Ζωηφόρος

Ένας χρόνος χωρίς τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο,

Ένας χρόνος χωρίς

τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ:

ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΗ ΔΕΗΣΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΟΝ ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΟΥ

του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Κερκύρας και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκταρίου

«Δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού, και ου μή άψηται αυτών βάσανος. Έδοξαν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι, και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος αυτών και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα, οι δε εισίν εν ειρήνη (Σοφία Σολομώντος, 3, 1-3).

Και να που συμπληρώθηκε ήδη ένας χρόνος από τη στιγμή που ο Αρχιεπίσκοπός μας, ο «Χριστόδουλός μας»  έφυγε από αυτόν τον κόσμο και η ψυχή του βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Ένας ολόκληρος χρόνος, στον οποίο η απουσία του υπήρξε τόσο έντονη για τη ζωή μας όσο και η παρουσία του.

Ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στο Θεό και στην διακονία της Εκκλησίας αφήνει πάντοτε πίσω του δυσαναπλήρωτο κενό, όταν ο Θεός τον καλεί να ακολουθήσει τον δρόμο της εξόδου από αυτόν τον βίο.

Δεν μπορεί όμως να λησμονηθεί ένας άνθρωπος ο οποίος είχε γνώση Θεού και ανθρώπων, γνώση του κόσμου και των προβλημάτων του, επίγνωση της αποστολής της Εκκλησίας στο σήμερα, και, ταυτόχρονα, εκείνο το χάρισμα να επικοινωνεί με τις καρδιές όλων, μικρών και μεγάλων, συμφωνούντων και διαφωνούντων, ισχυρών αλλά και απλών και καθημερινών, με κύριο σκοπό του να μεταδώσει την πίστη του στο Θεό και τη Αλήθεια, την μαρτυρία της Ορθοδοξίας και την αγάπη του για το λαό και την πατρίδα!

Ξέρουμε πως είναι εν ειρήνη, κι ας «ελογίσθη κάκωσις η έξοδος αυτού», λόγω της πικρής ασθενείας που τον ταλαιπώρησε. Και είμεθα βέβαιοι ότι «ου μή άψηται αυτόν βάσανος» κι ας «ελογίσθη σύντριμμα»  γι’ αυτόν «η πορεία του αφ’ ημών».

Ξέρουμε, πως όσο κι αν μοιάζει στα μάτια των αφρόνων ότι έχει πεθάνει, αυτός ζει και προσδοκά την Ανάσταση των νεκρών. Ζει γιατί «ουκ έστι ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ., 22,32). Ζει γιατί ο λαός του Θεού τον αγαπά. Προσεύχεται και τον μνημονεύει. Από τα μικρά παιδιά μέχρι τους πιο μεγάλους.

Και λείπει σε όλους. Ακόμη και σ’ αυτούς που δεν συμφώνησαν μαζί του. Γιατί γνώριζαν ότι είχαν να κάνουν με έναν άνθρωπο του Θεού που ήταν ηγέτης. Και ο ηγέτης κερδίζει τον σεβασμό όλων. Ο ηγέτης εγείρει σε όλους αισθήματα αντίστασης, εγρήγορσης, προβληματισμού.  Τους κάνει να αναζητούν επιχειρήματα για να δείξουν ότι συμφωνούν μαζί του ή να τον αντικρούσουν. Ο ηγέτης δεν περνά απαρατήρητος.

Έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία θέλει από τον άνθρωπο την ταπεινή σιωπή και την αγάπη. Αυτό είναι αληθές. Όμως στη ζωή της Εκκλησίας υπήρχαν, υπάρχουν και πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν από το Θεό το χάρισμα να γίνονται λύχνος που φωτίζει τον κόσμο (Ματθ., 5, 15).

Άλλος με το λόγο του. Άλλος με το παράδειγμά του. Άλλος με τη σιωπή του. Άλλος με την ασκητικότητά του. Άλλος με το κοινωνικό του έργο. Άλλος με τα δάκρυά του. Άλλος με το χαμόγελό του. Άλλος συνδυάζει όλα αυτά και άλλα.  Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ήταν λύχνος που φώτισε τον κόσμο μας, γιατί πρώτα έγινε γι’ αυτόν «λύχνος  τοις ποσί του και φως ταις τρίβοις του» (Ψαλμ. 118, 105) ο νόμος του Θεού. Λύχνο τον κατέστησε η πίστη του.

Ο κόπος και η εργατικότητα του. Η αφιέρωσή του. Η λειτουργική του ζωή. Η αγάπη του για τον καθένα. Η ανεξικακία του. Η αφελότητα της καρδίας του. Η παιδικότητά του. Η ανθρωπιά του.

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν έκρυψε το χάρισμά του. Εργάσθηκε και αύξησε το τάλαντο που ο Θεός του εμπιστεύθηκε (Ματθ., 25,18). Το προσέφερε στην Εκκλησία. Δεν μέτρησε κατά άνθρωπον τις σπουδές του, τις γνώσεις του, τις γλώσσες που μιλούσε, τις δυνατότητες που είχε να αναδειχθεί κοσμικά.

Έγινε μοναχός, διακόνησε ως ιερέας το λαό του Θεού, αξιώθηκε σε νεαρή ηλικία να γίνει Επίσκοπος και επί 10 σχεδόν χρόνια έγινε ο λύχνος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανοίγοντας δρόμους και υπενθυμίζοντας μία μεγάλη αλήθεια. Ότι ο  άνθρωπος του Θεού προέρχεται  από τον λαό και διακονεί τον λαό.

Μας λείπει ο Χριστόδουλος. Μας λείπει το θάρρος του. Η τόλμη του να κηρύττει «Ιησού Χριστό Εσταυρωμένο και Αναστάντα» σε μια εποχή που θυμίζει την στάση των Αθηναίων έναντι του Αποστόλου Παύλου.

«Ακουσόμεθα σου», λέει ο κόσμος και πάλι σήμερα στον άνθρωπο του Θεού.  Θα σε ακούσουμε κάποια άλλη στιγμή, γιατί δεν έχουμε χρόνο, γιατί η εποχή μας έχει αλλάξει, γιατί πιστεύουμε σε άλλους θεούς. Ο Χριστόδουλος όμως είχε το θάρρος να ομολογεί: «Εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν»! (Πράξ., 17, 28)

Μας λείπει το θάρρος του να μην φοβάται να πει την αλήθεια, όσο κι αν αυτή ενοχλούσε. Να μιλήσει για την ταυτότητα και την ιδιοπροσωπία του λαού μας, ο οποίος μπορεί να ανήκει στην παγκοσμιοποιημένη εποχή, όμως χωρίς στηρίγματα στην πίστη και την παράδοση, χωρίς το ήθος της αγάπης και της προσφοράς, χωρίς τη γιορτή, τη νηστεία, τη λειτουργία, χωρίς την Εκκλησία ως κέντρο της ζωής του, δεν μπορεί να παραμείνει ξεχωριστός, διαφορετικός μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο.

Και ο Χριστόδουλος είχε το θάρρος να καλεί  σε αντίσταση εναντίον της νοοτροπίας ότι η Εκκλησία υπάρχει μόνο για το περιθώριο της ζωής. Εναντίον όσων επιθυμούν να  πείσουν το λαό ότι η πίστη του είναι μόνο για τη άλλη ζωή. Εναντίον όσων προσπαθούν να διαγράψουν την ιστορία του και τους θεσμούς του μόνο και μόνο για να αποσπάσουν τον έπαινο εκείνων που θέλουν όλοι να είμαστε το ίδιο, χωρίς πατρίδα, χωρίς στηρίγματα, χωρίς νόημα ζωής.

Μας λείπει το θάρρος του να γίνεται «τα πάντα τοις πάσι» (Α’Κορ., 9,22). Να μην φοβάται το άνοιγμα στην σύγχρονη πραγματικότητα, να διαλέγεται με όλους και για όλα. Να μην απορρίπτει τα μέσα της εποχής, αλλά και να μην τα απολυτοποιεί.

Να διαλέγεται για την κλωνοποίηση, τη βιοηθική, την τεχνολογία, τους υπολογιστές, να συζητά με τους νέους χωρίς να υπολογίζει την εμφάνιση και την συμπεριφορά τους, ακόμη και την αποδοκιμασία τους, να χαίρεται την επίσκεψή του στο τελευταίο χωριό της πατρίδας μας και να είναι απλός και καταδεκτικός με όλους τους ανθρώπους.

Να νοιάζεται για την υπόθεση του καθενός, να παρακαλεί, να απευθύνεται, να γίνεται πατέρας σε όλους. Να δίδει την μαρτυρία της αγάπης και του ήθους της πίστεως και να ομολογεί μαζί με τον Παύλο: «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ, τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;» (Β’ Κορ., 11, 29)

Μας λείπει το θάρρος του να κάνει την αυτοκριτική για τα λάθη του και να τολμά να ζητά συγγνώμη από όλους όσους αισθάνθηκε ότι μπορεί να τους αδίκησε, να μην τον κατάλαβαν, να μην τους πρόσφερε αυτό που θα ήθελαν.

Να τολμά να ζητά συγγνώμη από τους νέους γιατί κάποτε η Εκκλησία ολιγώρησε και δεν τόλμησε να τους πλησιάσει. Να ζητά συγγνώμη γιατί μπορεί να ήθελαν περισσότερα από την Εκκλησία κι αυτή να μην τους στάθηκε. Να ζητά συγγνώμη από το λαό και να έχει την γενναιότητα να αναλαμβάνει την ευθύνη ως ηγέτης για ό,τι δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να αλλάξει.

Μας λείπει το θάρρος του να αναλαμβάνει το σταυρό του και να αφιερώνει τον εαυτό του μέχρι το τέλος στον αγώνα του. Να μην κάμπτεται ούτε από τον πόλεμο που υφίστατο, αλλά και στο τέλος της ζωής του ούτε από την ασθένεια, ούτε από την λύπη, ούτε από τον επερχόμενο θάνατο.

Με  γενναιότητα ανέβηκε στο Γολγοθά  του, πιστεύοντας στην Ανάσταση και ζώντας την περί ημίν ελπίδα, που δεν είναι άλλη από το πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Μας λείπει να τον ακούμε να μας λέει και πάλι μαζί με τον Παύλο: «Τις ημάς χωρίση της αγάπης του Θεού; θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. 8, 35).

«Η ελπίς αυτού αθανασίας πλήρης» (Σοφία Σολομώντος, 3, 4). Στη ζωή της Εκκλησίας δοξάζουμε το Θεό διότι δεν λησμονεί το λαό του.  Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος θύμισε σε όλους εμάς την φωνή του Θεού. Έκανε όλους να ενδιαφέρονται, αν μη τι άλλο, για το τι λέει η Εκκλησία για τη ζωή μας, τα έργα μας, τον τρόπο που πορευόμαστε.

Και αυτή είναι η πνευματική παρακαταθήκη του. Ότι στο Θεό ελπίζουμε και η ελπίδα αυτή νικά τον θάνατο. Η ελπίδα αυτή δίδει πληρότητα εσωτερική στην καρδιά μας. Η ελπίδα αυτή νικά κάθε φόβο για τον κόσμο και τον άρχοντα του κόσμου τούτου. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ως άλλος κόκκος του σίτου έπεσε στη γη. Όμως, «πολύν καρπόν φέρει»! (Ιωάν., 12, 24)

Εμείς που τον γνωρίσαμε, που τον είχαμε πνευματικό πατέρα και καθοδηγητή, που λάβαμε δια των τιμίων αυτού χειρών την ιερωσύνη και την αρχιερωσύνη, που διδαχθήκαμε κοντά του την αγάπη για το Θεό και τον λαό του, την αφιέρωση στην Εκκλησία, το έργο της πίστεως, γνωρίζουμε καλά πως «τον αγώνα τον καλόν ηγώνισται, τον δρόμον τετέλεκε, την πίστιν τετήρηκε . απόκειται αυτώ ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Β’Τιμ. 4, 7-8 ).

Παρακαλούμε λοιπόν και όλους εσάς, που γνωρίζουμε καλά ότι τον αγαπήσατε και δοξάσατε τον Θεό που επέτρεψε η Εκκλησία μας να κυβερνηθεί κατά άνθρωπον από έναν τέτοιον Αρχιεπίσκοπο σαν το Χριστόδουλο, να μην λησμονήσετε το πρόσωπό του, τα διδάγματά του και τον αγώνα του.

Και όλοι από κοινού ας προσευχόμεθα  προς τον «και νεκρών και ζώντων την εξουσίαν έχοντα» Κύριό μας να αναπαύει τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος».

Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, του μακαριστού και αοιδίμου πνευματικού ημών πατρός, αιωνία η μνήμη!

ΑΣ ΤΟΝ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ & ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ (+28.01.2008)

του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβροσίου

____Τόσο γρήγορα. λοιπόν, τρέχει ο χρόνος! Συμπληρώθηκε ένας χρόνος αφ’ ότου ο μακαριστός Χριστόδουλος παρέδωσε το πνεύμα του και έφυγε από τη τούτη τη ζωή για την αιωνιότητα.

____Για τον ίδιο ο θάνατος ήταν μια λύτρωση και μια απαλλαγή. Λύτρωση και απαλλαγή από τις ευθύνες, από τις πικρίες, από τις δυσκολίες, από τα παλαίσματα και τους αγώνες, από την προδοσία των φίλων και από τους πόνους της ασθένειας.

____Για μας τους επιβιώνοντας ο θάνατός του υπήρξε μία απώλεια και μια αποστέρηση. Απώλεια μεν, επειδή ο Χριστόδουλος ήταν ένας αληθινά ΜΕΓΑΛΟΣ Αρχιεπίσκοπος! Ήταν οραματιστής και ρηξικέλευθος! Ακόμη ήταν και άνθρωπος πολυταλαντούχος. Προικισμένος από τον Θεό με υπέροχα χαρίσματα. Οι φίλοι του τον θαύμαζαν και οι εχθροί του τον εφοβούντο. Ήταν αληθινός ΗΓΕΤΗΣ!

____Ο θάνατός του ήταν και μια αποστέρηση. Η Εκκλησία στερήθηκε τον ζωηρό μαχητή. οι δε φίλοι του έχασαν τον καλό φίλο. Τον χαρισματικό άνθρωπο, με τον οποίο έκανες ευχάριστη παρέα. Ποιός δεν θυμάται τα χαριτωμένα ανέκδοτα, στα οποία ήταν ανεξάντλητος!

____Ο Χριστόδουλος στη ιστορία της Εκκλησίας θα καταγραφή ως ένας εκ των ΜΕΓΑΛΩΝ Αρχιεπισκόπων. Ας είναι αιωνία η μνήμη του.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ θα τελέσει επίσημα το ετήσιο μνημόσυνο την 1η Φεβρουαρίου 2009. Μερικοί εξέφρασαν ήδη την απορία πως και γιατί δεν προτιμήθηκε η 25η Ιανουαρίου 2009; Κάποιοι μάλιστα και εσκανδαλίσθησαν εκ της μεταθέ-σεως της ημερομηνίας αυτής. Διότι, ως συνηθί-ζεται, η ημερομηνία του μνημόσυνου προσδιο-ρίζεται προ της ημέρας της τελευτής ενός πιστού και όχι μεταγενεστέρως. Βεβαίως ο Θεός είναι επέκεινα του χρόνου. Συνεπώς η ημερομηνία δεν παίζει κάποιο ρόλο ως προς την ουσία των πραγμάτων. Είναι όμως εξεταστέον: γιατί αποφασίσθηκε η μετάθεση της ημερομηνίας; Ποιος σοβαρός λόγος, άραγε, κατέστησε αναγκαία μια μεταγενέστερη ημερομηνία; .

____Δεν είμεθα αρμόδιος να απαντήσουμε στην απορία αυτή. Οπωσδήποτε όμως επειδή μερικοί υπέβαλαν το ερώτημα, πρέπει να δώσουμε μια εξήγηση. Καθώς λοιπόν ακούσαμε γύρω από την 25η Ιανουαρίου 2009 είχε προγραμματισθή μία ακόμη ποιμαντική επίσκεψη του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ.. Βαρθολομαίου στην Ελλάδα, η οποία τελικά αναβλήθηκε. Όπως λοιπόν ήταν φυσικό η επίσκεψη του Πατριάρχου ώθησε την ημερομηνία τελέσεως του μνημοσύνου στην 1η Φεβρουαρίου!

____Μπορούμε να διατυπώσουμε την άποψη, ότι η μετάθεση της ημερομηνίας γι’ αυτό το λόγο, αν βεβαίως η πληροφορία μας είναι αληθινή, μαρτυρεί έλλειψη σεβασμού στη μνήμη ενός Μεγάλου Αρχιεπισκόπου. Αλλά γιατί να τον σεβασθούν νεκρό, όσοι τον πολέμησαν με μανία όταν ακόμη ήταν στη ζωή; Η μακάβρια τελετή της επιβολής του επιτιμίου της «ακοινωνησίας» δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τη μνήμη μας! Στην αρχαία Σπάρτη οι μανάδες έριχναν τα παιδιά τους στον Καιάδα! Στην νεώτερη Ελλάδα η Μητέρα Εκκλησία ρίχνει αρχιεπισκόπους στον Καιάδα της ακοινωνησίας!

_____Κλείνοντας τις λίγες αυτές γραμμές θεωρούμε αναγκαίο να μεταφέρουμε εδώ μερικά λόγια από την συνέντευξη, που έδωσε προσφάτως ο αδελφός του κ. Ιωάννησ Παρασκευαΐδης σε αθηναϊκή εφημερίδα:

Επιμνημόσυνη Όμιλία

του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού

κ. Δανιήλ

ΣΤΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΘΗΜΕΡΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΤΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

ΤΕΛΕΣΘΕΝ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

* * * * *

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Κυριακή 2 ΜΑΡΤΙΟΥ 2008

«Και ιδού θύρα ανεωγμένη εν τω ουρανώ, και η φωνή η πρώτη ην ήκουσα ως σάλπιγγας λαλούσης μετ΄ εμού λέγων, Ανάβα ώδε» (Αποκάλυψις δ' 1).

Τον λόγο αυτό, Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και Σεπτέ Προκαθήμενε της καθ' Ελλάδα Εκκλησίας κ. Ιερώνυμε

Σεβασμία των Ιεραρχών χορεία

Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, Μοναχοί και Μοναχές

Πάντες Άρχοντες και άπας λαός του Θεού

Τον λόγο αυτό, επαναλαμβάνω, του πανευφήμου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου επέλεξα ως κατάλληλο για την παρούσα περίστασι, πού η Εκκλησία της Ελλάδος τελεί το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου, να προτάξω στην ομιλία μου αύτη, πού μου ανέθεσε να εκφωνήσω με την σεπτή Απόφαση της η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Αγιωτάτης Εκκλησίας μας για τον ιερώς και εν πίστει κεκοιμημένο Πρωθιεράρχη.

Α'. «Ανάβα ώδε», εκάλεσε με την παντοκρατορική φωνή Του ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, πού είναι η αγία κεφαλή της Εκκλησίας (Προς Έφεσίους ε' 23), τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρό Χριστόδουλο, και εκείνος εξήλθε από τον μάταιο και πρόσκαιρο τούτο κόσμο, έχοντας την πίστι πού εκθέτει ό Απόστολος Παύλος ότι :«Οίδαμεν γαρ ότι εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους κατάλυθη, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οΙκίαν αχειροποίητον αιώνιον εν τοις ουρανοίς. και γαρ εν τούτω στενάζομεν, το οικητήριον ημών το εξ ουρανού επενδύσασθαι επιποθούντες, ει γε και ενδυσάμενοι ου γυμνοί ευρεθησόμεθα και γαρ οι όντες εν τω σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι έφ' ω ου θέλομεν εκδύσασθαι, άλλ' επενδύσασθαι, ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής. ο δε κατεργασάμενος ημάς εις αυτό τούτο Θεός, ο και δούς ημίν τον αρραβώνα του Πνεύματος» (Προς Κορινθίους Β' ε' 1-5).

Ερμηνεία: «Ξέρουμε πώς, αν η επίγεια σκηνή πού κατοικούμε, δηλαδή το σώμα, διαλυθεί, έχουμε στους ουρανούς κατοικία αιώνια, οικοδομημένη από τον Θεό κι όχι από ανθρώπινα χέρια. Γι' αυτό τώρα στενάζουμε, περιμένοντας με λαχτάρα να ντυθούμε το ουράνιο σώμα μας. Κι αν ντυθούμε το ουράνιο σώμα, δεν θα μείνουμε γυμνοί. Γιατί εμείς πού είμαστε στο επίγειο σώμα στενάζουμε από το βάρος του. Όχι πώς θέλουμε να το αποβάλουμε. Θέλουμε να ντυθούμε ένα καινούργιο. Έτσι η ζωή θα νικήσει το θάνατο. Αυτός πού μας προετοίμασε γι' αυτό το άφθαρτο σώμα είναι ο Θεός. Αυτός μας έδωσε το Πνεύμα ως εγγύηση».

Μ΄ αυτή την εγγύησι του Αγίου Πνεύματος και την εν Χριστώ ελπίδα μετέστη από των λυπηρότερων εις τα θυμηδέστερα και από των πρόσκαιρων εις τα αιώνια, κατά την υπόσχεσι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού:«Πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ, και υμείς ήτε» (Ιωάννου ιδ' 2-3)

Ερμηνεία: «Εγώ πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο. Κι όταν πάω και σας ετοιμάσω τόπο, πάλι θα έρθω και θα σας πάρω κοντά μου, ώστε όπου είμαι εγώ να είστε κι εσείς. Ξέρετε βέβαια και πού πηγαίνω και την οδό πού οδηγεί εκεί».

Γι' αυτό ο φιλανθρωπότατος Κύριος μας προσευχήθηκε στον Επουράνιο Θεό και Πατέρα Του και Θεό και Πατέρα μας:«Πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κάκεινοι ώσι μετ' εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου» (Ιωάννου ιζ' 24).

Ερμηνεία: «Πατέρα, αυτοί πού μου έδωσες θέλω όπου είμαι εγώ να είναι κι εκείνοι μαζί μου, για να μπορούν να βλέπουν τη δόξα τη δική μου, τη δόξα πού μου χάρισες, γιατί με αγάπησες προτού να δημιουργηθεί ό κόσμος».

Β'. Αυτή η εν Χριστώ ελπίδα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου εστηρίζετο στην υπακοή με την οποία ανταποκρινόταν σ" όλες τις κλήσεις του Θεού, κατά την διάρκεια της ζωής του, όπως τις εγνωρίσαμε όλοι, ιδιαιτέρως όμως εμείς οι απ' αρχής «διαμεμενηκότες μετ' αυτού εν τοις πειρασμοίς αυτού» (Λουκά κβ' 28).

1)  Ύπήκουσε στην κλήσι του Θεού να αφιερωθεί ολοσχερώς σ' Αυτόν και ευπειθής στην ουράνια κλήσι του (Πράξεων κστ' 19) έδωσε τις υποσχέσεις της μοναχικής πολιτείας (1961) καταλιπών γένος, ύπαρξι, σταδιοδρομία, λογισάμενος το μοναχικό ένδυμα τιμιώτερο και πολυτελέστερο, επειδή έχει αιώνια λαμπρότητα, από τα άλλα κοσμικά ενδύματα με την εφήμερη λάμψι.

Ενώ το μέλλον του διεγράφετο, κατά την αντίληψι του κόσμου τούτου, για εκείνον λαμπρό, εκείνος επέλεξε να αποκτήσει και την κατά Θεό σοφία, εραστής αυτής γενόμενος κατά τον τύπο των αγίων και μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας.

2) Ύπήκουσε στην κλήσι του Θεού να ιερωθεί και να κατασταθεί «οικονόμος των μυστηρίων του Θεού» (Προς Κορινθίους Α' δ 1), διαχειριστής «της ποικίλης χάριτος του Θεού» (Α' Πέτρου δ' 10), να αναλάβει ιεραποστολική διακονία στην Εκκλησία και εχώρησε ανελθών με ταπείνωσι και με συναίσθησι «τι νι προσέρχεται» τις ιερές βαθμίδες του ιερατικού αξιώματος, χειροτονηθείς Διάκονος (1961) και Πρεσβύτερος (1965).

Θείω ζήλω πυρπολούμενος εργάσθηκε ως Διάκονος και Πρεσβύτερος ευαγγελιζόμενος την βασιλεία του Θεού, θέσας στο έργο της διακονίας της Εκκλησίας τα περικοσμούντα αυτόν πολλά και έκτακτα φυσικά και επίκτητα χαρίσματα.

Όσοι τον εγνώρισαν στην πρώτη νεότητα του ως Διάκονο και Πρεσβύτερο στις θέσεις πού διακόνησε μαρτυρούν, ότι παρέστησε εαυτόν «δόκιμον τω Θεώ, εργάτην ανεπαίσχυντον, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας» (Προς Τιμόθεον Β' β' 15).

Λειτουργούσε, κήρυττε, δίδασκε, παρηγορούσε, έλεγχε και τα πάντα τα έπραττε, για να δοξάζεται ο Τριαδικός Θεός μας.

3)  Ύπήκουσε στην κλήσι του Θεού να ανέλθει και στην υπάτη κρηπίδα της εκκλησιαστικής διακονίας, αυτή της αρχιεροσύνης, όταν εκλέχθηκε (1974) Μητροπολίτης της περιβλέπτου Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και "Αλμυρού.

Με την ικμάδα της αλκής του γεώργησε τον ιεραποστολικό αγρό, στον όποιο η χάρις του Αγίου Πνεύματος τον κάλεσε, ως καλός ποιμένας, έχοντας πρότυπο του τον καλό ποιμένα Κύριο μας Ιησού Χριστό (Ιωάννου ι' 1-10). Έσφράγισε κατά τα είκοσι τέσσερα περίπου έτη της θεοφιλούς αρχιερατείας του, ως Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού, ανεξίτηλα την εκκλησιαστική ζωή της περιοχής.

Εξομολογήθηκε στην ιδιόγραφη διαθήκη του (3 Νοεμβρίου 1989) ως Μητροπολίτης Δημητριάδος:«Με την βοήθειαν του Θεού και παρά την αναξιότητα μου ανεδείχθην εις το μέγιστον εν τη Εκκλησία αξίωμα του Επισκόπου, το οποίον εφρόντισα να υπηρετήσω μέχρις ώρας με πιστότητα και αφοσίωσιν».

4) Από εκεί κλήθηκε από τον Θεό, με τις ψήφους της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (28.4.1998), σε μείζονα διακονία με μείζονες ευθύνες και κινδύνους, για να κυβερνήσει το νοητό σκάφος της Εκκλησίας ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και Προκαθήμενος της καθ΄ Ελλάδα Εκκλησίας επί εννέα έτη και εννέα μήνες περίπου.

Ευνόητο είναι, ότι τυγχάνει δυσχερές ασφαλώς να συμπεριλάβουμε στην ομιλία αυτή για την παρούσα περίστασι όλα όσα έπραξε και εδίδαξε κατά την διάρκεια της αρχιεπισκοπείας του, περί ης «ουκ εστί κατά μέρος λέγει ν» (Εβραίους θ' 5).

Εκείνα όμως τα όποια δυνάμεθα να καταθέσουμε ως μαρτυρία μας για τον σεπτό Πρωθιεράρχη είναι ταύτα:α) "Ότι αγάπησε τον Θεό και εργάσθηκε αυτοθυσιαστικώς για την δόξα του Παναγίου Ονόματος Του είτε λειτουργώντας, είτε κηρύττοντας, είτε περιοδεύοντας σε ενορίες και Ιερές Μητροπόλεις, είτε διδάσκοντας, είτε συγγράφοντας, πιστός στον Θεό, στην αλήθεια του Ευαγγελίου Του, στην αγάπη Του, στην πρόνοια Του, στην δύναμί Του και στην αγαθότητα Του. Εγνώριζε να Τον επικαλείται σ' όλα τα έργα του και να Τον υπηρετεί με όλες του τις δυνάμεις με προθυμία και πιστότητα νύκτα και ήμερα. Ή ζωή του προσφέρθηκε θυσία ολοκαυτώματος στον Θεό στον βωμό των ολοκαυτωμάτων, σ' αυτό το βωμό πού θυσιάζονται από τους μαθητές του Ιησού Χριστού «ευθέως και πάντα» (Λουκά ε' 11).

β) Ότι συνείχετο από την μέριμνα για την Εκκλησία μας. Το όραμα της αρχιεπισκοπείας του ήταν να είναι η Εκκλησία μας μία ζώσα μαρτυρία Ιησού Χρίστου στον σύγχρονο κόσμο, διδάσκουσα το Ευαγγέλιο της αληθείας, καταθέτουσα «τον λόγον περί της εν ημίν ελπίδος» (Α' Πέτρου α' 21), για να οδηγούνται οι άνθρωποι στην ζωή τους από το θείο θέλημα, ανακουφίζουσα τους κουρασμένους και φορτωμένους της παρούσας ζωής, δεχόμενη τους πάντες σαν μια ζεστή στοργική αγκαλιά, μαρτυρούσα «τοις εγγύς και τοις μακράν» (Προς Εφεσίους β' 17) «το της ευσέβειας μυστήριον θεός έφανερώθη εν σαρκί, έδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κοσμώ, ανελήφθη εν δόξη» (Προς Τιμόθεον Α' γ' 16). Ερμηνεία: «Το μυστήριο της πίστεως πού μας αποκαλύφθηκε: Ο Θεός φανερώθηκε ως άνθρωπος, το Πνεύμα απέδειξε ποιος ήταν φανερώθηκε στους αγγέλους, κηρύχθηκε στα έθνη, τον πίστεψε ο κόσμος, αναλήφθηκε με δόξα».

γ) Ότι εγένετο εν τω μεσώ ημών με σπλάγχνα φιλαδελφίας πατέρας στοργικός και διδάσκαλος ικανός. Έπολιτεύθη άνευ δόλου, άνευ ιδιοτέλειας, άνευ μικροπρεπειών.

Αγαπήθηκε και μισήθηκε εξ ίσου. Τον εμπιστεύθηκαν και τον αμφισβήτησαν.

Όσο ο πιστός λαός τον εξύψωνε τόσο οι εχθροί του τον έπνιγαν. Ούτε όμως από την τιμή του προσώπου του ζαλίσθηκε ούτε από τον πόλεμο των εχθρών του απογοητεύθηκε. Εξομολογήθηκε στην διαθήκη του :«Δεν μισώ ούτε μνησικακώ δια τους μισήσαντές με ή τους πολεμήσαντές με. Τους συγχωρώ όλους και ζητώ από όλους συγχώρησιν. Ιδιαιτέρως συγχωρώ τους αδικήσαντές με δια λόγων ή δια έργων».

Το μόνο πού εγνώριζε να πράττει ήταν το καθήκον του. Έγραψε ότι αυτό το καθήκον του τον «έφερε συχνά εις αντιδικίαν και ρήξιν με διαφόρους ανθρώπους εκφραστάς ιδεών και απόψεων ελεγκτέων. Δεν μισώ ούτε μνησικακώ δια τους επικριτάς μου ή τους πολεμήσαντές με ... Εις τους υπέρ της Εκκλησίας αγώνας μου υπήρξα ενίοτε σκληρός, άλλ΄ ουδέποτε άδικος. Δεν μισώ κανέναν, όλους τους αγαπώ και δι' όλους προσεύχομαι».

5) «Υπήρξα προνομιούχος, ποιμάνας λαόν εκλεκτόν και φιλοπρόοδον» σημείωσε στην ιδιόγραφη διαθήκη του, ανταποδίδοντας αγάπη στους πιστούς πού τον αγάπησαν, πού τον εμπιστεύθηκαν, πού εμπνεύσθηκαν από τον χειμαρρώδη και ελκυστικό λόγο του, πού δάκρυζαν όταν δάκρυζε, πού χαμογελούσαν όταν χαμογελούσε, πού οι κτύποι της καρδιάς τους επάλλοντο συγχρονισμένοι στους ρυθμούς της δικής του καρδίας. Σ' όλους ανταπέδωσε την ευγνωμοσύνη του για την εμπιστοσύνη τους, τον σεβασμό τους, την ανυπόκριτη και ανυστερόβουλη αγάπη τους στο πρόσωπο του. Ένα «ευχαριστώ» ήταν η τελευταία του επί της γης λέξι πού ψέλλισαν τα πονεμένα χείλη του. Ευχαρίστησε Θεό και ανθρώπους και απεδήμησε προς την αιώνια ουράνια πατρίδα μας.

Αγάπησε τον ελληνικό λαό και τον υπηρέτησε με όλες τις δυνάμεις του, προκινδυνεύοντας υπέρ αυτού, στηρίζοντας τα ουσιώδη και μεγάλα της ζωής του, την ιστορία του, την γλώσσα του, την ταυτότητα του, την αυτοσυνειδησία του, τους αγώνες του, την ψυχή του. Σύσσωμη η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της ευλογημένης Πατρίδος μας, κατά την εξόδιο Ακολουθία, του αναγνώρισε αυτή την προσφορά στην κοινωνία και την Πατρίδα.

Το όραμα του ήταν οι Έλληνες να ζουν και να ευημερούν μεταξύ των άλλων εθνών και λαών στον σύγχρονο κόσμο με αξιοπρέπεια και αυτογνωσία, αμιλλόμενοι και διακρινόμενοι σε έργα ειρήνης, προόδου, πολιτισμού, χωρίς να υποτιμούν τους άλλους, αλλά και χωρίς να παραιτούνται των πνευματικών και ιστορικών τους δικαιων. Αυτή την πνευματική περιουσία, πού αποτελεί το άρτημα (το κόσμημα) της ζωής των Ελλήνων, υπερασπίσθηκε με πάθος και αυτοθυσία.

6) Τέλος κλήθηκε από τον Θεό να πειρασθεί με πολλούς και ισχυρούς πειρασμούς. Στους πειρασμούς του δεν λύγισε. Ανέβηκε πολλάκις κατά την διάρκεια της αρχιεπισκοπείας του με γενναιότητα τον Γολγοθά και σταυρώθηκε σιωπών. Στους πειρασμούς του έδειξε την δύναμι της πίστεως του στον Θεό, το μεγαλείο του, την δύναμι της ψυχής του, το υψηλό του φρονήματος του, την ευγένεια της καρδιάς του, με την οποία αιχμαλώτιζε και συγκινούσε τους πάντες μέχρι της τελευταίας ώρας και αναπνοής του.

Ή υπομονή του στους πειρασμούς του, το αγόγγυστον, η ανεξικακία του, η καρτερία του, η συγγνώμη πού σ" όλους παρέσχε εστόλισαν, μαζί μ' όλη την πολύκαρπο και καλλίκαρπο διακονία του, ουσιαστικώς την τιμία κορυφή του κι όχι η λαμπηδόνα των ευτελών λίθων της φθαρτής αρχιεπισκοπικής μίτρας του.

Γ'. «Αίρων τα δράγματα» (Ψαλμός ρκε' (ρκστ') 125, 6) της εκκλησιαστικής διακονίας του ανήλθε να καταθέσει ταύτα προσκυνητώς στον θρόνο του Έσφαγμένου Αρνίου, εξοφλώντας το οφειλόμενο υπαρξιακό χρέος του για τον πλούτο των θείων ευλογιών πού έλαβε στην ζωή του.

«Ιδού έρχομαι ταχύ, και ο μισθός μου μετ' εμού, αποδούναι εκάστω ως το έργον έσται αυτόν,   εγώ το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος» (Αποκάλυψις κβ' 12-13).

Ερμηνεία: "Ακούστε ! Έρχομαι σύντομα, λέει ο Ιησούς, και φέρνω μαζί μου την αμοιβή, για ν" ανταποδώσω στον καθένα κατά τα έργα του. Εγώ είμαι το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, η αρχή και το τέλος.

Ανήλθε για να αναπαυθεί από τους κόπους του πού κατέβαλε πολλάκις μετά πολλών δακρύων για την δόξα του Τριαδικού Θεού μας, την εύκλεια της αγίας Εκκλησίας μας και την σωτηρία των ψυχών των αδελφών μας «υπέρ ων Χριστός απέθανε» (Προς Ρωμαίους ιδ' 15 και Προς Κορινθίους Α' η' 11).

Ανήλθε αφήνοντας και αυτή την παραίνεσι και προτροπή:«Παρακαλώ τον λαόν μας να αποβάλη τις κατά της Εκκλησίας προκαταλήψεις του, τους γονείς παρακαλώ να οδηγούν τα παιδιά τους εις τον Χριστόν, τους νέους εξορκίζω να βιώσουν την ευτυχία κοντά εις την πίστιν».

Ή ποθεινοτάτη και επέραστη Εκκλησία της Ελλάδος, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, η Σεπτή των "Ιεραρχών Χορεία, οι Πρεσβύτεροι, οι Διάκονοι, οι Μοναχοί και οι Μοναχές, οι κατά πάσα έννοια Αρχοντες της Πατρίδος, όλοι οι πιστοί τον συνοδεύουμε με την ειλικρινή προσευχή μας και, καταθέτοντας με σεβασμό την ευγνωμοσύνη μας για όσα προσέφερε στην Εκκλησία μας, προσευχόμαστε:«Δος Κύριε αυτώ και τον στέφανον της ζωής».(Αποκάλυψις β' 10)

Παρακάτω παραθέτουμε τους δύο συγκινητικούς επικήδειους λόγους για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο «εις μνημόσυνον αιώνιον…», του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμου.

Επικήδειος στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο

του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου

31 Ιανουαρίου 2008

Μακαριώτατοι,

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Καρυστίας και Σκύρου κύριε Σεραφείμ, Τοποτηρητά του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου των Αθηνών, Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας, Σεβασμία Ιεραρχία της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, Εξοχώτατε κύριε Πρωθυπουργέ μετά των επιλέκτων μελών του Υπουργικού Συμβουλίου,Εξοχώτατοι, Πατέρες, Αδελφοί, πενθηφόρε Λαε,

Χρέος αγάπης και ευθύνης επιτελούντες και κομίζοντες την παραμυθίαν και φιλοστοργίαν της Μητρός Εκκλησίας προς όλους υμάς, εξήλθομεν από της εν Φαναρίω ιεράς σκηνής και αφίχθημεν ενταύθα δια να προπέμψωμεν σήμερον ομοθυμαδόν, εν δεδικαιολογημένη θλίψει, τον δια τας αιωνίους μονάς αναχωρήσαντα αγαπητόν αδελφόν ημών νυν μακαριστόν Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος και Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος κυρόν Χριστόδουλον, και να απευθύνωμεν αυτώ τον έσχατον αποχαιρετιστήριον λόγον ως εκ μέρους και δια των αισθημάτων πασών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενώπιον συμπάσης της τεθλιμμένης Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώπιον ποιμένων και ποιμαινομένων, αρχόντων και πιστού λαού, κληρικών και λαϊκών, μοναχών τε και μοναζουσών.

Και όντως, ατενίζομεν πεφορτισμένοι δια βαθείας συγκινήσεως «ποίμνιον ηπορημένον και καταβεβλημένον... γέμον αθυμίας και κατηφείας» δια την στέρησιν του καλού ποιμένος αυτού, κατά τον λόγον του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.

Είναι φυσικόν τούτο, διότι δεν είναι δυνατόν να είμεθα απαθείς προς το συμβάν και να μη αισθανώμεθα την ζημίαν, όμως ου πρέπον υπό της λύπης καταπίπτειν κατά το παράγγελμα του Αποστόλου Παύλου, προτρέποντος «μη λυπήσθε ως και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13).

Και έχομεν την ελπίδα ότι ο καλός ποιμήν μεταβαίνει από του «παρόντος και ουχ εστώτος κόσμου» εις τον «νοούμενον και μένοντα», τον «πάσης ελεύθερον ταραχής και συγχύσεως».

Είναι δε συγχρόνως η παρούσα εσχάτη εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, ο οποίος καθ  ὅλον τον βίον αυτού ουκ ενάρκησεν εκδημών εις τας εσχατιάς της Ελλαδικής γης δια να στηρίξη εις Χριστόν τον λαόν, υπόμνησις ότι και ημείς «προς Δεσπότην αγαθόν επειγόμεθα, και βελτίων η κατοικία της παροικίας».

Διότι, αυτό το οποίον είναι δι  ὅσους πλέουν εις το τρικυμιώδες πέλαγος ο εύδιος λιμήν, τουτ  αὐτό είναι δια τούς εις το πέλαγος του παρόντος βίου πλέοντας η μετάστασις και μετάθεσις προς τον φιλάνθρωπον Δεσπότην ημών Χριστόν.

Η αγάπη του Θεού, «πόρρωθεν το περί έκαστον ημών συμφέρον προβλεπομένου»,  εκάλεσε τον αείμνηστον Αδελφόν ίνα αναπαυθή από της δοκιμασίας της ασθενείας, η οποία εν τέλει κατά την πρόνοιαν του Κυρίου καθίσταται εφόδιον ζωής και καθάρσεως.

Εθαυμάσαμεν και εμακαρίσαμεν τον αδελφόν Χριστόδουλον κατά το έσχατον στάδιον της ασθενείας αυτού συνομιλούντα γενναίως μετά του θανάτου και αντεχόμενον μετ  ἐμπιστοσύνης της χειρός του Θεού και καθ  ἡμέραν βεβαιούμενον από τον «δυνάμενον σώζειν αυτόν εκ θανάτου» Θεόν (Εβρ. 5, 7), Όστις «θάνατον ουκ εποίησεν», αλλά δια του αναστάντος Κυρίου επάτησε τον θάνατον. «Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο· είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον» (Ιωβ 21, 5) από του νυν και έως του αιώνος, ως ανεφώνησεν ο πολύτλας Ιωβ.

Δεχόμενος τούς λόγους των Αγίων Πατέρων, ότι αι θλίψεις παραχωρούνται ημίν «είτε εις κάθαρσιν και της μικράς ιλύος, είτε εις βάσανον αρετής και πείραν φιλοσοφίας, είτε εις παίδευσιν των ασθενεστέρων εν εκείνω μανθανόντων το καρτερείν, αλλά μη εκκακείν τοις πάθεσιν», ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος, ως τύπος του αρχιποίμενος Χριστού, εβάδισε την ιδίαν σταυρικήν οδόν του αγιαστικού πόνου, την οποίαν βαδίζουν καθ’ εκάστην χιλιάδες αδελφοί ημών εν τη κλίνη της ασθενείας, δια να παράσχη παραμυθίαν εις αυτούς.

Αληθώς, η καρτερία, η αξιοπρέπεια και η πίστις του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου, υπολιμπάνοντος υπογραμμόν και παράδειγμα ημίν τοις περιλειπομένοις, συνεκίνησαν το πανελλήνιον και πέραν αυτού.

Μετά συγκινήσεως κατά την εξόδιον ταύτην στιγμήν ενθυμούμεθα την εκ νεότητος ολοτελή αφιέρωσίν του εις τον Θεόν, την λιπαράν μόρφωσιν και το υψηλόν ήθος του, την αφοσίωσιν αυτού εις την λατρευτικήν και λειτουργικήν ζωήν της Εκκλησίας, το νυχθήμερον επίμοχθον πρόγραμμα και τον ακάματον ζήλον του, τον φλογερόν κηρυκτικόν και μυσταγωγικόν λόγον του προς τον λαόν και προς την νεότητα, την συμπάθειάν του προς τούς πάσχοντας και εν ανάγκαις όντας, τας παρεμβάσεις του δια την επικράτησιν των πνευματικών αξιών, ιδία την προσήλωσίν του εις την Ελληνικήν ιδιαιτερότητα και τας παραδόσεις του ευσεβούς Γενους μας.

Εξ ετέρου, η ικανή οργάνωσις και πολύπλευρος προσφορά αυτού και εις τον τομέα της κοινωνικής και φιλανθρωπικής δράσεως θα μείνη ευδιάκριτος. Δια ταύτης ο μακαριστός αδελφός και συλλειτουργός επλούτισε την Εκκλησίαν της Ελλάδος, αλλά συγχρόνως συνέβαλε μεγίστως και εις την σύσφιγξιν του πνευματικού συνδέσμου μεταξύ πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και εις την στήριξιν και στερέωσιν της εν Αφρική ιεραποστολής. Χαρις εις αυτήν την δράσιν του η Εκκλησία της Ελλάδος υπήρξε το στήριγμα και η παραμυθία του Ελληνικού Λαού, αλλά και πλείστων άλλων εκτός Ελλάδος αναξιοπαθούντων αδελφών ημών, εις καιρούς δυσχειμέρους και στιγμάς τραγικάς, εν Σερβία, Ρωσσία, Λιβάνω και πολλαίς άλλαις εμπεριστάτοις περιοχαίς. «Τις πένησιν η την ψυχήν συμπαθέστερος η την χείρα δαψιλέστερος» αυτού, «ως οικονόμος δε αλλοτρίων διενοείτο περί των ιδίων, επικουφίζων την πενίαν εις δύναμιν», κατά τον Άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον.

Εκ παραλλήλου, ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος, καίπερ τελών εν γονίμω και ζωηρώ διαλόγω δια τα προκύπτοντα προβλήματα μετά της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εγγύς ενίοτε συγκρούσεων, κατά βάθος εσέβετο τον θεσμόν του Οικουμενικού Θρόνου και προσέβλεπεν εις την Μητέρα Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως ως προς την κιβωτόν και την ευσεβή πηγήν του Γενους, εκτιμών την μακραίωνα ιστορίαν και πολύτιμον οικουμενικήν προσφοράν αυτής.

Πεποίθαμεν, ότι νυν εν ουρανοίς, απηλλαγμένος των γηΐνων, επιθυμεί και εύχεται να κυριαρχή πάντοτε η ενότης και η σύμπνοια εις τας σχέσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και η συνάθροισις  Προκαθημένων και εκπροσώπων αυτών πέριξ του σκήνους αυτού επιβεβαιοί την βούλησιν της ημετέρας Μετριότητος προσωπικώς και πάντων δια την συνέχισιν αυτών υπό το πνεύμα τούτο του αμοιβαίου σεβασμού, αδελφικής εμπιστοσύνης και ειρηνικής συμπορεύσεως, δια την καλλιέργειαν του οποίου φιλοτίμως και επιτυχώς ειργάσθη.

Όμως, μακάριος όστις θησαυρίζει και δια την αιωνιότητα. Μακάριος και ο εκλιπών, διότι ηυλογήθη να διακρίνη πέραν των επιγείων, να ετοιμασθή δια τα επέκεινα της επιγείου ζωής, τα αιώνια και άφθαρτα, τα οποία θα συνοδεύουν αυτόν ες αεί. Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού έχει κεφαλήν Αυτόν τον ίδιον, ως λέγει ο θείος Παύλος: «Ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας, και αυτός εστι σωτήρ του σώματος» (Εφεσ. 5, 23). Ημείς δε είμεθα διάκονοι Αυτού, «πάροικοι και παρεπίδημοι» (Α´ Πετρ. 2, 11), ερχόμεθα και παρερχόμεθα, μένομεν εν αυτή ίνα σωθώμεν.

Διαπύρως, λοιπόν,  και εκτενώς δεόμεθα, ομού μετά πάντων των αδελφών Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, των αγίων Προκαθημένων και εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, των Εξοχωτάτων Αρχόντων του τόπου και παντός του κλήρου και του λαού και των μοναχικών ταγμάτων,  ίνα ο Κυριος ημών «ως ολοκάρπωμα λογικόν, ιερείον πνευματικόν αντί νομικού θύματος καλώς δαπανώμενον» δεχθή τούς υπέρ της Εκκλησίας κόπους και τας οδύνας της ασθενείας του αοιδίμου αδελφού.

Ας ευχηθώμεν κατά την στιγμήν ταύτην, κατά την οποίαν ο επίγειος βίος του αγαπητού αδελφού ημών διακόπτεται, υπέρ μακαρίας μνήμης, αναπαύσεως και αφέσεως των αμαρτιών του προπεμπομένου νυν εις την αιωνιότητα μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου.

Ευχηθώμεν ίνα προσλάβη την μακαρίαν αυτού ψυχήν προθύμως ο φιλεύσπλαγχνος Δεσπότης και Θεός ημών εις την αιωνίαν και άλυπον ζωήν, την εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Επικήδειος στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο

του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμου

31 Ιανουαρίου 2008

 

Α­δελ­φοί, 

Τις πρώ­τες πρω­ϊ­νές ώ­ρες και πριν α­κό­μη φέ­ξη το φυ­σι­κό φως του ου­ρα­νού, στο Εκ­κλη­σι­α­στι­κό Κτί­ρι­ο της αρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κής κα­τοι­κί­ας στο Ψυ­χι­κό της Ατ­τι­κής, έ­νας ι­ε­ρός άν­δρας, έ­να πο­λύ­τι­μο κό­σμη­μα της δω­ρε­άς του Θε­ού στην Εκ­κλη­σί­α Του, α­φή­κε την τε­λευ­ταί­α του πνο­ή, πα­ρα­δί­δο­ντας την ψυ­χή του σε Κεί­νον που την εί­χε πλά­σει. Έκ­πλη­κτοι οι θε­ρά­πο­ντες ι­α­τροί και οι άν­θρω­ποι οι δι­κοί του, στά­θη­καν ε­νε­οί μπρο­στά στον α­νε­πι­θύ­μη­το ε­πι­σκέ­πτη, τον θά­να­το. Το ση­μεί­ο του σταυ­ρού α­πό τους πα­ρό­ντες ε­πε­σφρά­γι­σε το «μυ­στή­ρι­ο» του θα­νά­του. Ο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Α­θη­νών και πά­σης Ελ­λά­δος Χρι­στό­δου­λος ή­ταν νε­κρός. 

Το ω­ρο­λό­γι­ο της ι­στο­ρί­ας της α­γι­ω­τά­της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος εί­χε στα­μα­τή­σει. Σαν το φως με­τά τα χα­ρά­μα­τα, δι­α­δό­θη­κε τα­χύ­τα­τα η εί­δη­ση της εκ­δη­μί­ας του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου, που ήλ­θε και ε­πά­γω­σε τις καρ­δι­ές των Ελ­λή­νων α­π’ ά­κρου εις ά­κρον της ελ­λη­νι­κής πα­τρί­δας και ε­κτός αυ­τής στον α­πό­δη­μο Ελ­λη­νι­σμό. Βα­ρύ­τα­το το πέν­θος, α­νε­κτί­μη­τος η α­πώ­λει­α, σκλη­ρός ο α­πορ­φα­νι­σμός, παν­στρα­τι­ά οι δα­κρύ­ο­ντες γι­α την στέ­ρη­σή τους α­πό τον πνευ­μα­τι­κό πα­τέ­ρα, παλ­λα­ϊ­κή και σε ε­πί­πε­δο θε­σμι­κών και δι­α­κε­κρι­μέ­νων προ­σω­πι­κο­τή­των η ο­μο­λο­γί­α ό­τι η Ορ­θό­δο­ξος Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος ε­στε­ρή­θη του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Α­θη­νών Χρι­στο­δού­λου, αν­δρός ι­ε­ρού, ευ­παι­δεύ­του, εκ­κλη­σι­α­στι­κού, ευ­γε­νούς, χα­ρι­σμα­τι­κού, ευ­τόλ­μου, φι­λαν­θρώ­που και φι­λο­πά­τρι­δος. 

Ταυ­τό­χρο­να με την θλί­ψη, μέ­σα α­πό τα α­πο­θέ­μα­τα της ορ­θο­δό­ξου πνευ­μα­τι­κό­τη­τος, α­νέ­τει­λε α­πό τις ψυ­χές των πι­στευ­ό­ντων Χρι­στι­α­νών, κλή­ρου και λα­ού, η κα­τα­φυ­γή στον αι­ώ­νι­ο λό­γο του Σω­τή­ρος Χρι­στού γι­α τον θά­να­το· «Μη θαυ­μά­ζε­τε τού­το ό­τι έρ­χε­ται ώ­ρα εν η πά­ντες οι εν τοις μνη­μεί­οις α­κού­σο­νται της φω­νής αυ­τού και εκ­πο­ρεύ­σο­νται οι τα α­γα­θά ποι­ή­σα­ντες εις α­νά­στα­σιν ζω­ής» (Ι­ω. 5,28-29). Και ο θε­ό­πνευ­στος μέ­γας Α­πό­στο­λος Παύ­λος συμ­βου­λεύ­ει· «Ου θέ­λο­μεν υ­μάς α­γνο­είν πε­ρί των κε­κοι­μη­μέ­νων, ί­να μη λυ­πή­σθε κα­θώς και οι λοι­ποί οι μη έ­χο­ντες ελ­πί­δα» (Α Θεσσ. 4,13). 

Πο­λύ­φω­τος ου­ρα­νός η Εκ­κλη­σί­α α­ντι­φεγ­γί­ζου­σα την δό­ξα της μο­ναρ­χού­σης στον κό­σμο Τρι­ση­λί­ου Θε­ό­τη­τος, στρέ­φει τους προ­βο­λείς της, δι­δα­κτι­κά, α­πο­κα­λυ­πτι­κά και στον πε­ρί­πυ­στο αρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κό θρό­νο της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, ό­που ο κε­κοι­μη­μέ­νος Προ­κα­θή­με­νος αυ­τής Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος δι­έ­θε­σε τις δω­ρε­ές του Θε­ού και τα αν­θρώ­πι­να χα­ρί­σμα­τα, που με την σει­ρά τους α­ντα­να­κλούν πνευ­μα­τι­κά πά­νω στα ε­κα­τομ­μύ­ρι­α των ψυ­χών του πλη­ρώ­μα­τος της στρα­τευ­ο­μέ­νης Εκ­κλη­σί­ας.

Κλί­νου­σα γό­νυ σε­βα­σμού ευ­γνω­μο­σύ­νης και ευ­χα­ρι­στι­ών η Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος δι­α της σε­πτής Ι­ε­ραρ­χί­ας αυ­τής, προς τον «μα­κα­ρί­α τη λή­ξει γε­νό­με­νον» α­οί­δι­μο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο Χρι­στό­δου­λο, δη­μι­ουρ­γεί και ο­νο­μά­ζει στα­θμό α­να­φο­ράς ό­λη την αρ­χι­ε­πι­σκο­πεί­α του, στην ο­ποί­α κα­τα­φαί­νε­ται, «θεί­α συ­νάρ­σει» η ε­ξε­λίξι­μη, προ­ϊ­ού­σα και ευ­λο­γη­μέ­νη πα­ρά του Θε­ού Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος προς τον σκο­πό της εκ­πλη­ρώ­σε­ως της υ­ψη­λής α­πο­στο­λής της. 

Υ­πεί­κο­ντες στην πα­ρα­δε­δο­μέ­νη τε­λε­τουρ­γι­κή τα­κτι­κή της α­γί­ας μας Εκ­κλη­σί­ας κα­τά τις ι­ε­ρές εκ­δη­μί­ες των εκ­κλη­σι­α­στι­κών προ­σω­πι­κο­τή­των, να πα­ρα­τί­θε­νται συ­νο­πτι­κώς τα βι­ο­γρα­φι­κά αυ­τών, πα­ρα­θέ­το­μεν τα α­κό­λου­θα, ως μί­α συ­νο­πτι­κή ε­νη­μέ­ρω­ση:  Ο κε­κοι­μη­μέ­νος Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Α­θη­νών και πά­σης Ελ­λά­δος κυ­ρός Χρι­στό­δου­λος, κα­τά κό­σμο Χρή­στος Πα­ρα­σκευ­α­ΐ­δης του Κων­στα­ντί­νου και της Βα­σι­λι­κής, γεν­νή­θη­κε στην Ξάν­θη της Δυ­τι­κής Θρά­κης το 1939. Το 1941 η οι­κο­γέ­νει­ά του με­τοι­κί­ζει στην Α­θή­να. Στην Α­θή­να ο Χρι­στό­δου­λος α­να­πτυσ­σό­με­νος πνευ­μα­τι­κά μέ­σω των κα­τη­χη­τι­κών ευ­και­ρι­ών της ε­νο­ρί­ας της α­γί­ας Ζώ­νης Κυ­ψέ­λης, ε­φοί­τη­σε στη Λε­ό­ντει­ο Σχο­λή και ε­σπού­δα­σε στη Νο­μι­κή Σχο­λή (1956-1961) και στη Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή (1962-1967) του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Α­θη­νών, με βα­θμό και εκ των δύ­ο σχο­λών Ά­ρι­στα. Ταυ­το­χρό­νως σπού­δα­σε βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή στο Ω­δεί­ο Α­θη­νών και ε­πε­δό­θη στην ε­κμά­θη­ση ξέ­νων γλωσ­σών. Το Μάρ­τι­ο του 1981 α­να­γο­ρεύ­ε­ται δι­δά­κτωρ του Κα­νο­νι­κού Δι­καί­ου α­πό την Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή του Α­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Α­κο­λου­θή­σας τον ά­γα­μο εκ­κλη­σι­α­στι­κό βί­ο, το 1961 ε­χει­ρο­το­νή­θη­κε δι­ά­κο­νος και το 1965 πρε­σβύ­τε­ρος και ως αρ­χι­μαν­δρί­της το­πο­θε­τεί­ται προ­ϊ­στά­με­νος και ι­ε­ρο­κή­ρυξ στον ι­ε­ρό Να­ό της Πα­να­γί­τσας Πα­λαι­ού Φα­λή­ρου, ό­που α­νέ­πτυ­ξε πλου­σι­ω­τά­τη ποι­μα­ντι­κή και ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κή δρά­ση. Την ί­δι­α πε­ρί­ο­δο α­να­λαμ­βά­νει, κα­τό­πιν δι­α­γω­νι­σμού, κα­θή­κο­ντα γραμ­μα­τέ­ως της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου και στη συ­νέ­χει­α αρ­χι­γραμ­μα­τεύ­ο­ντος αυ­τής. Τον Ι­ού­λι­ο του έ­τους 1974 ε­κλέ­γε­ται Μη­τρο­πο­λί­της Δη­μη­τρι­ά­δος, με έ­δρα τον Βό­λο, ό­που α­να­πτύσ­σει πλού­σι­α και πο­λι­σχι­δή δρά­ση, με πρω­το­βου­λί­ες που το πρώ­τον ε­φηρ­μό­σθη­σαν σε το­πι­κή Εκ­κλη­σί­α. Η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος της Εκ­κλη­σί­ας τον ε­χρη­σι­μο­ποί­η­σε πολ­λά­κις σε δι­α­φό­ρους το­μείς και σε α­πο­στο­λές μα­ζύ και με άλ­λους Ι­ε­ράρ­χες γι­α σο­βα­ρό­τα­τα ζη­τή­μα­τα της Εκ­κλη­σί­ας.

Χη­ρεύ­σα­ντος του αρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κού θρό­νου των Α­θη­νών, με­τά την εκ­δη­μί­α του μα­κα­ρι­στού Αρ­χι­ε­πι­σκό­που κυ­ρού Σε­ρα­φείμ Τί­κα την 10η Α­πρι­λί­ου 1998, η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος της Ι­ε­ραρ­χί­ας της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, ε­ξέ­λε­ξε τον α­πό Δη­μη­τρι­ά­δος Μη­τρο­πο­λί­τη Χρι­στό­δου­λο, την 28η Α­πρι­λί­ου 1998, νο­μί­μως και κα­νο­νι­κώς, Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο Α­θη­νών και πά­σης Ελ­λά­δος, ως τον 19ο α­πό της Πα­λιγ­γε­νε­σί­ας του Ελ­λη­νι­κού Κρά­τους Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο με α­πό­λυ­τα νό­μι­μες, κα­νο­νι­κές, δη­μο­κρα­τι­κές και συ­νο­δι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες και μά­λι­στα υ­πό της Συ­νό­δου της Ι­ε­ραρ­χί­ας της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος. Α­πό την δι­α­δι­κα­σί­α της εν­θρο­νί­σε­ως την 9η Μα­ΐ­ου 1998, ε­κτός α­πό τις εν­θου­σι­ώ­δεις εκ­δη­λώ­σεις του ευ­σε­βούς λα­ού και πέ­ραν της ε­φαρ­μο­γής των νο­μο­κα­νο­νι­κών δι­α­τά­ξε­ων, ο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος κα­τέ­λι­πε δύ­ο μνη­μει­ώ­δη κεί­με­να πνευ­μα­τι­κού, εκ­κλη­σι­α­στι­κού και νο­μο­κα­νο­νι­κού πε­ρι­ε­χο­μέ­νου. 1ο Τον εν­θρο­νι­στή­ρι­ο λό­γο του και 2ο Την ει­σα­γω­γι­κή ο­μι­λί­α του ε­νώ­πι­ον της Ι­ε­ραρ­χί­ας της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, κα­τά την πρώ­τη σύ­γκλη­ση αυ­τής υ­πό την προ­ε­δρί­α του την 6η Ο­κτω­βρί­ου 1998. Τα δύ­ο κεί­με­να αυ­τά ή­σαν οι προ­άγ­γε­λοι και προ­πο­μποί γι­α τις ε­νέρ­γει­ες, τις πρω­το­βου­λί­ες, τις ε­μπνεύ­σεις και τις δρά­σεις του νέ­ου Αρ­χι­ε­πι­σκό­που, ο ο­ποί­ος κυ­ρι­ο­λε­κτι­κώς, ερ­γα­ζό­με­νος νυ­χθη­με­ρόν και κι­νού­με­νος προς «πά­σαν α­να­γκαί­αν χρεί­αν» ε­πε­λή­φθη ε­γκαί­ρως της με­γά­λης και δυ­σχε­ρούς α­πο­στο­λής που α­παι­τεί το ευ­λο­γη­μέ­νο, αλ­λά κο­πι­ώ­δες και ρι­ψο­κίν­δυ­νο έρ­γο του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος.  

Το ση­μα­ντι­κώ­τε­ρο κα­τόρ­θω­μα του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου εί­ναι το γε­γο­νός ό­τι ε­το­πο­θέ­τη­σε την Εκ­κλη­σί­α στο κέ­ντρο του εν­δι­α­φέ­ρο­ντος, των προ­βλη­μα­τι­σμών και της ε­πι­και­ρό­τη­τος. Με τον με­στό λό­γο, αλ­λά και τις ευ­φυ­είς πα­ρεμ­βά­σεις του σε θέ­μα­τα κα­τα­λυ­τι­κά γι­α την πνευ­μα­τι­κή και η­θι­κή ζω­ή του τό­που, κα­τώρ­θω­σε να α­να­δεί­ξη τις θέ­σεις της Εκ­κλη­σί­ας και να υ­πο­στα­σι­ά­ση την προσ­δο­κί­α της «άλ­λης φω­νής» στην πο­λυ­φω­νι­κή Βα­βέλ των δι­α­φό­ρων σκο­πών και σκο­πι­μο­τή­των. Πρώ­τη φο­ρά το κή­ρυ­γμα του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Α­θη­νών, α­πο­κτά κε­ντρι­κή θέ­ση σε ό­λα τα δελ­τί­α ει­δή­σε­ων της Κυ­ρι­α­κής, έ­στω και α­πο­σπα­σμα­τι­κά. Πρώ­τη φο­ρά το πε­ρι­ε­χό­με­νο εκ­κλη­σι­α­στι­κής δι­δα­χής γί­νε­ται α­ντι­κεί­με­νο αυ­θορ­μή­των κα­θη­με­ρι­νών συ­ζη­τή­σε­ων, έ­στω και αν δι­α­τυ­πώ­νο­νται α­ντιρ­ρή­σεις η ποι­κί­λα σχό­λι­α. Πρώ­τη φο­ρά δη­μι­ουρ­γεί­ται η αί­σθη­ση στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α ό­τι υ­πάρ­χει φω­νή α­δέ­σμευ­τη, έ­τοι­μη να δι­α­σαλ­πί­ση τον λό­γο της α­λη­θεί­ας που ε­λευ­θε­ρώ­νει, τον λό­γο της λυ­τρώ­σε­ως που ει­ρη­νεύ­ει, τον λό­γο της ελ­πί­δος που α­να­νε­ώ­νει, χω­ρίς να α­γνο­ού­νται και οι δι­α­τυ­πού­με­νες α­ντιρ­ρή­σεις. 

Ο ι­ε­ρός Α­πό­στο­λος Παύ­λος, ε­μπνε­ό­με­νος υ­πό του α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, δι­δά­σκει ει­δι­κώ­τε­ρα: «Έ­χο­ντες δε χα­ρί­σμα­τα κα­τά την χά­ριν την δο­θεί­σαν η­μίν δι­ά­φο­ρα, εί­τε προ­φη­τεί­αν, κα­τά την α­να­λο­γί­αν της πί­στε­ως, εί­τε δι­α­κο­νί­αν εν τη δι­α­κο­νί­α, εί­τε ο δι­δά­σκων εν τη δι­δα­σκα­λί­α εί­τε ο πα­ρα­κα­λών εν τη πα­ρα­κλή­σει, ο με­τα­δι­δούς εν α­πλό­τη­τι, ο προ­ϊ­στά­με­νος εν σπου­δή, ο ε­λε­ών εν ι­λα­ρό­τη­τι» (Ρωμ. 12,6-8). Μέ­σα σ’ αυ­τή την α­γι­ο­γρα­φι­κή δι­α­τύ­πω­ση, δι­α της Χά­ρι­τος του α­γί­ου Θε­ού, μπο­ρού­με να α­να­ζη­τή­σω­με τη Δι­α­κο­νί­α και τον λό­γο του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου, ως ποι­μέ­νος ε­πι­σκό­που και Αρ­χι­ε­πι­σκό­που της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, τα ξε­χω­ρι­στά χα­ρί­σμα­τα, ή­τοι την προ­νο­η­τι­κό­τη­τα, την πρό­βλε­ψη, την εκ­κλη­σι­α­στι­κή δι­α­κο­νί­α, την δι­δα­σκα­λί­α, την προ­τρο­πή προς τον ε­νά­ρε­το βί­ο, την πρα­γμά­τω­ση α­γα­θών πρά­ξε­ων με τα­πεί­νω­ση, την ε­πι­στα­σί­α και ε­πι­μέ­λει­α γι­α τα κα­λά έρ­γα, την ά­σκη­ση της ε­λε­η­μο­σύ­νης με χα­ρά και προ­σή­νει­α. 

Αυ­τό το ευ­λο­γη­μέ­νο πο­λύ­πτυ­χο των εκ­κλη­σι­α­στι­κών δρα­στη­ρι­ο­τή­των υ­πήρ­ξε προ­σφο­ρά προς τον δι­δά­σκα­λο, Λυ­τρω­τή και Σω­τή­ρα μας Χρι­στό, με α­να­γω­γή στον ου­ρά­νι­ο Πα­τέ­ρα, ό­πως ο ί­δι­ος ο Κύ­ρι­ος δι­δά­σκει: «Ε­άν τις ε­μοί δι­α­κο­νή τι­μή­σει αυ­τόν ο πα­τήρ» (Ι­ω. 12,26). Και κα­θώς ε­ζή­σα­με τον Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο ο­λη­με­ρίς, αλ­λά και με­τά τα με­σά­νυ­κτα, να με­ρι­μνά, να σχε­δι­ά­ζει, να α­γω­νι­ά, να α­νη­συ­χεί γι­α το έρ­γο της Εκ­κλη­σί­ας, τον ε­νοι­ώ­σα­με να παίρ­νει α­να­πνο­ές ελ­πί­δος, α­φού και άλ­λους α­δελ­φούς, κλη­ρι­κούς και λα­ϊ­κούς, κα­τέ­στη­σε στα χα­ρα­κώ­μα­τα του χρέ­ους, και να ε­πα­να­λαμ­βά­νει προς ό­λους τους λό­γους των α­γί­ων Α­πο­στό­λων: «Η­μείς δε τη προ­σευ­χή και τη δι­α­κο­νί­α του λό­γου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν α­δελ­φοί» (Πραξ. 6,4), γι­α την πο­ρεί­α της Εκ­κλη­σί­ας του Χρι­στού. 

Η πο­ρεί­α του Προ­κα­θη­μέ­νου της Εκ­κλη­σί­ας μας υ­πήρ­ξε μί­α συ­νε­χής προ­σπά­θει­α, έ­νας α­κά­μα­τος τρό­πος ζω­ής, έ­νας σκλη­ρός α­γώ­νας, μι­α ευ­ρη­μα­τι­κή α­να­ζή­τη­ση λύ­σε­ως στα προ­βλή­μα­τα που συ­νε­χώς α­να­φύ­ο­νται, μι­α α­δι­ά­κο­πη σύ­γκρου­ση με συμ­φέ­ρο­ντα και πα­λαι­ές πι­κρί­ες, υ­πήρ­ξε ά­μυ­να και ε­πί­θε­ση στα μέ­τω­πα της α­θε­ΐ­ας, του υ­λι­σμού και κά­ποι­ων μο­ντέρ­νων ι­δε­ών, υ­πήρ­ξε ε­νί­ο­τε πά­λη πνευ­μα­τι­κή με την ύ­βρι και τη συ­κο­φα­ντί­α. Και μέ­σα σ’ αυ­τή την α­τμό­σφαι­ρα των α­γώ­νων και της α­γω­νί­ας, στά­θη­κε όρ­θι­ος, ι­σχυ­ρός, νη­φά­λι­ος, προ­ση­νής και φι­λι­κός «πά­ντα ι­σχύ­ων εν τω εν­δυ­να­μού­ντι αυ­τόν Χρι­στώ» (Φι­λιπ. 4,13). 

Με­ρι­κοί πα­ρά­γο­ντες ε­πέ­κρι­ναν, δι­ε­φώ­νη­σαν, αμ­φι­σβή­τη­σαν, πα­ρε­ξή­γη­σαν, πα­ρερ­μή­νευ­σαν, και γε­νι­κώς προ­σε­πά­θη­σαν να βλά­ψουν αυ­τό το έρ­γο με ταυ­τό­χρο­νη α­πό­πει­ρα να μει­ώ­σουν την α­κτι­νο­βο­λί­α της προ­σω­πι­κό­τη­τος του δη­μι­ουρ­γού του. Κύ­ρι­α αι­τί­α αυ­τής της στά­σε­ως ή­ταν η προ­κα­τά­λη­ψη και κά­θε ι­δε­ο­λο­γί­α α­ντί­θε­τη προς το Ευ­αγ­γέ­λι­ο του Χρι­στού και προς την Ορ­θό­δο­ξη χρι­στι­α­νι­κή πα­ρά­δο­ση. Ε­π’ αυ­τού του φαι­νο­μέ­νου, ο λό­γος του Κυ­ρί­ου έρ­χε­ται λυ­τρω­τι­κός και το­μώ­τε­ρος υ­πέρ πά­σαν μά­χαι­ραν: «Ει ε­μέ ε­δί­ω­ξαν και υ­μάς δι­ώ­ξου­σιν, ει τον λό­γον μου ε­τή­ρη­σαν και τον υ­μέ­τε­ρον τη­ρή­σου­σιν· αλ­λά ταύ­τα πά­ντα ποι­ή­σου­σιν υ­μίν δι­α το ό­νο­μά μου, ό­τι ουκ οί­δα­σι τον πέμ­ψα­ντά με» (Ι­ω. 15,20-21). Ό­ταν οι άν­θρω­ποι δεν πι­στεύ­ουν στο Χρι­στό, πως θα πι­στεύ­σουν σ’ αυ­τούς που τον υ­πη­ρε­τούν; Η θέ­ση αυ­τή σε κα­μι­ά πε­ρί­πτω­ση δεν α­πο­τε­λεί κα­τα­κύ­ρω­ση του α­λα­θή­του στους ποι­μέ­νες της Εκ­κλη­σί­ας. Βε­βαί­ως εί­ναι πι­θα­νό και αν­θρώ­πι­νο κά­πο­τε να λά­βω­με μι­α α­πό­φα­ση που εί­ναι λά­θος, να δι­α­τυ­πώ­σω­με μί­α ε­σφαλ­μέ­νη ά­πο­ψη η ε­κτί­μη­ση, η ο ε­κά­στο­τε Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος η κά­ποι­ος α­πό μας ό­λους. Άλ­λο αυ­τό και άλ­λο να εί­ναι κά­ποι­οι α­ντι­κεί­με­νοι ε­πί σκο­πόν γι­α να πυ­ρο­βο­λούν α­δι­α­κό­πως. 

Εί­ναι δε α­λη­θές ό­τι ο Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος, ως α­κά­μα­τος δι­ά­κο­νος του λό­γου, υ­πήρ­ξε πά­ντο­τε δι­α­λε­κτι­κός, πά­ντο­τε έ­τοι­μος γι­α ε­σω­τε­ρι­κό δι­ά­λο­γο, ό­ταν ω­μι­λού­σε α­πό του άμ­βω­νος η του βή­μα­τος, γι­α προ­φο­ρι­κό η γρα­πτό δι­ά­λο­γο, ό­ταν δι­ε­λέ­γε­το δη­μό­σι­α, γε­νι­κώς σε κά­θε μορ­φής κα­λο­προ­αί­ρε­τη συ­ζή­τη­ση. Ο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος ού­τε αυ­ταρ­χι­κός ή­το, ού­τε δο­γμα­τι­κός, ού­τε α­πό­λυ­τος, ού­τε ε­πί­μο­νος, ού­τε α­νυ­πο­χώ­ρη­τος, ού­τε α­συμ­βί­βα­στος. Ε­κεί ό­που ο λό­γος του α­νε­δει­κνύ­ε­το σθε­να­ρός, ή­το βε­βαί­ως εις ο,τι α­φο­ρά στις α­λή­θει­ες της Ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας, στα α­πό αι­ώ­νων ι­σχύ­ο­ντα δι­και­ώ­μα­τα της Εκ­κλη­σί­ας και στην ελ­λη­νορ­θό­δο­ξη πο­λι­τι­στι­κή μας πα­ρά­δο­ση. Αλ­λά και ε­π’ αυ­τών δι­ε­λέ­γε­το ο Χρι­στό­δου­λος, δι­ό­τι δι­έ­θε­τε ε­πι­χει­ρή­μα­τα, γνώ­ση και α­δι­αμ­φι­σβή­τη­τη ι­κα­νό­τη­τα λό­γου. Κά­πο­τε δι­ε­κή­ρυ­ξε· «Με­ρι­κοί με λέ­νε ε­θνι­κι­στή και άλ­λοι λα­ϊ­κι­στή. Λά­θος. Ού­τε ε­θνι­κι­στής εί­μαι ού­τε λα­ϊ­κι­στής. Υ­πη­ρε­τώ και α­γα­πώ την Εκ­κλη­σί­α μας με ό­λες μου τις δυ­νά­μεις. Α­γα­πώ και την πα­τρί­δα μας την Ελ­λά­δα, την έν­δο­ξη χώ­ρα μας». 

Ό­ταν ο ι­ε­ρός αυ­τός άν­δρας ω­μι­λού­σε και υ­πε­ρα­μύ­νε­το των δι­και­ω­μά­των της ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας η ψυ­χή του φλε­γό­ταν α­πό εν­θου­σι­α­σμό και α­πό φρό­νη­μα χρέ­ους και δυ­νά­με­ως υ­πέρ της κι­βω­τού της σω­τη­ρί­ας, «ην ο Κύ­ρι­ος πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­α του ι­δί­ου αί­μα­τος». Κο­ρώ­να του λό­γου του η Εκ­κλη­σί­α, σκή­πτρο ο τί­μι­ος του Κυ­ρί­ου Σταυ­ρός, δώ­ρο του η ευ­λο­γί­α, κα­τά­στι­χο αι­ώ­νι­ο το Ι­ε­ρό Ευ­αγ­γέ­λι­ο, πνευ­μα­τι­κό έν­δυ­μα η ελ­λη­νορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση και ελ­πί­δα του η αι­ω­νι­ό­τη­τα. 

Ε­ξει­δί­κευ­ε δε τον λό­γο του ό­ταν α­πευ­θυ­νό­ταν προς την νε­ό­τη­τα, στους μα­θη­τές της μέ­σης παι­δεί­ας, στους φοι­τη­τές ό­λων των ε­πι­στη­μών, προς τους ερ­γα­ζο­μέ­νους νέ­ους, προς τα στρα­τευ­μέ­να νει­ά­τα, εκ­φω­νώ­ντας προ­σκλη­τή­ρι­ο γι­α να δώ­σουν ό­λοι το «πα­ρών» του σε­βα­σμού στην Εκ­κλη­σί­α και να δρο­σι­σθούν με τα ου­ρά­νι­α νά­μα­τα αυ­τής και να γευ­θούν τα ι­ε­ρά μυ­στή­ρι­α της Χά­ρι­τος του Θε­ού. Έ­να προ­σκλη­τή­ρι­ο δυ­να­τό γι­α να προ­σεγ­γί­ση τις νε­α­νι­κές καρ­δι­ές, χω­ρίς δι­α­κρί­σεις και χω­ρίς ε­ξω­τε­ρι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Και τους ε­κέρ­δι­σε χά­ριν της Εκ­κλη­σί­ας και της κοι­νω­νί­ας. 

Η προ­σφο­ρά του στον το­μέ­α της εκ­κλη­σι­α­στι­κής φι­λαν­θρω­πί­ας και α­γά­πης υ­πέρ ό­λων α­δι­α­κρί­τως, ό­σοι εί­χαν βι­ο­τι­κές α­νά­γκες α­παι­τεί ξε­χω­ρι­στή με­λέ­τη και πα­ρου­σί­α­ση. «Η πί­στις χω­ρίς των έρ­γων νε­κρά ε­στί» δι­ε­κή­ρυτ­τε. Ε­ξα­σφα­λί­στε φα­γη­τό στους α­πό­ρους, στέ­γη στους ά­στε­γους, κά­θε βο­ή­θει­α στους με­τα­νά­στες, συμ­βού­λευ­ε τους συ­νερ­γά­τες του ι­ε­ρείς και λα­ϊ­κούς. 

Έ­νας άλ­λος πλού­σι­ος α­γρός πνευ­μα­τι­κής οι­κο­δο­μής του μα­κα­ρι­στού Αρ­χι­ε­πι­σκό­που ή­ταν η συγ­γρα­φι­κή του πα­ρα­γω­γή, ου ο­ποί­ου δρέ­πει τους καρ­πούς ο α­να­γνώ­στης α­να­δι­φώ­ντας σε βι­βλί­α και σε φυλ­λά­δι­α που φθά­νουν τις 198 εκ­δό­σεις, ε­κτός α­πό τα δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κά άρ­θρα. Ο λό­γος του πά­ντο­τε με­στός, σα­φής, ε­ναρ­γής, οι­κο­δο­μη­μέ­νος σε γε­ρά θε­μέ­λι­α. Και μέ­σα α­πό τον πλού­το της πα­ρα­γω­γής, της καρ­δι­άς και του νου, υ­πέρ της Εκ­κλη­σί­ας και του λα­ού μας, α­να­δυ­ό­ταν πά­ντα η με­γά­λη α­γά­πη του γι­α την πα­τρί­δα μας, γι­α την Ελ­λά­δα μας, γι­α τον πο­λι­τι­σμό μας, γι­α την λα­ϊ­κή μας πα­ρά­δο­ση, γι­α την ι­στο­ρί­α μας, γι­α την ε­θνι­κή μας ε­νό­τη­τα και την νε­ο­ελ­λη­νι­κή δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τά μας. 

Ο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος υ­πήρ­ξε έ­νας ξε­χω­ρι­στός εκ­κλη­σι­α­στι­κός άν­δρας και ει­λι­κρι­νής Έλ­λη­νας. Υ­πήρ­ξε έ­νας χλο­ε­ρός λει­μώ­νας, με αλ­λε­πάλ­λη­λες καρ­πο­φό­ρες φύ­τρες που βλα­στά­νουν και καρ­πο­φο­ρούν συ­νε­χώς, μέ­σα α­πό τον πλού­σι­ο προ­φο­ρι­κό και γρα­πτό λό­γο. Μι­α σύγ­χρο­νη πα­τε­ρι­κή φυ­σι­ο­γνω­μί­α, χρυ­σο­στο­μι­κού τύ­που, υ­πό­δει­γμα τέ­λει­ου λει­τουρ­γού των ι­ε­ρών μυ­στη­ρί­ων και ι­ε­ρο­φά­ντης γνή­σι­ος. O Χρι­στό­δου­λος υ­πήρ­ξε μι­α α­δι­αμ­φι­σβή­τη­τη η­γε­τι­κή φυ­σι­ο­γνω­μί­α, που ω­μί­λη­σε στις α­κο­ές και στις καρ­δι­ές των Ορ­θο­δό­ξων Ελ­λή­νων και ο­λό­κλη­ρη η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α α­ντα­πο­κρί­θη­κε στους προ­βλη­μα­τι­σμούς και στις προ­τρο­πές του. Η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α έ­βα­λε την υ­πο­γρα­φή της, με­τά σε­βα­σμού στο Χρι­στό­δου­λο, με την συ­μπα­ρά­στα­σή της στην αρ­ρώ­στι­α του, και με το παλ­λα­ϊ­κό πο­σκύ­νη­μα αυ­τών των η­με­ρών με πλα­τει­ά, αν­θρώ­πι­νη πα­ρου­σί­α, που ξε­κι­νού­σε α­πό τον σο­λέ­α του Κα­θε­δρι­κού Να­ού, δι­έ­τρε­χε την Εκ­κλη­σί­α, συ­νε­χι­ζό­ταν στην πλα­τεί­α και έ­φθα­νε μέ­χρι την α­νη­φο­ρι­ά της ο­δού Μη­τρο­πό­λε­ως. -Ξέ­νον θέ­α­μα … Εύ­γε σου Ελ­λη­νι­κέ Λα­έ μας.  

Πα­να­γι­ώ­τα­τε Οι­κου­με­νι­κέ Πα­τρι­άρ­χα κύ­ρι­ε κ. Βαρ­θο­λο­μαί­ε, βε­βαι­ω­θή­τε τού­τη την ώ­ρα ό­τι ο α­δελ­φός μας αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος Σας α­γα­πού­σε και Σας ε­σέ­βε­το βα­θύ­τα­τα, μέ­σα α­πό τα φίλ­τρα της καρ­δι­άς του. Και Σας και τους Ε­πι­σκό­πους του Θρό­νου ό­λους και το σε­πτό και πα­νέν­δο­ξο Οι­κου­με­νι­κό μας Πα­τρι­αρ­χεί­ο και ό­λον τον α­πα­ντα­χού Ελ­λη­νι­σμό. Σας α­γα­πού­σε, ό­πως και Σεις μας α­γα­πά­τε, και Σας ε­σκέ­πτε­το πο­λύ ο Χρι­στό­δου­λος. Το μι­κρό δι­ά­λειμ­μα της πί­κρας την Ά­νοι­ξη του 2004 ας ξε­χα­σθή γι­α πά­ντα μέ­σα στη λή­θη και η α­γά­πη του Αρ­χι­ποί­με­νος Χρι­στού μας ας μας ε­νώ­νη ό­λους και ε­δώ και στην αι­ω­νι­ό­τη­τα.

Η σε­πτή Ι­ε­ραρ­χί­α της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, συ­γκρο­του­μέ­νη υ­πό των ε­βδο­μή­κο­ντα εν­νέ­α Σε­βα­σμι­ω­τά­των Αρ­χι­ε­ρέ­ων και Μη­τρο­πο­λι­τών αυ­τής, ως η κο­ρυ­φαί­α δι­οι­κη­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή Αρ­χή αυ­τής, με­τά του α­νά την Ι­ε­ρά Αρ­χι­ε­πι­σκο­πή και τις Ι­ε­ρές Μη­τρο­πό­λεις ευ­σε­βε­στά­του ι­ε­ρού κλή­ρου και του ευ­λα­βε­στά­του Ελ­λη­νι­κού Λα­ού, δέ­ε­ται της υ­πε­ρου­σί­ου, υ­πε­ρα­γά­θου και πα­ντο­δυ­νά­μου Α­γί­ας Τρι­ά­δος ό­πως α­να­παύ­ση την ψυ­χή του κε­κοι­μη­μέ­νου πνευ­μα­τι­κού πα­τρός και α­δελ­φού μας Χρι­στο­δού­λου Αρ­χι­ε­πι­σκό­που «ε­π’ ελ­πί­δι α­να­στά­σε­ως ζω­ής αι­ω­νί­ου εν χώ­ρα ζώ­ντων, εις βα­σι­λεί­αν ου­ρα­νών, εν πα­ρα­δεί­σω τρυ­φής δι­α των φω­τει­νών αγ­γέ­λων του ει­σά­γων αυ­τόν εις τας α­γί­ας του μο­νάς, συ­νε­γεί­ρων και το σώ­μα αυ­τού εν η­μέ­ρα η ώ­ρι­σε, κα­τά τας α­γί­ας του και α­ψευ­δείς ε­παγ­γε­λί­ας». 

Μη θαυ­μά­ζε­τε α­δελ­φοί, ό­τι ε­πί της γης χω­ρι­ζό­με­θα α­πό του σε­βα­στού και προ­σφι­λούς μας Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου. Με­τά την ε­ξα­γι­α­στι­κή δο­κι­μα­σί­α του εκ της α­σθε­νεί­ας και των πολ­λών πό­νων και κό­πων, ο Χρι­στό­δου­λός μας «ευ­ά­ρε­στος τω Θε­ώ γε­νό­με­νος, η­γα­πή­θη και ζων με­τα­ξύ α­μαρ­τω­λών με­τε­τέ­θη. Ηρ­πά­γη μη κα­κί­α αλ­λά­ξη σύ­νε­σιν αυ­τού… Α­ρε­στή γαρ ην Κυ­ρί­ω η ψυ­χή αυ­τού, δι­α τού­το έ­σπευ­σεν εκ μέ­σου πο­νη­ρί­ας». 

Και θα πε­ρα­τώ­σω τον πα­ρό­ντα ε­πι­κή­δει­ο λό­γο με τον ε­πί­λο­γο α­πό τον Ε­πι­τά­φι­ο Λό­γο του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Θε­ο­λό­γου «εις τον Μέ­γαν Βα­σί­λει­ον», σε με­τά­φρα­ση.

«Αυ­τά εί­ναι τα λό­γι­α μου γι­α σέ­να, α­γα­πη­τέ Χρι­στό­δου­λε, με γλώσ­σα γλυ­κει­ά, που σου ή­ταν κά­πο­τε ι­σό­τι­μη και συ­νή­λι­κος. Ε­άν ε­πλη­σι­ά­σα­με την α­ξί­α σου εί­ναι τού­το δι­κό σου χά­ρι­σμα. Έ­χο­ντας το θάρ­ρος μου μπρο­στά σε σέ­να έ­στη­σα τον λό­γο μου γι­α χά­ρη σου. Ε­άν ό­μως έ­μει­να πο­λύ πο­λύ μα­κρυ­ά α­πό ο,τι ήλ­πι­ζα, τι πρέ­πει να υ­πο­στώ α­φού έ­τσι κι αλ­λι­ώς με δο­κι­μά­ζει η ω­ρι­μό­τη­τα της η­λι­κί­ας και η με­γά­λη α­γά­πη μου γι­α σέ­να. Αλ­λά το κα­τά δύ­να­μη εί­ναι α­γα­πη­τό και στο Θε­ό. Συ μας πα­ρα­κο­λου­θείς α­πό ψη­λά, θε­ϊ­κέ φί­λε και σε­βα­στέ, και την δο­κι­μα­σί­α της σαρ­κός που μας έ­δω­σε ο Θε­ός να μας παι­δα­γω­γή, η στα­μά­τη­σέ την με τις πρε­σβεί­ες σου η κά­νε μας να την υ­πο­μέ­νω­με με δύ­να­μη. Ό­λη μας την ζω­ή, με την προ­σευ­χή σου, ο­δή­γη­σέ την προς το κα­λύ­τε­ρο. Ό­ταν δε με­τα­τε­θού­με α­πό ε­δώ δέ­ξου μας ε­κεί στις δι­κές σου σκη­νές, ώ­στε μα­ζύ ζώ­ντας και μα­ζύ θε­ω­ρώ­ντας την α­γί­α και μα­κα­ρί­α Τρι­ά­δα, κα­θα­ρό­τε­ρα και τε­λει­ό­τε­ρα α­πό ό­σο την αι­σθαν­θή­κα­με ε­δώ, να στα­θού­με σ’ αυ­τό το ση­μεί­ο της ε­πι­θυ­μί­ας μας και να λά­βω­με αυ­τή την α­ντα­πό­δο­ση γι­α ό­σες ε­πι­θέ­σεις δε­χθή­κα­με και γι­α ό­σους α­γώ­νες ε­κά­να­με. Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος μου γι­α σέ­να. Ε­μάς ό­μως ποι­ός θα μας ε­παι­νέ­ση ό­ταν ε­γκα­τα­λεί­ψω­με την ζω­ή με­τά α­πό σέ­να; Αν βέ­βαι­α κα­τορ­θώ­σω­με κά­τι ά­ξι­ο ε­παί­νου γι­α τον Κύ­ρι­ό μας Ι­η­σού Χρι­στό στον ο­ποί­ο α­νή­κει η δό­ξα στους αι­ώ­νας. Α­μην».

 

 

 

 

 

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel