Ζωηφόρος

Περί Αγιασμού και Απαθείας, του Γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού,

 Περί Αγιασμού και Απαθείας

του Γέροντος  Ιωσήφ του Βατοπαιδινού

Από το βιβλίο του «Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Αγώνες - Εμπειρίες – Διδασκαλίες (+ 1959)»

Έκδοσις της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου

Σειρά: Ψυχωφελή   Βατοπαιδινά 1

* * *

Έχομε ήδη αναφέρει πόσο δύσκολο είναι να περιγράψη κανείς πνευματικές μορφές. Αυτό το επαναλαμβάνομε και πάλι και προσθέτομε ότι είναι τολμηρότατον επιχείρημα το να προσπαθή κάποιος να εισέλθη στα βάθη και πλάτη φωτισμένων διανοιών και πνευματοφόρων υπάρξεων. Όμως η προσπάθεια αύτη δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο, όταν ο επιχειρών είναι αμύητος και ενδεής αυτής της εργασίας. Γι' αυτό και «επερρίψαμεν επί τον Κύριον την μέριμναν»1, «ίνα κατά τον πλούτον της χρηστότητος αυτού»2 πληροφόρηση τας καρδίας των αγαπητών αναγνωστών «τί το πλάτος και βάθος και ύψος»3 του πνευματικού ορίζοντος, όπου εισέρχονται και κινούνται όσοι «Πνεύματι Θεού άγονται»4, γενόμενοι και μένοντες υιοί Θεού. «Όσοι γαρ έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι»5.

Στην σφαίρα του πνευματικού ορίζοντος δεν ισχύουν ανθρώπινοι κανόνες της κοινής λογικής, γι' αυτό και ο Παύλος απαλλάσσει καθηκόντων τους πνευματικούς άνδρας, λέγων «δικαίω νόμος ου κείται»6. Στον δίαυλο όμως της αγωνιστικότητος, πού είναι το πεδίο του γίγνεσθαι, υπάρχουν και φαίνονται ελλείψεις. Οι άνθρωποι, καλούμενοι εξ αγνωσίας εις γνώσιν — και άρα εις πίστιν και μετάνοιαν—, εισερχόμεθα σε ένα κύκλο μαθήσεως και προκοπής, όπου όσο προοδεύομε προς τα εμπρός τόσο μειώνομε το κενόν της προηγουμένης ελλείψεως. Από μέρους βλέπομε, από μέρους προκόπτομεν, από μερους τελειούμεθα, και τούτο χάριτι και ελεεί του Θεού. Σ' αυτήν την κατά φύσιν από μέρους προκοπήν επόμενον είναι να εμφανΐζωνται ελλείψεις, οι όποιες δεν οφείλονται σε κάμψι και λύγισμα της σωστής προθέσεως ή σε παρέκκλισι προς τα αριστερά. Μάλλον συμβαίνει κάτι ανάλογο με τον ήλιο, του οποίου οι ακτίνες δεν φωτίζουν και τα όπισθεν του σώματος, όταν ο ηλιακός δίσκος δεν μεσουρανεί ακόμη, ώστε να περιλούεται στο φως ολόκληρο το σώμα. Ο αγωνιστής, δηλαδή, δεν έφτασε ακόμη ακριβώς κάτω από το πλήρωμα της Χάριτος και γι΄ αυτό έχει ακόμη μερικά μη φωτισμένα σημεία και άρα ελλείψεις, άλλα πάντως το πλήρωμα και το τέλειο είναι ο ισόβιος στόχος του.

Η σχεδόν παντελής απειρία πρακτικού βιώματος της πνευματικής ζωής γεννά στον σύγχρονον άνθρωπο πολλά ερωτηματικά, τα όποια και ακούομε συνεχώς στις καθημερινές μας συναντήσεις και συζητήσεις. Ο αγιασμός, η κατά Θεόν τελείωσις δηλαδή, και η ουσιαστική του έννοια σχεδόν πάντοτε ερμηνεύεται εσφαλμένα από τους μακράν της σωστής πείρας ευρισκομένους. Ας μου επιτραπή να αναφέρω, με φόβο και συστολή, μερικές από τις σχετικές κρίσεις των Πατέρων, για να ερμηνευθή η έννοια και η σημασία του αγιασμού κατά το πατερικό πνεύμα. Παρουσιάζοντες και σχολιάζοντες μερικές γνώμες των κορυφαίων Πατέρων μας θα αναφερθούμε στον όρο «αγιασμός», από που αρχίζει, που φτάνει και πώς κατορθώνεται, για να βοηθήσωμε σε κάποιο προσανατολισμό.

Ο κάθε ένας είναι δυνατόν να γευθή μερικόν είδος αγιασμού, διότι ο αγώνας και η πορεία προς τον τελειωτικόν αγιασμό περνά σταδιακά από μερικές βαθμίδες. Ο κάθε ένας, άλλος λίγο άλλος περισσότερο, μπορεί και πρέπει να φτάση σε κάποια απ' αυτές τις Βαθμίδες. Η οδός, πού οδηγεί στον αγιασμό και την εν Χριστώ τελείωσιν, είναι η μετάνοια, έφ' όσον «οι πάντες ημάρτομεν και υστερούμεθα της δόξης του Θεού»7. Όσο ανεβαίνει κάποιος την κλίμακα της μετανοίας, τόσο συναντάται με τις διαβαθμίσεις του αγιασμού. Αυτός είναι και ο ορός της αληθούς μετανοίας, να ανάκτηση ο άνθρωπος την απολεσθείσα θεία χάρι, την οποία έχασε δια της αμαρτίας ή την υστερείτο ζών μακράν της πίστεως και της γνώσεως του Θεού. Η ανάκτησι της χάριτος δεν είναι κάτι το μερικόν, άλλα το σύνολον της υιοθεσίας, την οποίαν ο Χριστός δια της Εκκλησίας του παρέχει στους πιστούς. Οι πιστοί μπορούν, αν το θελήσουν, να φθάσουν στην κατά το δυνατόν τελειότητα, την οποίαν οι Πατέρες διαιρούν σε τρεις καταστάσεις: καθαρτικήν, φωτιστικήν και τελειωτικήν. Η τρίτη κατάστασις ονομάζεται και τελειότης ή απαθεία ή θεία γνώσις ή αγάπη εις Θεόν. Λέγεται ακόμη και σαββατισμός και κατάπαυσις, όπου — καθώς ο Θεός την εβδόμη μέρα καταπαύει από των έργων του- , έτσι και ο άνθρωπος καταπαύει από των έργων της μετανοίας.

Ο Μέγας Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει τρεις γενικώτερες καταστάσεις, συνήθεις στους μοναχούς, πού χαρακτηρίζουν τους προσεγγίζοντας τον αγιασμό. Η πρώτη είναι «το μηδέν αμαρτάνειν κατ' ένέργειαν»8, εδώ είναι το στάδιο της καθάρσεως και ο αγωνιστής, μετά νόμιμον άθλησιν, υπερβαίνει την παρά φύσιν κατάστασιν. Η δεύτερη είναι «το μη εγχρονίζειν εν τη ψυχή τους εμπαθείς λογισμούς», αυτή είναι η φωτιστική κατάστασις με κύριο χαρακτηριστικό την δεκτικότητα του θείου φω-τισμοΰ, ώστε ό νους να ελέγχη τις εμπαθείς σκέψεις. Η τρίτη κατάστασις, η και τελειωτική, είναι «το τας μορφάς των γυναικών και των λυπησάντων απαθώς θεωρείν κατά διάνοιαν», κατ' αυτήν επιτυγχάνεται η εγγύτης της ψυχής προς την ελευθερίαν, διότι και αν ακόμη είναι παρόντα τα εμπαθή νοήματα δεν μπορούν να κινήσουν την ψυχή προς συναρπαγήν, και αυτός σχεδόν είναι ο κύριος στόχος της πνευματικής ζωής. Η ορθή χρήσις των νοημάτων ακολουθεί την ορθή χρήσι των πραγμάτων και έτσι καταργείται το περιεκτικόν κακόν, διότι, αν τις δεν αμαρτήση πρώτον κατά διάνοιαν, δεν θα αμαρτήση ποτέ κατ' ενέργειαν, καθώς λέγουν οι Πατέρες.

Η πίστι, ο θείος φόβος, ο εκ τούτων ζήλος και η ακριβής υπακοή στις εντολές νεκρώνουν το παθήτικόν μέρος της ψυχής, πού έτσι στρέφεται ολόκληρο προς τον Θεόν, διότι - κατά τον Απόστολο - «καταπίνεται το θνητόν υπό της ζωής»9. Οι αισθήσεις, τότε, λειτουργούν στα πλαίσια του νόμου της χρείας και μόνον, πειθαρχούν στην εγκράτεια και έτσι προκαλούν το πένθος και την αίσθησι της αμαρτωλότητος.

Αν και η τελειότης εκτείνεται στα προαναφερθέντα επίπεδα, όμως μπορεί κάποιος να μετέχη απάθειας από μέρους. Στις τρεις αυτές καταστάσεις, αν και δεν ετελειώθη ολοκληρωτικά ο άνθρωπος, γνώρισεν όμως τον νόμον της ελευθερίας, έστω και μερικώς, και απέκτησε πείραν του αγιασμού. Ο αυτός είναι σε θέσι να περιγράψη με ακρίβεια αμφότερες τις θέσεις, της χάριτος και της πλάνης, της αρετής και της κακίας, της πάλης και της ήττας και, γενικά, τα μυστήρια του αοράτου πολέμου.

Σε άλλο σημείον ο Άγιος Μάξιμος διακρίνει τέσσερεις διαβαθμίσεις της απαθείας: πρώτη απάθεια είναι η ανέπαφος κίνησις του σώματος προς την κατ' ενέργειαν αμαρτίαν δεύτερη, η τελεία αποβολή από της ψυχής των εμπαθών λογισμών τρίτη, η τελεία ακινησία της επιθυμίας προς τα πάθη, και τέταρτη, η τελεία απόθεσις από της διανοίας πασών των αισθητών φαντασιών. Άλλα και ο Απόστολος Παύλος δύο τελειότητες γνωρίζει, θεωρών τον εαυτόν του και τέλειον και μη τέλειον. Λέγει, «ούχ ότι έλαβον ήδη τετελείωμαι» και αμέσως μετά «όσοι ούν τέλειοι τούτο φρονώμεν»10.

Άλλα φρονούμε ότι και με τα ακόλουθα πατερικά χωρία από την Φιλοκαλία θα βοηθηθούμε στην πληρέστερη κατανόησι των ορών αγιασμός και απάθεια. Κατά τον Μέγα Μάξιμο «αγιασμός είναι η παντελής ακινησία και νέκρωσις της κατ' αίσθησιν επιθυμίας»- και «απάθεια είναι η ειρηνική κατάστασι της ψυχής, κατά την οποίαν γίνεται δυσκίνητος προς την κακίαν». Κατά τον άββά Θαλάσσιον «τελείαν απάθειαν έχει ο μηδέ προς τα πράγματα πάσχων μηδέ προς τας μνήμας αυτών»11. Διάδοχος ο επίσκοπος Φωτικής αναφέρει ότι «απάθεια είναι ου το μη πολεμείσθαι υπό των δαιμόνων, αλλά το πολεμουμένους υπ' αυτών απολεμήτους μένειν» και αλλού καθορίζει «καθαρότητα φέρει ου μόνον το μηκέτι πράξαι τα κακά, αλλά το αθετήσαι τα κακά κατά κράτος επιμέλεια των καλών». Και ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος λέγει, «απάθεια είναι ου το μη αισθηθήναι των παθών, άλλα το μη δέξασθαι αυτά, εκ των πολλών γαρ και ποικίλων αρετών, των κρυπτών και φανερών ων εκτήσατο τις, ησθένησεν εν αύτω τα πάθη και ου δύνανται ευχερώς επαναστήναι κατά της ψυχής και η διάνοια ου χρήζει πάντοτε προσέχειν αυτοίς». Και Μάρκος ο Ασκητής λέγει πάλι, «νους, πλήρων -χάριτι Θεού- τας πράξεις των αρετών και πλησιάσας τη γνώσει, ολίγον αισθάνεται εκ του μέρους του κακού και ανόητου της ψυχής, η γνώσις γαρ αυτού αρπάζει αυτόν εις το ύψος και απαλλοτριοί αυτόν από πάντων των εν τω κοσμώ». Άλλα και Εφραίμ ο Σύρος αναφέρει ότι «οι απαθείς, υπερεκτεινόμενοι ακορέστως προς το άκρον εφετόν, ατέλεστον ποιούσι την τελειότητα, διότι ουκ εστί τέλος των αιωνίων αγαθών».

Με τους ανωτέρω ορισμούς, πού δεν είναι και οι μόνοι, προσδιορίζεται κατά το δυνατόν εις ανθρώπους η τελειότης, η οποία ουσιαστικά μένει ατέλεστος, διότι -κατά τον Απόστολον- «ενταύθα από μέρους βλέπομεν και από μέρους γινώσκομεν» και μόνον, όταν – στο μέλλον— έλθη το τέλειον, «τότε το εκ μέρους καταργη-θήσεται»12.

Ως εδώ σχεδόν εξικνείται το καθήκον όλων των ανθρώπων ως λογικών όντων, όπου απαιτεί η φύσις να ίστανται. Η παράβασις αυτών των όρων υποβιβάζει την λογικότητα στην θέσι του παραλόγου και του παρά φύσιν. Το να μην αμαρτάνη ο άνθρωπος και να δικαιοπραγή είναι νόμοι της φύσεως και, άρα, καθήκοντα. Οι νόμοι της χάριτος είναι απ' εδώ και μπρος, πού είναι μεν μία συνέχεια του προηγουμένου, αλλά δεν επιβάλλεται για όλους τους ανθρώπους σαν δυσκατόρθωτο και σπάνιο πού είναι ιδίως στις συνθήκες του κοινωνικού βίου. Ο Κύριος μας, ερωτώμενος περί του πρακτέου δια την σωτηρίαν, κατ' αρχήν προέβαλλε την τήρησι των εντολών, καθώς και ο μέγας Πρόδρομος σαν κήρυκας της μετανοίας. Μόνο στους ζητούντας την υψηλότερη τελειότητα διέταξε την αποταγή και το ακολουθείν όπισθεν Αυτού ακριβώς13.

Στην πρώτη θέσι, της φυλακής των εντολών, σταθέντες οι απ' αιώνος δίκαιοι εκλήθησαν άμωμοι και άμεμπτοι. Ο Παύλος συχνά τους ονομάζει «Αγίους». Στην Β' προς Κορινθίους αναφέρεται εις πάντας τους Αγίους τους οντάς εν όλη τη Αχαΐα, ενώ στην προς Ρωμαίους σε πολλά χωρία αναφέρεται στην διακονίαν προς τους εν Ίεροσολύμοις όντας αγίους κ.λπ. Ο Λουκάς αναφέρει ότι οι γονείς του Προδρόμου «ήσαν δίκαιοι αμφότεροι ενώπιον του Θεού, πορευόμενοι εν πάσαις ταις εντολαίς και δικαιώμασι του Κυρίου άμεμπτοι»14.

Άλλα η παρουσία του Θεού Λόγου και η πρόσληψι της ιδικής μας φύσεως από την θεοπρεπή μεγαλοσύνη Του ανεβίβασε τον άνθρωπο στο πλήρωμα της τελειώσεώς του, στον αρχικό του προορισμό. Τον «κατ΄ εικόνα και καθ' όμοίωσιν», σαν η βάσι της προσωπικότητας, παρεδόθη πλέον στον άνθρωπο κληρονομικώς. Έκτοτε οι ευγενείς υπάρξεις, οι θεοειδείς προθέσεις, οι θεόμορφες γνώμες —με πρότυπο τον Κύριο μας Ιησούν— ξεπέρασαν τον νόμο του καθήκοντος, τον «νόμον των εντολών»15, και εισήλθαν στο δόγμα της αγάπης, αφού έλαβαν από το πρότυπον την χάρι και την δύναμι ίνα «ποιήσωσι έργα μείζονα τούτου»16 υπ' Αυτού κρατούμενοι και οδηγούμενοι. Η ευγενής άμιλλα δια την είσοδο στο εσώτερο καταπέτασμα, εκεί όπου εισήλθεν το κέντρον της αγάπης των ο γλυκύς Ιησούς, έγινε και έμεινε το κυριώτερο μέλημα τους. Αποσχισθέντες από το μέσον των αιτίων και των αφορμών, όπου παρασύρεται η πεπτοκυία φύσι μας, συνεχίζουν τον απαράμιλλον αυτόν αγώνα και — κατά τον Άγιο Ισαάκ— «εν ερημίαις επλανήθησαν και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης εν αταξίαις εύτακτοι όντες». Με βάσι την περιεκτικήν αυταπάρνησι οι φιλόθεοι αυτοί ουρανοδρόμοι όχι μόνον αρνούνται τον κόσμον και τα περί αυτόν, αλλά και τας εαυτών ψυχάς. Και έτσι, γυμνοί από κάθε ίδιον «των έσω, των έξω και των πέριξ», παραδίδονται εξ ολοκλήρου στην χάρι του Κυρίου και στην νόμιμη άθλησι υπό την κηδεμονία των κατά Θεόν διδασκάλων. Στο ισόβιον αυτό στάδιον της ενταύθα παροικίας κρατούν «τας οσφύας περιεζωσμένας και τους λύχνους καιομένους»17, κατά τον Κυριακόν ορισμόν, και αναμένουν «την εξ ύψους δύναμιν»18 και την επαγγελίαν του Πατρός. «Αγίασον αυτούς εν τη αλήθεια Σου. Ο λόγος ο σος αλήθεια εστίν»19. «Εγώ εν αυτοίς και Σύ εν εμοί, ίνα η αγάπη ην ηγάπησάς με εν αυτοίς ή καγώ εν αυτοίς»20.

1.  Α' Πετ. 5,7

2.  Ρωμ. 2,4.   

3.  Έψ. 3,18.

4.  Ρωμ. 8,14.

5. Ίω. 1,12.

6.  Α' Τιμ. 1,9.  

6.  Α' Τιμ. 1,9.

7.  Ρωμ. 3,23.

8.  Β' Τιμ. 2,5.      

9. Β' Κορ. 5,4.

10. Φιλ. γ' 12,15.

11. Φιλοκ. Β'γ'42.

12. Α' Κορ. 13,10.

13. Μθ. 19,21.

14. Λκ. 1,6.

15. Εφ. 2,15.

16. Ίω. 14,12.

17.  Λκ. 12,35.

18.  Λκ. 24,45.

19.  Ίω. 17,17.

20.  Ίω. 17,26.

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel