Σ’ ὁλόκληρη τήν ἐπίγεια ζωή Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς τό θέληµα τοῦ Πατρός Του ζητοῦσε νά ἐκτελεῖ. Ὁ Ἴδιος ὁµολογοῦσε: «Δέν ζητῶ τό θέληµα µου, ἀλλά τό θέληµα τοῦ Πατέρα µου, ὁ Ὁποῖος µέ ἔστειλε στόν κόσµο καί ὁ Ὁποῖος εἶναι σ’ ὅλα δίκαιος».2
Καί ὅταν οἱ Μαθητές Του, ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπό τήν κώµη τῶν Σαµαρειτῶν στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ κοντά στό Σιχάρ, ἔφεραν λίγα τρόφιµα γιά νά φάγουν µαζί Του, ἄν καί ἦταν κατάκοπος, τούς ἀπάντησε: «Δικό Μου φαγητό, τό ὁποῖο µέ χορταίνει καί µέ τρέφει εἶναι νά κάνω πάντοτε τό θέληµα Ἐκείνου, πού µέ ἀπέστειλε στόν κόσµο, καί νά ὁλοκληρώσω τό ἔργο Του, τό ὁποῖο εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καί τό θερµό ἐνδιαφέρον µου γιά τό ἔργο αὐτό µέ ἀπορρόφησε ὁλόκληρο τώρα, πού πρόκειται νά ἔλθουν ἐδῶ οἱ Σαµαρεῖτες καί Μοῦ ἔκοψε κάθε ὄρεξη πού προέρχεται ἀπό τή φυσική πεῖνα».3
Στόν κῆπο δέ τῆς Γεθσηµανῆ ἡ αὐταπάρνηση τοῦ Κυρίου κορυφώθηκε καί ἀνυψώθηκε σέ ἀνυπέρβλητο ὕψος. Προσευχόµενος ἐκεῖ ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς ἔλεγε: «Πατέρα µου, ἐάν εἶναι θέληµα Σου νά ἀποµακρύνεις τό ποτήριο αὐτό τοῦ θανάτου ἀπό ἐµένα, ἀποµάκρυνε το, ἀλλ’ ὅµως ὄχι νά γίνει ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐξ αἰτίας τῆς φυσικῆς ἀποστροφῆς πρό τό θάνατο ἡ ἀνθρώπινη φύση µου θέλει, ἀλλά ἐκεῖνο τό ὁποῖο θέλεις Ἐσύ».
Ὁ Κύριος στόν κῆπο τῆς Γεθσηµανῆ δέν ἀρνεῖται οὔτε πρός στιγµή νά συντελέσει στήν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας. Ζητεῖ µόνο, ἐάν, ἐκτός ἀπό τόν σταυρό, ὁ Πατήρ Του, µέ τήν ἀπεριόριστη δύναµη καί σοφία Του, θά µποροῦσε νά βρεῖ καί ἄλλο µέσο συνδιαλλαγῆς.
Ἐπιπλέον, ὅταν ὁ Κύριος λέει «τό θέληµά µου», ἐννοεῖ τό θέληµα τῆς τέλειας ἀνθρώπινης φύσης Του, ἡ ὁποία δέν ἤθελε τόν θάνατο. Διότι ὁ θάνατος εἶναι ὁ πικρός καρπός τῆς ἁµαρτίας, µέ τήν ὁποία ὁ Κύριος δέν εἶχε καµιά σχέση. Τό θέληµα ὅµως αὐτό τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του, τό ὑποτάσσει στό θέληµα τοῦ Πατέρα Του. Γι’ αὐτό καί συνέχισε στήν προσευχή Του: Ἐφ’ ὅσον ὅµως τό δικό Σου θέληµα, Πατέρα µου, εἶναι νά θυσιασθῶ, χωρίς καµιά ἀντίρρηση ὑποτάσσοµαι στό θέληµα Σου».
Σ’ αὐτά ἀκριβῶς τά λόγια τοῦ Κυρίου ἔγκειται τό νόηµα τῆς θυσίας. Ὑποτάσσεται ἀδιαµαρτύρητα στό θέληµα τοῦ Πατέρα Του. Ἔτσι, µόνο ὅταν πραγµατοποίησε πλήρως καί τελείως τό θέληµα τοῦ Πατρός Του, ἀναφώνησε: «Τετέλεσται» (Ἰω. ΙΒ’ 30). Δηλαδή, τώρα πλέον ὅλα τελείωσαν. Ὅλες οἱ προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν. Τό ἔργο Μου ἔλαβε αἴσιο πέρας, καί ὅσα ἔπρεπε νά πάθω, τελείωσαν καί ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἐξασφαλίσθηκε πλήρως.
Ἀλλά ὁ Κύριος σήκωσε τόν σταυρό τῆς αὐταπάρνησης καί τῆς µέχρι θανάτου ὑπακοῆς στό θέληµα τοῦ οὐρανίου Πατρός Του, ἀφήνοντας ἔτσι ὑπόδειγµα τέλειας αὐταπάρνησης καί στόν κάθε ἄνθρωπο. Διότι ὅλο τό ἀνθρώπινο Γένος µετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα ρέπει πρός τήν ἁµαρτία καί τήν ἀποµάκρυνση ἀπό τόν Θεό καί τό ἅγιο θέληµα Του. Αὐτήν ἐξ ἄλλου τήν πραγµατικότητα –πού βιώνει κάθε µεταπτωτικός ἄνθρωπος– διαπιστώνοντας καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος µέ τραγικότητα παρουσιάζει στήν πρός Ρωµαίους ἐπιστολή του, ὅταν γράφει:
«Βλέπω νά κυριαρχεῖ ἄλλος νόµος καί ἄλλη δύναµη στά µέλη µου, ὁ νόµος καί ἡ δύναµη τῆς ἁµαρτίας. Αὐτός δέ ὁ νόµος ἐναντιώνεται καί µάχεται σέ ὅσα ὁ νοῦς µου καί ἡ συνείδηση µου ἀναγνωρίζουν ὡς νόµο ὀρθό, καί µέ κάνει δοῦλο αἰχµάλωτο στό νόµο τῆς ἁµαρτίας, πού κυριαρχεῖ στά µέλη µου».5 Καί «εἶµαι σκλάβος τῆς ἁµαρτίας, διότι ἐκεῖνο πού ἐκτελῶ, τό ἐκτελῶ τυφλά, µεθυσµένος ἀπό τό πάθος, χωρίς νά ξέρω τί πράττω. Διότι δέν πράττω ἐκεῖνο, τό ὁποῖο µέ τό βάθος τῆς καρδιᾶς µου θέλω, ἀλλ’ ἐκεῖνο πού µισῶ, ὅταν δέν εἶµαι σκοτισµένος ἀπό τό πάθος, αὐτό πράττω».6
Αὐτή λοιπόν ἡ δύναµη τῆς ἁµαρτίας ὑπάρχει στό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν σπρώχνει πρός τό κακό. Γι’ αὐτό πρέπει νά κηρύξει πόλεµο ἀµείλικτο καί ὁλοκληρωτικό πρός ὅ,τι κατώτερο καί διεφθαρµένο κυριαρχεῖ µέσα του, ἤ κινεῖται δραστήρια καί ὕπουλα γιά νά κυριαρχήσει. Ναί. Ἡ ἁµαρτωλότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης µᾶς ὁδηγεῖ στό ὅτι καί µεῖς χρεωστοῦµε. Χρεωστοῦµε µῖσος πρός τόν κακό ἄνθρωπο, τόν ὑπάνθρωπο, τόν κτηνάνθρωπο, πού φέροµε ἐντός µας. Ὁ κακός ἑαυτός µας πρέπει νά πεθάνει. Καί αὐτό συνιστᾶ τή δική µας αὐταπάρνηση.
Βέβαια, ἡ αυταπάρνηση αὐτή, ὅπως τήν νοµοθετεῖ καί τήν θέλει ὁ Χριστός, εἶναι δύσκολη ὑπόθεση. Νά λές ὄχι στόν ἑαυτό σου. Νά πολεµᾶς τόν ἑαυτό σου! Νά ἐπιπλήττεις τόν ἑαυτό σου! Νά τιµωρεῖς τόν ἑαυτό σου! Νά σταυρώνεις τόν ἑαυτό σου! Εἶναι µαρτυρικό αὐτό. Στοιχίζει, θά στοιχίσει στό σῶµα µας, τό ὁποῖο διαρκῶς ζητεῖ τήν ἄνεση, τό τερπνό καί εὐχάριστο, τό ἡδύ. Θά στοιχίσει καί στήν ψυχή µας τήν ἐγωΐστρια, ἡ ὁποία ὅλα τά θέλει δικά της καί ἐπιδιώκει νά ἐπιδεικνύεται, νά θαυµάζεται, νά χειροκροτεῖται. Θά µᾶς στοιχίζει ἡ αὐταπάρνηση. Ἐν τούτοις ἐµεῖς ἄκαµπτοι, ἀποφασιστικοί ὡς πολέµαρχοι µέ τήν σπάθη διαρκῶς θά πρέπει νά θανατώνουµε κάθε σκίρτηµα ἁµαρτωλό τοῦ σώµατος καί τῆς ψυχῆς µας.
Γι’ αὐτό ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος νά καταβάλει ὅλες τίς δυνάµεις καί τίς προσπάθειές του. Τό ἀσφαλέστερο µέσο πρός ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ εἶναι νά σκέπτεται καί νά µελετᾶ ὅσο τό δυνατό συχνότερα τό σταυρικό Πάθος τοῦ Κυρίου. Ὅσο περισσότερο θά ἐκτιµᾶ αὐτό, τόσο περισσότερο θά περιφρονεῖ τόν κακό ἑαυτό του καί τόν κόσµο. Καί ὅσο περισσότερο θεωρεῖ καί συναισθάνεται τά παθήµατα τά ὁποῖα ὑπέφερε ὁ θεῖος Λυτρωτής, τόσο λιγότερο θά διατίθεται εὐµενῶς πρός τόν κακό ἑαυτό του καί τόν κόσµο.
Ναί. Εἶναι ἀπαραίτητο κάθε ἄνθρωπος νά διακόψει ὁριστικά κάθε σχέση µέ τόν κακό ἑαυτό του. Νά συµµορφωθεῖ πρός τό παράδειγµα τοῦ Ἐσταυρωµένου Ἰησοῦ. Νά σηκώσει τόν σταυρό του. Νά γίνει καί αὐτός σταυροφόρος, ὅπως ὁ Κύριος. Νά ὑποτάσσει τό θέληµά του στό θέληµα τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει ποτέ νά λέει: Αὐτό εἶναι βαρύ, ἀλλά πρέπει νά τό βαστάσω, διότι δέν µπορῶ νά κάνω διαφορετικά. Ἀλλά νά λέει: Αὐτό εἶναι βαρύ, ἀλλά θά τό βαστάσω, διότι ἀπό αὐτό θά προέλθει ἡ ἀπελευθέρωσή µου ἀπό τήν ἁµαρτία, καί τότε θά αἰσθανθῶ εὐτυχής.
Υποσημειώσεις
1.«Ἰδού ἥκω... τοῦ ποιῆσαι τό θέληµα σου ὁ Θεός, ἠβουλήθην καί τόν νόµον σου ἐν µέσῳ τῆς καρδίας µου» (Ψαλµ. ΛΒ’ 8).
2. «Οὐ ζητῶ τό θέληµα τόν ἐµόν, ἀλλά τό θέληµα τοῦ πέµψαντός µε Πατρός» (Ἰω. Ε΄ 20).
3. «Ἐµόν βρῶµα ἐστιν, ἵνα ποιῶ τό θέληµα τοῦ πέµψαντός µε καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον» (Ἰω. Δ’ 34).
4. «Πάτερ, εἰ βούλει παρενεγκεΐν τοῦτο τό ποτήριον ἀπ’ ἐµοῦ· πλήν µή τό θέληµα µου, ἀλλά τό σόν γινέσθω» (Λουκ. ΚΒ’ 42).
5. «Βλέπω ἕτερον νόµον ἐν τοῖς µέλεσί µου ἀντιστρατευόµενον τόν νόµον τοῦ νοός µου καί αἰχµαλωτίζοντά µε ἐν τῷ νόµῳ τῆς ἁµαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς µέλεσί µου» (Ρωµ. Ζ’ 23).
6 «Ὅ γάρ κατεργάζοµαι οὐ γινώσκω· οὐ γάρ ὅ θέλω, τοῦτο πράσσω, ἀλλ’ ὅ µισῶ, τοῦτο ποιῶ» (Ζ’ 15).
Ἀρχιµ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης
Ἱεροκήρυκας Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν