Η εφημερίδα «Το Βήμα» σε άρθρο της δημοσιογράφου Μαρίας Αντωνιάδου, με τίτλο «Ιερώνυμος προς μητροπολίτες: «Τι θέλετε; Πόλεμο και αίμα;» (9/10/2016), ανέφερε κάτι το οποίο δεν έχει διαψευστεί μέχρι σήμερα, ότι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, έθεσε, στα μέλη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας τα οποία διαφώνησαν ανοιχτά με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε με τον πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα για το μάθημα των Θρησκευτικών, το αμείλικτο ερώτημα «Τι θέλετε; Πόλεμο και αίμα;».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα αυτό «ο κ. Ιερώνυμος επέμεινε στην επιλογή του, να μη συνεχιστεί στην παρούσα φάση η σύγκρουση με την κυβέρνηση, καθώς μπροστά του έχει την αναθεώρηση του Συντάγματος και, σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχει η δέσμευση ότι δεν θα πειραχθεί το άρθρο 3, ούτε και η παράγραφος 3, του άρθρου 13 του Συντάγματος.»
Με όσα αναφέρει το παραπάνω δημοσίευμα, αφήνει τον αναγνώστη να υπονοήσει ότι ο Αρχιεπίσκοπος στην ουσία «πούλησε» την υπόθεση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Αγωγής στα σχολεία της πατρίδας μας, «ανταλλάσοντάς την» με τη διατήρηση του σημερινού Συνταγματικού status quo των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας σε μια πιθανή μελλοντική αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ορίστηκαν μάλιστα, από τον Αρχιεπίσκοπο, όπως αναφέρει και πάλι το δημοσίευμα και τρείς Ιεράρχες, ο Σεβασμιώτατος Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, «γνωστός σε όλα τα χριστιανικά φόρα, καθώς μετέχει στον διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς, και συμμετείχε και στην επιτροπή που προετοίμασε την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που συγκλήθηκε τον περασμένο Ιούνιο στην Κρήτη», ο Σεβασμιώτατος Ύδρας κ. Εφραίμ, ο οποίος «στα νεανικά του χρόνια υπήρξε αριστερός και ως φοιτητής της Θεολογικής Σχολής ήταν στα γεγονότα της Νομικής κατά τη διάρκεια της δικτατορίας» και ο Σεβασμιώτατος Μεσογαίας κ. Νικόλαος, «προερχόμενος από τη Μονή Σίμωνος Πέτρας και από τις εκκλησιαστικές οργανώσεις», οι οποίοι [εκπροσωπούν διαφορετικές τάσεις μέσα στην Ιεραρχία: ο κ. Νικόλαος βρίσκεται κοντά στους λεγόμενους «παραδοσιακούς» ή «συντηρητικούς», ο κ. Χρυσόστομος σε εκείνο το τμήμα της Ιεραρχίας που χαρακτηρίζεται πιο «φιλελεύθερο» η ανοιχτό και ο κ. Εφραίμ σε αυτούς που ισορροπούν αλλά εκφράζουν ξεκάθαρα τη γνώμη τους] και οι οποίοι ανέλαβαν να διεξαγάγουν τον «διάλογο» με την Πολιτεία με αφορμή το μάθημα των Θρησκευτικών και προφανώς να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα που ήδη έχει προσυμφωνηθεί.
Αν ισχύουν οι παραπάνω αναφορές του προαναφερόμενου δημοσιεύματος τότε εύκολα ο οποιοσδήποτε μπορεί να καταλήξει στο εύλογο συμπέρασμα ότι και η Επιτροπή των καθηγητών που όρισαν οι τρείς Ιεράρχες για να μελετήσει το θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών και να εισηγηθεί προς τούτο στην Ιεραρχία, θα έχει ως στόχο : α) να παρουσιαστεί ως αμερόληπτη, καθώς τα πολυμελή δοτά μέλη της, δεν θα «ανήκουν», εμφανώς τουλάχιστον, σε καμία από τις δύο δήθεν αντιμαχόμενες θεολογικές ομάδες την ΠΕΘ και τον «ΚΑΙΡΟ» και β) να καταλήξει στα προσδοκώμενα και ήδη προσυμφωνημένα αποτελέσματα και γι΄ αυτό προφανώς η σύνθεση της συμπερασματικής απόφασης της Επιτροπής θα βασιστεί επάνω στη γνωστή μέθοδο λήψης των αποφάσεων, σύμφωνα με την οποία «η των πλειόνων ψήφος κρατείτω».
Κατόπιν όλων αυτών, εύκολα και όμορφα, ανατρέπεται η απόφασης της Ιεραρχίας που έλεγε «συζητάμε μόνο με βάση το παλιό πρόγραμμα διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών» και τα «απαράδεκτα και επικίνδυνα Προγράμματα Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών», μετατρέπονται σε μια καλή βάση συζητήσεως και με μερικές διορθώσεις και βελτιώσεις «πλασάρονται», «βαπτιζόμενα» ως ορθόδοξα, προς «κατανάλωση» στα σχολεία, στους Θεολόγους, στα παιδιά και στο υπόλοιπο χριστεπώνυμο πλήρωμα, καθώς μάλιστα, είναι μαθημένος ο λαός να δέχεται αδιαμαρτύρητα το «σανό» που ο καθένας του προσφέρει.
Όμως «τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται»!
Ως Γενικός Γραμματέας της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων θέλω να πιστεύω ότι τα πραγματικά δεδομένα δεν είναι αυτά που παρουσιάζονται στο παραπάνω άρθρο της προαναφερόμενης εφημερίδας αλλά και σε κάθε περίπτωση οφείλω στεντορεία τη φωνή να διατρανώσω προς κάθε κατεύθυνση την ομόφωνη απόφαση της Ενώσεώς μας, να αγωνιστεί έως τέλους, έχοντας χρέος προς τον Χριστό στον οποίο πιστεύουν τα μέλης της και προς αυτό που κλήθηκε να υπηρετήσει, δηλαδή τη διατήρηση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Αγωγής στα σχολεία της πατρίδας μας.
Ως εκ τούτων, στο ερώτημα «Τι θέλετε; Πόλεμο και αίμα;», όσον αφορά στο μάθημα των Θρησκευτικών, είναι σοφό να συνειδητοποιήσουν όλοι ότι:
1) Το θέμα έχει πάρει πλέον τεράστιες διαστάσεις στην ελληνική κοινωνία και όλοι βρίσκονται με το χέρι στην σκανδάλη.
2) Ότι έχει ήδη κατατεθεί προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, από εκπροσώπους γονέων και της ΠΕΘ, κατά του πρόσφατα δημοσιευμένου νόμου της Πολιτείας που επιβάλλει την εφαρμογή των επαίσχυντων αλλαγών στο μάθημα των Θρησκευτικών.
3) Ότι ο λαός του Θεού έχει σκανδαλισθεί για την αργοπορία της Διοικούσας Εκκλησίας να αντιδράσει εγκαίρως και πριν να υπάρξει η θεσμοθέτηση της εφαρμογής με ΦΕΚ των νέων «ακατάλληλων και επικίνδυνων» Προγραμμάτων, διότι γνώριζε τα πάντα για αυτές τις αλλαγές και λεπτομερώς από το 2012, με επίσημο 27σέλιδο υπόμνημα (03-07-2012) ειδικού για το μάθημα των Θρησκευτικών Πανεπιστημιακού Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.
4) Ότι η Σύνοδος της Ιεραρχίας είναι ανάγκη να συνεχίσει, στην ίδια γραμμή, να ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας, διότι ο πιεσμένος για τόσα άλλα λαός μας, τον τελευταίο καιρό, δείχνει να εκφράζει πρωτοφανή απογοήτευση και αποδοκιμασία για εκείνους που τον διοικούν πολιτικά, εξαιτίας του γεγονότος ότι άλλα λένε και υπόσχονται και άλλα πράττουν. Η πνευματική διοίκησή του, που αποτελείται από τα μέλη της Ιεραρχίας, δεν πρέπει -και αυτή- να απογοητεύσει ή να σκανδαλίσει, κατά τον ίδιο τρόπο, τον ελληνικό λαό, διότι είναι βέβαιο ότι οι Ιεράρχες μας έχουν ήδη αφρουγκαστεί και έχουν πάρει μηνύματα και, επομένως, γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο λαός υιοθέτησε όλες τις αποφάσεις τις Ιεραρχίας (Μάρτιος και Οκτώβριος 2016), αλλά αναμένει ανήσυχος να δει και την πιστή και ακέραιη εφαρμογή τους.
5) Είναι φρόνιμο για ορισμένους να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι καιρός για μεθοδεύσεις και διπλωματικές συναλλαγές και ενέργειες, διότι το κινδυνευόμενον, το μάθημα των Θρησκευτικών, αφορά σε ένα από τα λίγα, αλλά ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΑ και ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ του λαού μας, που δεν είναι άλλο από την πίστη και την ταυτότητα, ό, τι έχει μείνει - ακόμη μέχρι τώρα- ακέραιο στην ψυχή του.
6) Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό κλίμα, επομένως, οι Αρχιερείς είναι σοφό και άγιο να αναλάβουν τις πνευματικές τους ευθύνες και να ενεργήσουν, μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης για ένα θέμα που φαίνεται σαφέστατα ότι ενδιαφέρει άμεσα τον ορθόδοξο λαό, ο οποίος, μάλιστα, έχει δείξει ήδη προς όλες τις κατευθύνσεις ότι υποχωρήσεις και συμβιβασμοί δεν χωράνε ούτε πρόκειται να τις δεχθεί.
7) Στο ερώτημα λοιπόν, του Αρχιεπισκόπου,«Τι θέλετε; Πόλεμο και αίμα;» οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες μας χρειάζεται να δώσουν ιστορική και ορθόδοξη εκκλησιαστική απάντηση, που να εκφράζει τον πιστό λαό των τοπικών τους Μητροπόλεων και η απάντηση αυτή είναι μόνον μία και μοναδική, εκείνη που έδινε διαχρονικά η Εκκλησία μας σε θέματα πίστεως, δηλαδή, «Κρείττων γάρ ἐπαινετός πόλεμος, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Β´, PG 35, 488C) καθώς, «Ἔστι σχισθῆναι καλῶς. Ἔστι γὰρ καὶ κακὴ ὁμόνοια, ἔστι καὶ καλή διαφωνία» (Ιερού Χρυσοστόμου, PG59, 314).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, το θέμα της ορθόδοξης διδασκαλίας των παιδιών μας στα σχολεία δεν είναι μόνον θέμα συνέπειας έναντι του Συντάγματος, των νόμων και της ισχύουσας νομολογίας, αλλά, προπαντός, θέμα οντολογικό που αφορά στη φυσιογνωμία και στην ιδιοπροσωπία αυτού του λαού και στην πνευματικής του διατήρηση και συνέχεια. Και σ’ αυτό το υπαρξιακό θέμα του λαού, σύσσωμη η πνευματική του ηγεσία οφείλει και αναμένουμε να συνεχίσει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του, υλοποιώντας με συνέπεια τις ήδη ληφθείσες αποφάσεις της και βρισκόμενη αταλάντευτα δίπλα του και όχι απέναντί του.
Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 18-11-2016