Ζωηφόρος

Πνευματικη Ζωη

  • 1
  • 2

14 August 17 || Zoiforos.GR - avatar Zoiforos.GR || Η Κοίμηση της Θεοτόκου

Η Μητέρα της Ζωής

Η Μητέρα της Ζωής

Όταν ένας, ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, πεθαίνει, μας αφήνει• φεύγει για πάντα• χάνουμε κάθε επικοινωνία μαζί του. Δεν συνέβη το ίδιο με την Παναγία. Πέθανε, αλλά δεν μας άφησε• η παρουσία της...

03 June 17 || Zoiforos.GR - avatar Zoiforos.GR || Άγιες Μορφές

Ενθυμήματα από τον παπα-Φώτη Λαυριώτη, τ…

Ενθυμήματα από τον παπα-Φώτη Λαυριώτη, τον δια Χριστόν σαλό της Λέσβου, του Παναγιώτη Τσαγκάρη, Γενικού Γραμματέα της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων

Ενθυμήματα από τον παπα-Φώτη Λαυριώτη, τον δια Χριστόν σαλό της Λέσβου* του Παναγιώτη Τσαγκάρη Γενικού Γραμματέα της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ)

09 May 16 || Zoiforos.GR - avatar Zoiforos.GR || Η Ανάσταση του Χριστού

Χριστός Ανέστη..., Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας …

Χριστός Ανέστη..., Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Ακλειδιού Μυτιλήνης, Πάσχα του 2016

«Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος»

09 May 16 || Zoiforos.GR - avatar Zoiforos.GR || Η Ανάσταση του Χριστού

Δεύτε λάβετε φως..., Ι. Ν. Ευαγγελιστρία…

Δεύτε λάβετε φως..., Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Ακλειδιού Μυτιλήνης, Πάσχα του 2016

«Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών»

09 May 16 || Zoiforos.GR - avatar Zoiforos.GR || Η Ανάσταση του Χριστού

Ανάστα ο Θεός..., Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Α…

Ανάστα ο Θεός..., Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Ακλειδιού Μυτιλήνης, Πάσχα του 2016

«Ανάστα ο Θεός, κρίνον τήν γην, ότι σύ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις εθνέσι»

25 December 15 || Zoiforos.GR - avatar Zoiforos.GR || Η Γέννηση του Χριστού

Παναγιώτης Τσαγκάρης : "Χριστός γεν…

Παναγιώτης Τσαγκάρης : "Χριστός γεννάται δοξάσατε" (Βίντεο)

Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015 στο Χριστιανικό Κέντρο Νεότητας της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης στα πλαίσια χριστουγεννιάτικης, μουσικής εκδήλωσης της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής "Ο Άγιος Θεόδωρος ο Βυζάντιος" της...

Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός Διδαχὲς-θαύματα-προφητείες Γ΄

(ἀφηγηματικὴ σύνθεση)

 

Ὁ ἅ­γιος ἄ­φη­σε γιὰ λί­γο τὸ βλέμ­μα του νὰ πλα­νη­θεῖ στὶς κο­ρυ­φὲς γύ­ρω του. Ἀ­να­το­λι­κὰ καὶ νότια ἁ­πλώ­νον­ταν ἀ­τέ­λει­ω­τες βου­νο­κορ­φὲς τὰ Ἄ­γρα­φα. Συμπαγὴς καὶ χιονόλευκος ὄγκος τὰ Τζουμέρκα ἀπόμακρα, ὄρθωναν μεγαλόπρεπο τὸ ἀνάστημά τους στὸν βορειο-δυτικὸ ὁρίζοντα. Αὐ­θόρ­μη­τα σή­κω­σε τὸ χέ­ρι του καὶ τὰ εὐ­λό­γη­σε.

-   Εὐ­λο­γη­μέ­να βου­νά! ἀ­να­φώ­νη­σε. Πό­σα γυ­ναι­κό­παι­δα θὰ σώ­σε­τε, πό­σες ψυ­χές, ὅ­ταν ἔλθουν τὰ δύ­σκο­λα χρό­νια! Κα­λό­τυ­χοι ἐ­σεῖς ποὺ βρε­θή­κα­τε ἐ­δῶ, πά­νω στὰ ψη­λὰ βου­νά, για­τὶ αὐ­τὰ θὰ σᾶς φυ­λά­ξουν ἀ­πὸ πολ­λὰ δει­νά. Θὰ ἀ­κοῦ­τε καὶ δὲν θὰ βλέ­πε­τε τὸν κίν­δυ­νο.

-   Θὰ λευ­τε­ρω­θοῦ­με πο­τέ, ἅ­γι­ε τοῦ Θε­οῦ; ρω­τοῦ­σαν μὲ λα­χτά­ρα οἱ σκλά­βοι.

-   Αὐ­τὸ μιὰ μέ­ρα θὰ γί­νει ρω­μαί­ι­κο καὶ κα­λό­τυ­χος ὅ­ποι­ος ζή­σει σὲ κεῖ­νο τὸ βα­σί­λει­ο.

-   Πό­τε θὰ γί­νει αὐ­τό, ἅ­γι­ε;

-   Τὸ πο­θού­με­νο θὰ γί­νει στὴν τρί­τη γε­νιά. Θὰ τὸ ἰ­δοῦν τὰ ἐγ­γό­νια σας. Τὰ βά­σα­να εἶ­ναι πολλὰ ἀ­κό­μη. Θυ­μη­θεῖ­τε τὰ λό­για μου. Τοῦ­το σᾶς λέ­γω καὶ σᾶς πα­ραγ­γέλ­λω: κἂν ὁ οὐ­ρα­νὸς νὰ κα­τέ­βει κά­τω, κἂν ἡ γῆ νὰ ἀ­νέ­βει ἐ­πά­νω, κἂν ὅ­λος ὁ κό­σμος νὰ χα­λά­σει, κα­θὼς μέλ­λει νὰ χα­λά­σει, σή­με­ρον, αὔ­ριον, νὰ μὴ σᾶς μέλ­λει τί ἔ­χει νὰ κά­μει ὁ Θε­ός. Τὸ κορ­μί σας ἂς τὸ κάψουν, ἂς τὸ τη­γα­νί­σουν, τὰ πράγ­μα­τά σας ἂς τὰ πά­ρουν. Μὴ σᾶς μέλ­λει. Δῶ­στε τα. Δὲν εἶ­ναι δι­κά σας. Ψυ­χὴ καὶ Χρι­στὸς σᾶς χρει­ά­ζον­ται. Αὐ­τὰ τὰ δύ­ο ὅ­λος ὁ κό­σμος νὰ πέ­σει, δὲν μπο­ρεῖ νὰ σᾶς τὰ πά­ρει, ἐ­κτὸς καὶ τὰ δώ­σε­τε μὲ τὸ θέ­λη­μά σας. Αὐ­τὰ τὰ δύ­ο νὰ τὰ φυ­λά­γε­τε, νὰ μὴν τὰ χά­σε­τε.

Ἕ­ως ὅ­του κλεί­σει ἡ πλη­γὴ αὐ­τὴ τοῦ πλά­τα­νου, συ­νέ­χι­σε δεί­χνον­τας τὸ δέν­τρο ποὺ σκί­α­ζε τὴν πλα­τεί­α, τὸ χω­ριό σας θά ΄ναι σκλα­βω­μέ­νο καὶ δυ­στυ­χι­σμέ­νο.

Ὅ­ταν πέ­σουν δυ­ὸ πα­σχα­λι­ὲς μα­ζί, θὰ ἔρ­θει τὸ πο­θού­με­νο.

Ὅ­ταν δεῖ­τε τὸ χι­λι­άρ­με­νο στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ νε­ρά, τό­τε θὰ λυ­θεῖ τὸ ζή­τη­μα τῆς Πό­λης.

Οἱ ἀν­τί­χρι­στοι (=οἱ Τοῦρ­κοι) θὰ φύ­γουν, ἀλ­λὰ θά ‘ρθουν πά­λι καὶ θὰ φθά­σουν ὣς τὰ Ἑξαμίλια. Ἔ­πει­τα θὰ τοὺς κυ­νη­γή­σε­τε ἕ­ως τὴν Κόκ­κι­νη Μη­λιά. Ἀ­πὸ τοὺς Τούρ­κους τὸ ἕ­να τρίτο θὰ σκο­τω­θεῖ, τὸ ἄλ­λο τρί­το θὰ βα­πτι­σθεῖ καὶ μο­νά­χα τὸ ἕ­να τρί­το θὰ πά­ει στὴν Κόκ­κι­νη Μη­λιά.

Θὰ ἔρ­θει και­ρὸς ποὺ οἱ Ρω­μιοὶ θὰ τρώ­γον­ται με­τα­ξύ τους. Ἐ­γὼ συ­στή­νω ὁ­μό­νοι­α καὶ ἀ­γά­πη.

Τὰ λό­για του φω­τι­σμέ­να, προ­φη­τι­κά, ἔ­ρι­χναν στά­λα-στά­λα τὴν ἐλ­πί­δα στὶς τυ­ρα­γνι­σμέ­νες ψυ­χὲς τῶν σκλά­βων. Θέ­ρι­ευ­αν τὴ λα­χτά­ρα τους, δυ­νά­μω­ναν τὴν ὑ­πο­μο­νή τους. Ὅ­ταν τελείω­σε, φώ­να­ξε τοὺς ἱ­ε­ρεῖς ποὺ τὸν συ­νό­δευ­αν νὰ ση­κω­θοῦν. Σκορ­πί­στη­καν μέ­σα στὸ πλῆθος γιὰ νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦν ὅ­σοι ἤ­θε­λαν. Τέ­λε­σαν Εὐ­χέ­λαι­ο καὶ πέ­ρα­σαν ὅ­λοι οἱ Χρι­στια­νοὶ νὰ χρι­σθοῦν. Βά­πτι­σαν ὅ­λα τὰ παι­διὰ ποὺ ἦ­ταν ἀ­βά­πτι­στα.

Ὁ ἥ­λιος ἔ­γερ­νε, ὅ­ταν τέ­λει­ω­σαν ὅ­λα αὐ­τά. Ὁ ἅ­γιος ἦ­ταν κα­τά­κο­πος. Τὸν πῆ­ραν σ’ ἕ­να σπί­τι νὰ τὸν φι­λο­ξε­νή­σουν. Ἡ νοι­κο­κυ­ρὰ ἔ­φε­ρε μιὰ κα­θα­ρὴ ἀλ­λα­ξιὰ τοῦ ἄν­τρα της καὶ ζή­τη­σε διακρι­τι­κὰ ἀ­π’ τὸν ἅ­γιο νὰ τοῦ πλύ­νει τὸ που­κά­μι­σο. Τὸ ἔ­πλυ­νε εὐ­λα­βι­κὰ καὶ ὕ­στε­ρα ζή­τη­σε νὰ τὸ κρα­τή­σει. Γιὰ εὐ­λο­γί­α τοῦ σπι­τι­κοῦ της καὶ ὅ­λου τοῦ χω­ριοῦ. Γιὰ ἱ­ε­ρὸ κει­μή­λιο. Ὁ ἅ­γιος δὲν ἀρ­νή­θη­κε.

Πρω­ὶ-πρω­ὶ τοὺς ξύ­πνη­σε ἡ καμ­πά­να. Οἱ πλα­γι­ὲς καὶ τὰ φα­ράγ­για ἀν­τι­λά­λη­σαν. Χρό­νια εἴ­χα­νε ν’ ἀ­κού­σουν τὸ χαρμό­συ­νο, γλυ­κό της κε­λά­δη­μα. Εἶ­χαν κα­ταν­τή­σει ἀ­λι­βά­νι­στοι. Μιὰ μελαγχολι­κὴ σι­γὴ σκέ­πα­ζε τὰ πάν­τα, ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἔ­μει­ναν χω­ρὶς πα­πᾶ. Οἱ Χρι­στια­νοὶ νηστεμέ­νοι κι ἐ­ξο­μο­λο­γη­μέ­νοι λει­τουργή­θη­καν καὶ με­τά­λα­βαν. Τὰ νε­ο­φώ­τι­στα παι­διὰ κρατοῦσαν λαμ­πά­δες ἀ­ναμ­μέ­νες. Ὁ ἅ­γιος εἶ­πε καὶ μοί­ρα­σαν σ’ ὅ­λους κε­ριά, ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ κου­βα­λοῦ­σε ἡ συ­νο­δεί­α του. Τ’ ἄ­να­ψαν ὅ­λα καὶ ἡ τα­πει­νή τους ἐκ­κλη­σιὰ ἀ­στρα­πο­βό­λη­σε. Πλημμυρισμένες ἀπὸ χαρὰ οἱ καρδιές τους, ἀλάφρωσαν λίγο ἀπ’  τὸ πλάκωμα τῆς σκλαβιᾶς. Τοὺς φά­νη­κε σὰν νά ‘χαν Λαμ­πρή.

Ἤ­θε­λαν νὰ τὸν κρα­τή­σουν ἀ­κό­μα, μὰ ὁ ἅ­γιος βι­α­ζό­ταν. Εἶ­χε νὰ πε­ρά­σει ἀ­μέ­τρη­τους τό­πους καὶ χω­ριά. Παν­τοῦ τὸν πε­ρί­με­ναν. Μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια τὸν ξε­προ­βό­δι­σαν. Ἔ­φε­ραν ἕ­να μουλά­ρι γιὰ νὰ τὸν κα­τε­βά­σουν ἀ­πὸ τ’ ἄ­γρια μο­νο­πά­τια. Εἶ­παν στὸ παι­δὶ ποὺ τρα­βοῦ­σε τὸ σχοι­νί, ἂν συμ­βεῖ τί­πο­τε κά­τω στὶς κα­κο­το­πι­ές, νὰ τρέ­ξει ψη­λὰ στὴν ἀ­πέ­ναν­τι ρά­χη καὶ νὰ φωνά­ξει. Ὁ ἅ­γιος χα­μο­γέ­λα­σε.

-   Θά ‘ρθει και­ρός, τοὺς εἶ­πε, ποὺ οἱ ἄν­θρω­ποι θὰ μι­λοῦν ἀ­πὸ ἕ­να μα­κρι­νὸ μέ­ρος σὲ ἄλ­λο, σὰν νὰ βρί­σκον­ται σὲ πλα­γι­νὰ δω­μά­τια. Δὲν θὰ τα­ξι­δεύ­ε­τε πιὰ μὲ τὰ ζῶ­α. Θὰ δεῖ­τε στὸν κάμπο ἁ­μά­ξι χω­ρὶς ἄ­λο­γα νὰ τρέ­χει γρη­γο­ρώ­τε­ρα ἀ­π’ τὸν λα­γό. Θὰ βγοῦν πράγ­μα­τα ἀ­π’ τὰ σχο­λεῖ­α, ποὺ ὁ νοῦς σας δὲν τὰ φαν­τά­ζε­ται. Ὅ­μως ἀ­π’ τοὺς δι­α­βα­σμέ­νους θὰ ‘ρθεῖ καὶ με­γά­λο κα­κό. Θὰ δεῖ­τε νὰ πε­τᾶ­νε ἄν­θρω­ποι στὸν οὐ­ρα­νὸ σὰν μαυ­ρο­πού­λια καὶ νὰ ρί­χνουν φω­τιὰ στὸν κό­σμο.

Οἱ ἁ­πλο­ϊ­κοὶ ἄν­θρω­ποι δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ κα­τα­λά­βουν τὰ προ­φη­τι­κά του λό­για, μὰ τὰ φύ­λα­ξαν εὐ­λα­βι­κὰ στὴν καρ­διά τους. Θὰ τὰ ζοῦ­σαν καὶ θὰ τὰ κα­τα­λά­βαι­ναν κα­λὰ οἱ κα­το­πι­νὲς γε­νι­ές.

Ὁ ἅ­γιος τοὺς εὐ­λό­γη­σε, χαι­ρέ­τη­σε καὶ ἔ­φυ­γε. Ὁ δρό­μος του ἦ­ταν μα­κρύς. Εἶ­χε νὰ ὀρ­γώ­σει ἀ­π’ ἄ­κρη σ’ ἄ­κρη τὴν Ἑλ­λά­δα, γιὰ νὰ ξα­να­στυ­λώ­σει τὸ ἀ­φα­νι­σμέ­νο του γέ­νος. Γιὰ εἴ­κο­σι ὁλόκληρα χρό­νια ἔ­τρε­χε. Καὶ τὰ κα­τά­φε­ρε.

«Ἐ­κα­τά­στη­σε σχο­λεῖ­α παν­τα­χοῦ, τό­σον ἑλ­λη­νι­κὰ (γυ­μνάσια-λύ­κεια), ὅ­σον καὶ κοι­νὰ (δημοτικά), διὰ νὰ πη­γαί­νουν τὰ παι­δί­α καὶ νὰ μα­θαί­νουν δω­ρε­ὰν τὰ ἱ­ε­ρὰ γράμ­μα­τα. Ἐκατάπει­σε τοὺς πλου­σί­ους καὶ ἠ­γό­ρα­σαν ὑ­πὲρ τὰς τέσ­σα­ρας χι­λιά­δας κο­λυμ­βή­θρας με­γά­λας χαλκω­μα­τέ­νιας, πρὸς δώ­δε­κα γρό­σια τὴν κα­θε­μί­αν, διὰ νὰ βα­πτί­ζων­ται κα­θὼς πρέ­πει τὰ παιδία τῶν Χρι­στια­νῶν. Βι­βλί­α ἐ­μοί­ρα­ζε χά­ρι­σμα εἰς ἐ­κεί­νους ὅ­που ἤ­ξευ­ραν γράμ­μα­τα.

Κομ­βο­σχοί­νια καὶ σταυ­ρού­δια ἐ­μοί­ρα­ζεν (ὑ­πὲρ τὰς πεν­τα­κο­σί­ας χι­λιά­δας) εἰς τὸν κοι­νὸν λα­όν, διὰ νὰ συγ­χω­ροῦν τοὺς ἀ­γο­ρά­ζον­τας. Εἶ­χε τεσ­σα­ρά­κον­τα ἢ πεν­τή­κον­τα ἱ­ε­ρεῖς ὅ­που τὸν ἠκολού­θουν, καὶ ὅ­ταν ἔ­μελ­λε νὰ ὑ­πά­γῃ ἀ­πὸ μί­αν χώ­ραν εἰς ἄλ­λην, ἐ­πα­ράγ­γελ­λε εἰς τοὺς Χριστια­νοὺς νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦν, νὰ νη­στεύ­σουν καὶ νὰ κά­μουν ἀ­γρυ­πνί­αν.

Μοι­ρά­ζον­τας εἰς ὅ­λους κη­ρί­α δω­ρε­άν, ἔ­βαλ­λε τοὺς ἱ­ε­ρεῖς καὶ ἐ­δι­ά­βα­ζαν τὸ ἅ­γιον Εὐ­χέ­λαι­ον καὶ ἐ­χρί­ον­το ὅ­λοι οἱ Χρι­στια­νοί. Ἐ­πει­δὴ τὸν ἠ­κο­λού­θει λα­ὸς πο­λύς, δύ­ο καὶ τρεῖς χι­λιά­δες, ἐπρόστα­ζεν ἀ­πὸ τὸ ἑ­σπέ­ρας καὶ ἑ­τοί­μα­ζαν σακ­κί­α πολ­λὰ ψω­μὶ καὶ κα­ζά­νι σι­τά­ρι βρα­σμέ­νον, καὶ οὕ­τως ἔ­παιρ­ναν ὅ­λοι ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να καὶ ἐ­συγ­χώ­ρουν ζῶν­τας καὶ τε­θνε­ῶ­τας».

Ὁ ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λὸς πέ­θα­νε μαρ­τυ­ρι­κά, μὲ ἀ­παγ­χο­νι­σμό, στὶς 24 Αὐ­γού­στου 1779, ἡμέ­ρα Σάβ­βα­το, στὰ χώ­μα­τα τῆς Βο­ρεί­ου Ἠ­πεί­ρου. Ἡ φω­τι­σμέ­νη του μορ­φὴ ἔ­μει­νε βα­θιὰ χαραγ­μέ­νη στὴ μνή­μη τοῦ λα­οῦ μας. Ἔ­γι­νε δά­σκα­λος καὶ ὁ­δη­γὸς τοῦ γέ­νους μας. Ἂς καθοδηγεῖ καὶ ἐ­μᾶς στοὺς δύ­σκο­λους και­ρούς μας, νὰ εἴμα­στε ἄ­ξιοι τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας ποὺ θέλησε νὰ μᾶς χα­ρί­σει.

Νὰ ἔ­χου­με τὴν εὐ­χή του!

π. Δημητρίου Μπόκου 

(ΤΕΛΟΣ)

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel