Δημιουργώντας ὁ Θεός τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα Του διέχυσε στὸν ἄνθρωπο τὸν πόθο τῆς θείας ἀπεραντοσύνης τῆς γνώσεως, τῆς θείας ἀπεραντοσύνης τῆς τελειότητος. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τὸν λόγο, ὁ ἀμέτρητος πόθος καὶ ἡ δίψα τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι, δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ ὁλοκληρωτικῶς μὲ τίποτα, παρά μόνο μὲ τὸν Θεόν. Διακηρύττοντας τὴν θεία τελειότητα ὡς κύριο σκοπό τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως στὸν κόσμο «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστιν» (Ματθ. ε΄, μη΄) - ὁ Σωτήρας Χριστός ἔδωσε τὴν ἀπάντηση στὴν βασική ἀπαίτηση καὶ ἀνάγκη τῆς θεοειδοῦς καὶ θεονοσταλγικῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως.
Ὁ ἄνθρωπος ὀντολογικά εἶναι θεοειδής· σ’ αὐτό συνίσταται ἡ οὐσία του ὡς κάτι τὸ δεδομένο (κατ’ εἰκόνα). Τελεολογικά σκοπός τῆς ζωῆς του ἔχει ὁρισθεῖ ὁ Θεός μὲ ὅλες τὶς θεῖες ἰδιότητές του (καθ’ ὁμοίωσιν). Ἄρα ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος ὡς δυνάμει θεανθρώπινον ὄν, στὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό καὶ ζεῖ μέσα στὶς θεῖες καὶ ἄπειρες τελειότητές του.
Ἀλλ’ ὅμως ἀντί νὰ διαποτίσει μὲ τὸ θεοειδές τῆς ψυχῆς του ὅλη τὴν ἐμπειρική ζωή του ὁ ἄνθρωπος ἀπεχώρισε τὸ πνεῦμα του ἀπό κάθε τι θεϊκόν, τὸ ὁποῖο εὑρίσκεται ἐντός του καὶ προχώρησε ἄνευ Θεοῦ στὰ μυστήρια τοῦ κόσμου τούτου, δηλαδή προχώρησε ἄνευ τοῦ φυσικοῦ ὁδηγοῦ του. Γι’ αὐτό συνάντησε στὸν κόσμο ἀγεφύρωτες ἀβύσους καὶ φοβερά χάσματα καὶ ρήγματα.
Στὴν οὐσία της ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου συνίστατο στὴν ἐπανάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τῆς θεοειδοῦς ὀργανώσεως τῆς ὑπάρξεώς του, διότι ὁ ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τὸν Θεόν καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ καὶ περιώρισε τὸν ἑαυτό του σὲ καθαρή ὕλη, σὲ γυμνό, «ψιλό», ἄνθρωπο. Ἔτσι ἐξεδίωξε ἐν μέρει τὸν Θεό ἀπό τὸν ἑαυτό, τὴν συνείδηση καὶ τὴν θέλησή του καὶ παρέμεινε στὴν καθαρῶς ἀνθρώπινη φύση, σ’ ἕνα καθαρό οὑμανισμό, ἀνθρωπισμό, ποὺ εἶναι ἀκριβῶς τὸ βασικό κακό, τὸ πρωταρχικό κακό τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν ὀνόματι τοῦ αὐτόνομου οὑμανισμοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐξεδίωξε τὸν Θεό σὲ μιὰ ὑπερανθρώπινη ὑπερβατικότητα καὶ παρέμεινε «ὅλος εἰς ἑαυτόν μόνος καὶ ἐν ἑαυτῷ μόνον». Παρά ταῦτα δὲν κατώρθωσε νὰ ἀποβάλει ἐντελῶς ἀπό τὸν ἑαυτό του τοὺς θεοειδεῖς χαρακτῆρες (ἰδιώματα) τοῦ πνεύματός του, ποὺ παρέμειναν γιὰ νὰ ἐμφανίζονται καὶ στὸν οὑμανισμό του ὑπό μορφή νοσταλγίας γιὰ τὴν ἄπειρη πρόοδο, τὴν ἄπειρη γνώση, τὴν ἄπειρη τελειοποίηση, τὴν ἄπειρη ὕπαρξη. Ἐνσυνείδητα ἤ ἀσυνείδητα, σ’ ὅλους τοὺς ἀγῶνες ποὺ διεξάγει στὸν οὑμανισμό του ὁ ἄνθρωπος, τείνει νὰ ἐπαναφέρει στὸν ἑαυτό του τὸ ἀπολεσθέν θεοειδές. Ὁ ἄνθρωπος μὲ ὅλες τὶς οὑμανιστικές νοσταλγίες του οὐσιαστικά κραυγάζει γιὰ τὸν Θεάνθρωπο.
Οἱ οὐσιαστικότερες ὀντολογικές ἀπαιτήσεις καὶ ἀνάγκες τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι ἔχουν ἱκανοποιηθεῖ ἅπαξ διὰ παντός στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Τὸ Πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ εἶναι ἡ ζωή, ἡ γνήσια, ἡ ἀληθινή ζωή, τὸ μέτρον τῆς ζωῆς· τὸ Πρὸσωπο καὶ ὄχι ἡ διδασκαλία Του, χωρισμένη ἀπό τὸ θαυματουργό καὶ ζωοποιοῦν Πρόσωπό του. Κανένας ἄνθρωπος δὲν τόλμησε νὰ πεῖ «ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή», διότι ὅλοι εἴμεθα θνητοί. Ὁ Θεάνθρωπος εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ Ζωή» (Ἰωάνν. ιδ΄,στ΄). Ἡ ἀποστασία ἀπό Αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ζωή, τελειώνει πάντοτε στὴν θνητότητα καὶ τὸν θάνατο.
Τὸ Πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὄχι ὡς λέξη, οὔτε ὡς διδασκαλία, οὔτε ὡς συγκεκριμένη ἐνέργεια, ἀλλ’ ὡς ὑπερτέλεια καὶ αἰωνίως ζῶσα Θεανθρώπινη Ὑπόστασις. Ὁ Θεάνθρωπος εἶπε «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια». Ἐκτός τῆς Θεανθρώπινης Προσωπικότητός Του ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀνύπαρκτη ὀντολογικῶς.
Ὅλην τὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο Του ὁ Χριστός συγκεφαλαιώνει στὸ Θεανθρώπινο Πρόσωπό Του καὶ τὰ ἑρμηνεύει δι’ Αὐτοῦ. Διὰ τοῦτο ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὸ ἅπαν τοῦ Χριστιανισμοῦ τὸ συγκεφαλαιώνει στὸ ζωοποιοῦν Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μόνη κεφαλή. Εἶναι ὁ σωτήρ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μόνος σωτήρ. Δι’ αὐτοῦ τοῦ μόνου, μοναδικοῦ καὶ ἀδιαιρέτου Θεανθρώπου, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε μία, μοναδική καὶ ἀδιαίρετος.
Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας: Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ὅλο τὸ ὀρθόδοξον ἔχει θεανθρώπινο χαρακτῆρα. Ὁ Θεός ὁδηγεῖ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται. Ὁ Θεός ἐνεργεῖ καὶ ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ.
Πῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία φυλάττει τὸν μέγιστον θησαυρόν της, τὸ πανάγιον Πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ; Τὸν διαφυλάττει διὰ τῆς μιᾶς καὶ μοναδικῆς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς πίστεώς της. Διὰ τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφυλάττει διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὴν ἑνότητα καὶ μοναδικότητα τῆς θεανθρώπινης ζωῆς καὶ ἀληθείας. Διὰ τῆς ἁγιότητος διαφυλάττει τὴν μοναδική ἁγιότητα τῆς ζωῆς καὶ ἀληθείας στὸ θεανθρώπινο σῶμα της. Διὰ τῆς καθολικότητος τὴν καθολικότητα καὶ ἀκεραιότητα τῆς θεανθρώπινης ζωῆς καὶ ἀληθείας. Διὰ τῆς ἀποστολικότητος τὸ ἀπαράλλακτον καὶ τὸ συνεχές τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος καὶ ζωῆς τοῦ θεανθρωπίνου σώματος καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν Ἐκκλησία τὸ παρελθόν εἶναι πάντοτε σύγχρονον· τὸ παρόν στὴν Ἐκκλησία εἶναι παρόν διὰ τοῦ ζῶντος παρελθόντος, διότι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ὁ ὁποῖος εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτός καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄, η), ζεῖ διαρκῶς στὸ θεανθρώπινο σῶμα Του διὰ τῆς αὐτῆς ἀληθείας, τῆς αὐτῆς ἁγιότητος, τῆς αὐτῆς ἀγαθότητος, τῆς αὐτῆς ζωῆς καὶ καθιστᾶ ὅλο τὸ παρελθόν παρόν. Γι’ αὐτό γιὰ τὴν ζωντανή ὀρθόδοξη αἴσθηση καὶ συνείδηση ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους μέχρι τοὺς χθὲς κοιμηθέντες, εἶναι σύγχρονα, γιατί πάντοτε ζοῦν ἐν Χριστῷ. Καὶ σὲ κάθε ἀληθινό ὀρθόδοξο ἄνθρωπο καὶ σήμερα εἶναι σύγχρονοι ὅλοι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ Μάρτυρες καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Αὐτοί δὲ εἶναι περισσότερο πραγματικοί (ζωντανοί) γιὰ τὸν ἀληθινό ὀρθόδοξο ἀπό πολλούς κατά σάρκα συγχρόνους τους. Αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς ὅλης ἑνότητος τῆς πίστεως, τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐπιγνώσεως ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικότητος.
Στὸν ὀρθόδοξο χριστιανό τίποτα δὲν γίνεται κατὰ ἄνθρωπο, ἀλλά τὰ πάντα γίνονται κατά Θεάνθρωπο.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατέχει τὴν ἀκεραία διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, διότι στέκεται ἄνευ ὑποχωρήσεων στὴν θεανθρώπινη μεθοδολογία τῶν ἁγ. Ἀποστόλων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Στὴν Εὐρωπαϊκή Δύση ὁ Χριστιανισμός μετεβάλλετο βαθμιαία σὲ οὑμανισμό. Ἐπί πολύ καιρό καὶ ἐπίμονα ἐστένευε τὸν Θεάνθρωπο καὶ στὸ τέλος ἐσμίκρυνε Αὐτόν σὲ ἄνθρωπο: στὸν ἀλάθητο ἄνθρωπο τῆς Ρώμης καὶ στὸν ὄχι λιγώτερο ἀλάθητο ἄνθρωπο τοῦ Βερολίνου. Ἔτσι ἐνεφανίσθη ἀφ’ ἑνός ὁ δυτικός χριστιανικο-οὑμανιστικός μαξιμαλισμός (ὁ παπισμός), ὁ ὁποῖος ἀπό τὸν Χριστό ἀφαιρεῖ τὰ πάντα, καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὁ δυτικός χριστιανικο-οὑμανιστικός μινιμαλισμός (ὁ προτεσταντισμός), ὁ ὁποῖος ἀπό τὸν Χριστό ζητεῖ τὸ ἐλάχιστο, συχνά δὲ καὶ τίποτα. Καὶ στοὺς δύο ὡς ὑψίστη ἀξία καὶ ὡς ἔσχατο κριτήριο τίθεται ὁ ἄνθρωπος στὴν θέση τοῦ Θεανθρώπου. Ἔτσι ἐπιτελέσθηκε ἡ θλιβερή διόρθωση τοῦ Θεανθρώπου, τοῦ ἔργου καὶ τῆς διδασκαλίας Του!!!
Μὲ τὸ νὰ περιορισθεῖ στὴ Δύση ὁ Χριστιανισμός, μὲ ὅλες του τὶς ἄπειρες θεανθρώπινες ἀλήθειες στὸν ἄνθρωπο, μετεβλήθη σὲ οὑμανισμό-ἀνθρωπισμό, ἀνεκήρυξε τὸν ἄνθρωπο ἀλάθητο, ὁ Θεάνθρωπος ἀπωθήθηκε στὸν οὐρανό καὶ στὴ θέση του τοποθετήθηκε ὁ ἀναπληρωτής: vicarius Christi. Πόσο τραγικός παραλογισμός: νὰ ὁρίζεται ἀντικαταστάτης καὶ ἀναπληρωτής γιὰ τὸν πανταχοῦ παρόντα Κύριο καὶ Θεό!!!
Ἔτσι ἐπιτελέστηκε ἡ κατά κάποιον τρόπο ἐκ-σάρκωσις τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ, ἡ ἀποθεανθρώπησις τοῦ Θεανθρώπου.
Ὁ οὑμανιστικός Χριστιανισμός ἀποτελεῖ τὴν πλέον ἀποφασιστική διαμαρτυρία ἐναντίον τοῦ Θεανθρώπου τῆς ἀξιολογίας καὶ τῆς κριτηριολογίας Του. Μὲ τὴν πράξη αὐτή τῆς σμικρύνσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ σὲ οὑμανισμό ἔχει ἁπλοποιηθεῖ ὁ Χριστιανισμός καὶ ταυτόχρονα ἔχει καταστραφεῖ. Μέσα στὴν ἀσέληνη νύκτα του ὁ οὑμανιστικός Χριστιανισμός ἐγκατέλειψε τὶς θεανθρώπινες ἀξίες καὶ τὰ θεανθρώπινα μέτρα καὶ πνίγεται μέσα στὴν ἀπόγνωση καὶ τὸ ἀδιέξοδο, ἐνῶ ἀπό τὰ βάθη τῶν αἰώνων ἠχοῦν τὰ λόγια τοῦ θλιμμένου προφήτου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἱερεμίου «Ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὅς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ’ ἄνθρωπον» (Ἱερ. ιζ΄,ε).
Ὅμως ὁ Χριστιανισμός εἶναι Χριστιανισμός διὰ τοῦ Θεανθρώπου. Αὐτή εἶναι ἡ θεμελιώδης ἀλήθεια σὲ βάρος τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ γίνει συμβιβασμός. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ὑψίστη ἀξία καὶ τὸ ἀλάθητον μέτρον ὡς Θεάνθρωπος. Ἡ σώζουσα καὶ ζωοποιοῦσα δύναμις τῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται στὴν αἰωνίως ζῶσα καὶ πανταχοῦ παροῦσα Ὑπόσταση τοῦ Θεανθρώπου. Κάθε ἀντικατάσταση τοῦ Θεανθρώπου μὲ ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο καὶ κάθε ἐπιλογή ἀπό τὸν Χριστιανισμό ἐκείνων μόνο τῶν στοιχείων ποὺ ἱκανοποιοῦν «τὸ ἀτομικό γοῦστο» καὶ τὴν νόηση τοῦ ἀνθρώπου μεταβάλλουν τὸν Χριστιανισμό σὲ ἐπιπόλαιο καὶ ἀδύνατο οὑμανισμό. Τὸ Πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου εἶναι «τὸ μόνον καινόν ὑπό τὸν ἥλιον», τὸ αἰωνίως καινόν, γι’ αὐτό δὲν ἀνταλάσσεται, οὔτε ἀντικαθίσταται.
Γι’ αὐτό τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι πάντοτε καὶ παντοῦ τὸ ἴδιο, καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους στὴ γῆ καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους στὸν οὐρανό.
Ἐμεῖς ὁμολογοῦντες τὸν Θεάνθρωπο, ὁμολογοῦμεν καὶ τὸν χριστοειδῆ ἄνθρωπο, τὴν θεία καταγωγή του, τὸ θεῖο μεγαλεῖο του καὶ συγχρόνως τὴν θεία ἀξία καὶ ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Στὴν οὐσία ὁ ἀγώνας γιὰ τὸν Θεάνθρωπο εἶναι ἀγώνας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὄχι οἱ ἀνθρωπιστές, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι τῆς θεανθρώπινης πίστεως καὶ ζωῆς ἀγωνίζονται γιὰ τὸν ἀληθινό ἄνθρωπο, ἄνθρωπο θεοειδῆ καὶ χριστοειδῆ.
Ἡ ἐξαιρετική γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος σπουδαιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔγκειται στὴν ζωοποιοῦσα καὶ ἀναλλοίωτη Θεανδρικότητα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία δίδει νόημα σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινον, ἐξάγοντάς το ἀπό τὴν μηδαμινότητα τοῦ μὴ εἶναι εἰς τὸ φῶς τοῦ Πανεῖναι. Μόνο μὲ τὴν θεανθρώπινή του δύναμη ὁ Χριστιανισμός εἶναι τὸ ἅλας τῆς γῆς, ἅλας τὸ ὁποῖο διαφυλάττει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν διαφθαρεῖ στὴν ἁμαρτία καὶ στὸ κακό. Ἄν ὅμως ὁ Χριστιανισμός διαχυθεῖ σὲ διαφόρους ἀνθρωπισμούς, τότε μωραίνεται, γίνεται «ἄναλον» ἅλας, τὸ ὁποῖο, κατά τὸν παναληθῆ λόγο τοῦ Σωτῆρος «εἰς οὐδέν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπό τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. ε΄, ιγ΄). Κάθε προσπάθεια καὶ ἀπόπειρα νὰ ἐξισωθεῖ ὁ Χριστιανισμός μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ αἰῶνος τούτου, μὲ τὶς φευγαλέες κινήσεις κάποιων ἱστορικῶν ἐποχῶν καὶ ἐπί πλέον μὲ τὰ πολιτικά κόμματα ἤ τὰ καθεστῶτα, ἀφαιρεῖ ἀπό τὸν Χριστιανισμό ἐκείνη τὴν εἰδοποιό ἀξία, ἡ ὁποία τὸν καθιστᾶ μοναδική θεανθρώπινη θρησκεία στὸν κόσμο.
Ὄχι, λοιπόν, συμμόρφωση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἀλλά συμμόρφωση καὶ προσαρμογή τοῦ πνεύματος τῆς ἐποχῆς πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς αἰωνιότητος τοῦ Χριστοῦ· αὐτό εἶναι ἡ μοναδική ἀληθινή ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, Ἐκκλησίας Ἀποστολικῆς καὶ Ὀρθοδόξου. Μόνον ἔτσι ἡ Ἐκκλησία θὰ μπορέσει νὰ διαφυλάξει τὴν ζωοποιοῦσαν καὶ ἀναντικατάστατη Προσωπικότητα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, αὐτή δηλαδή τὴν μεγίστη ἀξία σ’ ὅλους τοὺς κόσμους, τοὺς ὁρατούς καὶ τοὺς ἀοράτους καὶ τοὺς μέλλοντας. Διότι Αὐτός εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἀξία καὶ τὸ ἀλάθητον μέτρον τῶν πάντων.
Ιερά Μητρόπολις Χίου