Κέντρο τοῦ κόσμου καί κέντρο τῆς πίστης μας εἶναι ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπου εἶναι ὁ Χριστός, ἐκεῖ μαζευόμαστε γιά νά τόν δοξάσομε, γιά νά τόν τιμήσομε, γιά νά τόν ἐπικαλεστοῦμε.
Στήν Ἐκκλησία ἐρχόμαστε γιά τόν Χριστό, ὄχι γιά τόν ἑαυτό μας, οὔτε γιά κανένα ἄλλο σκοπό. Ὅταν ὁ Χριστός εἶναι μαζί μας στήν Ἐκκλησία, εἶναι ὅτι τό καλύτερο. Ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι μαζί μας, τί θέλομε καί εἴμαστε κάπου χωρίς αὐτόν;
Γι' αὐτό, ὅταν ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία ἤ βρισκόμαστε κάπου ἀλλοῦ καί θέλομε νά εἶναι καί ὁ Χριστός μαζί μας, ἔχομε χρέος, νά κάνομε τόν Σταυρό μας καί νά λέμε: «Κύριε, μήν ἐπιτρέψεις νά ἔχομε μαζί μας «πράγματα» πού θά κάνουν σέ σένα τήν παρουσία σου, ἀνάμεσά μας δυσάρεστη».
Ὅπου λοιπόν ὁ Χριστός, ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία καί ὅπου συνάζεται ἡ Ἐκκλησία γιά νά λατρεύσει καί νά ἐπικαλεστεῖ τόν Χριστό, ὀρθόδοξα καί σωστά ἐκεῖ ἔρχεται ὁ Χριστός.
Γιατί κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, γιά ἕνα καί μόνο λόγο:
Γιά νά μᾶς σώσει καί νά μᾶς ἁγιάσει.
Γιά νά μᾶς πάρει κοντά του.
Γιά νά μᾶς δώσει. Ὄχι νά μᾶς πάρει κάτι. Γιά νά μᾶς δώσει τήν αἰώνια ζωή καί τήν Βασιλεία του.
Μαγνήτης θείου ἐλέους
Σήμερα στό εὐαγγέλιο ἀκούσαμε μία ὡραία ἱστορία.
Ὅλες οἱ ἱστορίες πού μιλᾶνε γιά τόν Χριστό εἶναι ὄμορφες. Οἱ πιό ὄμορφες στόν κόσμο. Μᾶς λέγει ἡ ἱστορία αὐτή, ὅτι ὁ Χριστός εἶχε βρεθεῖ σέ ἕνα σπίτι. Τό σπίτι αὐτό ἔγινε Ἐκκλησία. Ἁγιασοφιά. Ἡ ὀμορφότερη Ἐκκλησία τοῦ κόσμου. Γιατί ἦταν ἀσφυκτικά γεμάτη ἀπό ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἄκουγαν τόν Χριστό μέ τά αὐτιά τοῦ σώματος καί μέ τά αὐτιά τῆς καρδιᾶς τους. Τότε, μερικοί, ξέροντας ποιός ἦταν ἐκεῖνος πού μιλοῦσε, ἔβαλαν τήν ἀγάπη τους, τήν φροντίδα τους καί τήν στοργή τους, ὄχι μόνο γιά τόν ἑαυτό τους, ἀλλά καί γιά κάποιον ἄλλο –παράλυτο- πού δέν μποροῦσε νά σύρει τά βήματά του, πρός τό μέρος πού ἦταν ὁ Χριστός.
Πῆγαν καί τόν σήκωσαν τέσσεροι, γιατί δέν ἀρκοῦσαν δύο, νά τόν σηκώσουν αὐτόν τόν ἄχρηστο ἄνθρωπο, τόν παράλυτο. Καί τόν πῆγαν ἐκεῖ πού ἦταν ὁ Χριστός. Τόν ἔμπασαν στό σπίτι, μέ ἕνα τρόπο πού φαίνεται μυθιστορηματικός καί τόν ἄφησαν μπροστά του.
Ἀνέβηκαν δηλαδή στή στέγη, ἔβγαλαν τά κεραμίδια καί τόν κατέβασαν κάτω μπροστά στόν Χριστό, γιατί κανένας δέν ἔκανε πέρα νά περάσει ἄλλος, ἀπό τήν λαχτάρα νά μή χάσει λόγο, κουβέντα, λέξη ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ.
Τό πρῶτο δίδαγμα πού παίρνομε, εἶναι ὅτι οἱ τέσσεροι ἄνθρωποι πού σήκωσαν τόν παράλυτο, ξέχασαν τόν ἑαυτό τους, ἀπό ἀγάπη, συμπόνια καί φιλανθρωπία. Δέν πῆγαν νά ἀκούσουν τόν Χριστό, παρότι ἦταν σίγουροι ὅτι εἶναι ἡ ζωή τοῦ κόσμου, ἡ χαρά τοῦ κόσμου, ἡ ὑγεία τοῦ κόσμου. Ἀλλά θυμήθηκαν πρῶτα τόν ταλαίπωρο ἀδελφό τους.
Μέσα στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, ὁ Χριστός ἦταν δυό φορές θρονιασμένος, καθισμένος, εὐχαριστημένος, μέ τά χέρια ἀνοιχτά νά εὐλογεῖ. Γιατί τό πρῶτο θέλημα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἀπό ἀγάπη γιά μᾶς κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Καί ὅποιος τόν μιμεῖται καί ἔχει ἀγάπη, συγκαταβαίνει.
Ὅπως δηλαδή ἐκεῖνος θυσίασε τόν ἑαυτό του, ἔτσι καί ἐγώ, ἐσύ, ὁ καθένας μας, ὀφείλομε νά θυσιάζομε κάτι ἀπό τόν ἑαυτό μας, ἀκόμη καί πράγματα πού φαίνονται ἱερά, γιά νά βοηθήσομε ἕναν ἄλλο. Ἄν τό κάνομε, ὁ Χριστός μᾶς ἀγαπᾶ διπλά. Γιατί ἔχομε μπεῖ στό νόημα τοῦ Εὐαγγελίου. Καί στό νόημα τῆς ἐνεργείας του νά κατεβεῖ ἀπό τόν οὐρανό καί νά ρθεῖ κοντά μας, γιά νά μᾶς σώσει.
Πρέπει λοιπόν νά κατεβαίνομε καί νά συγκαταβαίνομε.
Νά ἀφήνομε τόν ἑαυτό μας. Ὄχι νά εἴμαστε συνεχῶς προσκολλημένοι σ’ αὐτόν, στήν γνώμη μας, καί νά νοιαζόμαστε μόνο γιά τήν ὑπόληψή μας καί τό συμφέρον μας. Ἀλλά νά προτιμᾶμε τό συμφέρον, καί μάλιστα τό πνευματικό συμφέρον τῶν ἀδελφῶν μας.
Ἀφοῦ ἄφησαν τόν παράλυτο μπροστά στόν Χριστό, ἄνοιξε ὁ Κύριος μας τό ἅγιο στόμα του καί εἶπε, «ἰδών τήν πίστιν αὐτῶν»:
-Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.
Φαίνεται ὅτι αὐτός ὁ παράλυτος, ἦταν παράλυτος ὄχι μόνο στό σῶμα, ἀλλά καί στήν ψυχή. Δέν λέει τό Εὐαγγέλιο «εἶδε ὁ Χριστός τήν πίστη του». Ἀλλά εἶδε τήν πίστη ἐκείνων πού τόν κουβάλησαν. Καί εἶπε σ’ αὐτόν ἐξ αἰτίας τους, γιά χάρη τους, εὐλογώντας τους, ἀμείβοντάς τους:
-Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.
Δηλαδή, συγχωρεμένος νά εἶσαι, γιά ὅτι καί ἄν ἔκανες στή ζωή σου.
Ἀκούγοντας αὐτά τά λόγια, σκεπτόμαστε: «Παράλυτος ἦταν, ἄχρηστος ἦταν, τέσσερις ἤθελε νά τόν σηκώσουν γιά νά τόν πᾶνε ὁπουδήποτε. Καί τά πρῶτα λόγια πού ἀκούει εἶναι: «συγχωρεμένος νά εἶσαι, γιά τίς ἁμαρτίες σου;» Ὑγεία θέλει ὁ κακομοίρης, ὑγεία. Πές την, Χριστέ μου αὐτή τή λέξη, πές τήν... «Νά εἶσαι καλά παιδί μου, σήκω, περπᾶτα. Γίνε καλά, σοῦ δίνω τήν ὑγεία σου».
Ἡ μεγαλύτερη ἀρρώστια
Ὅμως, δέν εἶπε τέτοιο πράγμα ὁ Χριστός. Ἀλλά εἶπε:
-Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.
Τί παράξενα λόγια! Παράξενα μᾶς φαίνονται ἐμᾶς. Εἶναι δυνατόν νά εἶναι παράξενος ὁ Χριστός καί ἐμεῖς νά εἴμαστε οἱ σωστοί; Μήπως τό δικό μας μυαλό δέν πάει καλά; Μήπως ἡ δική μας γνώμη δέν πάει καλά; Ποιός εἶναι ὁ ἄρρωστος; Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἄρρωστος, ἤ ἐμεῖς;
Ἀρρώστια εἶναι μόνο νά εἶναι κανείς στό κρεβάτι καί νά χρειάζεται γιατρούς καί νοσοκομεῖο;
Ἤ μήπως ὑπάρχουν καί κάτι ἄλλες ἀρρώστιες χειρότερες ἀπό τίς σωματικές;
Ναί ὑπάρχουν. Εἶναι οἱ ψυχικές ἀρρώστιες, οἱ ἁμαρτίες, πού κάνουν τόν ἄνθρωπο νά διαλύεται ὁ ἴδιος καί νά γίνεται μολυσματική ἑστία γιά ὅλο του τό περιβάλλον. Καί διαλύουν οἱ ἁμαρτίες πρόσωπα καί πόλεις, κράτη, ἔθνη καί κοινωνίες, γιά νά μήν ποῦμε ὅτι μολύνουν τόν σύμπαντα κόσμο.
Μήπως θέλει συζήτηση; Ἄνθρωποι πού διαδίδουν καί προπαγανδίζουν καί κηρύττουν τήν ἁμαρτία, δέν εἶναι ἄρρωστοι ψυχικά τόσο, ὥστε νά διαλύουν ὁλόκληρο τόν κόσμο;
Ἀλλά οἱ ἁμαρτίες πληρώνονται. Καί ὅταν πληρώνονται δέν εἶναι μόνο γιά κακό. Εἶναι καί γιά καλό. Ποιό εἶναι τό καλό; Τό ξύπνημα. Εἶναι καλύτερα νά ξυπνήσει κανείς ἀπό τήν ζημία τῆς ἁμαρτίας, παρά νά κοιμᾶται μέ τήν ἠρεμία ὅτι δέν εἶναι τίποτε ἡ ἁμαρτία καί νά ξυπνήσει πότε;
Τότε πού θά ἀκούσει μία φωνή πού θά λέει: «πορεύεσθε ἀπ' ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό ἐξώτερον τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ».
Καλύτερα νά μᾶς χτυπάει τό κουδούνι ὁ πανάγαθος Πατέρας μας γιά νά μᾶς ξυπνάει, παρά νά κοιμόμαστε στήν ἁμαρτία καί νά λέμε ὅτι δέν εἶναι τίποτε σπουδαῖο ἡ ἁμαρτία. Ἴσως πεῖ κάποιος: Ἐμεῖς θέλομε τήν ὑγεία μας. Τί χρειάζονται τά αὐτά τά παραπανιστά λόγια, γιά τήν ζημιά πού κάνει ἡ ἁμαρτία;
Ἡ προτεραιότητα τῆς ψυχῆς
Ὅταν κάνομε αὐτή τήν σκέψη, δείχνομε ὅτι ἔχομε πνευματικό χάος. Ὑποτιμᾶμε τά «ἔσω» καί προσέχομε καί δίνομε ἀξία στά «ἔξω». Τά θεωροῦμε ἐγγύηση. Ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι. Πρόκειται γιά λάθος ἀντίληψη.
Ὅταν λέει κανείς ὅτι πρῶτο εἶναι τό σῶμα καί πρώτη εἶναι ἡ ὑγεία, ἡ ὑγεία τοῦ σώματος, κάνει λάθος. Τήν ἀκοῦμε τόσο συχνά αὐτή τήν φράση: «πρῶτα ἀπ' ὅλα ἡ ὑγεία». Δέν εἶναι ἔτσι. Πρῶτα ἀπ' ὅλα εἶναι ἡ ὑγεία, ἀλλά τῆς ψυχῆς, ἀλλά τοῦ πνεύματος. Ἡ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ ἐν Χριστῷ ὑγεία. Πρῶτα εἶναι ἡ ψυχή καί μετά εἶναι τό σῶμα.
Καί ὁ Χριστός τό ἐπιβεβαίωσε. Κατάλαβε τά λόγια πού ἔλεγαν, «Χριστέ μου, πές νά γίνει καλά ὁ ἄνθρωπος καί ἄσ’ τίς ἁμαρτίες πού δέν τίς βλέπομε ἐμεῖς καί δέν τίς καταλαβαίνομε». Καί γιά νά τούς διορθώσει τόν λογισμό, εἶπε:
-Τί νομίζετε ὅτι εἶναι πιό εὔκολο; Νά πῶ στόν παράλυτο, σήκω καί περπάτα, ἤ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου;
Τό «συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες», ἐμεῖς τό θεωροῦμε εὔκολο, γιατί ἔχομε μάθει νά λέμε ἀερολογίες. Ὅτι περάσει ἀπό τό στόμα τό ξεφουρνίζομε. Ὅτι εἴδους μυθιστορήματα θέλεις τά φτειάχνομε. Ἀλλά ὁ Χριστός δέν παίζει.
Τί εἶναι εὐκολότερο; Τί κουράζει τόν ἄνθρωπο; Πές μου;
Γιά πέσ’ στόν παράλυτο: «σήκω».
Ἱδρώνεις, καταϊδρώνεις, ἀλλά δέν τό λές, γιατί σκέπτεσαι: «Ἔ, ρεζίλι πού μέ περιμένει». Ὅμως τό «Συγχωρεμένος νά εἶσαι»;
Ἄ! Αὐτό νά τό πῶ καί ἐγώ καί ἄς μήν εἶμαι παπᾶς. Εὔκολο εἶναι τό «Συγχωρεμένος νά εἶσαι». Εἴμαστε ἀφερέγγυοι ἄνθρωποι. Ἀσυνάρτητοι. Δέν ξέρομε τί μᾶς γίνεται. Ἔχομε γιά εὔκολα τά δύσκολα καί τά πολύ δύσκολα.
Τότε τούς λέει ὁ Χριστός: Γιά νά καταλάβετε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔχει δικαίωμα νά θεραπεύει καί σῶμα καί ψυχή, λέει στόν παραλυτικό, πού τόν ξέρανε ὅλοι γιατί ἦταν δικός τους, καί τόν πήγαιναν τέσσεροι, γιατί δέν ἔφταναν δύο.
-Τέκνον, ἔγειραι. Ἆρον σου τόν κράβατον καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκον σου.
Καί σηκώθηκε ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Γιατί σηκώθηκε;
Ἐμεῖς λέμε ἁπλά: Γιατί ὑπάκουσε στόν παντοδύναμο λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά τό νόημα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι, ὑπάκουσε στόν παντοδύναμο λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἀποδείχθηκε ὅτι εἶναι σέ πρώτη προτεραιότητα ἡ ψυχή καί ὄχι τό φθαρτό σῶμα.
Ἔχει προτεραιότητα καί ἡ σημασία ἡ τοποθέτησή μας ἀπέναντι τῆς ἁμαρτίας. Πρῶτο μέλημα μας, πρέπει νά εἶναι πῶς θά βγάλομε τήν ἁμαρτία ἀπό μέσα μας. Μετά εἶναι πῶς θά βροῦμε ἀνάπαυση καί ἄνεση ἀπό φυσικό κακό. Εἴτε πρόκειται γιά ἀρρώστια, εἴτε γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο.
Ὅποιος δέν τό κάνει αὐτό, λέει ὁ Χριστός, ἔχει στό μάτι του, ἕνα δοκάρι καί νομίζει πῶς τοῦ φταίει κάποιο σαριδάκι πού μπῆκε κατά λάθος στό ἄλλο του μάτι. Ἐνῶ ἔχει στό ἕνα του μάτι δοκάρι ὁλόκληρο, ψάχνει νά βρεῖ τό σαριδάκι πού πάει νά μπεῖ στό ἄλλο του μάτι.
Τόση εἶναι ἡ διαφορά ἀνάμεσα στά δύο.
Ἡ μεγαλύτερη ἀπώλεια
Σήμερα ἀκοῦμε νά γίνεται λόγος γιά τήν βία πού ἀσκεῖται σέ ὅλο τόν κόσμο. Εἴτε ἀπό τήν κρατική ἐξουσία, εἴτε ἀπό διάφορα ἄτομα.
Λέει ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ψυχολόγους τοῦ κόσμου πού φέρει τό ὄνομα Ἕριχ Φρόμ. «Ἡ κύρια αἰτία τοῦ ὅτι ὁ κόσμος δέν ξέρει τί τοῦ γίνεται καί ποῦ πάει, τῆς ὁποίας καταστάσεως ἐκδήλωμα εἶναι ἡ βία μέσα στόν κόσμο, εἶναι τό ὅτι ὁ κόσμος ξέχασε ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς καί ποιά εἶναι ἡ σχέση του μέ τόν ἑαυτό του καί μέ τόν Θεό».
Ἄν δέν ξεχνούσαμε ποιά εἶναι ἡ σχέση μας μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τόν Θεό, θά κάναμε τέτοια πράγματα; Θά ἀσκούσαμε βία; Θά προσπαθούσαμε νά ἀπατήσομε ὁ ἕνας τόν ἄλλο; Νά τόν φτωχύνομε, γιά νά πλουτήσομε ἐμεῖς;
Ἄς προσέχομε πρῶτα τά «ἔσω» μετά τά «ἔξω». Ἡ ἀρρώστια εἶναι πρῶτα στό μυαλό καί στήν καρδιά καί μετά ἔρχεται στό σῶμα.
Γι' αὐτό ἔλεγε ὁ Χριστός: «Καθάρισε πρῶτα τήν καρδιά σου ἀπό τό κακό, καί θά καθαριστεῖ καί τό σῶμα. Πλύνε πρῶτα τό ποτήρι τοῦ ἑαυτοῦ σου ἀπό μέσα πού ἔχει ἀξία, ἅμα θέλεις νά πίνεις τή ζωή καί νά τήν εὐχαριστιέσαι καί μετά νά κοιτάξεις τά ἔξω. Πρῶτα νά θεραπεύσεις «τά μέσα» καί μετά νά φροντίσεις γιά «τά ἔξω».
Εἴμαστε στήν Ἐκκλησία, γιατί καταλαβαίνομε ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα νά φροντίσομε «τά μέσα».
Λέγει ἕνας μεγάλος σοφός: «ἀπό τό νά χάσεις τά ἀγαθά σου, ὑγεία καί πλοῦτο καί κάθε ἄλλο καλό, πού εἶναι ὅλα ὑπέροχα καί καλά τά ἀγαθά, τό χειρότερο κακό εἶναι νά χάσεις τήν ἐλπίδα. Καί τό ἀκόμη χειρότερο εἶναι νά χάσεις τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, πού εἶναι ἀνώτερη ἀπό ὅλες τίς ἐλπίδες».
Νά χάσεις δηλαδή τήν ἐλπίδα ὅτι μπορεῖς νά γίνεις καλά σωματικά, εἶναι μικρό κακό, ἄλλα νά χάσεις τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι ἀπροσμέτρητο κακό.
Νά παρακαλέσομε ταπεινά τόν Κύριο νά μᾶς δώσει ἔλεος, συγχώρηση καί εὐλογία. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στό Γρίμποβο στίς 23/7/2006