Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας, λέει ὅτι ὁ Θεός ἔφτειαξε τή γῆ Παράδεισο. Ἡ ζωή ἐπάνω στή γῆ νά εἶναι Παράδεισος. Καί ὅποιος καταλαβαίνει ἀπό «θέλημα τοῦ Θεοῦ» καταλαβαίνει ὅτι ἡ ζωή ἐπάνω στή γῆ εἶναι ὄμορφη καί Παράδεισος.
Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι, δέν τό καταλαβαίνουν καί δέν τό ζοῦν ἐπειδή ἤ δέν τό ξέρουν ἤ δέν θέλουν καί δέν φροντίζουν νά τό μάθουν. Εἶναι μεγάλο κρίμα, ἕνας ἄνθρωπος νά μή θέλει νά μάθει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε, κάθε γενεά τώρα τελευταῖα, μερικά δισεκατομμύρια ἐπάνω στή γῆ. Δυό μεταξύ μας, δέν συνεννοούμαστε καί δέν συμφωνοῦμε. Πράγμα πού ἅμα θελήσομε νά τό σκεφτοῦμε καλά μᾶς πείθει ὅτι τό μυαλό μας, ὅσο καί νά μᾶς ἀρέσει, δέν βρίσκει τό σωστό καί τήν ἀλήθεια.
Τό σωστό καί ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι ἐπίτευγμα ἀνθρώπων.
Τό σωστό εἶναι ὁ Θεός. Ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεός.
Ἀλήθεια καί σωστό εἶναι ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους.
Πῶς ὅμως πρέπει νά εἶναι οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό;
Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι αἰώνιος, πάνσοφος, πανάγαθος, δημιουργός τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου, καί ἐμένα, τοῦ καθενός μας· πῶς πρέπει νά εἶναι ἡ σχέση μας;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: Γεμάτη εὐλάβεια καί ταπείνωση. Μέ εὐλάβεια καί μέ ταπείνωση, πρέπει νά εἶναι ἡ σχέση μας πρός τόν Θεό. Νά θέλομε νά μαθαίνομε τό τό θέλημά του. Νά τό ἀκοῦμε καί νά τό βάζομε μέσα στή καρδιά μας.
Ἐρώτημα δεύτερον: Γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν ψάχνει γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Γιατί δέν ψάχνει γιά τήν ἀλήθεια; Καί μερικοί ἄνθρωποι μάλιστα, ὄχι μόνο δέν ψάχνουν, ἀλλά καί τήν κοροϊδεύουν τήν ἀλήθεια. Ὅπως ἐπί παραδείγματι ὁ Πιλάτος. Ὅταν ὁ Χριστός τοῦ εἶπε «Ἐγώ ἦρθα γιά νά μιλήσω γιά τήν ἀλήθεια», ὁ Πιλάτος τόν εἰρωνεύτηκε τόν Χριστό· καί τοῦ εἶπε: «καί τί εἶναι αὐτή ἡ ἀλήθεια;». Γιατί εἶχε πελαγώσει ψάχνοντας μοναχός του. «Καί τί ἐστιν ἡ ἀλήθεια;»
Ἔτσι καί σήμερα μερικοί εἶναι πελαγωμένοι σάν τόν Πιλάτο. Καί ὅταν ἀκοῦνε κάποιον νά μιλάει γιά ἀλήθεια, εἴτε λένε «ποιός ξέρει;», εἴτε τοῦ λένε ἄλλες χαζομάρες.
Εἶπε ὁ Χριστός: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Μόνο μέ τό δικό μου τρόπο, ὅπως λέγω καί ὑποδεικνύω, ἄν ψάξει κανείς, θά βρεῖ τήν ἀλήθεια. Καί ψάχνοντας γιά τήν ἀλήθεια θά ρθεῖ σέ μένα. Γιατί ἐγώ εἶμαι «ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ἄνθρωπος πού θέλει νά ζεῖ μακρυά ἀπό τόν Χριστό δέν ζεῖ. Εἶναι πεθαμένος. Ψόφιος, ψοφίμι. Καλύτερα νά ἦταν καί σωματικά ψοφίμι, παρά νά εἶναι σωματικά ζωντανός, νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του, εὔρωστο, δυναμικό καί ἔξυπνο καί νά εἶναι χειρότερο ψοφίμι, ἀπό τά ψοφίμια πού ἔχουν σαπίσει καί βρωμᾶνε.
Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο λάθος στόν κόσμο.
Ὄχι καί νά ἀγνοήσω τόν Θεό…
Εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι ὅταν θά ἔλθη τό Πνεῦμα τό ἅγιο θά ἐλέγξει τόν κόσμο γιά τρία μεγάλα θέματα. «Περί ἁμαρτίας καί περί δικαιοσύνης καί περί κρίσεως. Καί περί ἁμαρτίας μέν» εἶπε ὁ Χριστός «ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ». Ἡ πιό μεγάλη ἁμαρτία δέν εἶναι οὔτε κἄν ὁ φόνος. Οὔτε κἄν ἡ μοιχεία, πού διαλύει ἕνα σπίτι, μιά οἰκογένεια. Οὔτε κἄν μιά ληστεία ἤ ἄλλα τέτοια. Ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία, λέει ὁ Χριστός, εἶναι ὅτι «οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ». Ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν ψάχνουν νά βροῦν τήν ἀλήθεια καί τό φῶς καί τόν Θεό. Τή σχέση τους μέ τόν ἀληθινό Θεό. Μέ τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό.
Πῶς γίνεται ὅμως ἀδελφοί νά τά βρεῖ κανείς αὐτά; Ἡ ἀπάντηση εἶναι: Μέ τή μετάνοια.
Τί σημαίνει μετάνοια; Ἀλλάζω μάτια. Ἀλλάζω μυαλά. Ἀλλάζω αὐτιά. Ἀλλάζω καρδιά. Ἀλλάζω σκέψη. Ἀλλάζω φιλοσοφία τῆς ζωῆς. Τοποθέτηση ἀπέναντι στή ζωή. Μετάνοια σημαίνει ἀλλάζω μυαλά. Τά μυαλά, ὅπως τά ἐννοῦμε μεταφορικά στήν γλώσσα μας. Ὄχι τοῦτο ἐδῶ πού ἔχει ἐδῶ μέσα ὁ ἐγκέφαλος. Ἀλλά μυαλά, σάν περιεχόμενο, σάν σκέψη. Αὐτή εἶναι ἡ μετάνοια.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ψάχνει νά δεῖ πῶς θά διορθώσει τόν ἑαυτό του, εἶναι ταλαίπωρος ἄνθρωπος. Γιατί δέχεται στή ζωή νά πηγαίνει ἀπό κατρακύλισμα σέ κατρακύλισμα καί ἀπό λάθος σέ λάθος, καί μάλιστα σέ τέτοια λάθη πού κάποια μέρα θά στοιχίσουν τήν αἰώνια ζωή. Καί εἶναι πολύ μεγάλο τό λάθος τοῦ ἀνθρώπου πού χάνει ἐξ’ αἰτίας του, ἀπό μόνος του, ἀπό τά μυαλά του, τήν αἰώνια ζωή.
Ὁ ἅγιος καί πανεύφημος ἀπόστολος Παῦλος στή ζωή του, πρίν γνωρίσει τόν Χριστό ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε διαβάσει πολλά καί τά εἶχε μάθει καλά, καί τά εἶχε βάλει στή καρδιά του βαθειά, μέ φανατισμό. Ἀλλά ὁ φανατισμός καταστρέφει τήν ἀγάπη. Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Σαούλ, ὅπως τόν λέγανε τότε, γιά τίς ἰδέες του καί γιά τίς γνῶμες του, εἶχε πετάξει στό σκουπιδοντενεκέ τήν ἀγάπη. Καί ἔψαχνε γεμάτος φανατισμό, καί πάθος, λές καί ἤτανε Μπίν Λάντεν, ἤ 17η Νοέμβρη, νά βρεῖ τρόπο νά ξεπαστρέψει τούς ἀντιπάλους του. Ἔψαχνε, ἔψαχνε δυναμικά. Καί πῆρε μιά παρέα, καί ἄδεια ἀπό τόν Καϊάφα, πρόσωπο νά σοῦ πετύχει μέ τόσο «καλές ἀρχές» καί ἀπό τόν Πιλάτο, νά πάει νά ξεπαστρέψει τούς χριστιανούς πού εἶχαν δημιουργηθεῖ, μιά πρώτη χούφτα, στή Δαμασκό. Καί πήγαινε. Ὅσο περπατοῦσε, τόσο πιό πολύ αὔξανε τό πάθος του.
Ἀλλά, ἐκεῖ πού πήγαινε, ἐπειδή ἀκριβῶς ὅποιος ἔχει τέτοιες ἰδέες καί φανατισμό δέν βλέπει μοναχός του καλά, βρέθηκε μπροστά του καί τοῦ ἔδωσε ἕνα ταρακούνημα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τοῦ φανερώθηκε μέσα σέ φῶς. Τόν εἶδε, καί ὁ Χριστός τοῦ εἶπε:
-Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις;
Καί ὁ Σαούλ πού κατάλαβε ὅτι κάτι ἐξωγήινο εἶναι, ὅτι εἶναι θεϊκή ὄψη, θεϊκή ἐμφάνιση, βρέθηκε ἀπό τό ἄλογο πού ἦταν καβάλλα, γονατιστός στή γῆ· καί προσκυνώντας εἶπε:
-Ποιός εἶσαι Κύριε; Ποιός εἶσαι Κύριε;
Τοῦ ἀπάντησε:
-Ἐγώ εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ Ἰησοῦς τόν ὁποῖο σύ διώκεις.
Καί ὁ Παῦλος ἔσκυψε καί τόν προσκύνησε. Γιατί κατάλαβε ἀπό τό ταρακούνημα, πού τοῦ ἔδωσε μέ τήν ἐμφάνισή του, μέσα στό φῶς καί τή δόξα ὅτι εἶχε νά κάνει μέ τόν Θεό.
Λέει σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Μποροῦσα καί νά μήν σκύψω νά προσκυνήσω, μποροῦσα νά τόν ἀγνοήσω. Μποροῦσα νά τόν βλασφημήσω, ἀλλά «οὐκ ἀπειθής ἐγενόμην τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ». Τόση τρέλλα, δέν τήν εἶχα. Εἶχα τρέλλα καί γιά ἐξαγωγή. Ἀλλά ὄχι καί τόση ὥστε νά δῶ μπροστά μου τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί νά τόν παραμερίσω».
Καί ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη πού ἐπίστευσε, πῆγε στή Δαμασκό καί βαπτίσθηκε ἀπό τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ, τόν ἅγιο ἀπόστολο Ἀνανία. Καί μετά ὁ Παῦλος μή ξέροντας ἄν τόν χρειάζεται ὁ Χριστός γιά τίποτα, παρότι τοῦ εἶπε «θά σέ κάνω ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν», ἀπεσύρθη καί ἐκρύβη στήν Ταρσό, καί στήν ἔρημο τῆς Ἀραβίας δεκατέσσερα χρόνια, καί ζοῦσε μοναχός. Ὅπως ζοῦμε καί ἐμεῖς ὁ καθένας μας, σάν μικροί ἄνθρωποι μοναχοί μας, καί προσπαθοῦμε μέ τίς προσευχές πού κάνομε τό βράδυ καί τό πρωί, μέ τίς νηστεῖες μας καί μέ τήν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, καί μέ τά καλά μας ἔργα, νά βρίσκομε τόν δρόμο γιά τήν ἀλήθεια καί γιά τό φῶς. Γιά νά γίνομε τοῦ Χριστοῦ δοῦλοι, μαθητές του.
Ἡ γλυκύτερη πνευματική ἐργασία
Ἡ μεγαλύτερη ἀρετή γιά τόν κάθε ἄνθρωπο καί ἡ πιό δυνατή προσευχή εἶναι νά θέλει νά πηγαίνει καί νά στέκει κοντά στό Χριστό. Ὅποιος στέκει κοντά στό Χριστό, τόν βλέπει καί τόν καμαρώνει. Τί ἄλλο μπορεῖ νά κάνει; Κάνει τήν καλύτερη προσευχή. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἔχει μπροστά του ἕνα Σταυρό καί καμαρώνει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, τό ὅτι κατέβηκε γιά μᾶς στή γῆ καί σταυρώθηκε γιά μᾶς, κάνει τήν ὀμορφότερη προσευχή. Καί ὅταν κανείς, κάθεται καί βλέπει τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί δέν χορταίνει νά τήν βλέπει, καί σκέπτεται ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, κατέβηκε καί ἦρθε κοντά μας, γιά νά μᾶς διδάξει ἀπό κοντά, νά μᾶς πάρει ἀπό τό χέρι καί νά μᾶς ὁδηγήσει στόν Πατέρα του, αὐτή τήν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ, δέν τήν χορταίνει.
Καί ὅσο καί νά στέκει μπροστά στήν εἰκόνα καί τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καί ἄν δέν λέει οὔτε μία λέξη, οὔτε «λυπήσου με», οὔτε «ἐλέησέ με», κάνει τήν πιό ὄμορφη καί τήν πιό γλυκειά προσευχή.
Πότε θά μάθομε, νά ζοῦμε, μέ τήν σκέψη τοῦ Χριστοῦ, μπροστά στό Χριστό; Γι' αὐτό ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ ψαλμοί τοῦ προφήτη Δαυΐδ εἶναι γεμάτοι ἀπό τήν φράση: «πότε ἥξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ σου;» Πότε θά ρθῶ Χριστέ μου νά σταθῶ γιά λίγο μπροστά σου; Ὄχι μόνο νά σέ κοιτάζω. Νά μέ δεῖς καί σύ. Νά… μπορεῖς νά μέ βλέπεις.
Πῶς κρυβόμαστε, καί δέν μᾶς βλέπει ὁ Χριστός;
Ὅταν κρυβόμαστε ἀπό τόν ἑαυτό μας καί κάνομε πώς δέν καταλαβαίνομε τί ρόλο παίζουν τά ἔργα μας καί οἱ σκέψεις μας καί τά ἀφήνομε νά πηγαίνουν ὅπου θέλουν. Ὅταν ἀφήνομε ἔτσι τόν ἑαυτό μας, κρυβόμαστε ἀπό τόν Χριστό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κρύφτηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα, ἔστειλαν οἱ ἀπόστολοι τόν Βαρνάβα καί τόν Σίλα στήν Ταρσό καί τόν πῆραν. Καί ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ Παῦλος ὄργωσε ὁλόκληρο τόν κόσμο κηρύττοντας τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Ἐκοπίασε περισσότερο ἀπό ὅλους. Ἦρθε καί στήν Ἤπειρο. Ἦρθε καί στή δική μας περιοχή. Καί τήν εὐλόγησε καί τήν ἁγίασε καί τήν ἐφώτισε.
Αὐτό εἶναι τό μεγάλο πράγμα.
Ἀλλά πρίν νά ξεκινήσει, λέει ἡ Ἁγία Γραφή, τό λέει ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος, «ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα, ἱστορῆσαι Πέτρον». Πρίν νά ξεκινήσω νά κάνω τό ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσαν, ἀνέβηκα στήν Ἱερουσαλήμ, νά πάω νά ἐξομολογηθῶ στόν Πέτρο.
Τί ἦταν ὁ Πέτρος μπροστά στόν Παῦλο; Ἕνα στουρνάρι, ἕνας ἀγράμματος.
Τί ἦταν Πέτρος μπροστά στόν Παῦλο;
Ὁ Χριστός τόν εἶχε ὁρίσει νά εἶναι ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας. Νά εἶναι ὁ πρῶτος τῆς Ἐκκλησίας. Πρῶτος τῶν ἀποστόλων. «Τί σημασία ἔχει, ποιός ξέρει περισσότερα καί ποιός ξέρει λιγότερα;» ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέσα του. «Σημασία ἔχει ποιόν ἐξέλεξε ὁ Χριστός καί τί τόν ἔβαλε νά κάνει. Ἄλλωστε αὐτός ἔχει ἕνα προσόν μεγαλύτερο ἀπό ἐμένα. Ἐγώ μιά φορά τόν εἶδα τόν Χριστό. Αὐτός τόν ἔβλεπε κάθε ἡμέρα ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ. Φαντάσου τί ἔχει πάρει αὐτός ἀπό τήν μοναδική ἀληθινή σοφία, ἀπό τήν σοφία τοῦ Χριστοῦ. Καί πόσο εἶναι ἄξιος, ὁ πιό ἄξιος, εἶναι ἐκεῖνος πού θεωρεῖ μικρό τόν ἑαυτό του. Καί μεγάλο τόν Χριστό».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅσο καί ἄν ἦταν μέγιστος, τό καταλαβαίνει ὅποιος διαβάζει τίς ἐπιστολές του, μέγιστος σοφός· καί κατά κόσμον καί κατά Θεόν, θεώρησε τόν ἑαυτό του μηδαμινό καί τιποτένιο μπροστά στόν ἀπόστολο Πέτρο, πού εἶχε γνωρίσει πιό καλά τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Καί εἶχε δίκιο, γιατί ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός. Ὅτι εἶναι ἔξω ἀπό τόν Χριστό, εἴτε τό θέλομε εἴτε δέν τό θέλομε, εἶναι λάθος. Καί ὅσο πιό πολύ αὐτό τό καταλαβαίνομε τόσο περισσότερο προσεγγίζομε καί ἐμεῖς τό φῶς.
Κάποια φορά, ἦταν σέ ἕνα μεγάλο ἵδρυμα ἕνας ἄρρωστος λεπρός. Ὁ ὁποῖος λεπρός περιποιόταν ὅλους τούς ἄλλους, μέ καλωσύνη, μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη, μέ ὑπομονή. Τόν παίρνει ἕνας κατ’ ἰδίαν καί τοῦ λέει:
-Σέ βλέπω ὅτι κάνεις τό ἔργο σου μέ πολλή αὐταπάρνηση. Πιστεύεις στό Χριστό;
-Μέ ὅλη μου τήν ψυχή.
-Ὁπωσδήποτε θά πᾶς κοντά του. Ὅταν θά πᾶς κοντά του, δέν ἔχεις κανένα παράπονο νά τοῦ κάνεις;
-Τί παράπονο νά ἔχω ἐγώ ἀπό τόν Χριστό;
-Ἄν ὄχι τίποτα ἄλλο, τοῦτο δῶ. Γιατί ἐσένα, τόσο καλό ἄνθρωπο σέ ἄφησε ἄρρωστο, ἐνῶ ἄν ἤσουνα γερός, θά ἔκανες τόσα καί τόσα περισσότερα, διπλάσια καί πολλάπλάσια; Ἔ, θά τοῦ τό κάνεις αὐτό τό παράπονο;
Τοῦ ἀπάντησε:
-Ὄχι. Ποτέ. Ποτέ. Στό Χριστό δέν ἔχομε παράπονο, ἀλλά μόνο προσκύνηση καί ἐμπιστοσύνη. Τόν Θεό, δέν τόν ρωτᾶμε. Τόν Θεό μόνο τόν ἀκοῦμε. Καί τό πολύ-πολύ ἅμα ρωτᾶ κάποιους ἐκεῖνοι τοῦ ἀπαντᾶνε. Τίποτε ἄλλο. Καί ἐγώ, ὅταν θά πάω στό Χριστό, δέν ἔχω νά τόν ρωτήσω τίποτε ἀπολύτως. Παρά μόνο νά τόν προσκυνήσω καί νά τόν εὐχαριστήσω, γιατί μοῦ ἔδωσε τήν χάρη καί τήν εὐλογία νά τόν γνωρίσω.
Κύριε, στό μυαλό μου θά πιστεύσω;
Καί τώρα νά γυρίσομε λιγάκι πρός τόν πανεύφημο ἀπόστολο Πέτρο, πού γιορτάζει μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο σήμερα. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἦταν μαθητής τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί μετά πῆγε καί ἔγινε μαθητής τοῦ Χριστοῦ. Ἅγιος ἄνθρωπος. Ἀλλά ἀγράμματος καί ἀστοιχείωτος, τίποτε μόρφωση. Καί παρακολουθοῦσε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Μιά ἡμέρα ὁ Χριστός δίδασκε τούς μαθητές του, γιά τή Θεία Εὐχαριστία. Τούς ἔλεγε, ὅτι πρέπει νά τρῶνε καί νά πίνουν τό σῶμα του καί τό αἷμα του. Καί κεῖνοι παραξενευόντουσταν· «μᾶς πῶς εἶναι δυνατόν νά τρῶμε σῶμα καί αἷμα, σάρκες καί αἷμα κάποιου ἀνθρώπου;»
Τούς λέει ὁ Χριστός:
-Ἄν δέν τρῶτε τήν σάρκα μου καί ἄν δέν πίνετε τό αἷμα μου, δέν θά ἀποκτήσετε καί δέν θά ἔχετε ζωή. Ζωή ἀληθινή, ζωή αἰώνια.
Μερικοί σκαναδαλίστηκαν καί ζήτησαν τρόπο νά φύγουν καί ἔφυγαν. Λέει ὁ Χριστός στούς ἄλλους:
-Μή καί ὑμεῖς θέλετε ἀπελθεῖν; Μπᾶς καί σᾶς, σᾶς κακοφαίνονται τά λόγια μου; Σέ τί πιστεύετε περισσότερο, στό νιονιό σας, ἤ στό δικό μου λόγο;
Τοῦ ἀπάντησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος:
-Κύριε, τί εἶναι αὐτά πού λές; Σέ ποιόν νά πᾶμε; Ρήματα ζωῆς αἰωνίου, σύ μόνο ἔχεις. Λόγια, πού ὅποιος τά ἀκούσει, θά πάει στήν αἰώνια ζωή.
Αὐτό τό δίδαγμα, αὐτά τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, εἶναι ἀπό τίς πιό ὄμορφες ὁμολογίες πού μπορεῖ νά βρεῖ κανείς στόν κόσμο.
Μιά ἀνάλογη ὁμολογία, διαβάζομε σ’ ἕνα βιβλίο πού ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, γιά τόν Βαρλαάμ καί τόν Ἰωάσαφ, ἕνα βασιλιά τῆς Ἰνδίας, πού ὁ γυιός του, ἀντί νά μείνει κοντά του καί νά τόν διαδεχθεῖ, ἔγινε χριστιανός καί ἔγινε ἀσκητής.
Μιά ἡμέρα τόν ἐκάλεσε κοντά του ὁ πατέρας του καί τοῦ λέει:
-Γιατί παιδί μου ἄφησες τά μεγαλεῖα πού εἶχες ἐδῶ καί τά ἀξιώματα πού θά ἔπαιρνες καί πᾶς καί κάθεσαι στήν ἄκρη τοῦ κόσμου καί περνᾶς ὅπως περνᾶς;
Ἀπάντησε ὁ γυιός στόν πατέρα:
-Ἄν θέλεις νά σοῦ πῶ, γιά νά καταλάβεις τί σοῦ λέω, πρέπει νά διώξεις μέσα ἀπό τό παλάτι σου τούς ἐχθρούς σου. Ὅταν ἔχεις τούς ἐχθρούς σου ἀγκαλιασμένους, καί κινδυνεύουν νά σέ φᾶνε, τί νά σοῦ πῶ ἐγώ; Ὅτι καί νά σοῦ πῶ, χαμένο θά πάει.
Τοῦ λέει ἐκεῖνος:
-Καί ποιοί εἶναι οἱ ἐχθροί μου, πού πρέπει νά τούς διώξω;
Τοῦ ἀπάντησε ὁ γυιός του, ὁ ἀσκητής:
-Ἡ γνώμη σου καί ἡ λαχτάρα σου. Τό μυαλό σου, ἡ ἰδέα σου καί οἱ πόθοι σου καί οἱ ἐπιθυμίες σου. Ἄν δέν βάλλεις τάξη σ’ αὐτά, δέν εἶσαι ἄξιος καί δέν θά καταλάβεις τίποτα. Καί ἄν σοῦ μιλήσω γιά τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί γιά τή σωτηρία τήν ὁποία βρῆκα καί τήν χορταίνω ἤ μᾶλλον δέν τήν χορταίνω, ὅσο καί ἄν Τόν πλησιάζω, χαμένα θά πᾶνε.
Ἰδού λοιπόν ἐρώτημα: Ἐσύ ἀδελφέ μου, ἐγώ, ὁ καθένας μας, ἔχεις διάθεση νά πετάξεις λίγο παραέξω, ἔξω ἀπό τό παλάτι τῆς ψυχῆς σου, ἀπό τό παλάτι τῆς ζωῆς σου, ἀπό τό παλάτι τοῦ ἑαυτοῦ σου, τίς λάθος γνῶμες καί λάθος ἐπιθυμίες, πού ὁδηγοῦν στοῦ διαβόλου τά μονοπάτια καί ὄχι στήν ὁδό τοῦ Χριστοῦ;
Ἅμα τό κάνεις, θά γίνεις καί ἐσύ μιμητής τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καί τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Πού πῆραν στά σοβαρά, τό ταρακούνημα πού τούς ἔκανε ὁ Χριστός μέ τά λόγια του, καί κατάλαβαν τή σχέση πού ἔχει τό μυαλό μας μέ τήν ἀλήθεια καί τήν σχέση πού ἔχει ὁ Χριστός μέ τήν ἀλήθεια. Καί προτίμησαν νά ἀφήσουν τόν ἑαυτό τους στήν ἄκρη καί νά ἀγαπήσουν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀγωνίζονται σέ ὅλη τους τή ζωή νά κηρύττουν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί νά βιώνουν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Νά ἀξιώσει καί ἐμᾶς ὁ Θεός, ὁ Χριστός, μέ τίς πρεσβεῖες καί μέ τίς εὐχές τους νά γνωρίσομε καί νά γνωρίζομε μέρα μέ τήν ἡμέρα περισσότερο τό φῶς καί τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τό φῶς καί τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία. Ἔγινε στήν Κερασώνα στίς 28/6/2006