Συνέβη τό ἑξῆς περιστατικό: Σέ ἕνα μέρος, εἶχαν τό ἔθιμο, τήν Πρωτοχρονιά, νά γράφουν τά παιδάκια σ’ ἕνα χαρτάκι, τί δῶρο θά ἤθελαν νά τούς κάνει ὁ πατέρας τους. Καί τήν ἄλλη μέρα οἱ γονεῖς φρόντιζαν αὐτά τά μικρά αἰτήματα τῶν παιδιῶν τους, νά τά ἐκπληρώσουν. Ἀλλά κάποτε ἕνας ἄνθρωπος βρέθηκε σέ μεγάλη φτώχεια. Εἶχε καιρό ἄρρωστος, χωρίς δουλειά, χωρίς ἔσοδα. Στό συρτάρι δέν ὑπῆρχε δεκάρα. Καί τό παιδάκι του, πού αὐτά δέν τά πολυκαταλάβαινε, ὅταν ἦρθε ἡ Πρωτοχρονιά, ἔγραψε ἕνα χαρτάκι καί τό ἔβαλε, κάτω ἀπό τό μαξιλάρι του. Τήν ἄλλη ἡμέρα, τό βρῆκε ὁ πατέρας καί τό διάβασε. Ἀλλά τά χρήματα δέν ἔφταναν γιά τό δωράκι. Ἄν τό ἀγόραζε, θά ἔμεναν μερικές μέρες νηστικοί.
Συνέβη ὅμως καί πῆγε ἐκείνη τήν ἡμέρα στό σπίτι τους ἕνας καλός χριστιανός. Καί εἶδε πατέρα καί μητέρα καταπικραμένους.
- Τί ἔχετε; τούς λέει.
Ἀπάντησαν:
- Αὐτό καί αὐτό συνέβη. Καί γιά νά πάρομε τό δῶρο τοῦ μικροῦ, πρέπει νά μείνουμε δυό μέρες νηστικοί, καί πάλι δέν μᾶς φτάνουν τά χρήματα. Θά χρειαστοῦν κι ἄλλα.
Γράφει ὁ ἐπισκέπτης:
«Ὅταν ἄκουσα τά λόγια αὐτά, ἀπό τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ, συνειδητοποίησα τά λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού λέγει: «Ἄν σεῖς πού εἴσαστε πονηροί, παλιάνθρωποι, ἁμαρτωλοί· ἔχετε ἀγάπη, καί τά παιδιά σᾶς θέλετε νά τά γεμίζετε μέ χαρά, ἀκόμα καί ἄν χρειαστεῖ νά κάνετε θυσίες, πόσο μᾶλλον ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ Οὐράνιος»; Πόσο περισσότερο, ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ Οὐράνιος, θέλει νά γεμίζει μέ χαρά καί νά δίδει δῶρα, ἀγαθά καί πολύτιμα, σ’ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν; Καί τότε σκέφτηκα, κάπως βαθύτερα, τί δῶρο μᾶς κάνει ὁ Θεός. Καί ποιά εἶναι τά πολυτιμότερα χαρίσματα, ἤ μᾶλλον ποιό εἶναι τό πολυτιμότερο ἀπό ὅλα. Καί θυμήθηκα τά λόγια τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόλληται, ἀλλ' ἔχει ζωήν αἰώνιον».
Τό μεγαλύτερο δῶρο πού ἔκανε ὁ Θεός στά παιδιά Του, τά ἁμαρτωλά παιδιά Του, εἶναι ὁ ἀναμάρτητος Υἱός Του. Στά φθαρτά παιδιά Του, ὁ ἄφθαρτος Υἱός. Στά θνητά παιδιά Του, ὁ Ἀθάνατος Υἱός. Καί Τόν ἔδωσε, Τόν παρέδωσε, γιά ποιόν σκοπό; «Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόλληται». Κάθε ἄνθρωπος, πού θά Τόν ἀγαπήσει καί θά Τόν πιστεύσει, νά μήν κινδυνεύει νά χαθεῖ. Ἀλλά νά ἀποκτήσει τήν Αἰώνιο ζωή!
Μελωδία γεμάτη ἐλπίδα
Ὅταν διαβάζουμε τήν λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τήν ὁποία ἐπιτελοῦμε, γιά τήν ὠφέλεια καί τήν σωτηρία μας, γιά νά ἐξιλεώσουμε τόν Θεό καί γιά νά Τόν παρακαλέσουμε γιά τόν ἑαυτό μας καί τίς οἰκογένειές μας, ἀλλά καί γιά τούς κεκοιμημένους μας, ἔχετε προσέξει τί λέμε στό κεντρικότερο σημεῖο, στήν πιό μεγάλη καί στήν πιό σοβαρή στιγμή;
«Σέ εὐχαριστοῦμε», λέμε στόν Πατέρα, «διότι ἔδωκες τόν Μονογενή Σου Υἱό «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόλληται».
Αὐτό εἶναι τό κέντρο τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτό εἶναι τό κέντρο τῆς πίστης μας, ὅτι, ὁ Πατήρ ὁ Οὐράνιος, ἔδωκε τόν Μονογενή Του Υἱό «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόλληται». Γιά νά μήν κινδυνεύει, κάθε ἄνθρωπος πού πιστεύει σ’ Αὐτόν, νά χαθεῖ. Ἀλλά νά ἔχει ἐλπίδα καί βεβαιότητα ὅτι, ἀκολουθώντας τόν Χριστό, θά βρεθεῖ στήν Αἰώνιο ζωή! Ὁ θνητός μέ τόν Ἀθάνατο, ὁ φθαρτός μέ τόν Ἄφθαρτο, καί θά χαίρεται, ὅπως λέγει ὁ διδάσκαλος μας Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, αἰώνια μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, τό σοβαρότερο καθῆκον καί ἡ σοβαρότερη ἀπασχόληση τοῦ καθενός μας, θά ἔπρεπε νά εἶναι, πώς θά κάνομε τόν νοῦ μας καί τήν καρδιά μας νά πιστέψει, περισσότερο καί βαθύτερα, τόν Σωτήρα Χριστό.
Εἶναι κρίμα ἀδελφοί, ἕνας νέος νά φροντίζει νά κάνει γερά τά παπούτσια του γιά νά κλωτσάει τό τόπι, καί νά μήν φροντίζει νά κάνει γερή τήν καρδιά του, καί τό μυαλό του, γιά νά πιστεύει στόν Χριστό. Καί εἶναι κρίμα, ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος νά φροντίζει νά κάνει γερό τό πορτοφόλι του, καί τήν βάση τήν οἰκονομική της οἰκογενείας του, καί νά μήν φροντίζει νά κάνει γερή καί ἄθραυστη τήν βάση, ἐπάνω στήν ὁποία πρέπει νά εἶναι στηριγμένη ἡ οἰκογένεια του καί ὁ ἑαυτός του, μέ τήν πίστη στόν Χριστό καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό λέγει ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο: «Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόλληται».
Τί σημαίνει αὐτό τό “πᾶς”;
Ὁ κάθε ἕνας, ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος, πού θά πιστεύσει σ’ Αὐτόν νά μήν κινδυνεύει νά χαθεῖ. Εἴτε ἦταν μαῦρος, εἴτε ἦταν ἄσπρος, εἴτε ἦταν λωποδύτης, εἴτε ἦταν καλός, εἴτε ἦταν προηγουμένως ἄθεος καί βλάσφημος, ὅ,τι καί ἄν ἦταν, νά μήν κινδυνεύει νά χαθεῖ, ἀλλά νά σώζεται διά τῆς μετανοίας, διά τῆς ἐπιστροφῆς καί διά τῆς πίστεως εἰς Αὐτόν.
Ἕνας μεγάλος μουσουργός πῆρε τά λόγια αὐτά τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόλληται, ἀλλ' ἔχει ζωήν αἰώνιον» καί τά ἐμελοποίησε. Τά ἔκανε ἕνα ἀπό τά θαυμασιότερα ἄσματα τοῦ κόσμου.
Καί ξέρετε τί ἔκανε ;
Ἐκείνη τήν λέξη «πᾶς», ὁ καθένας, τήν τόνισε μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά νομίζει κανείς, ὅτι τήν ἀκούει ὄχι ἀπό ἕνα στόμα, ἀλλά ἀπό χιλιάδες στόματα, ἀπό ἑκατομμύρια στόματα. Σάν νά ἤθελε, ἐνῶ μιλάει ὁ Χριστός, καί λέει τό: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν μονογενῆ Αὐτοῦ τόν Υἱόν ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόλληται» αὐτό τό «πᾶς» νά τό ἐπαναλαμβάνομε, ὅλοι μας, μέσα στήν καρδιά μας, γεμάτοι πίστη, καί ἐλπίδα, φωνάζοντας «πᾶς, πᾶς», δηλαδή «καί ἐγώ Κύριε, καί ἐγώ Κύριε».
Ἔτσι, πρέπει νά εὐχόμαστε ὅταν βρισκόμαστε στήν ἐκκλησία. Νά προσευχόμαστε ὅλοι μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας, καί νά φωνάζομε «πᾶς». Δηλαδή, ὅλοι Κύριε καί ἐγώ, πού σέ πιστεύομε ἄς μή χαθοῦμε!
Εἶμαι ἕτοιμος νά ξανασταυρωθῶ
Διαβάζουμε, σέ ἕνα ὡραῖο βιβλίο πού ἔχει γράψει ὁ μεγάλος ἱεράρχης καί μαθητής τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης:
Ἦταν ἕνας μαθητής, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Κάρπος, ὁ Ἀπόστολος Κάρπος, ἕνας ἀπό τούς ἑβδομήκοντα, Ἀρχιερέας, Δεσπότης, Ἀπόστολος, κάτι παραπάνω καί ἀπό Δεσπότης. Ἄν καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο ἱερατικό ἀξίωμα ἀπό τό ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης. Αὐτός ὁ Κάρπος, εἶχε πολλά πνευματικά τέκνα, τά ὁποῖα, φυσικά, ὅπως ὅλοι οἱ παπάδες, τά ἀγαποῦσε, ὅπως ἀγαπᾶνε οἱ γονεῖς τά φυσικά τους τέκνα. Ἄν καί καμιά φορά οἱ πνευματικοί πατέρες ἀγαπᾶνε περισσότερο τά πνευματικά τους τέκνα.
Ὁ Ἅγιος Κάρπος, λοιπόν, εἶχε μαθητή ἕνα ἐξαιρετικό νέο χριστιανό, γεμάτο ἀπό ἀρετές, τόν ὁποῖο, γιά τίς ἀρετές του, τόν ἀγαποῦσε πολύ. Ἀλλά, κάποια ἡμέρα, αὐτός ὁ νέος ἐπλανήθη. Ἔκανε φίλο ἕνα ἄθεο. Καί ὁ ἄθεος ἐκεῖνος τόν πλάνησε. Τόν ἔκανε νά γίνει ἄπιστος καί νά φύγει ἀπό τήν ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Κάρπος γέμισε ἀπό παράπονο. Ὅταν μάλιστα θυμόταν αὐτόν τόν ἄθεο, γέμιζε ἡ ψυχή του πικρία, καί δέν εἶχε τήν διάθεση, νά ἀνοίξει τό στόμα του, νά πεῖ γι’ αὐτόν, οὔτε «Θεέ μου συγχώρεσε τον», οὔτε «ἐλέησε τον», οὔτε «φώτισε τον», ἀλλά ὅταν πήγαινε ἡ σκέψη του στό πρόσωπό του, αἰσθανόταν τόν ἑαυτό του νά παγώνει, καί νά θέλει νά πεῖ: «Τιμώρησε τον, Θεέ μου, καί τόν ἕνα καί τόν ἄλλο! Τιμώρησε τόν αἴτιο τῆς ἀποστασίας. Τιμώρησε καί τόν ἀποστάτη, πού γνώρισε τό φῶς καί τό ἐγκατέλειψε». Τέτοια ἦταν τά αἰσθήματά του.
Καί μιά ἡμέρα, μέ τέτοια αἰσθήματα, πῆγε νά κοιμηθεῖ. Ἀλλά, ὅλη τήν νύχτα, τόν τάραζαν κάποια παράξενα ὁράματα. Δέν μπόρεσε νά κλείσει μάτι. Ξημερώνοντας πῆγε νά λειτουργήσει. Ἀλλά λίγο πρίν τήν Θεία Κοινωνία, εἶδε, μπροστά του, μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα τό ἑξῆς ὅραμα:
Δημιουργήθηκε ξαφνικά ἕνα φοβερό σκοτάδι. Ἡ Ἁγία Τράπεζα φάνηκε σάν νά ἦταν ἕνας βαθύς λάκκος πού ὁδηγοῦσε στήν ἄβυσσο. Πάνω σ’ αὐτόν τόν λάκκο κρεμόταν ὁ πνευματικός του υἱός μέ τόν ἄθεο φίλο του, πού τόν ἔκανε νά ἀποστατήσει. Κάτω, ἀπό τήν ἄβυσσο, ἔβγαιναν φίδια, τά ὁποῖα προσπαθοῦσαν νά τούς τραβήξουν στό χάος. Καί δαιμόνια τά ὁποῖα φαίνονταν, προσπαθοῦσαν νά κάνουν ἔτσι τό ἔδαφος, ὥστε νά πέσουν μιά γιά πάντα. Καί ἔβλεπε ὁ Κάρπος τούς δυό νέους μέ πόδια ἀδύνατα, μισοπαράλυτα, νά τρέμουν πάνω ἀπό τό χάος ἐκεῖνο, ἕτοιμοι νά πέσουν. Καί τότε, ἐνῶ κοίταζε συνεχῶς περιμένοντας νά τούς δεῖ νά πέφτουν στήν ἄβυσσο, εἶδε ξαφνικά, τόν Χριστό νά κατεβαίνει πρός τό μέρος τους, νά τούς πιάνει καί νά τούς κρατάει. Καί ἔστρεψε ὁ Χριστός, ὁ Κύριος ἡμῶν, τό γλυκύτατο πρόσωπό Του πρός τόν μαθητή Του καί ἀπόστολό Του, καί τοῦ εἶπε:
«Σήκω, Κάρπε, τά χέρια σου. Σήκω τα, λοιπόν, καί χτύπα Με. Χτύπα Με, γιατί Ἐγώ κατέβηκα στόν κόσμο γιά νά τούς σώσω αὐτούς τούς ἀνθρώπους. Καί τό θέλημά Μου καί ὁ πόθος Μου εἶναι, αὐτή ἡ ἁμαρτία νά εἶναι ἡ τελευταία».
Καί τότε, κατάλαβε ὁ μαθητής, ὁ «πρός καιρόν» σκοτισμένος μαθητής, ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά μήν χαθεῖ κανείς. Ὄχι ὁ ἁμαρτωλός, ἀλλά οὔτε ὁ ἀποστάτης, οὔτε ἐκεῖνος πού ὁδήγησε ἄλλον ἄνθρωπο στήν ἀποστασία. Ἀλλά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά σωθοῦν ὅλοι. Καί ἄκουσε τόν Χριστό νά τοῦ λέει: «Καί ἄν χρειαζότανε ἀκόμα, Κάρπε, θά κατέβαινα δεύτερη φορά, γιά νά σταυρωθῶ. Μιά ἀκόμη φορά, γιά νά σταματήσει ἡ ἁμαρτία καί νά σωθεῖ κάθε ἄνθρωπος!».
Δέν χρειάζεται νά κατεβεῖ ἄλλη φορά ὁ Χριστός. Γιατί τό αἷμα, τό ὁποῖο ἔχυσε πάνω στόν Σταυρό γιά μᾶς, εἶναι τόσο πολύτιμο πού ἡ μιά Του σταγόνα, πού παίρνομε μέσα ἀπό τό Ἅγιο Ποτήριο ὁ καθένας μας, φτάνει γιά νά μᾶς ἁγιάσει καί νά μᾶς καθαρίσει ἀπό κάθε ρύπο καί ἀπό κάθε ἁμαρτία!
Ἀδελφοί. Αὐτά τά λόγια νά τά θυμᾶστε. Νά θυμᾶστε τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Νά τήν βάλετε βαθιά μέσα σας καί νά φροντίζετε, μέ τά καλά σας ἔργα καί μέ τήν πίστη, νά γίνετε ἄξιοι τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά ξεχνᾶτε ποτέ, ὅτι: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν μονογενῆ Αὐτοῦ Υἱόν ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόλληται, ἀλλ' ἔχει ζωήν αἰώνιον».
Ἡ δυσωδία τοῦ πνευματικοῦ θανάτου
Ἀλλά θά πρέπει, παράλληλα νά θυμόμαστε ὅτι καί κάθε ἄνθρωπος πού φεύγει ἀπό τόν Χριστό, φεύγει ἀπό τήν ζωή καί πηγαίνει στόν θάνατο. Καί ἐκεῖνος, πού πηγαίνει ἀπό τήν ζωή στόν θάνατο, δέν εἶναι δυνατόν νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό. Ἐκεῖνος, πού παύει νά ἔχει πίστη στόν Χριστό, ἔχει φύγει ἀπό τήν ζωή καί ἔχει πάει στόν θάνατο.
Τί εἶναι ὁ θάνατος;
Ἕνας πατέρας καί μιά μητέρα ἔχουν ἕνα γυιό λεβέντη. Τόν γέννησαν τόν ἀνέθρεψαν, τόν καμαρώνουν, δέν χορταίνουν νά τόν βλέπουν. Τόν ἔχουν καί ἐλπίδα καί παρηγοριά.
Καί ξαφνικά αὐτός πεθαίνει. Τί γίνεται τότε;
Μετά ἀπό λίγο, ἄν τόν ἀφήσουν στό σπίτι καί μάλιστα ἄν εἶναι Καλοκαίρι μετά ἀπό 24 ὧρες, ἀρχίζει ἡ βρῶμα. Κράτα τον ἄλλες 24, ἄν μπορεῖς. Κράτα τον τρεῖς μέρες, τέσσερις ἄν μπορεῖς… Καί ἐκεῖνον, πού δέν χόρταιναν νά τόν βλέπουν, βιάζονται νά τόν πάρουν καί νά τόν βάλουν βαθιά στήν γῆ, γιά νά μήν φάει τόν κόσμο καί τούς ἴδιους ἡ δυσωδία.
Καί, ἄν ἔχουν περάσει 24 ὧρες, ἐκεῖνον πού λαχταροῦσαν νά τόν σφίξουν στήν ἀγκαλιά τους καί νά τόν φιλήσουν, τώρα δέν τολμᾶνε νά ἀκουμπήσουν τά χείλη τους πάνω του, μήπως κανένα μόριο ἀπό τό πτῶμα τούς μολύνει. Καί ἄν μείνει κάτι ἀπό τό νεκρό σῶμα πού βγάζει δυσωδία φροντίζουμε νά τό ἀπομακρύνομε, ἀπό κοντά μας, νά τό πετάξομε, γιατί δημιουργεῖ θάνατο.
Τό ἴδιο καί κάθε ἄνθρωπος, πού ἔχει πεθάνει πνευματικά, πρέπει, νά μήν τόν ἐγγίζομε, καί «νά μήν τόν φιλᾶμε», γιά νά μήν μεταδοθεῖ πάνω μας, ὁ πνευματικός θάνατος. Καταλαβαίνετε τί λέμε.
Τόν ἄνθρωπο, πού εἶναι πνευματικά νεκρός, δέν μπορεῖς νά τόν φιλᾶς, καί νά ρουφᾶς τά λόγια του. Θά πεθάνεις. Καί πρέπει νά τόν ἀπομακρύνεις ἀπό κοντά σου, σωματικά –γιά νά προστατεύσεις τά αὐτιά σου καί γιά τήν ψυχή σου-, ἀλλά δέν πρέπει νά τόν ἀπομακρύνεις ἀπό τήν ἀγάπη σου. Ὀφείλεις νά προσεύχεσαι γι’ αὐτόν, καί νά παρακαλεῖς τόν Θεό γι’ αὐτόν. Καί πρέπει νά μήν χάνεις τήν εὐκαιρία νά τόν συμβουλεύεις. Δηλαδή, νά ἀγωνίζεσαι, νά προσπαθεῖς νά τόν ἀναστήσεις. Γιατί, στά σωματικά μπορεῖ, νά μήν καταφέρνομε νά ἀναστήσομε τόν πεθαμένο, ἀλλά στά πνευματικά θά ἔρθει ἡ ἀνάσταση, ἐδῶ στή γῆ. Καί ἀνασταίνονται οἱ πνευματικά πεθαμένοι, ὅποιοι ἀκοῦνε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατί: «Ὁ τόν λόγον μου ἀκούων καί πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωήν αἰώνιον· καί μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν».
Ἡ φτώχεια τῆς ψυχῆς
Λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά φτώχεια. Τί φτώχεια εἶναι ἡ ἁμαρτία;
Ὑπάρχει ἡ φτώχεια τῆς τσέπης, ἡ φτώχεια τοῦ σώματος, καί ἡ φτώχεια τῆς ψυχῆς.
Τήν φτώχεια της τσέπης τήν ξέρομε ὅλοι ποιά εἶναι. Δέν ἔχομε πολλά οἰκονομικά μέσα.
Ἡ φτώχεια του σώματος εἶναι:
Εἶμαι κακοφτιαγμένος. Δέν εἶμαι γεροδεμένος, εἶμαι ἄσχημος.
Καί ἡ φτώχεια της ψυχῆς ποιά εἶναι ;
Νά σᾶς τήν περιγράψω, λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:
Ἔχεις ἕνα φτωχό ὁ ὁποῖος δέν ἔχει νά φάει. Καί δέν ταπεινώνεται νά πάει νά ζητήσει λίγα χρήματα ἤ λίγη ἐργασία ἀπό κάποιον γιά νά ζήσει. ἀλλά τί κάνει; Κάνει βρωμοδουλειές γιά νά βγάλει χρήματα.
Ἤ τί ἄλλο κάνει;
Λέει: Δέν πάω νά ψοφήσω καλλίτερα, παρά νά ζητήσω ἀπό ἄλλον δουλειά, καί νά ὑποχρεωθῶ; Καί ἡ μιά περίπτωση καί ἡ ἄλλη τί εἶναι;
Εἶναι ἡ φτώχεια τῆς ψυχῆς· γιατί ὁ ἐγωισμός εἶναι ἡ μεγαλύτερη φτώχεια της ψυχῆς, καί ὁ μεγαλύτερος θάνατος τῆς ψυχῆς.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει, νά ἀγαπήσει τόν Χριστό, νά πιστέψει στόν Χριστό, πρέπει, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, νά φροντίσει νά πάψει νά εἶναι φτωχός στήν ψυχή. Καί νά φροντίσει νά γίνει πλούσιος στήν ψυχή, μέ τήν ταπείνωση. Δηλαδή, θά πρέπει, νά κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του, νά φροντίσει νά ταπεινώσει τόν ἑαυτό του, νά κλείσει τό στόμα του καί νά ἀνοίξει τά μάτια του καί τά αὐτιά του, στό λόγο τοῦ Θεοῦ. Τότε θά ἔλθει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα του, τότε θά ἔλθει ἡ γλυκυτάτη πίστη καί ἡ γλυκυτάτη ἐλπίδα στήν ψυχή του.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος θά ἐργαστεῖ καί θά γεμίσει τήν καρδιά του, τόν νοῦ του, τήν ψυχή του, τόν ἑαυτό του, τήν ζωή του, μέ τήν πίστη στόν Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό. Διότι: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν μονογενῆ Αὐτοῦ Υἱόν ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόλληται, ἀλλ' ἔχει ζωήν αἰώνιον».
Καί γι’αὐτό κάθε φορά πού τελειώνουμε τήν λειτουργία λέμε:
«Δόξα Σοι Χριστέ ὁ Θεός, ἡ ἐλπίς ἡμῶν δόξα σοι».
Γιατί ἐλπίδα μας καί παρηγορία μας εἶναι ὁ Χριστός. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
ὁμιλία στήν Κερασώνα στίς 11/9/1988