Ζωηφόρος

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Ζ΄ Κυριακής του Ματθαίου, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΤΥΦΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΚΩΦΟΥ

(Ματθ. 9, 27-35)

Ἡ ἀμοιβή τῆς πίστης

 

Ἀκούσαμε στό ἅγιο εὐαγγέλιο, μιά πολύ ἁπλῆ ἱστορία.

Συνάντησαν τόν Χριστό δύο τυφλοί ζητιάνοι, πού ἐπιβίωναν μέ τήν ἐλεημοσύνη τῶν περαστικῶν. Ἄκουσαν ὅτι ἐκεῖ κοντά περνᾶ ὁ Χριστός. Ἀμέσως, ἅρπαξαν τήν εὐκαιρία, καί χωρίς νά ὑπολογίσουν τό πλῆθος πού Τόν ἀκολουθοῦσε ἄρχισαν νά φωνάζουν: «Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Δαυΐδ λυπήσου καί μᾶς».

Ὁ Κύριος, φαίνεται νά τούς ἀγνοεῖ. Αὐτοί δέν παραιτοῦνται. Μπαίνουν μαζί Του, ἀπρόσκλητοι, στό σπίτι πού θά φιλοξενηθεῖ.

Καί ἐμπρός στόν Χριστό πού δέν Τόν βλέπουν, ἀλλά Τόν πιστεύουν, ἐπαναλαμβάνουν θερμότερη τήν ἱκεσία: «Ἰησοῦ, υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς».

Τούς ρωτᾶ ὁ Κύριος, ὄχι γιά νά πληροφορηθεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλά γιά νά διδάξει τούς παρευρισκόμενους: «πιστεύετε ὅτι μπορῶ νά κάνω αὐτό πού ζητᾶτε»; «Ναί Κύριε», ἀπαντοῦν.

Καί ὁ Χριστός τούς εἶπε μόνο δυό λόγια: «Νά γίνει σύμφωνα μέ τήν πίστη σας». Καί ἀμέσως βρῆκαν τό φῶς τους, ἀνταμοιβή τῆς μεγάλης πίστης τους.

Γιατί; Διότι ὁ Χριστός ὄντας παντοδύναμος Θεός πού δημιούργησε μέ σοφία τά πάντα, ὅλη τήν δημιουργία: τόν ἥλιο, τά ἄστρα, τούς ἀνθρώπους, τά ζῶα, μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες πού ἔχει ὁ κάθε ὀργανισμός, ἔχει τήν δύναμη, νά λέει κάτι νά γίνεται.

            Οἱ νόμοι τῆς φύσεως, ὅπως τούς ξέρομε, τούς μελετᾶμε καί τούς ἐπισημαίνουν οἱ ἐπιστήμονες, δέν εἶναι νόμοι γιά τόν Θεό. Εἶναι νόμοι γιά τήν φύση. Ὁ Θεός εἶναι πάνω ἀπό τούς νόμους. Καί σάν παντοδύναμος, ὅποτε θέλει τούς τροποποιεῖ ἤ τούς καταργεῖ. Φυσικά, ἐκεῖνο πού θέλει, εἶναι πάντοτε καρπός τῆς ἀγάπης καί τῆς καλωσύνης Του. Γιατί ἔπλασε τόν κόσμο ἀπό ἀγάπη, καλωσύνη καί εὐσπλαγχνία.

Γιατί ὁ πόνος;

Καί ἄν ἐπιτρέπει κάτι κακό, εἶναι γιατί ἐμεῖς παθαίνομε μιά ἀλλοτρίωση. Ποιά εἶναι ἡ ἀλλοτρίωση;

Νομίζομε ὅτι ὁλόκληρος ὁ κόσμος, μέ τά ἀγαθά του καί τίς ἀπολαύσεις του, εἶναι δικά μας. Καί ἅμα τά χορτάσομε, θά βροῦμε τήν εὐτυχία. Θά ἀποκτήσει νόημα ἡ ζωή μας.

Κυττᾶμε νά ξεπεράσει ὁ ἕνας τόν ἄλλο στό: ποιός θά φάει περισσότερο, ποιός θά πιεῖ περισσότερο, ποιός θά διασκεδάσει περισσότερο, ποιός θά ἀπολαύσει τά πιό πολλά.

Ἀποτέλεσμα: Ἔχοντας τέτοιο φρόνημα, χάνομε τόν Θεό, τήν ψυχή μας, τόν ἑαυτό μας. Κάνομε τήν ζωή, τήν δική μας καί τῶν ἄλλων κόλαση, μέ τήν κακία μας.

Ἐπιτρέπει λοιπόν ὁ Θεός καί ἔρχονται τά προβλήματα:

Πρῶτα ὁ θάνατος.

Μετά οἱ ἀρρώστειες καί τά ἄλλα δυσάρεστα πού συναντᾶμε στή ζωή μας, γιά νά μᾶς ξυπνᾶνε. Νά καταλαβαίνουμε ὅτι εὐτυχία δέν εἶναι ἡ ἀπόλαυση. Ἀλλά εἶναι ἡ ζωή κοντά στό Θεό.

            Μέ τόν πόνο μαλακώνει ἡ καρδιά μας. Ἀπομακρυνόμαστε πιό εὔκολα ἀπό τό κακό. Κάτι τό πολύ σημαντικό γιατί ὅποιος κολλάει στό κακό καί δέν ξεκολλᾶ ἀπό ἐκεῖ ἡ καρδιά του, δαιμονοποιεῖται.

Πνευματικά, εἶναι χίλιες φορές προτιμότερο, νά καταλαβαίνομε ὅτι κάναμε λάθος καί νά μετανοοῦμε, ἔστω καί κάτω ἀπό τήν πίεση τῶν ὅποιων δοκιμασιῶν,  παρά μέσα στά ἀγαθά μας, νά ξεχνᾶμε τόν Θεό καί νά ἰσχυριζόμαστε, ὅτι μέ τό Εὐαγγέλιο στό χέρι δέν γίνεται προκοπή.

Συναισθανόμενοι λοιπόν, μέσα στόν πόνο, τά λάθη μας ἔχομε ἐλπίδα σωτηρίας. Ὁ πολυεύσπλαγχνος ὁ Θεός δέχεται ἀκόμη καί τόν ληστή, τόν τελώνη καί τήν πόρνη ὅταν δηλώνουν ὅτι ἔκαναν λάθος. Τόση εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία Του!

Τυφλοί, φωτίζοντες πολλούς

            Γι’ αὐτό εἶχε ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά δοκιμάζονται οἱ δυό τυφλοί καί ὁ κωφός τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.

Ρωτᾶμε ἴσως: γιατί αὐτοί καί ὄχι κάποιοι ἄλλοι; Ἄς τό δεχθοῦμε μέ τήν βεβαιότητα ὅτι κάθε τί πού παραχωρεῖ ὁ Θεός, εἶναι πρός τό συμφέρον μας. Ἔπειτα τό μυαλό μας καί ἡ σοφία μας, δέν ἐπαρκοῦν νά ἐξιχνιάσουν τίς βουλές τοῦ Θεοῦ.

Τί εἶπε ὁ Ἄγγελος στόν μέγα Ἀντώνιο, ὅταν μέ πολλή ταπείνωση ὑπέβαλλε ἕνα ἀνάλογο ἐρώτημα; «Τόν ἑαυτό σου πρόσεχε Ἀντώνιε. Αὐτά εἶναι κρίματα τοῦ Θεοῦ καί δέν σέ συμφέρει νά τά μάθεις».

Ἐκεῖνο πού χρειάζεται νά κάνομε, εἶναι νά ἀνοίγομε τά μάτια μας γιά νά καταλαβαίνομε κάτι καλύτερο ἀπό τά θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Ὁ Χριστός ἄνοιξε τά μάτια τῶν τυφλῶν γιά νά δείξει ὅτι τό φῶς εἶναι δικό Του. Τό διαχειρίζεται ὅπως θέλει. Ὅποτε θέλει τό δίνει. Ἐμεῖς πρέπει νά τό καταλάβομε, ὅτι δέν μᾶς ἀρκεῖ τό φῶς πού ἔχομε ἀπό τά μάτια μας, ἀλλά χρειαζόμαστε καί ἕνα ἄλλο. Αὐτό μέ τό ὁποῖο βλέπομε τόν Θεό καί τά ἔργα Του.

Τόν Θεό καί τά ἔργα Του, τόν βλέπομε κυρίως μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς. Πού πρέπει νά τά διατηροῦμε ἀνοικτά καί φωτεινά.

Τά μάτια τοῦ σώματος ἔρχονται δεύτερα.

 Ἄνθρωποι πού ἦταν τυφλοί, στά ἔξω μάτια, ἦταν ἀνοιχτομάτηδες στά μέσα.

• Ὁ μεγάλος πατριάρχης Ἰακώβ, στά γηρατειά του, εἶχε τυφλωθεῖ. Δέν ἔβλεπε καθόλου τόν γύρω του κόσμο, ἀλλά ἔβλεπε τό μέλλον. Τό μακρινό μέλλον. Ὄχι τί θά γίνει αὔριο, μετά μερικές μέρες, ἀλλά ἔβλεπε ἑκατοντάδες χρόνια μακρυά. Καί προέλεγε. Προφήτευσε γιά τόν Χριστό. Γιά τήν ἔλευσή Του στόν κόσμο, γιά τήν Βασιλεία Του.

            Πρᾶγμα πού σημαίνει πώς τό μυαλό του καί ἡ καρδιά του, ἦταν γεμάτα φῶς Χριστοῦ, ἐνῶ τά σωματικά μάτια του ἦταν κλεισμένα. Σκοτεινά.

• Ὁ μέγας Ἀντώνιος μεγάλος ἀσκητής, ἀφιερωμένος στό Θεό μέ ὅλη του τήν ψυχή, κατέβηκε κάποτε στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ, συνάντησε ἕνα σοφό Χριστιανό, γεμάτο ἀρετές, εὐσέβεια, καλωσύνη καί σοφία, πού ἦταν ἐντελῶς τυφλός. Ὅταν τόν εἶδε τοῦ εἶπε: «Μή λυπᾶσαι, πού δέν ἔχεις μάτια σάν ἐκεῖνα πού ἔχουν οἱ μυίγες, τά κουνούπια καί τά ζωύφια. Νά χαίρεσαι, πού ἔχεις μάτια σάν τῶν ἀγγέλων καί βλέπεις τόν Θεό καί τήν δόξα Του».

            • Καί κάτι ἀπό τήν ἐποχή μας:

            Στό γραφεῖο ἑνός ἱερέως χτυπᾶ τό τηλέφωνο. Σηκώνει τό ἀκουστικό καί ἀκούει τή φωνή μιᾶς γερόντισσας ἀπό κάποιο φτωχό χωριουδάκι:

            -Εἶμαι μιά τυφλή. Μέ ἄφησαν ὅλοι. Κανείς δέν πλησιάζει στό καλύβι μου. Ἀλλά ἐγώ εἶμαι εὐτυχισμένη, πολύ εὐτυχισμένη;

            -Εἶσαι εὐτυχισμένη; Τό λές σοβαρά;

            -Μάλιστα!  Δοξάζω τόν Θεό. Κάνω τήν προσευχή μου. Παρακαλῶ τόν Χριστό. Καί τόν αἰσθάνομαι κοντά μου. Εἶναι σάν νά τόν βλέπω!

            Τί ἄλλο νά ἐπιθυμήσει κανείς;

Τό τυφλοπάνι

Νά γιατί τά μάτια τῆς ψυχῆς εἶναι χίλιες φορές ἀνώτερα...

Ἀλλά ὅπως ὅταν ἀρρωστήσουν τά μάτια τοῦ σώματός μας, τρέχουμε σέ γιατρούς, βάζομε σταγόνες, κολλύρια, καί κάνομε ἐγχείριση γιά νά τά καθαρίσομε, τό ἴδιο πρέπει νά φροντίζομε νά καθαρίζομε τά ἔσω μάτια. Ἄν τά διατηροῦμε ὑγιή, ἀρχίζομε νά προσεγγίζομε πιό σωστά, τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τῆς καλωσύνης Του, τῆς αἰώνιας ζωῆς, τῆς ἀξίας πού ἔχει ἡ δική μας πίστη καί τά καλά μας ἔργα.

Τήν ἀξία πού ἔχει προπαντός καί πάνω ἀπό ὅλα, τό ὅτι ὁ πολυέλεος Θεός, ἦρθε στόν κόσμο καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς. Γιά νά μᾶς διδάξει, νά μᾶς φωτίσει, νά μᾶς συνετίσει, νά μᾶς πάρει κοντά Του, νά μᾶς δείξει τό δρόμο Του.

            Ἔχετε δεῖ πῶς παίζουν τά παιδιά τό τυφλοπάνι;

Παίρνουν ἕνα πανί, τό δένουν στά μάτια τους, καί ψάχνουν νά βροῦν... τό δρόμο. Παραπατᾶνε, πέφτουν κάτω, γεμίζουν λάσπες, γελᾶνε καί λένε:

-Νά τί εἶναι τύφλωση...

            Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει, μέ τούς μεγάλους. Πού παίζοντας, σάν μικρά παιδάκια, δέν θέλουν νά ἀνοίξουν τά μάτια τῆς ψυχῆς τους καί τά κρατᾶνε κλειστά. Φορᾶνε μόνοι τους τό τυφλοπάνι, ὅταν κάνουν τό κακό καί φεύγουν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Δέν τούς ἀρέσει τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, οὔτε ὁ λόγος γιά τήν αἰώνια ζωή. Καί τότε τί γίνεται;

            Μή βλέποντας –δηλαδή μή ἀξιολογώντας σωστά- παραπατᾶνε καί πέφτουν. Ποῦ πέφτουν;

            Τήν μιά φορά στήν κλεψιά, τήν ἄλλη στήν κατάκριση, τήν ἄλλη σέ κακολογία, τήν ἄλλη σέ σαρκικά ἁμαρτήματα. Καί σέ φόνους ἀκόμη. Καί πού δέν πέφτει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ξεχάσει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τό θέλημά Του. Καί μετά ἀπό ὅλα αὐτά τί κάνει; Μερικές φορές γελάει ἀντί νά συνετισθεῖ.

Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι εἶναι πάρα πολύ κακό πράγμα, ἡ πνευματική τύφλωση.

Δεῦτε λάβετε φῶς

            Πῶς θά ἀποκτήσομε τό φῶς τοῦ Θεοῦ;

            Ἄς ἀκούσομε μιά ἱστορία:

            Σ’ ἕνα χωριό, κοντά στήν Ἐκκλησία ἦταν μιά βρύση μέ δροσερό νερό. Οἱ χωρικοί συνήθιζαν, μόλις χτυποῦσε χαρμόσυνα ἡ καμπάνα τῆς Ἀναστάσεως, νά ὁρμοῦν ὅλοι στή βρύση. Νά παίρνουν νερό, καί νά τό ρίχνουν στά μάτια τους. Γιατί τό κάνετε τούς ρωτοῦσαν; Γιά νά μᾶς πλύνει τά μάτια  ὁ Θεός. Νά μᾶς τά ἀνοίξει νά βλέπομε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τό νόημά της.

Ὑπάρχουν πολλοί τρόποι πού ἀνοίγουν τά μάτια τῆς ψυχῆς...

            Ρώτησε κάποιος σοφός παπᾶς ἕναν ἐνορίτη του.

-Πές μου παιδί μου. Πότε μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἔχομε τά μάτια μας ἀνοικτά;

-Πιστεύω πάτερ, ὅταν μποροῦμε νά ξεχωρίζομε σέ μεγάλες ἀποστάσεις τά ζῶα ἀπό τούς ἀνθρώπους;

-Ὄχι παιδί μου! Εἶναι πολύ φτηνό αὐτό τό κριτήριο.

-Μήπως ὅταν τό χάραμα, στό μισοσκόταδο, ξεχωρίζομε τά διάφορα πράγματα γύρω μας;

-Ὄχι...

-Μήπως ὅταν τή νύχτα διακρίνομε τούς σκοτεινούς ὄγκους τῶν βουνῶν;

-Ὄχι...

-Πές μου τότε σύ πάτερ, πότε εἴμαστε βέβαιοι ὅτι βλέπομε καλά;

Ἀπάντησε ὁ ἱερέας:

-Ὅταν φτάσομε νά βλέπομε τούς ἀνθρώπους σάν ἀδελφούς μας. Τότε ἔχομε τό φῶς τοῦ Θεοῦ μέσα μας.

Φῶς Θεοῦ μᾶς δίνει ἡ ὑπακοή στό λόγο Του καί ἡ ἀγάπη.

Ἅμα τόν ἄλλο, τόν βλέπεις, σάν διάβολο ἤ σάν θύμα, ὄργανο νά ἐξυπηρετήσεις τά συμφέροντά σου, νά τόν ἐκμεταλλευτεῖς, στήν καρδιά σου ἔχεις σκοτάδι.

Πόθος γιά τά πολυτιμότερα

Γιά νά ἀνοίξουν τά μάτια μας:

Πρῶτα ἀπ’ ὅλα χρειάζεται νά παρακαλέσομε τόν Κύριο ὅπως οἱ  τυφλοί... «Κύριε, βοήθησέ με νά ἀνοίξω τά μάτια τῆς ψυχῆς μου. Νά καταλάβω τό θέλημά σου».

Σέ μιά εὐχή τῆς Λειτουργίας, ἀναφέρομε πιά εἶναι τά σημαντικότερα πράγματα. Λέγει ἡ εὐχή:

Στήν παροῦσα ζωή, εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ.

Καί μετά  τόν θάνατό μας, ἡ αἰώνια ζωή.

Πραγματικά! Τί τήν θέλεις τούτη τήν ζωή, ἄν χάσεις τήν αἰώνια; Ἄν πᾶς στήν αἰώνια κόλαση; Ὑπάρχει μεγαλύτερο φιάσκο; Μεγαλύτερο ξέπεσμα; Μεγαλύτερη ζημία; Μεγαλύτερη καταστροφή;

Τί νά τό κάνεις κι’ ἄν ἀπόλαυσες σάν νέος ἤ σάν μεγαλύτερος αὐτά πού λαχταρᾶ ὁ κόσμος; Γιά λίγες στιγμές ἤ ἔστω γιά μερικά χρόνια;  Ὅλα ξεχάστηκαν τήν ἄλλη μέρα. Ἔπαψαν νά σοῦ δίνουν χαρά καί ἐνθουσιασμό. Ὄχι μετά ἀπό καιρό, ἀλλά τήν ἄλλη κιόλας μέρα!

Τά ἐπίγεια, δέν σέ χορταίνουν οὔτε σ΄ αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή! Εἶναι δυνατό νά σέ χορτάσουν στή μέλλουσα; Τήν αἰώνια; Νά σέ ἐφοδιάσουν μέ κάτι γι’ αὐτή;

Πόσο ἀπατώμεθα, ὅταν θαυμάζομε πράγματα πού ἅμα τά ἀξιολογήσεις, εἶναι ὄχι μόνο στρογγυλό μηδενικό, ἀλλά «ὑπό» τό μηδέν!

Σκεπασμένοι μέ τό τυφλοπάνι, κυνηγᾶμε τό «μηδενικό», καί ξεχνᾶμε τόν πλοῦτο, πού εἶναι ἡ ἁγιότητα, ἡ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη, ἡ πίστη καί ὅλες οἱ ἄλλες χριστιανικές ἀρετές, πού τίς καλλιεργοῦμε μέ τήν χριστιανική, τήν εὐσεβή ζωή.

Γι’ αὐτό ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τόν πλοῦτο καί τίς διασκεδάσεις, τίς λέει: «ἀπάτη». «Ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου καί ἡ ἀπάτη τῶν ἡδονῶν».

Ποιός τά πρωτοεῖπε ἔτσι; Ὁ ἀπόστολος  Παῦλος. Ἄς τό πάρομε πολύ σοβαρά.

Τό καταλαβαίνομε πόσο δύσκολο εἶναι ἡ σωματική τύφλωση. Τό θεωροῦμε μεγάλη ζημιά.

Ἄς προσπαθήσομε νά καταλάβομε, πόσο μεγαλύτερο κακό εἶναι ἡ ἔλλειψη τοῦ θείου φωτός ἀπό τήν ψυχή μας.

Νά παρακαλέσομε τόν Κύριο νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς δυναμώνει νά ἀνοίγομε τά μάτια μας, νά βλέπομε τό φῶς Του. Γιατί διαφορετικά τόν ἑαυτό μας ζημιώνουμε.

Νά μήν ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά μείνομε στό σκοτάδι, ἀλλά ὅλοι νά γυρίσομε στό φῶς.

Καί κάνοντας ἔργα φωτός, νά λάβομε τό ἔλεός Του, τήν Ἀνάσταση καί τήν αἰώνια ζωή. Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

 

διασκευασμένη ὁμιλία στή Φιλοθέη τήν 1/12/2002

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel