλον, αν σ' αυτά έγκειται η μοναδικότητα, τούτο δεν αποτελεί προσωπική μοναδικότητα. Εάν, αντιθέτως, κάποιος θεωρείται μοναδικός δίχως να λαμ­βάνονται υπόψη όλα αυτά τα φυσικά ιδιώματα, τότε κάνουμε λόγο για προσωπική ταυτότητα. Επειδή στη ζωή και στη σκέψη μας αυτά τα συγχέουμε, ίσως ή εξέλιξη αυτή της βιολογίας μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι μπορούμε να αγαπήσουμε και να θεωρήσουμε ως μοναδικά ανθρώπινα πρόσωπα πού δεν είναι διαφορετικά από φυσική άποψη. Τη διαφοροποίηση την πραγ­ματώνει πλέον η προσωπική σχέση και όχι τα βιολογικά χαρα­κτηριστικά. Πρόκειται ακριβώς γι' αυτό πού υφίσταται στην Α­γία Τριάδα, όπου τα πρόσωπα δεν διακρίνονται βάσει των φυ­σικών ιδιοτήτων, αφού αυτές είναι κοινές. Η διαφορά των προ­σώπων συνίσταται στη διαφορά των σχέσεων πού έχουν μετα­ξύ τους. Ό,τι συμβαίνει στην Αγία Τριάδα ασφαλώς και δεν γίνεται εύκολα στη ζωή των ανθρώπων. Και είναι σύνηθες να απορρίπτουμε ένα πρόσωπο βάσει των φυσικών του χαρακτηρι­στικών, όταν αυτά δεν μας ικανοποιούν.

Τώρα, λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά στην καρδιά του προβλήματος. Εάν έχουμε τη νοοτροπία πού προσπάθησα να πε­ριγράψω , δηλαδή να αποφασίζουμε τι είναι μοναδικό βάσει των φυσικών ιδιοτήτων του, τότε θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα με την κλωνοποίηση. Οι παρεμβάσεις πού θα γίνονται θα αποσκο­πούν στην προσαρμογή του συγκεκριμένου ανθρώπου στις α­παιτήσεις και επιθυμίες μας ως προς τα φυσικά χαρακτηριστι­κά. Και, δυστυχώς, προς αυτή την κατεύθυνση οδηγείται η επι­στήμη. Αν κάποιος επιθυμεί έξυπνο παιδί, μπορεί να έχει ένα αντίγραφο από ένα άλλο έξυπνο παιδί. Αν όμως αγαπάς το παιδί σου και το θεωρείς μοναδικό, ανεξάρτητα από τα φυσι­κά χαρακτηριστικά, την εξυπνάδα του κ.λπ., τότε τα πράγμα­τα είναι διαφορετικά.

Ο κίνδυνος δεν βρίσκεται στην κλωνοποίηση καθεαυτή αλλά στη νοοτροπία πού αποδίδει προτεραιότητα και καθιστά απο­φασιστικό κριτήριο τα φυσικά χαρακτηριστικά. Πώς θα αλλά­ξει, λοιπόν, η νοοτροπία του ανθρώπου; Η Εκκλησία είναι α­κριβώς ο χώρος μέσα στον όποιο μαθαίνουμε να αγαπούμε ε­ξίσου αυτούς πού δεν είναι όπως θα τους θέλαμε ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά τους. Το ότι η Εκκλησία δέχεται στους κόλπους της την ύπαρξη της ετερότητας και της διαφοράς ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά οδηγεί λογικά στη σχετικοποίηση της σημασίας των φυσικών χαρακτηριστικών. Η επιστήμη, από το άλλο μέρος, κάνοντας πρωταρχικό ζήτημα τα φυσικά χαρακτηριστικά, είτε με την επέμβαση για διόρθωση τους είτε με την κλωνοποιημένη αντιγραφή τους, μας οδηγεί στην εντε­λώς αντίθετη κατεύθυνση.

Η Εκκλησία δεν μπορεί να σταματήσει τις βιολογικές έρευνες. Μπορεί όμως και πρέπει να πραγματοποιεί, να βιώνει και να μαρτυρεί προς κάθε κατεύθυνση την αντίληψη ότι τα φυσι­κά χαρακτηριστικά δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για τη μοναδικότητα του ανθρωπίνου προσώπου. Η παραγωγή πανο­μοιότυπων , ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά, ανθρώπων με τη βοήθεια της γενετικής μηχανικής απειλεί τη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου, για την οποία η Εκκλησία δεν μπορεί να αδιαφορήσει χωρίς να προδώσει τον ίδιο το σκοπό της ύπαρξης της.

Πρώτη δημοσίευση: Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, «Το πρόσωπο και οι γενετικές παρεμβάσεις», Ίνδικτος 14 (2001) 63-72.

 

 

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel