Ο Γέροντας Σωφρόνιος είχε πράγματι μια μεγάλη ορμή προς τον Θεό, είχε μια διαρκή θεία έμπνευση. Συνέταξε δε μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα μια προσευχή, την οποία υπέδειξε σε όσους συνδέονταν μαζί του να την διαβάζουν κάθε πρωί μετά την έγερση τους από τον ύπνο. Έλεγε μάλιστα ότι, όταν ο άνθρωπος διαβάζη κάθε πρωί αυτήν την προσευχή, τότε πολύ σύντομα θα δη να αλλάζη ολόκληρη η ζωή του. Πριν, όμως, προχωρήσω στην ανάλυση αυτής της προσευχής, θα ήθελα να πω εισαγωγικά κάτι γύρω από την μεγάλη αύτη πατερική φυσιογνωμία των ήμερων μας.
Ο αείμνηστος Γέροντας Σωφρόνιος έγραψε μερικά βιβλία, τα όποια έχουν διαδοθή ευρέως και τα διαβάζουν πολλοί άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως και πολλοί από σας.
Είναι κλασσικό το βιβλίο πού αναφέρεται στον Όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, για το όποιο κάποιος μεγάλος θεολόγος των ήμερων μας είπε: «τέτοια βιβλία γράφονται ένα κάθε εκατό χρόνια». Είναι ένα βιβλίο πού περιγράφει μια έντονη πνευματική ζωή, ένα βιβλίο πού είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής, ένα βιβλίο το όποιο είναι, θα λέγαμε, μια σύντμηση της νηπτικής ησυχαστικής μας παραδόσεως, μια περίληψη της «Φιλοκαλίας».
Ένα άλλο βιβλίο, το όποιο κυκλοφόρησε λίγο πριν κοιμηθή ο Γέροντας Σωφρόνιος, είναι το υπέροχο βιβλίο με τίτλο
«Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστίν» πού ίσως δυσκολεύεται κανείς και να το καταλάβη στο βάθος του, αν δεν έχη ορθόδοξες προϋποθέσεις. Μέσα στο βιβλίο αυτό ό Γέροντας Σωφρόνιος παρουσιάζει όλη την θεολογία του περί οράσεως του Θεού «εν ακτίστω φωτί», αλλά εκθέτει και τις προϋποθέσεις για να φθάση κανείς στο ύψος αυτό της πνευματικής ζωής. Διαβάζοντας κανείς τα κείμενα του μπορεί να διαπίστωση ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν θεολόγος του ακτίστου Φωτός, όπως επίσης ήταν και ο θεολόγος της υποστάσεως, γιατί μιλούσε συνέχεια για την υπόσταση του Θεού και την υπόσταση του άνθρωπου. Και το σημαντικό είναι ότι το βιβλίο αυτό είναι μια πνευματική αυτοβιογραφία του.
Έκτος από τα δύο αυτά βιβλία έγραψε και άλλα όπως: «Περί προσευχής», «Άσκησις και Θεωρία», «Η ζωή Του, ζωή μου».
Εκείνο πού συνήθιζε ο Γέροντας να λέγη συχνά είναι κάτι πού αποτελεί την βάση της πνευματικής ζωής. Έλεγε: «Για να είναι κανείς Χριστιανός, πρέπει να είναι καλλιτέχνης». Παρομοίαζε τον Χριστιανό με έναν καλλιτέχνη.
Είναι γνωστόν ότι οι καλλιτέχνες (ποιητές, λογοτέχνες, ζωγράφοι) έχουν έμπνευση, έχουν αγάπη γι' αυτό πού κάνουν, το μυαλό τους είναι γεμάτο από ιδέες, εικόνες, ακούσματα. Συνεπώς, μέρα και νύχτα, όταν θέλουν να δημιουργήσουν κάτι, το σκέφτονται, γεμίζει όλη η ύπαρξη τους από το αντικείμενο, το όποιο τους απασχολεί. Στην συνέχεια οι καλλιτέχνες έχουν μεγάλο πόθο να εκφράσουν αυτό πού συνέλαβαν και ισχυρό πόνο να το διατυπώσουν αυθεντικά και έτσι, κατά κάποιον τρόπο, γεννούν μέσα από την ύπαρξη τους τα καλλιτεχνήματα τους. Και όταν ακόμη προσπαθούν να το περιγράψουν, πάλι αισθάνονται έναν πόνο, γιατί καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν πραγματοποιήσει τον αρχικό σκοπό τους, δεν μπόρεσαν να διατυπώσουν και να εκφράσουν όλον τον ωκεανό των αισθημάτων και του πόθου πού είχαν μέσα τους.
Έτσι πρέπει να είναι και να ζη ο Χριστιανός. Το να είναι κανείς Χριστιανός σημαίνει να είναι καλλιτέχνης, πρέπει να έχη
μέσα του έναν πόθο, να έχη, όπως έλεγε ο άγιος Γέροντας, μια θανατηφόρα δίψα, μια θανατηφόρα ορμή προς τον Θεό και να μη συμβιβάζεται με τους συμβιβασμούς. Διότι, έφ' όσον ο άνθρωπος είναι κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Θεού, έχει μέσα του αυτήν την λεγόμενη εντελέχεια, την υποστατική αρχή, οδηγείται δι' αυτού του τρόπου προς το τέλος, θέλει να ομοιάση με τον Θεό, θέλει αυτό πού είναι ο Θεός κατ' ουσία να γίνη και αυτός κατά μετουσία. Έτσι έχει αυτή την ορμή και την θανατηφόρα δίψα.
Μια από τις βασικές διδασκαλίες του Γέροντος Σωφρονίου, όπως ερμηνεύει ο στενός μαθητής του και καλός υποτακτικός του Αρχιμ. π. Ζαχαρίας, ήταν ότι ο άνθρωπος πρέπει από το ψυχολογικό επίπεδο, στο όποιο δυστυχώς περικλείεται, να ανέρχεται στο οντολογικό επίπεδο, το όποιο ονομάζεται και πνευματικό επίπεδο.
Όταν ο Αδάμ δημιουργήθηκε από τον Θεό, βρισκόταν σε μια κατάσταση θεωρίας, είχε φωτισμό νοός, όπως λέγει και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, είχε αδιάλειπτη εσωτερική προσευχή πού ήταν ένας βαθμός θεωρίας Θεού. Δεν είχε φθάσει στον σκοπό για τον όποιο δημιουργήθηκε, αλλά πάντως είχε λάβει την αρχή για να οδηγηθή προς την τελεία και σταθερή θέωση. Όμως, μετά την παράβαση του Αδάμ και της Εύας, ο άνθρωπος από το οντολογικό - πνευματικό επίπεδο περιέπεσε σ' ένα ψυχολογικό επίπεδο, σ' ένα επίπεδο αισθήσεων και ασχολείται συνεχώς με τις αισθήσεις, με τον κόσμο των αισθητών και των αισθήσεων και με τα ψυχολογικά θέματα. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος ενδιαφέρεται για το τι λένε οι άλλοι γι' αυτόν και αγωνίζεται να ικανοποίηση την γνώμη των ανθρώπων και έτσι παλεύει και αγωνίζεται διαρκώς με τους ανθρώπους.
Γι' αυτό έλεγε ο Γέροντας Σωφρόνιος ότι τώρα ο άνθρωπος θα πρέπη με την Χάρη του Θεού να ανέλθη από το ψυχολογικό επίπεδο στο οντολογικό-πνευματικό επίπεδο. Και αυτό επιτυγχάνεται με την μετάνοια, και μάλιστα την αληθινή μετάνοια.
Τελικά πρέπει να αντιληφθούμε ότι η αμαρτία δεν είναι απλώς η άρνηση του Θεού, δεν είναι απλώς η ανυπακοή στο θέλημα του Θεού, αλλά είναι η διακοπή των σχέσεων μας με τον Θεό, η ασθένεια όλων των δυνάμεων ψυχής και σώματος. Έτσι, η πτώση και η αμαρτία συνίσταται στην παρά φύση ενέργεια των δυνάμεων της ψυχής με συνέπειες στο σώμα. Όποτε στην συνέχεια ο άνθρωπος πρέπει να έπανέλθη στην κατά φύση και υπέρ φύση κίνηση και ενέργεια των δυνάμεων της ψυχής. Με την μετάνοια, πού είναι ενέργεια του Θεού και συνεργεία του ανθρώπου, επιτυγχάνεται η αντίστροφος προς την αμαρτία κίνηση και πορεία πού είναι η ανάβαση του ανθρώπου από το ψυχολογικό επίπεδο, το επίπεδο των αισθήσεων, στο οντολογικό-πνευματικό επίπεδο.
Αυτή η άνοδος επιτυγχάνεται με δύο τρόπους, κατά την διδασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου, όπως την αναλύει ο Αρχιμ. π. Ζαχαρίας.
Ο πρώτος τρόπος είναι ο ασκητικός. Πρόκειται για μια προσπάθεια του ανθρώπου να τηρή το θέλημα του Θεού και να ασκήται στην ζωή του. Είναι, θα λέγαμε, ένας δρόμος πού εμπνέεται περισσότερο από έναν λεγόμενο ψυχολογικό παράγοντα. Δηλαδή, ο άνθρωπος αγωνίζεται να ύποβάλλη το «πνεύμα» του στην κρίση του Θεού και να τηρή τις εντολές Του. Έχει μπροστά του ένα όραμα και λέει: «τι θέλει ο Θεός να κάνω στην ζωή μου;». Και αυτό αγωνίζεται να κάνη. Αυτό δηλώνει τον ασκητικό τρόπο ζωής. Είναι η άσκηση, η προσπάθεια να τηρή κανείς το θέλημα του Θεού στην ζωή του.
Ο δεύτερος τρόπος είναι ο χαρισματικός. Δηλαδή, ενεργεί το Αγιον Πνεύμα μέσα στον άνθρωπο και τότε ό άνθρωπος εν Αγίω Πνεύματι βλέπει την εσωτερική του ακαταστασία, βλέπει τα πάθη τα όποια υπάρχουν μέσα του. Όπως οι ακτίνες Χ διαερνούν το σώμα του ανθρώπου και φανερώνουν την εσωτερική κατάσταση του σώματος, την κεκρυμμένη από τα βλέμματα των ανθρώπων ασθένεια, έτσι, και πολύ περισσότερο, η Χάρη του Αγίου Τριαδικού Θεού έρχεται μέσα στην ύπαρξη του άνθρωπου και τότε αποκαλύπτεται η πενία του, η πνευματική του φτώχεια και αρχίζει ο άνθρωπος να μετανοή. Σε αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος ουναισθάνεται την αμαρτία πού έχει διαπράξει και διακατέχεται από ακατάσχετη μετάνοια, από ένα άσβεστο μίσος για την αμαρτία και μια ορμή επιστροφής προς τον Θεό και κοινωνίας μαζί Του. Αυτό συνιστά τον λεγόμενο χαρισματικό τρόπο ζωής. Δηλαδή αισθάνεται μέσα του την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και αυτό του δημιουργεί πνευματική έμπνευση, πνευματική ηδονή, έρωτα προς τον Θεό, πόθο για συνάντηση μαζί Του.
Εάν αυτό γίνεται στα ανθρώπινα, πολύ περισσότερο γίνεται στα πνευματικά θέματα. Όταν μειώνεται αυτός ο βαθμός της μεγάλης αγάπης για τον Θεό, τότε ο άνθρωπος αισθάνεται την πεπτωκυία του κατάσταση και αρχίζει και πάλι να μετανοή. Γι' αυτό, έλεγε ο αείμνηστος Γέροντας, θα πρέπη από το ψυχολογικό επίπεδο συνεχώς να αγωνιζόμαστε να ανεβαίνουμε στο οντολογικό και πνευματικό επίπεδο.
Ο ίδιος, όπως τον γνώρισα, ήταν άνθρωπος της βαθύτατης μετάνοιας, της βαθύτατης αυτομεμψίας, είχε βαθειά αίσθηση του εαυτού του, ακόμη και τότε πού έφθανε στην θεωρία του Θεού και έβλεπε τον Θεό ως Φως. Γιατί εκείνος πού φθάνει, όπως έλεγε ο Αββάς Δωρόθεος, στην πνευματική κατάσταση να βλέπη τον Θεό ως Φως, αισθάνεται, κατά τον λόγο του Προφήτου Ησαΐα, ότι είναι «τάλας», ταλαίπωρος, και βλέπει ότι είναι χώμα και στάχτη, κατά τον λόγο του Αβραάμ «εγώ ειμί γη και σποδός». Αυτόν τον χαρισματικό τρόπο ζωής ζούσε και ο Γέροντας Σωφρόνιος. Γι' αυτό στο τέλος της ζωής του, λίγες ώρες πριν η ψυχή του αφήση το σώμα, είπε έναν περίφημο λόγο -φθάνει κανείς να ζήση σε αυτήν την ζωή για να πή και μόνον ένα λόγο- «Όλα τα έχω πει στον Θεό. Τελείωσα ό,τι είχα να κάνω. Τώρα πρέπει να φύγω». Είχε τέτοιον πόθο μέσα του, αλλά και τέτοια αίσθηση ότι η μετάνοια του έφθασε στο αποκορύφωμα της χαρισματικής καταστάσεως, ώστε μπορούσε να φυγή για την άλλη ζωή, για να συνάντηση τον Θεό και να γίνη αυτή η συνάντηση Παράδεισος και αιώνια ζωή.
Άλλα και προς το τέλος της ζωής του, λίγο πριν πεθάνη, έκανε και κάτι άλλο. Έστειλε επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, με την οποία του ανακοίνωνε ότι έφευγε για τον ουρανό και τον ευχαριστούσε, αλλά και τον ευγνωμονούσε για ό,τι έκανε για εκείνον και την αδελφότητα του. Και στο τέλος του γράμματος ζητούσε την ευλογία του Πατριάρχη -διότι το Μοναστήρι του ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο- για να απέλθη «προς το ποθούμενον Φως της του Χριστού Αναστάσεως». Ένας άγιος πού έζησε στην έρημο του Αγίου Όρους με βαθύτατη μετάνοια, πού είχε μεγάλες εμπειρίες προσευχής, αισθάνθηκε την ανάγκη στο τέλος της ζωής του να ζήτηση την ευλογία του Επισκόπου του, του Οικουμενικού Πατριάρχη, για να φθάση και να απόλαυση το ποθούμενον φως της Αναστάσεως.
Έτσι, ο Γέροντας Σωφρόνιος ζούσε μια ζωή χαρισματική, ήταν ένας εμπνευσμένος άνθρωπος, κι αυτό το αισθανόταν κανείς, όταν τον πλησίαζε. Άλλωστε αυτό φαίνεται και στα γραπτά του, αλλά κυρίως, όταν τον πλησίαζε κανείς, έβλεπε την πνευματική κατάσταση την οποία ζούσε.
Πολλές φορές ομιλούσε για την έμπνευση. Είπα προηγουμένως ότι έλεγε ότι το να είναι κανείς Χριστιανός πρέπει να είναι καλλιτέχνης. Δεν μπορεί να είναι Χριστιανός, αν δεν είναι καλλιτέχνης, αν δεν έχη την έφεση και τον πόθο για τον Θεό. Έλεγε κάποτε στους μαθητές του: «Δεν μπορούμε να ζήσουμε χριστιανικά χωρίς έμπνευση. Αν κάποιος καλλιτέχνης, κάποιος αληθινός καλλιτέχνης ζή μέρα και νύχτα με τις εικόνες της τέχνης τον, τότε εμείς οι Χριστιανοί οφείλουμε να είμαστε ακόμη πιο προσεκτικοί, οφείλουμε να υπερβούμε τις προσπάθειες του καλλιτέχνη, για να ζήσουμε σύμφωνα με το πνεύμα του Ευαγγελίου».
Ενθυμούμαι πολλές φορές, όταν πηγαίναμε και του λέγαμε τα προβλήματα μας και μας έβλεπε να είμαστε πεσμένοι πνευματικά, στενοχωρημένοι, ένδειξη ότι δεν είχαμε προσευχή, έλεγε: «Έχασες την έμπνευση σου». Γιατί; Διότι ήξερε, ότι «το σημαντικότερο στη ζωή τώρα είναι να εμπνέη ο Θεός τον αγώνα σας για την σωτηρία. Όταν δίνεται από τον Θεό η έμπνευση όλη ή ζωή γεμίζει με φως και χαρά. Δεν παρατηρούμε τότε τις λεπτομέρειες της ζωής μας». Αλλά και δεν απογοητευόμαστε από τις λεπτομέρειες. Εκείνος πού έχει αγάπη δεν εξετάζει λεπτομέρειες στην ζωή του. Ένας ερωτευμένος για παράδειγμα δεν ασχολείται με τις λεπτομέρειες, δεν τον ενδιαφέρουν οι απειλές του πατέρα του -αν δηλαδή θα παντρευθή αυτήν θα τον αποκληρώση- δεν τον ενδιαφέρει η περιουσία, αφού εκείνος εμπνέεται από αυτήν την αγάπη. Εάν αυτά γίνωνται για τα ανθρώπινα, πολύ περισσότερο ισχύουν στα υπερανθρώπινα. Έτσι, όταν έχουμε έμπνευση, δεν παρατηρούμε διάφορες λεπτομέρειες στην ζωή μας.
Σ' ένα άλλο σημείο έλεγε ο Γέροντας: «Για να μη χάσετε την ευλογία πού σας έδωσε ο Θεός αγωνίζεσθε να αφομοιώνετε κάθε σκέψη πού σας εμπνέει και να διώχνετε κάθε λογισμό πού σας φονεύει». Μια πολύ μικρή πρόταση, πού δείχνει την ουσία της πνευματικής ζωής. Εάν, δηλαδή, ο Θεός στέλνη μια καλή σκέψη πού μας γεμίζει χαρά, εκεί ακριβώς πρέπει να επιμένουμε για να την αφομοιώσουμε, να την κάνουμε τροφή, αίμα και ζωή, και, εάν έρχεται μια σκέψη πού μας φονεύει, μας εξαφανίζει, μας ρίχνει στην απόγνωση, στην απελπισία, θα πρέπη να την αποδιώκουμε τάχιστα. Έτσι ο άνθρωπος μπορεί να είναι διαρκώς εμπνευσμένος, να έχη την έμπνευση του Θεού.
Από το βιβλίο του «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ»
Έκδοση Ιεράς Μονής Γενεθλίου Θεοτόκου - 2007