ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ:
ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΗ ΔΕΗΣΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΟΝ ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΟΥ
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Κερκύρας και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκταρίου
«Δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού, και ου μή άψηται αυτών βάσανος. Έδοξαν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι, και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος αυτών και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα, οι δε εισίν εν ειρήνη (Σοφία Σολομώντος, 3, 1-3).
Και να που συμπληρώθηκε ήδη ένας χρόνος από τη στιγμή που ο Αρχιεπίσκοπός μας, ο «Χριστόδουλός μας» έφυγε από αυτόν τον κόσμο και η ψυχή του βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Ένας ολόκληρος χρόνος, στον οποίο η απουσία του υπήρξε τόσο έντονη για τη ζωή μας όσο και η παρουσία του.
Ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στο Θεό και στην διακονία της Εκκλησίας αφήνει πάντοτε πίσω του δυσαναπλήρωτο κενό, όταν ο Θεός τον καλεί να ακολουθήσει τον δρόμο της εξόδου από αυτόν τον βίο.
Δεν μπορεί όμως να λησμονηθεί ένας άνθρωπος ο οποίος είχε γνώση Θεού και ανθρώπων, γνώση του κόσμου και των προβλημάτων του, επίγνωση της αποστολής της Εκκλησίας στο σήμερα, και, ταυτόχρονα, εκείνο το χάρισμα να επικοινωνεί με τις καρδιές όλων, μικρών και μεγάλων, συμφωνούντων και διαφωνούντων, ισχυρών αλλά και απλών και καθημερινών, με κύριο σκοπό του να μεταδώσει την πίστη του στο Θεό και τη Αλήθεια, την μαρτυρία της Ορθοδοξίας και την αγάπη του για το λαό και την πατρίδα!
Ξέρουμε πως είναι εν ειρήνη, κι ας «ελογίσθη κάκωσις η έξοδος αυτού», λόγω της πικρής ασθενείας που τον ταλαιπώρησε. Και είμεθα βέβαιοι ότι «ου μή άψηται αυτόν βάσανος» κι ας «ελογίσθη σύντριμμα» γι’ αυτόν «η πορεία του αφ’ ημών».
Ξέρουμε, πως όσο κι αν μοιάζει στα μάτια των αφρόνων ότι έχει πεθάνει, αυτός ζει και προσδοκά την Ανάσταση των νεκρών. Ζει γιατί «ουκ έστι ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ., 22,32). Ζει γιατί ο λαός του Θεού τον αγαπά. Προσεύχεται και τον μνημονεύει. Από τα μικρά παιδιά μέχρι τους πιο μεγάλους.
Και λείπει σε όλους. Ακόμη και σ’ αυτούς που δεν συμφώνησαν μαζί του. Γιατί γνώριζαν ότι είχαν να κάνουν με έναν άνθρωπο του Θεού που ήταν ηγέτης. Και ο ηγέτης κερδίζει τον σεβασμό όλων. Ο ηγέτης εγείρει σε όλους αισθήματα αντίστασης, εγρήγορσης, προβληματισμού. Τους κάνει να αναζητούν επιχειρήματα για να δείξουν ότι συμφωνούν μαζί του ή να τον αντικρούσουν. Ο ηγέτης δεν περνά απαρατήρητος.
Έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία θέλει από τον άνθρωπο την ταπεινή σιωπή και την αγάπη. Αυτό είναι αληθές. Όμως στη ζωή της Εκκλησίας υπήρχαν, υπάρχουν και πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν από το Θεό το χάρισμα να γίνονται λύχνος που φωτίζει τον κόσμο (Ματθ., 5, 15).
Άλλος με το λόγο του. Άλλος με το παράδειγμά του. Άλλος με τη σιωπή του. Άλλος με την ασκητικότητά του. Άλλος με το κοινωνικό του έργο. Άλλος με τα δάκρυά του. Άλλος με το χαμόγελό του. Άλλος συνδυάζει όλα αυτά και άλλα. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ήταν λύχνος που φώτισε τον κόσμο μας, γιατί πρώτα έγινε γι’ αυτόν «λύχνος τοις ποσί του και φως ταις τρίβοις του» (Ψαλμ. 118, 105) ο νόμος του Θεού. Λύχνο τον κατέστησε η πίστη του.
Ο κόπος και η εργατικότητα του. Η αφιέρωσή του. Η λειτουργική του ζωή. Η αγάπη του για τον καθένα. Η ανεξικακία του. Η αφελότητα της καρδίας του. Η παιδικότητά του. Η ανθρωπιά του.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν έκρυψε το χάρισμά του. Εργάσθηκε και αύξησε το τάλαντο που ο Θεός του εμπιστεύθηκε (Ματθ., 25,18). Το προσέφερε στην Εκκλησία. Δεν μέτρησε κατά άνθρωπον τις σπουδές του, τις γνώσεις του, τις γλώσσες που μιλούσε, τις δυνατότητες που είχε να αναδειχθεί κοσμικά.
Έγινε μοναχός, διακόνησε ως ιερέας το λαό του Θεού, αξιώθηκε σε νεαρή ηλικία να γίνει Επίσκοπος και επί 10 σχεδόν χρόνια έγινε ο λύχνος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανοίγοντας δρόμους και υπενθυμίζοντας μία μεγάλη αλήθεια. Ότι ο άνθρωπος του Θεού προέρχεται από τον λαό και διακονεί τον λαό.
Μας λείπει ο Χριστόδουλος. Μας λείπει το θάρρος του. Η τόλμη του να κηρύττει «Ιησού Χριστό Εσταυρωμένο και Αναστάντα» σε μια εποχή που θυμίζει την στάση των Αθηναίων έναντι του Αποστόλου Παύλου.
«Ακουσόμεθα σου», λέει ο κόσμος και πάλι σήμερα στον άνθρωπο του Θεού. Θα σε ακούσουμε κάποια άλλη στιγμή, γιατί δεν έχουμε χρόνο, γιατί η εποχή μας έχει αλλάξει, γιατί πιστεύουμε σε άλλους θεούς. Ο Χριστόδουλος όμως είχε το θάρρος να ομολογεί: «Εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν»! (Πράξ., 17, 28)
Μας λείπει το θάρρος του να μην φοβάται να πει την αλήθεια, όσο κι αν αυτή ενοχλούσε. Να μιλήσει για την ταυτότητα και την ιδιοπροσωπία του λαού μας, ο οποίος μπορεί να ανήκει στην παγκοσμιοποιημένη εποχή, όμως χωρίς στηρίγματα στην πίστη και την παράδοση, χωρίς το ήθος της αγάπης και της προσφοράς, χωρίς τη γιορτή, τη νηστεία, τη λειτουργία, χωρίς την Εκκλησία ως κέντρο της ζωής του, δεν μπορεί να παραμείνει ξεχωριστός, διαφορετικός μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Και ο Χριστόδουλος είχε το θάρρος να καλεί σε αντίσταση εναντίον της νοοτροπίας ότι η Εκκλησία υπάρχει μόνο για το περιθώριο της ζωής. Εναντίον όσων επιθυμούν να πείσουν το λαό ότι η πίστη του είναι μόνο για τη άλλη ζωή. Εναντίον όσων προσπαθούν να διαγράψουν την ιστορία του και τους θεσμούς του μόνο και μόνο για να αποσπάσουν τον έπαινο εκείνων που θέλουν όλοι να είμαστε το ίδιο, χωρίς πατρίδα, χωρίς στηρίγματα, χωρίς νόημα ζωής.
Μας λείπει το θάρρος του να γίνεται «τα πάντα τοις πάσι» (Α’Κορ., 9,22). Να μην φοβάται το άνοιγμα στην σύγχρονη πραγματικότητα, να διαλέγεται με όλους και για όλα. Να μην απορρίπτει τα μέσα της εποχής, αλλά και να μην τα απολυτοποιεί.
Να διαλέγεται για την κλωνοποίηση, τη βιοηθική, την τεχνολογία, τους υπολογιστές, να συζητά με τους νέους χωρίς να υπολογίζει την εμφάνιση και την συμπεριφορά τους, ακόμη και την αποδοκιμασία τους, να χαίρεται την επίσκεψή του στο τελευταίο χωριό της πατρίδας μας και να είναι απλός και καταδεκτικός με όλους τους ανθρώπους.
Να νοιάζεται για την υπόθεση του καθενός, να παρακαλεί, να απευθύνεται, να γίνεται πατέρας σε όλους. Να δίδει την μαρτυρία της αγάπης και του ήθους της πίστεως και να ομολογεί μαζί με τον Παύλο: «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ, τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;» (Β’ Κορ., 11, 29)
Μας λείπει το θάρρος του να κάνει την αυτοκριτική για τα λάθη του και να τολμά να ζητά συγγνώμη από όλους όσους αισθάνθηκε ότι μπορεί να τους αδίκησε, να μην τον κατάλαβαν, να μην τους πρόσφερε αυτό που θα ήθελαν.
Να τολμά να ζητά συγγνώμη από τους νέους γιατί κάποτε η Εκκλησία ολιγώρησε και δεν τόλμησε να τους πλησιάσει. Να ζητά συγγνώμη γιατί μπορεί να ήθελαν περισσότερα από την Εκκλησία κι αυτή να μην τους στάθηκε. Να ζητά συγγνώμη από το λαό και να έχει την γενναιότητα να αναλαμβάνει την ευθύνη ως ηγέτης για ό,τι δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να αλλάξει.
Μας λείπει το θάρρος του να αναλαμβάνει το σταυρό του και να αφιερώνει τον εαυτό του μέχρι το τέλος στον αγώνα του. Να μην κάμπτεται ούτε από τον πόλεμο που υφίστατο, αλλά και στο τέλος της ζωής του ούτε από την ασθένεια, ούτε από την λύπη, ούτε από τον επερχόμενο θάνατο.
Με γενναιότητα ανέβηκε στο Γολγοθά του, πιστεύοντας στην Ανάσταση και ζώντας την περί ημίν ελπίδα, που δεν είναι άλλη από το πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Μας λείπει να τον ακούμε να μας λέει και πάλι μαζί με τον Παύλο: «Τις ημάς χωρίση της αγάπης του Θεού; θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. 8, 35).
«Η ελπίς αυτού αθανασίας πλήρης» (Σοφία Σολομώντος, 3, 4). Στη ζωή της Εκκλησίας δοξάζουμε το Θεό διότι δεν λησμονεί το λαό του. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος θύμισε σε όλους εμάς την φωνή του Θεού. Έκανε όλους να ενδιαφέρονται, αν μη τι άλλο, για το τι λέει η Εκκλησία για τη ζωή μας, τα έργα μας, τον τρόπο που πορευόμαστε.
Και αυτή είναι η πνευματική παρακαταθήκη του. Ότι στο Θεό ελπίζουμε και η ελπίδα αυτή νικά τον θάνατο. Η ελπίδα αυτή δίδει πληρότητα εσωτερική στην καρδιά μας. Η ελπίδα αυτή νικά κάθε φόβο για τον κόσμο και τον άρχοντα του κόσμου τούτου. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ως άλλος κόκκος του σίτου έπεσε στη γη. Όμως, «πολύν καρπόν φέρει»! (Ιωάν., 12, 24)
Εμείς που τον γνωρίσαμε, που τον είχαμε πνευματικό πατέρα και καθοδηγητή, που λάβαμε δια των τιμίων αυτού χειρών την ιερωσύνη και την αρχιερωσύνη, που διδαχθήκαμε κοντά του την αγάπη για το Θεό και τον λαό του, την αφιέρωση στην Εκκλησία, το έργο της πίστεως, γνωρίζουμε καλά πως «τον αγώνα τον καλόν ηγώνισται, τον δρόμον τετέλεκε, την πίστιν τετήρηκε . απόκειται αυτώ ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Β’Τιμ. 4, 7-8 ).
Παρακαλούμε λοιπόν και όλους εσάς, που γνωρίζουμε καλά ότι τον αγαπήσατε και δοξάσατε τον Θεό που επέτρεψε η Εκκλησία μας να κυβερνηθεί κατά άνθρωπον από έναν τέτοιον Αρχιεπίσκοπο σαν το Χριστόδουλο, να μην λησμονήσετε το πρόσωπό του, τα διδάγματά του και τον αγώνα του.
Και όλοι από κοινού ας προσευχόμεθα προς τον «και νεκρών και ζώντων την εξουσίαν έχοντα» Κύριό μας να αναπαύει τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος».
Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, του μακαριστού και αοιδίμου πνευματικού ημών πατρός, αιωνία η μνήμη!
ΑΣ ΤΟΝ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ
Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ & ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ (+28.01.2008)
του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβροσίου
____Τόσο γρήγορα. λοιπόν, τρέχει ο χρόνος! Συμπληρώθηκε ένας χρόνος αφ’ ότου ο μακαριστός Χριστόδουλος παρέδωσε το πνεύμα του και έφυγε από τη τούτη τη ζωή για την αιωνιότητα.
____Για τον ίδιο ο θάνατος ήταν μια λύτρωση και μια απαλλαγή. Λύτρωση και απαλλαγή από τις ευθύνες, από τις πικρίες, από τις δυσκολίες, από τα παλαίσματα και τους αγώνες, από την προδοσία των φίλων και από τους πόνους της ασθένειας.
____Για μας τους επιβιώνοντας ο θάνατός του υπήρξε μία απώλεια και μια αποστέρηση. Απώλεια μεν, επειδή ο Χριστόδουλος ήταν ένας αληθινά ΜΕΓΑΛΟΣ Αρχιεπίσκοπος! Ήταν οραματιστής και ρηξικέλευθος! Ακόμη ήταν και άνθρωπος πολυταλαντούχος. Προικισμένος από τον Θεό με υπέροχα χαρίσματα. Οι φίλοι του τον θαύμαζαν και οι εχθροί του τον εφοβούντο. Ήταν αληθινός ΗΓΕΤΗΣ!
____Ο θάνατός του ήταν και μια αποστέρηση. Η Εκκλησία στερήθηκε τον ζωηρό μαχητή. οι δε φίλοι του έχασαν τον καλό φίλο. Τον χαρισματικό άνθρωπο, με τον οποίο έκανες ευχάριστη παρέα. Ποιός δεν θυμάται τα χαριτωμένα ανέκδοτα, στα οποία ήταν ανεξάντλητος!
____Ο Χριστόδουλος στη ιστορία της Εκκλησίας θα καταγραφή ως ένας εκ των ΜΕΓΑΛΩΝ Αρχιεπισκόπων. Ας είναι αιωνία η μνήμη του.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ θα τελέσει επίσημα το ετήσιο μνημόσυνο την 1η Φεβρουαρίου 2009. Μερικοί εξέφρασαν ήδη την απορία πως και γιατί δεν προτιμήθηκε η 25η Ιανουαρίου 2009; Κάποιοι μάλιστα και εσκανδαλίσθησαν εκ της μεταθέ-σεως της ημερομηνίας αυτής. Διότι, ως συνηθί-ζεται, η ημερομηνία του μνημόσυνου προσδιο-ρίζεται προ της ημέρας της τελευτής ενός πιστού και όχι μεταγενεστέρως. Βεβαίως ο Θεός είναι επέκεινα του χρόνου. Συνεπώς η ημερομηνία δεν παίζει κάποιο ρόλο ως προς την ουσία των πραγμάτων. Είναι όμως εξεταστέον: γιατί αποφασίσθηκε η μετάθεση της ημερομηνίας; Ποιος σοβαρός λόγος, άραγε, κατέστησε αναγκαία μια μεταγενέστερη ημερομηνία; .
____Δεν είμεθα αρμόδιος να απαντήσουμε στην απορία αυτή. Οπωσδήποτε όμως επειδή μερικοί υπέβαλαν το ερώτημα, πρέπει να δώσουμε μια εξήγηση. Καθώς λοιπόν ακούσαμε γύρω από την 25η Ιανουαρίου 2009 είχε προγραμματισθή μία ακόμη ποιμαντική επίσκεψη του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ.. Βαρθολομαίου στην Ελλάδα, η οποία τελικά αναβλήθηκε. Όπως λοιπόν ήταν φυσικό η επίσκεψη του Πατριάρχου ώθησε την ημερομηνία τελέσεως του μνημοσύνου στην 1η Φεβρουαρίου!
____Μπορούμε να διατυπώσουμε την άποψη, ότι η μετάθεση της ημερομηνίας γι’ αυτό το λόγο, αν βεβαίως η πληροφορία μας είναι αληθινή, μαρτυρεί έλλειψη σεβασμού στη μνήμη ενός Μεγάλου Αρχιεπισκόπου. Αλλά γιατί να τον σεβασθούν νεκρό, όσοι τον πολέμησαν με μανία όταν ακόμη ήταν στη ζωή; Η μακάβρια τελετή της επιβολής του επιτιμίου της «ακοινωνησίας» δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τη μνήμη μας! Στην αρχαία Σπάρτη οι μανάδες έριχναν τα παιδιά τους στον Καιάδα! Στην νεώτερη Ελλάδα η Μητέρα Εκκλησία ρίχνει αρχιεπισκόπους στον Καιάδα της ακοινωνησίας!
_____Κλείνοντας τις λίγες αυτές γραμμές θεωρούμε αναγκαίο να μεταφέρουμε εδώ μερικά λόγια από την συνέντευξη, που έδωσε προσφάτως ο αδελφός του κ. Ιωάννησ Παρασκευαΐδης σε αθηναϊκή εφημερίδα:
Επιμνημόσυνη Όμιλία
του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού
κ. Δανιήλ
ΣΤΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΘΗΜΕΡΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΤΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΤΕΛΕΣΘΕΝ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
* * * * *
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Κυριακή 2 ΜΑΡΤΙΟΥ 2008
«Και ιδού θύρα ανεωγμένη εν τω ουρανώ, και η φωνή η πρώτη ην ήκουσα ως σάλπιγγας λαλούσης μετ΄ εμού λέγων, Ανάβα ώδε» (Αποκάλυψις δ' 1).
Τον λόγο αυτό, Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και Σεπτέ Προκαθήμενε της καθ' Ελλάδα Εκκλησίας κ. Ιερώνυμε
Σεβασμία των Ιεραρχών χορεία
Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, Μοναχοί και Μοναχές
Πάντες Άρχοντες και άπας λαός του Θεού
Τον λόγο αυτό, επαναλαμβάνω, του πανευφήμου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου επέλεξα ως κατάλληλο για την παρούσα περίστασι, πού η Εκκλησία της Ελλάδος τελεί το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου, να προτάξω στην ομιλία μου αύτη, πού μου ανέθεσε να εκφωνήσω με την σεπτή Απόφαση της η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Αγιωτάτης Εκκλησίας μας για τον ιερώς και εν πίστει κεκοιμημένο Πρωθιεράρχη.
Α'. «Ανάβα ώδε», εκάλεσε με την παντοκρατορική φωνή Του ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, πού είναι η αγία κεφαλή της Εκκλησίας (Προς Έφεσίους ε' 23), τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρό Χριστόδουλο, και εκείνος εξήλθε από τον μάταιο και πρόσκαιρο τούτο κόσμο, έχοντας την πίστι πού εκθέτει ό Απόστολος Παύλος ότι :«Οίδαμεν γαρ ότι εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους κατάλυθη, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οΙκίαν αχειροποίητον αιώνιον εν τοις ουρανοίς. και γαρ εν τούτω στενάζομεν, το οικητήριον ημών το εξ ουρανού επενδύσασθαι επιποθούντες, ει γε και ενδυσάμενοι ου γυμνοί ευρεθησόμεθα και γαρ οι όντες εν τω σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι έφ' ω ου θέλομεν εκδύσασθαι, άλλ' επενδύσασθαι, ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής. ο δε κατεργασάμενος ημάς εις αυτό τούτο Θεός, ο και δούς ημίν τον αρραβώνα του Πνεύματος» (Προς Κορινθίους Β' ε' 1-5).
Ερμηνεία: «Ξέρουμε πώς, αν η επίγεια σκηνή πού κατοικούμε, δηλαδή το σώμα, διαλυθεί, έχουμε στους ουρανούς κατοικία αιώνια, οικοδομημένη από τον Θεό κι όχι από ανθρώπινα χέρια. Γι' αυτό τώρα στενάζουμε, περιμένοντας με λαχτάρα να ντυθούμε το ουράνιο σώμα μας. Κι αν ντυθούμε το ουράνιο σώμα, δεν θα μείνουμε γυμνοί. Γιατί εμείς πού είμαστε στο επίγειο σώμα στενάζουμε από το βάρος του. Όχι πώς θέλουμε να το αποβάλουμε. Θέλουμε να ντυθούμε ένα καινούργιο. Έτσι η ζωή θα νικήσει το θάνατο. Αυτός πού μας προετοίμασε γι' αυτό το άφθαρτο σώμα είναι ο Θεός. Αυτός μας έδωσε το Πνεύμα ως εγγύηση».
Μ΄ αυτή την εγγύησι του Αγίου Πνεύματος και την εν Χριστώ ελπίδα μετέστη από των λυπηρότερων εις τα θυμηδέστερα και από των πρόσκαιρων εις τα αιώνια, κατά την υπόσχεσι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού:«Πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ, και υμείς ήτε» (Ιωάννου ιδ' 2-3)
Ερμηνεία: «Εγώ πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο. Κι όταν πάω και σας ετοιμάσω τόπο, πάλι θα έρθω και θα σας πάρω κοντά μου, ώστε όπου είμαι εγώ να είστε κι εσείς. Ξέρετε βέβαια και πού πηγαίνω και την οδό πού οδηγεί εκεί».
Γι' αυτό ο φιλανθρωπότατος Κύριος μας προσευχήθηκε στον Επουράνιο Θεό και Πατέρα Του και Θεό και Πατέρα μας:«Πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κάκεινοι ώσι μετ' εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου» (Ιωάννου ιζ' 24).
Ερμηνεία: «Πατέρα, αυτοί πού μου έδωσες θέλω όπου είμαι εγώ να είναι κι εκείνοι μαζί μου, για να μπορούν να βλέπουν τη δόξα τη δική μου, τη δόξα πού μου χάρισες, γιατί με αγάπησες προτού να δημιουργηθεί ό κόσμος».
Β'. Αυτή η εν Χριστώ ελπίδα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου εστηρίζετο στην υπακοή με την οποία ανταποκρινόταν σ" όλες τις κλήσεις του Θεού, κατά την διάρκεια της ζωής του, όπως τις εγνωρίσαμε όλοι, ιδιαιτέρως όμως εμείς οι απ' αρχής «διαμεμενηκότες μετ' αυτού εν τοις πειρασμοίς αυτού» (Λουκά κβ' 28).
1) Ύπήκουσε στην κλήσι του Θεού να αφιερωθεί ολοσχερώς σ' Αυτόν και ευπειθής στην ουράνια κλήσι του (Πράξεων κστ' 19) έδωσε τις υποσχέσεις της μοναχικής πολιτείας (1961) καταλιπών γένος, ύπαρξι, σταδιοδρομία, λογισάμενος το μοναχικό ένδυμα τιμιώτερο και πολυτελέστερο, επειδή έχει αιώνια λαμπρότητα, από τα άλλα κοσμικά ενδύματα με την εφήμερη λάμψι.
Ενώ το μέλλον του διεγράφετο, κατά την αντίληψι του κόσμου τούτου, για εκείνον λαμπρό, εκείνος επέλεξε να αποκτήσει και την κατά Θεό σοφία, εραστής αυτής γενόμενος κατά τον τύπο των αγίων και μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας.
2) Ύπήκουσε στην κλήσι του Θεού να ιερωθεί και να κατασταθεί «οικονόμος των μυστηρίων του Θεού» (Προς Κορινθίους Α' δ 1), διαχειριστής «της ποικίλης χάριτος του Θεού» (Α' Πέτρου δ' 10), να αναλάβει ιεραποστολική διακονία στην Εκκλησία και εχώρησε ανελθών με ταπείνωσι και με συναίσθησι «τι νι προσέρχεται» τις ιερές βαθμίδες του ιερατικού αξιώματος, χειροτονηθείς Διάκονος (1961) και Πρεσβύτερος (1965).
Θείω ζήλω πυρπολούμενος εργάσθηκε ως Διάκονος και Πρεσβύτερος ευαγγελιζόμενος την βασιλεία του Θεού, θέσας στο έργο της διακονίας της Εκκλησίας τα περικοσμούντα αυτόν πολλά και έκτακτα φυσικά και επίκτητα χαρίσματα.
Όσοι τον εγνώρισαν στην πρώτη νεότητα του ως Διάκονο και Πρεσβύτερο στις θέσεις πού διακόνησε μαρτυρούν, ότι παρέστησε εαυτόν «δόκιμον τω Θεώ, εργάτην ανεπαίσχυντον, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας» (Προς Τιμόθεον Β' β' 15).
Λειτουργούσε, κήρυττε, δίδασκε, παρηγορούσε, έλεγχε και τα πάντα τα έπραττε, για να δοξάζεται ο Τριαδικός Θεός μας.
3) Ύπήκουσε στην κλήσι του Θεού να ανέλθει και στην υπάτη κρηπίδα της εκκλησιαστικής διακονίας, αυτή της αρχιεροσύνης, όταν εκλέχθηκε (1974) Μητροπολίτης της περιβλέπτου Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και "Αλμυρού.
Με την ικμάδα της αλκής του γεώργησε τον ιεραποστολικό αγρό, στον όποιο η χάρις του Αγίου Πνεύματος τον κάλεσε, ως καλός ποιμένας, έχοντας πρότυπο του τον καλό ποιμένα Κύριο μας Ιησού Χριστό (Ιωάννου ι' 1-10). Έσφράγισε κατά τα είκοσι τέσσερα περίπου έτη της θεοφιλούς αρχιερατείας του, ως Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού, ανεξίτηλα την εκκλησιαστική ζωή της περιοχής.
Εξομολογήθηκε στην ιδιόγραφη διαθήκη του (3 Νοεμβρίου 1989) ως Μητροπολίτης Δημητριάδος:«Με την βοήθειαν του Θεού και παρά την αναξιότητα μου ανεδείχθην εις το μέγιστον εν τη Εκκλησία αξίωμα του Επισκόπου, το οποίον εφρόντισα να υπηρετήσω μέχρις ώρας με πιστότητα και αφοσίωσιν».
4) Από εκεί κλήθηκε από τον Θεό, με τις ψήφους της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (28.4.1998), σε μείζονα διακονία με μείζονες ευθύνες και κινδύνους, για να κυβερνήσει το νοητό σκάφος της Εκκλησίας ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και Προκαθήμενος της καθ΄ Ελλάδα Εκκλησίας επί εννέα έτη και εννέα μήνες περίπου.
Ευνόητο είναι, ότι τυγχάνει δυσχερές ασφαλώς να συμπεριλάβουμε στην ομιλία αυτή για την παρούσα περίστασι όλα όσα έπραξε και εδίδαξε κατά την διάρκεια της αρχιεπισκοπείας του, περί ης «ουκ εστί κατά μέρος λέγει ν» (Εβραίους θ' 5).
Εκείνα όμως τα όποια δυνάμεθα να καταθέσουμε ως μαρτυρία μας για τον σεπτό Πρωθιεράρχη είναι ταύτα:α) "Ότι αγάπησε τον Θεό και εργάσθηκε αυτοθυσιαστικώς για την δόξα του Παναγίου Ονόματος Του είτε λειτουργώντας, είτε κηρύττοντας, είτε περιοδεύοντας σε ενορίες και Ιερές Μητροπόλεις, είτε διδάσκοντας, είτε συγγράφοντας, πιστός στον Θεό, στην αλήθεια του Ευαγγελίου Του, στην αγάπη Του, στην πρόνοια Του, στην δύναμί Του και στην αγαθότητα Του. Εγνώριζε να Τον επικαλείται σ' όλα τα έργα του και να Τον υπηρετεί με όλες του τις δυνάμεις με προθυμία και πιστότητα νύκτα και ήμερα. Ή ζωή του προσφέρθηκε θυσία ολοκαυτώματος στον Θεό στον βωμό των ολοκαυτωμάτων, σ' αυτό το βωμό πού θυσιάζονται από τους μαθητές του Ιησού Χριστού «ευθέως και πάντα» (Λουκά ε' 11).
β) Ότι συνείχετο από την μέριμνα για την Εκκλησία μας. Το όραμα της αρχιεπισκοπείας του ήταν να είναι η Εκκλησία μας μία ζώσα μαρτυρία Ιησού Χρίστου στον σύγχρονο κόσμο, διδάσκουσα το Ευαγγέλιο της αληθείας, καταθέτουσα «τον λόγον περί της εν ημίν ελπίδος» (Α' Πέτρου α' 21), για να οδηγούνται οι άνθρωποι στην ζωή τους από το θείο θέλημα, ανακουφίζουσα τους κουρασμένους και φορτωμένους της παρούσας ζωής, δεχόμενη τους πάντες σαν μια ζεστή στοργική αγκαλιά, μαρτυρούσα «τοις εγγύς και τοις μακράν» (Προς Εφεσίους β' 17) «το της ευσέβειας μυστήριον θεός έφανερώθη εν σαρκί, έδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κοσμώ, ανελήφθη εν δόξη» (Προς Τιμόθεον Α' γ' 16). Ερμηνεία: «Το μυστήριο της πίστεως πού μας αποκαλύφθηκε: Ο Θεός φανερώθηκε ως άνθρωπος, το Πνεύμα απέδειξε ποιος ήταν φανερώθηκε στους αγγέλους, κηρύχθηκε στα έθνη, τον πίστεψε ο κόσμος, αναλήφθηκε με δόξα».
γ) Ότι εγένετο εν τω μεσώ ημών με σπλάγχνα φιλαδελφίας πατέρας στοργικός και διδάσκαλος ικανός. Έπολιτεύθη άνευ δόλου, άνευ ιδιοτέλειας, άνευ μικροπρεπειών.
Αγαπήθηκε και μισήθηκε εξ ίσου. Τον εμπιστεύθηκαν και τον αμφισβήτησαν.
Όσο ο πιστός λαός τον εξύψωνε τόσο οι εχθροί του τον έπνιγαν. Ούτε όμως από την τιμή του προσώπου του ζαλίσθηκε ούτε από τον πόλεμο των εχθρών του απογοητεύθηκε. Εξομολογήθηκε στην διαθήκη του :«Δεν μισώ ούτε μνησικακώ δια τους μισήσαντές με ή τους πολεμήσαντές με. Τους συγχωρώ όλους και ζητώ από όλους συγχώρησιν. Ιδιαιτέρως συγχωρώ τους αδικήσαντές με δια λόγων ή δια έργων».
Το μόνο πού εγνώριζε να πράττει ήταν το καθήκον του. Έγραψε ότι αυτό το καθήκον του τον «έφερε συχνά εις αντιδικίαν και ρήξιν με διαφόρους ανθρώπους εκφραστάς ιδεών και απόψεων ελεγκτέων. Δεν μισώ ούτε μνησικακώ δια τους επικριτάς μου ή τους πολεμήσαντές με ... Εις τους υπέρ της Εκκλησίας αγώνας μου υπήρξα ενίοτε σκληρός, άλλ΄ ουδέποτε άδικος. Δεν μισώ κανέναν, όλους τους αγαπώ και δι' όλους προσεύχομαι».
5) «Υπήρξα προνομιούχος, ποιμάνας λαόν εκλεκτόν και φιλοπρόοδον» σημείωσε στην ιδιόγραφη διαθήκη του, ανταποδίδοντας αγάπη στους πιστούς πού τον αγάπησαν, πού τον εμπιστεύθηκαν, πού εμπνεύσθηκαν από τον χειμαρρώδη και ελκυστικό λόγο του, πού δάκρυζαν όταν δάκρυζε, πού χαμογελούσαν όταν χαμογελούσε, πού οι κτύποι της καρδιάς τους επάλλοντο συγχρονισμένοι στους ρυθμούς της δικής του καρδίας. Σ' όλους ανταπέδωσε την ευγνωμοσύνη του για την εμπιστοσύνη τους, τον σεβασμό τους, την ανυπόκριτη και ανυστερόβουλη αγάπη τους στο πρόσωπο του. Ένα «ευχαριστώ» ήταν η τελευταία του επί της γης λέξι πού ψέλλισαν τα πονεμένα χείλη του. Ευχαρίστησε Θεό και ανθρώπους και απεδήμησε προς την αιώνια ουράνια πατρίδα μας.
Αγάπησε τον ελληνικό λαό και τον υπηρέτησε με όλες τις δυνάμεις του, προκινδυνεύοντας υπέρ αυτού, στηρίζοντας τα ουσιώδη και μεγάλα της ζωής του, την ιστορία του, την γλώσσα του, την ταυτότητα του, την αυτοσυνειδησία του, τους αγώνες του, την ψυχή του. Σύσσωμη η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της ευλογημένης Πατρίδος μας, κατά την εξόδιο Ακολουθία, του αναγνώρισε αυτή την προσφορά στην κοινωνία και την Πατρίδα.
Το όραμα του ήταν οι Έλληνες να ζουν και να ευημερούν μεταξύ των άλλων εθνών και λαών στον σύγχρονο κόσμο με αξιοπρέπεια και αυτογνωσία, αμιλλόμενοι και διακρινόμενοι σε έργα ειρήνης, προόδου, πολιτισμού, χωρίς να υποτιμούν τους άλλους, αλλά και χωρίς να παραιτούνται των πνευματικών και ιστορικών τους δικαιων. Αυτή την πνευματική περιουσία, πού αποτελεί το άρτημα (το κόσμημα) της ζωής των Ελλήνων, υπερασπίσθηκε με πάθος και αυτοθυσία.
6) Τέλος κλήθηκε από τον Θεό να πειρασθεί με πολλούς και ισχυρούς πειρασμούς. Στους πειρασμούς του δεν λύγισε. Ανέβηκε πολλάκις κατά την διάρκεια της αρχιεπισκοπείας του με γενναιότητα τον Γολγοθά και σταυρώθηκε σιωπών. Στους πειρασμούς του έδειξε την δύναμι της πίστεως του στον Θεό, το μεγαλείο του, την δύναμι της ψυχής του, το υψηλό του φρονήματος του, την ευγένεια της καρδιάς του, με την οποία αιχμαλώτιζε και συγκινούσε τους πάντες μέχρι της τελευταίας ώρας και αναπνοής του.
Ή υπομονή του στους πειρασμούς του, το αγόγγυστον, η ανεξικακία του, η καρτερία του, η συγγνώμη πού σ" όλους παρέσχε εστόλισαν, μαζί μ' όλη την πολύκαρπο και καλλίκαρπο διακονία του, ουσιαστικώς την τιμία κορυφή του κι όχι η λαμπηδόνα των ευτελών λίθων της φθαρτής αρχιεπισκοπικής μίτρας του.
Γ'. «Αίρων τα δράγματα» (Ψαλμός ρκε' (ρκστ') 125, 6) της εκκλησιαστικής διακονίας του ανήλθε να καταθέσει ταύτα προσκυνητώς στον θρόνο του Έσφαγμένου Αρνίου, εξοφλώντας το οφειλόμενο υπαρξιακό χρέος του για τον πλούτο των θείων ευλογιών πού έλαβε στην ζωή του.
«Ιδού έρχομαι ταχύ, και ο μισθός μου μετ' εμού, αποδούναι εκάστω ως το έργον έσται αυτόν, εγώ το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος» (Αποκάλυψις κβ' 12-13).
Ερμηνεία: "Ακούστε ! Έρχομαι σύντομα, λέει ο Ιησούς, και φέρνω μαζί μου την αμοιβή, για ν" ανταποδώσω στον καθένα κατά τα έργα του. Εγώ είμαι το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, η αρχή και το τέλος.
Ανήλθε για να αναπαυθεί από τους κόπους του πού κατέβαλε πολλάκις μετά πολλών δακρύων για την δόξα του Τριαδικού Θεού μας, την εύκλεια της αγίας Εκκλησίας μας και την σωτηρία των ψυχών των αδελφών μας «υπέρ ων Χριστός απέθανε» (Προς Ρωμαίους ιδ' 15 και Προς Κορινθίους Α' η' 11).
Ανήλθε αφήνοντας και αυτή την παραίνεσι και προτροπή:«Παρακαλώ τον λαόν μας να αποβάλη τις κατά της Εκκλησίας προκαταλήψεις του, τους γονείς παρακαλώ να οδηγούν τα παιδιά τους εις τον Χριστόν, τους νέους εξορκίζω να βιώσουν την ευτυχία κοντά εις την πίστιν».
Ή ποθεινοτάτη και επέραστη Εκκλησία της Ελλάδος, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, η Σεπτή των "Ιεραρχών Χορεία, οι Πρεσβύτεροι, οι Διάκονοι, οι Μοναχοί και οι Μοναχές, οι κατά πάσα έννοια Αρχοντες της Πατρίδος, όλοι οι πιστοί τον συνοδεύουμε με την ειλικρινή προσευχή μας και, καταθέτοντας με σεβασμό την ευγνωμοσύνη μας για όσα προσέφερε στην Εκκλησία μας, προσευχόμαστε:«Δος Κύριε αυτώ και τον στέφανον της ζωής».(Αποκάλυψις β' 10)
Παρακάτω παραθέτουμε τους δύο συγκινητικούς επικήδειους λόγους για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο «εις μνημόσυνον αιώνιον…», του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμου.
Επικήδειος στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο
του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου
31 Ιανουαρίου 2008
Μακαριώτατοι,
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Καρυστίας και Σκύρου κύριε Σεραφείμ, Τοποτηρητά του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου των Αθηνών, Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας, Σεβασμία Ιεραρχία της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, Εξοχώτατε κύριε Πρωθυπουργέ μετά των επιλέκτων μελών του Υπουργικού Συμβουλίου,Εξοχώτατοι, Πατέρες, Αδελφοί, πενθηφόρε Λαε,
Χρέος αγάπης και ευθύνης επιτελούντες και κομίζοντες την παραμυθίαν και φιλοστοργίαν της Μητρός Εκκλησίας προς όλους υμάς, εξήλθομεν από της εν Φαναρίω ιεράς σκηνής και αφίχθημεν ενταύθα δια να προπέμψωμεν σήμερον ομοθυμαδόν, εν δεδικαιολογημένη θλίψει, τον δια τας αιωνίους μονάς αναχωρήσαντα αγαπητόν αδελφόν ημών νυν μακαριστόν Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος και Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος κυρόν Χριστόδουλον, και να απευθύνωμεν αυτώ τον έσχατον αποχαιρετιστήριον λόγον ως εκ μέρους και δια των αισθημάτων πασών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενώπιον συμπάσης της τεθλιμμένης Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώπιον ποιμένων και ποιμαινομένων, αρχόντων και πιστού λαού, κληρικών και λαϊκών, μοναχών τε και μοναζουσών.
Και όντως, ατενίζομεν πεφορτισμένοι δια βαθείας συγκινήσεως «ποίμνιον ηπορημένον και καταβεβλημένον... γέμον αθυμίας και κατηφείας» δια την στέρησιν του καλού ποιμένος αυτού, κατά τον λόγον του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Είναι φυσικόν τούτο, διότι δεν είναι δυνατόν να είμεθα απαθείς προς το συμβάν και να μη αισθανώμεθα την ζημίαν, όμως ου πρέπον υπό της λύπης καταπίπτειν κατά το παράγγελμα του Αποστόλου Παύλου, προτρέποντος «μη λυπήσθε ως και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13).
Και έχομεν την ελπίδα ότι ο καλός ποιμήν μεταβαίνει από του «παρόντος και ουχ εστώτος κόσμου» εις τον «νοούμενον και μένοντα», τον «πάσης ελεύθερον ταραχής και συγχύσεως».
Είναι δε συγχρόνως η παρούσα εσχάτη εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, ο οποίος καθ ὅλον τον βίον αυτού ουκ ενάρκησεν εκδημών εις τας εσχατιάς της Ελλαδικής γης δια να στηρίξη εις Χριστόν τον λαόν, υπόμνησις ότι και ημείς «προς Δεσπότην αγαθόν επειγόμεθα, και βελτίων η κατοικία της παροικίας».
Διότι, αυτό το οποίον είναι δι ὅσους πλέουν εις το τρικυμιώδες πέλαγος ο εύδιος λιμήν, τουτ αὐτό είναι δια τούς εις το πέλαγος του παρόντος βίου πλέοντας η μετάστασις και μετάθεσις προς τον φιλάνθρωπον Δεσπότην ημών Χριστόν.
Η αγάπη του Θεού, «πόρρωθεν το περί έκαστον ημών συμφέρον προβλεπομένου», εκάλεσε τον αείμνηστον Αδελφόν ίνα αναπαυθή από της δοκιμασίας της ασθενείας, η οποία εν τέλει κατά την πρόνοιαν του Κυρίου καθίσταται εφόδιον ζωής και καθάρσεως.
Εθαυμάσαμεν και εμακαρίσαμεν τον αδελφόν Χριστόδουλον κατά το έσχατον στάδιον της ασθενείας αυτού συνομιλούντα γενναίως μετά του θανάτου και αντεχόμενον μετ ἐμπιστοσύνης της χειρός του Θεού και καθ ἡμέραν βεβαιούμενον από τον «δυνάμενον σώζειν αυτόν εκ θανάτου» Θεόν (Εβρ. 5, 7), Όστις «θάνατον ουκ εποίησεν», αλλά δια του αναστάντος Κυρίου επάτησε τον θάνατον. «Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο· είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον» (Ιωβ 21, 5) από του νυν και έως του αιώνος, ως ανεφώνησεν ο πολύτλας Ιωβ.
Δεχόμενος τούς λόγους των Αγίων Πατέρων, ότι αι θλίψεις παραχωρούνται ημίν «είτε εις κάθαρσιν και της μικράς ιλύος, είτε εις βάσανον αρετής και πείραν φιλοσοφίας, είτε εις παίδευσιν των ασθενεστέρων εν εκείνω μανθανόντων το καρτερείν, αλλά μη εκκακείν τοις πάθεσιν», ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος, ως τύπος του αρχιποίμενος Χριστού, εβάδισε την ιδίαν σταυρικήν οδόν του αγιαστικού πόνου, την οποίαν βαδίζουν καθ’ εκάστην χιλιάδες αδελφοί ημών εν τη κλίνη της ασθενείας, δια να παράσχη παραμυθίαν εις αυτούς.
Αληθώς, η καρτερία, η αξιοπρέπεια και η πίστις του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου, υπολιμπάνοντος υπογραμμόν και παράδειγμα ημίν τοις περιλειπομένοις, συνεκίνησαν το πανελλήνιον και πέραν αυτού.
Μετά συγκινήσεως κατά την εξόδιον ταύτην στιγμήν ενθυμούμεθα την εκ νεότητος ολοτελή αφιέρωσίν του εις τον Θεόν, την λιπαράν μόρφωσιν και το υψηλόν ήθος του, την αφοσίωσιν αυτού εις την λατρευτικήν και λειτουργικήν ζωήν της Εκκλησίας, το νυχθήμερον επίμοχθον πρόγραμμα και τον ακάματον ζήλον του, τον φλογερόν κηρυκτικόν και μυσταγωγικόν λόγον του προς τον λαόν και προς την νεότητα, την συμπάθειάν του προς τούς πάσχοντας και εν ανάγκαις όντας, τας παρεμβάσεις του δια την επικράτησιν των πνευματικών αξιών, ιδία την προσήλωσίν του εις την Ελληνικήν ιδιαιτερότητα και τας παραδόσεις του ευσεβούς Γενους μας.
Εξ ετέρου, η ικανή οργάνωσις και πολύπλευρος προσφορά αυτού και εις τον τομέα της κοινωνικής και φιλανθρωπικής δράσεως θα μείνη ευδιάκριτος. Δια ταύτης ο μακαριστός αδελφός και συλλειτουργός επλούτισε την Εκκλησίαν της Ελλάδος, αλλά συγχρόνως συνέβαλε μεγίστως και εις την σύσφιγξιν του πνευματικού συνδέσμου μεταξύ πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και εις την στήριξιν και στερέωσιν της εν Αφρική ιεραποστολής. Χαρις εις αυτήν την δράσιν του η Εκκλησία της Ελλάδος υπήρξε το στήριγμα και η παραμυθία του Ελληνικού Λαού, αλλά και πλείστων άλλων εκτός Ελλάδος αναξιοπαθούντων αδελφών ημών, εις καιρούς δυσχειμέρους και στιγμάς τραγικάς, εν Σερβία, Ρωσσία, Λιβάνω και πολλαίς άλλαις εμπεριστάτοις περιοχαίς. «Τις πένησιν η την ψυχήν συμπαθέστερος η την χείρα δαψιλέστερος» αυτού, «ως οικονόμος δε αλλοτρίων διενοείτο περί των ιδίων, επικουφίζων την πενίαν εις δύναμιν», κατά τον Άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον.
Εκ παραλλήλου, ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος, καίπερ τελών εν γονίμω και ζωηρώ διαλόγω δια τα προκύπτοντα προβλήματα μετά της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εγγύς ενίοτε συγκρούσεων, κατά βάθος εσέβετο τον θεσμόν του Οικουμενικού Θρόνου και προσέβλεπεν εις την Μητέρα Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως ως προς την κιβωτόν και την ευσεβή πηγήν του Γενους, εκτιμών την μακραίωνα ιστορίαν και πολύτιμον οικουμενικήν προσφοράν αυτής.
Πεποίθαμεν, ότι νυν εν ουρανοίς, απηλλαγμένος των γηΐνων, επιθυμεί και εύχεται να κυριαρχή πάντοτε η ενότης και η σύμπνοια εις τας σχέσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και η συνάθροισις Προκαθημένων και εκπροσώπων αυτών πέριξ του σκήνους αυτού επιβεβαιοί την βούλησιν της ημετέρας Μετριότητος προσωπικώς και πάντων δια την συνέχισιν αυτών υπό το πνεύμα τούτο του αμοιβαίου σεβασμού, αδελφικής εμπιστοσύνης και ειρηνικής συμπορεύσεως, δια την καλλιέργειαν του οποίου φιλοτίμως και επιτυχώς ειργάσθη.
Όμως, μακάριος όστις θησαυρίζει και δια την αιωνιότητα. Μακάριος και ο εκλιπών, διότι ηυλογήθη να διακρίνη πέραν των επιγείων, να ετοιμασθή δια τα επέκεινα της επιγείου ζωής, τα αιώνια και άφθαρτα, τα οποία θα συνοδεύουν αυτόν ες αεί. Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού έχει κεφαλήν Αυτόν τον ίδιον, ως λέγει ο θείος Παύλος: «Ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας, και αυτός εστι σωτήρ του σώματος» (Εφεσ. 5, 23). Ημείς δε είμεθα διάκονοι Αυτού, «πάροικοι και παρεπίδημοι» (Α´ Πετρ. 2, 11), ερχόμεθα και παρερχόμεθα, μένομεν εν αυτή ίνα σωθώμεν.
Διαπύρως, λοιπόν, και εκτενώς δεόμεθα, ομού μετά πάντων των αδελφών Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, των αγίων Προκαθημένων και εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, των Εξοχωτάτων Αρχόντων του τόπου και παντός του κλήρου και του λαού και των μοναχικών ταγμάτων, ίνα ο Κυριος ημών «ως ολοκάρπωμα λογικόν, ιερείον πνευματικόν αντί νομικού θύματος καλώς δαπανώμενον» δεχθή τούς υπέρ της Εκκλησίας κόπους και τας οδύνας της ασθενείας του αοιδίμου αδελφού.
Ας ευχηθώμεν κατά την στιγμήν ταύτην, κατά την οποίαν ο επίγειος βίος του αγαπητού αδελφού ημών διακόπτεται, υπέρ μακαρίας μνήμης, αναπαύσεως και αφέσεως των αμαρτιών του προπεμπομένου νυν εις την αιωνιότητα μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου.
Ευχηθώμεν ίνα προσλάβη την μακαρίαν αυτού ψυχήν προθύμως ο φιλεύσπλαγχνος Δεσπότης και Θεός ημών εις την αιωνίαν και άλυπον ζωήν, την εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Επικήδειος στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο
του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμου
31 Ιανουαρίου 2008
Αδελφοί,
Τις πρώτες πρωϊνές ώρες και πριν ακόμη φέξη το φυσικό φως του ουρανού, στο Εκκλησιαστικό Κτίριο της αρχιεπισκοπικής κατοικίας στο Ψυχικό της Αττικής, ένας ιερός άνδρας, ένα πολύτιμο κόσμημα της δωρεάς του Θεού στην Εκκλησία Του, αφήκε την τελευταία του πνοή, παραδίδοντας την ψυχή του σε Κείνον που την είχε πλάσει. Έκπληκτοι οι θεράποντες ιατροί και οι άνθρωποι οι δικοί του, στάθηκαν ενεοί μπροστά στον ανεπιθύμητο επισκέπτη, τον θάνατο. Το σημείο του σταυρού από τους παρόντες επεσφράγισε το «μυστήριο» του θανάτου. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος ήταν νεκρός.
Το ωρολόγιο της ιστορίας της αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος είχε σταματήσει. Σαν το φως μετά τα χαράματα, διαδόθηκε ταχύτατα η είδηση της εκδημίας του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, που ήλθε και επάγωσε τις καρδιές των Ελλήνων απ’ άκρου εις άκρον της ελληνικής πατρίδας και εκτός αυτής στον απόδημο Ελληνισμό. Βαρύτατο το πένθος, ανεκτίμητος η απώλεια, σκληρός ο απορφανισμός, πανστρατιά οι δακρύοντες για την στέρησή τους από τον πνευματικό πατέρα, παλλαϊκή και σε επίπεδο θεσμικών και διακεκριμένων προσωπικοτήτων η ομολογία ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος εστερήθη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου, ανδρός ιερού, ευπαιδεύτου, εκκλησιαστικού, ευγενούς, χαρισματικού, ευτόλμου, φιλανθρώπου και φιλοπάτριδος.
Ταυτόχρονα με την θλίψη, μέσα από τα αποθέματα της ορθοδόξου πνευματικότητος, ανέτειλε από τις ψυχές των πιστευόντων Χριστιανών, κλήρου και λαού, η καταφυγή στον αιώνιο λόγο του Σωτήρος Χριστού για τον θάνατο· «Μη θαυμάζετε τούτο ότι έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής» (Ιω. 5,28-29). Και ο θεόπνευστος μέγας Απόστολος Παύλος συμβουλεύει· «Ου θέλομεν υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α Θεσσ. 4,13).
Πολύφωτος ουρανός η Εκκλησία αντιφεγγίζουσα την δόξα της μοναρχούσης στον κόσμο Τρισηλίου Θεότητος, στρέφει τους προβολείς της, διδακτικά, αποκαλυπτικά και στον περίπυστο αρχιεπισκοπικό θρόνο της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπου ο κεκοιμημένος Προκαθήμενος αυτής Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος διέθεσε τις δωρεές του Θεού και τα ανθρώπινα χαρίσματα, που με την σειρά τους αντανακλούν πνευματικά πάνω στα εκατομμύρια των ψυχών του πληρώματος της στρατευομένης Εκκλησίας.
Κλίνουσα γόνυ σεβασμού ευγνωμοσύνης και ευχαριστιών η Εκκλησία της Ελλάδος δια της σεπτής Ιεραρχίας αυτής, προς τον «μακαρία τη λήξει γενόμενον» αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, δημιουργεί και ονομάζει σταθμό αναφοράς όλη την αρχιεπισκοπεία του, στην οποία καταφαίνεται, «θεία συνάρσει» η εξελίξιμη, προϊούσα και ευλογημένη παρά του Θεού Εκκλησία της Ελλάδος προς τον σκοπό της εκπληρώσεως της υψηλής αποστολής της.
Υπείκοντες στην παραδεδομένη τελετουργική τακτική της αγίας μας Εκκλησίας κατά τις ιερές εκδημίες των εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων, να παρατίθενται συνοπτικώς τα βιογραφικά αυτών, παραθέτομεν τα ακόλουθα, ως μία συνοπτική ενημέρωση: Ο κεκοιμημένος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χριστόδουλος, κατά κόσμο Χρήστος Παρασκευαΐδης του Κωνσταντίνου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Ξάνθη της Δυτικής Θράκης το 1939. Το 1941 η οικογένειά του μετοικίζει στην Αθήνα. Στην Αθήνα ο Χριστόδουλος αναπτυσσόμενος πνευματικά μέσω των κατηχητικών ευκαιριών της ενορίας της αγίας Ζώνης Κυψέλης, εφοίτησε στη Λεόντειο Σχολή και εσπούδασε στη Νομική Σχολή (1956-1961) και στη Θεολογική Σχολή (1962-1967) του Πανεπιστημίου Αθηνών, με βαθμό και εκ των δύο σχολών Άριστα. Ταυτοχρόνως σπούδασε βυζαντινή μουσική στο Ωδείο Αθηνών και επεδόθη στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Το Μάρτιο του 1981 αναγορεύεται διδάκτωρ του Κανονικού Δικαίου από την Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ακολουθήσας τον άγαμο εκκλησιαστικό βίο, το 1961 εχειροτονήθηκε διάκονος και το 1965 πρεσβύτερος και ως αρχιμανδρίτης τοποθετείται προϊστάμενος και ιεροκήρυξ στον ιερό Ναό της Παναγίτσας Παλαιού Φαλήρου, όπου ανέπτυξε πλουσιωτάτη ποιμαντική και ιεραποστολική δράση. Την ίδια περίοδο αναλαμβάνει, κατόπιν διαγωνισμού, καθήκοντα γραμματέως της Ιεράς Συνόδου και στη συνέχεια αρχιγραμματεύοντος αυτής. Τον Ιούλιο του έτους 1974 εκλέγεται Μητροπολίτης Δημητριάδος, με έδρα τον Βόλο, όπου αναπτύσσει πλούσια και πολισχιδή δράση, με πρωτοβουλίες που το πρώτον εφηρμόσθησαν σε τοπική Εκκλησία. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας τον εχρησιμοποίησε πολλάκις σε διαφόρους τομείς και σε αποστολές μαζύ και με άλλους Ιεράρχες για σοβαρότατα ζητήματα της Εκκλησίας.
Χηρεύσαντος του αρχιεπισκοπικού θρόνου των Αθηνών, μετά την εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Σεραφείμ Τίκα την 10η Απριλίου 1998, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εξέλεξε τον από Δημητριάδος Μητροπολίτη Χριστόδουλο, την 28η Απριλίου 1998, νομίμως και κανονικώς, Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ως τον 19ο από της Παλιγγενεσίας του Ελληνικού Κράτους Αρχιεπίσκοπο με απόλυτα νόμιμες, κανονικές, δημοκρατικές και συνοδικές διαδικασίες και μάλιστα υπό της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Από την διαδικασία της ενθρονίσεως την 9η Μαΐου 1998, εκτός από τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του ευσεβούς λαού και πέραν της εφαρμογής των νομοκανονικών διατάξεων, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κατέλιπε δύο μνημειώδη κείμενα πνευματικού, εκκλησιαστικού και νομοκανονικού περιεχομένου. 1ο Τον ενθρονιστήριο λόγο του και 2ο Την εισαγωγική ομιλία του ενώπιον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά την πρώτη σύγκληση αυτής υπό την προεδρία του την 6η Οκτωβρίου 1998. Τα δύο κείμενα αυτά ήσαν οι προάγγελοι και προπομποί για τις ενέργειες, τις πρωτοβουλίες, τις εμπνεύσεις και τις δράσεις του νέου Αρχιεπισκόπου, ο οποίος κυριολεκτικώς, εργαζόμενος νυχθημερόν και κινούμενος προς «πάσαν αναγκαίαν χρείαν» επελήφθη εγκαίρως της μεγάλης και δυσχερούς αποστολής που απαιτεί το ευλογημένο, αλλά κοπιώδες και ριψοκίνδυνο έργο του Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το σημαντικώτερο κατόρθωμα του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου είναι το γεγονός ότι ετοποθέτησε την Εκκλησία στο κέντρο του ενδιαφέροντος, των προβληματισμών και της επικαιρότητος. Με τον μεστό λόγο, αλλά και τις ευφυείς παρεμβάσεις του σε θέματα καταλυτικά για την πνευματική και ηθική ζωή του τόπου, κατώρθωσε να αναδείξη τις θέσεις της Εκκλησίας και να υποστασιάση την προσδοκία της «άλλης φωνής» στην πολυφωνική Βαβέλ των διαφόρων σκοπών και σκοπιμοτήτων. Πρώτη φορά το κήρυγμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, αποκτά κεντρική θέση σε όλα τα δελτία ειδήσεων της Κυριακής, έστω και αποσπασματικά. Πρώτη φορά το περιεχόμενο εκκλησιαστικής διδαχής γίνεται αντικείμενο αυθορμήτων καθημερινών συζητήσεων, έστω και αν διατυπώνονται αντιρρήσεις η ποικίλα σχόλια. Πρώτη φορά δημιουργείται η αίσθηση στην ελληνική κοινωνία ότι υπάρχει φωνή αδέσμευτη, έτοιμη να διασαλπίση τον λόγο της αληθείας που ελευθερώνει, τον λόγο της λυτρώσεως που ειρηνεύει, τον λόγο της ελπίδος που ανανεώνει, χωρίς να αγνοούνται και οι διατυπούμενες αντιρρήσεις.
Ο ιερός Απόστολος Παύλος, εμπνεόμενος υπό του αγίου Πνεύματος, διδάσκει ειδικώτερα: «Έχοντες δε χαρίσματα κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν διάφορα, είτε προφητείαν, κατά την αναλογίαν της πίστεως, είτε διακονίαν εν τη διακονία, είτε ο διδάσκων εν τη διδασκαλία είτε ο παρακαλών εν τη παρακλήσει, ο μεταδιδούς εν απλότητι, ο προϊστάμενος εν σπουδή, ο ελεών εν ιλαρότητι» (Ρωμ. 12,6-8). Μέσα σ’ αυτή την αγιογραφική διατύπωση, δια της Χάριτος του αγίου Θεού, μπορούμε να αναζητήσωμε τη Διακονία και τον λόγο του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ως ποιμένος επισκόπου και Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα ξεχωριστά χαρίσματα, ήτοι την προνοητικότητα, την πρόβλεψη, την εκκλησιαστική διακονία, την διδασκαλία, την προτροπή προς τον ενάρετο βίο, την πραγμάτωση αγαθών πράξεων με ταπείνωση, την επιστασία και επιμέλεια για τα καλά έργα, την άσκηση της ελεημοσύνης με χαρά και προσήνεια.
Αυτό το ευλογημένο πολύπτυχο των εκκλησιαστικών δραστηριοτήτων υπήρξε προσφορά προς τον διδάσκαλο, Λυτρωτή και Σωτήρα μας Χριστό, με αναγωγή στον ουράνιο Πατέρα, όπως ο ίδιος ο Κύριος διδάσκει: «Εάν τις εμοί διακονή τιμήσει αυτόν ο πατήρ» (Ιω. 12,26). Και καθώς εζήσαμε τον Αρχιεπίσκοπο ολημερίς, αλλά και μετά τα μεσάνυκτα, να μεριμνά, να σχεδιάζει, να αγωνιά, να ανησυχεί για το έργο της Εκκλησίας, τον ενοιώσαμε να παίρνει αναπνοές ελπίδος, αφού και άλλους αδελφούς, κληρικούς και λαϊκούς, κατέστησε στα χαρακώματα του χρέους, και να επαναλαμβάνει προς όλους τους λόγους των αγίων Αποστόλων: «Ημείς δε τη προσευχή και τη διακονία του λόγου προσκαρτερήσομεν αδελφοί» (Πραξ. 6,4), για την πορεία της Εκκλησίας του Χριστού.
Η πορεία του Προκαθημένου της Εκκλησίας μας υπήρξε μία συνεχής προσπάθεια, ένας ακάματος τρόπος ζωής, ένας σκληρός αγώνας, μια ευρηματική αναζήτηση λύσεως στα προβλήματα που συνεχώς αναφύονται, μια αδιάκοπη σύγκρουση με συμφέροντα και παλαιές πικρίες, υπήρξε άμυνα και επίθεση στα μέτωπα της αθεΐας, του υλισμού και κάποιων μοντέρνων ιδεών, υπήρξε ενίοτε πάλη πνευματική με την ύβρι και τη συκοφαντία. Και μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα των αγώνων και της αγωνίας, στάθηκε όρθιος, ισχυρός, νηφάλιος, προσηνής και φιλικός «πάντα ισχύων εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ» (Φιλιπ. 4,13).
Μερικοί παράγοντες επέκριναν, διεφώνησαν, αμφισβήτησαν, παρεξήγησαν, παρερμήνευσαν, και γενικώς προσεπάθησαν να βλάψουν αυτό το έργο με ταυτόχρονη απόπειρα να μειώσουν την ακτινοβολία της προσωπικότητος του δημιουργού του. Κύρια αιτία αυτής της στάσεως ήταν η προκατάληψη και κάθε ιδεολογία αντίθετη προς το Ευαγγέλιο του Χριστού και προς την Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Επ’ αυτού του φαινομένου, ο λόγος του Κυρίου έρχεται λυτρωτικός και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν: «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν, ει τον λόγον μου ετήρησαν και τον υμέτερον τηρήσουσιν· αλλά ταύτα πάντα ποιήσουσιν υμίν δια το όνομά μου, ότι ουκ οίδασι τον πέμψαντά με» (Ιω. 15,20-21). Όταν οι άνθρωποι δεν πιστεύουν στο Χριστό, πως θα πιστεύσουν σ’ αυτούς που τον υπηρετούν; Η θέση αυτή σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κατακύρωση του αλαθήτου στους ποιμένες της Εκκλησίας. Βεβαίως είναι πιθανό και ανθρώπινο κάποτε να λάβωμε μια απόφαση που είναι λάθος, να διατυπώσωμε μία εσφαλμένη άποψη η εκτίμηση, η ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος η κάποιος από μας όλους. Άλλο αυτό και άλλο να είναι κάποιοι αντικείμενοι επί σκοπόν για να πυροβολούν αδιακόπως.
Είναι δε αληθές ότι ο Μακαριώτατος, ως ακάματος διάκονος του λόγου, υπήρξε πάντοτε διαλεκτικός, πάντοτε έτοιμος για εσωτερικό διάλογο, όταν ωμιλούσε από του άμβωνος η του βήματος, για προφορικό η γραπτό διάλογο, όταν διελέγετο δημόσια, γενικώς σε κάθε μορφής καλοπροαίρετη συζήτηση. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ούτε αυταρχικός ήτο, ούτε δογματικός, ούτε απόλυτος, ούτε επίμονος, ούτε ανυποχώρητος, ούτε ασυμβίβαστος. Εκεί όπου ο λόγος του ανεδεικνύετο σθεναρός, ήτο βεβαίως εις ο,τι αφορά στις αλήθειες της Ορθοδόξου πίστεώς μας, στα από αιώνων ισχύοντα δικαιώματα της Εκκλησίας και στην ελληνορθόδοξη πολιτιστική μας παράδοση. Αλλά και επ’ αυτών διελέγετο ο Χριστόδουλος, διότι διέθετε επιχειρήματα, γνώση και αδιαμφισβήτητη ικανότητα λόγου. Κάποτε διεκήρυξε· «Μερικοί με λένε εθνικιστή και άλλοι λαϊκιστή. Λάθος. Ούτε εθνικιστής είμαι ούτε λαϊκιστής. Υπηρετώ και αγαπώ την Εκκλησία μας με όλες μου τις δυνάμεις. Αγαπώ και την πατρίδα μας την Ελλάδα, την ένδοξη χώρα μας».
Όταν ο ιερός αυτός άνδρας ωμιλούσε και υπεραμύνετο των δικαιωμάτων της ορθοδόξου Εκκλησίας η ψυχή του φλεγόταν από ενθουσιασμό και από φρόνημα χρέους και δυνάμεως υπέρ της κιβωτού της σωτηρίας, «ην ο Κύριος περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος». Κορώνα του λόγου του η Εκκλησία, σκήπτρο ο τίμιος του Κυρίου Σταυρός, δώρο του η ευλογία, κατάστιχο αιώνιο το Ιερό Ευαγγέλιο, πνευματικό ένδυμα η ελληνορθόδοξη παράδοση και ελπίδα του η αιωνιότητα.
Εξειδίκευε δε τον λόγο του όταν απευθυνόταν προς την νεότητα, στους μαθητές της μέσης παιδείας, στους φοιτητές όλων των επιστημών, προς τους εργαζομένους νέους, προς τα στρατευμένα νειάτα, εκφωνώντας προσκλητήριο για να δώσουν όλοι το «παρών» του σεβασμού στην Εκκλησία και να δροσισθούν με τα ουράνια νάματα αυτής και να γευθούν τα ιερά μυστήρια της Χάριτος του Θεού. Ένα προσκλητήριο δυνατό για να προσεγγίση τις νεανικές καρδιές, χωρίς διακρίσεις και χωρίς εξωτερικές προϋποθέσεις. Και τους εκέρδισε χάριν της Εκκλησίας και της κοινωνίας.
Η προσφορά του στον τομέα της εκκλησιαστικής φιλανθρωπίας και αγάπης υπέρ όλων αδιακρίτως, όσοι είχαν βιοτικές ανάγκες απαιτεί ξεχωριστή μελέτη και παρουσίαση. «Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί» διεκήρυττε. Εξασφαλίστε φαγητό στους απόρους, στέγη στους άστεγους, κάθε βοήθεια στους μετανάστες, συμβούλευε τους συνεργάτες του ιερείς και λαϊκούς.
Ένας άλλος πλούσιος αγρός πνευματικής οικοδομής του μακαριστού Αρχιεπισκόπου ήταν η συγγραφική του παραγωγή, ου οποίου δρέπει τους καρπούς ο αναγνώστης αναδιφώντας σε βιβλία και σε φυλλάδια που φθάνουν τις 198 εκδόσεις, εκτός από τα δημοσιογραφικά άρθρα. Ο λόγος του πάντοτε μεστός, σαφής, εναργής, οικοδομημένος σε γερά θεμέλια. Και μέσα από τον πλούτο της παραγωγής, της καρδιάς και του νου, υπέρ της Εκκλησίας και του λαού μας, αναδυόταν πάντα η μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα μας, για την Ελλάδα μας, για τον πολιτισμό μας, για την λαϊκή μας παράδοση, για την ιστορία μας, για την εθνική μας ενότητα και την νεοελληνική δημιουργικότητά μας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος υπήρξε ένας ξεχωριστός εκκλησιαστικός άνδρας και ειλικρινής Έλληνας. Υπήρξε ένας χλοερός λειμώνας, με αλλεπάλληλες καρποφόρες φύτρες που βλαστάνουν και καρποφορούν συνεχώς, μέσα από τον πλούσιο προφορικό και γραπτό λόγο. Μια σύγχρονη πατερική φυσιογνωμία, χρυσοστομικού τύπου, υπόδειγμα τέλειου λειτουργού των ιερών μυστηρίων και ιεροφάντης γνήσιος. O Χριστόδουλος υπήρξε μια αδιαμφισβήτητη ηγετική φυσιογνωμία, που ωμίλησε στις ακοές και στις καρδιές των Ορθοδόξων Ελλήνων και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία ανταποκρίθηκε στους προβληματισμούς και στις προτροπές του. Η ελληνική κοινωνία έβαλε την υπογραφή της, μετά σεβασμού στο Χριστόδουλο, με την συμπαράστασή της στην αρρώστια του, και με το παλλαϊκό ποσκύνημα αυτών των ημερών με πλατειά, ανθρώπινη παρουσία, που ξεκινούσε από τον σολέα του Καθεδρικού Ναού, διέτρεχε την Εκκλησία, συνεχιζόταν στην πλατεία και έφθανε μέχρι την ανηφοριά της οδού Μητροπόλεως. -Ξένον θέαμα … Εύγε σου Ελληνικέ Λαέ μας.
Παναγιώτατε Οικουμενικέ Πατριάρχα κύριε κ. Βαρθολομαίε, βεβαιωθήτε τούτη την ώρα ότι ο αδελφός μας αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος Σας αγαπούσε και Σας εσέβετο βαθύτατα, μέσα από τα φίλτρα της καρδιάς του. Και Σας και τους Επισκόπους του Θρόνου όλους και το σεπτό και πανένδοξο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο και όλον τον απανταχού Ελληνισμό. Σας αγαπούσε, όπως και Σεις μας αγαπάτε, και Σας εσκέπτετο πολύ ο Χριστόδουλος. Το μικρό διάλειμμα της πίκρας την Άνοιξη του 2004 ας ξεχασθή για πάντα μέσα στη λήθη και η αγάπη του Αρχιποίμενος Χριστού μας ας μας ενώνη όλους και εδώ και στην αιωνιότητα.
Η σεπτή Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, συγκροτουμένη υπό των εβδομήκοντα εννέα Σεβασμιωτάτων Αρχιερέων και Μητροπολιτών αυτής, ως η κορυφαία διοικητική και πνευματική Αρχή αυτής, μετά του ανά την Ιερά Αρχιεπισκοπή και τις Ιερές Μητροπόλεις ευσεβεστάτου ιερού κλήρου και του ευλαβεστάτου Ελληνικού Λαού, δέεται της υπερουσίου, υπεραγάθου και παντοδυνάμου Αγίας Τριάδος όπως αναπαύση την ψυχή του κεκοιμημένου πνευματικού πατρός και αδελφού μας Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου «επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου εν χώρα ζώντων, εις βασιλείαν ουρανών, εν παραδείσω τρυφής δια των φωτεινών αγγέλων του εισάγων αυτόν εις τας αγίας του μονάς, συνεγείρων και το σώμα αυτού εν ημέρα η ώρισε, κατά τας αγίας του και αψευδείς επαγγελίας».
Μη θαυμάζετε αδελφοί, ότι επί της γης χωριζόμεθα από του σεβαστού και προσφιλούς μας Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Μετά την εξαγιαστική δοκιμασία του εκ της ασθενείας και των πολλών πόνων και κόπων, ο Χριστόδουλός μας «ευάρεστος τω Θεώ γενόμενος, ηγαπήθη και ζων μεταξύ αμαρτωλών μετετέθη. Ηρπάγη μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού… Αρεστή γαρ ην Κυρίω η ψυχή αυτού, δια τούτο έσπευσεν εκ μέσου πονηρίας».
Και θα περατώσω τον παρόντα επικήδειο λόγο με τον επίλογο από τον Επιτάφιο Λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «εις τον Μέγαν Βασίλειον», σε μετάφραση.
«Αυτά είναι τα λόγια μου για σένα, αγαπητέ Χριστόδουλε, με γλώσσα γλυκειά, που σου ήταν κάποτε ισότιμη και συνήλικος. Εάν επλησιάσαμε την αξία σου είναι τούτο δικό σου χάρισμα. Έχοντας το θάρρος μου μπροστά σε σένα έστησα τον λόγο μου για χάρη σου. Εάν όμως έμεινα πολύ πολύ μακρυά από ο,τι ήλπιζα, τι πρέπει να υποστώ αφού έτσι κι αλλιώς με δοκιμάζει η ωριμότητα της ηλικίας και η μεγάλη αγάπη μου για σένα. Αλλά το κατά δύναμη είναι αγαπητό και στο Θεό. Συ μας παρακολουθείς από ψηλά, θεϊκέ φίλε και σεβαστέ, και την δοκιμασία της σαρκός που μας έδωσε ο Θεός να μας παιδαγωγή, η σταμάτησέ την με τις πρεσβείες σου η κάνε μας να την υπομένωμε με δύναμη. Όλη μας την ζωή, με την προσευχή σου, οδήγησέ την προς το καλύτερο. Όταν δε μετατεθούμε από εδώ δέξου μας εκεί στις δικές σου σκηνές, ώστε μαζύ ζώντας και μαζύ θεωρώντας την αγία και μακαρία Τριάδα, καθαρότερα και τελειότερα από όσο την αισθανθήκαμε εδώ, να σταθούμε σ’ αυτό το σημείο της επιθυμίας μας και να λάβωμε αυτή την ανταπόδοση για όσες επιθέσεις δεχθήκαμε και για όσους αγώνες εκάναμε. Αυτός είναι ο λόγος μου για σένα. Εμάς όμως ποιός θα μας επαινέση όταν εγκαταλείψωμε την ζωή μετά από σένα; Αν βέβαια κατορθώσωμε κάτι άξιο επαίνου για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνας. Αμην».