«…Ἐπιθυμῶ νά ἀνανεώσω τήν εὐχή, πού ἐξέφρασαν οἱ προκάτοχοί μου, δηλαδή νά διατηρηθεῖ ὁ διάλογος μέ ὅλους τούς ἐν Χριστῶ ἀδελφούς, γιά νά βροῦμε μιά μορφή ἄσκησης τῆς διακονίας τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, πού, σέ συνδυασμό μέ τήν ἀποστολή του, νά ἀνοιχτεῖ σέ μιά νέα κατάσταση καί νά μπορεῖ νά εἶναι, στήν παροῦσα κατάσταση, μιά διακονία ἀγάπης καί κοινωνίας ἀναγνωρισμένης ἀπό ὅλους (βλ. πάπας Ἰωάννη-Παῦλος Β΄, Ut unum sint, 95-96)».
Τά παραπάνω λόγια ἐξεφώνησε ὁ αἱρεσιάρχης «πάπας» Φραγκίσκος στήν ὁμιλία του πρό τοῦ Παναγίου Τάφου στίς 25-5-2014[1], κατά τήν συνάντησή του στά Ἱεροσόλυμα μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, μέ ἀφορμή τήν συμπλήρωση 50 χρόνων ἀπό τήν συνάντηση τοῦ αἱρεσιάρχου «πάπα» Παύλου ΣΤ΄ καί τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου, ἐνώπιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ. Θεοφίλου, τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς κ. Δημητρίου, τοῦ Σεβ. Μητρ. Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ καί τοῦ Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα.
Βεβαίως, ἡ ὁμιλία τοῦ ἐκλαμπροτάτου κ. Φραγκίσκου εἶναι κατάφορτη ἀπό οἰκουμενιστικές θέσεις, τίς ὁποῖες ἁπλῶς θά ἀναφέρουμε ἐπιγραμματικά, διότι θέλουμε νά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας στή νέα ὕπουλη καί ἰησουϊτική τακτική ἀναγνωρίσεως τοῦ πρωτείου τοῦ αἱρεσιάρχου «πάπα» ὡς δήθεν «πρωτείου» μέ ἀποστολή διακονίας.
Ὁ «πάπας» Φραγκίσκος στήν ὁμιλία του :
Α) Χρησιμοποιεῖ τήν οἰκουμενιστική θεωρία τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν». Ἀποκαλεῖ τούς ἐκεῖ παρισταμένους Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους «ἀδελφούς ἐπισκόπους», τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο «ἀγαπητό ἐν Χριστῶ ἀδελφό μου πατριάρχη Βαρθολομαῖο», τούς λαϊκούς «ἀγαπητούς ἀδελφούς καί ἀδελφές», καί τούς καλεῖ γιά προώθηση νέων ἀδελφικῶν σχέσεων. Τέλος, προτρέπει : «Ἅς μάθουμε ἀπ' αὐτόν τόν τόπο νά ζοῦμε τή ζωή μας, τίς δυσκολίες τῶν Ἐκκλησιῶν μας καί ὅλου τοῦ κόσμου μέσα στό φῶς τοῦ πρωινοῦ τοῦ Πάσχα».
Β) Ἀποκαλύπτει ὅτι ἔγινε συμπροσευχή. «Ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη χάρη νά βρισκόμαστε ἐδῶ συναγμένοι στήν προσευχή». «Ἐνῶ βρισκόμαστε ἐδῶ ὡς προσκυνητές σ' αὐτούς τούς ἁγίους τόπους, ἡ προσευχητική μας ἀνάμνηση πάει σέ ὅλη τήν περιοχή τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, πού δυστυχῶς τόσο συχνά σημαδεύεται ἀπό βία καί συγκρούσεις». «Σ' αὐτή τήν πορεία αἰσθανόμαστε νά μᾶς ὑποστηρίζει ἡ προσευχή…».
Γ) Προσπαθεῖ νά πείσει ὅτι ἡ Ἀνάσταση «εἶναι τό θεμέλιο τῆς πίστης, πού μᾶς ἑνώνει (Ὀρθοδόξους καί Παπικούς)», ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν μεγάλες διαφορές στόν τρόπο ἀντιλήψεως τοῦ δόγματος περί Ἀναστάσεως μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν.
Δ) Χρησιμοποιεῖ στήν ὁμιλία του ὄχι τό καθιερωμένο καί ἐπικυρωμένο ἀπό δύο Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Συνόδους, τήν Α΄ καί τήν Β΄, Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλά τό «Σύμβολο τῶν Ἀποστόλων», γεγονός τό ὁποῖο εἶναι δεῖγμα τοῦ πόσο σεβασμό τρέφει πρός αὐτό (τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, το ὁποῖο ἀτιμάζει μέ τήν προσθήκη τῆς φρικτῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque), καί τίς Ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους. Λέει συγκεκριμένα ὅτι ἡ Ἀνάσταση «εἶναι τό θεμέλιο τῆς πίστης, πού μᾶς ἑνώνει, χάρη στήν ὁποία ὀμολογοῦμε μαζί ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μονογενής Υἱός τοῦ Πατέρα καί μοναδικός μας Κύριος, «ἔπαθε ἐπί Ποντίου Πιλάτου, σταυρώθηκε, πέθανε καί ἐτάφη. Κατῆλθε στόν Ἅδη καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς» (Σύμβολο των Ἀποστόλων)».
Ε) Κάνει λόγο γιά τήν ἐγκυρότητα τοῦ λατινικοῦ βαπτίσματος, χρησιμοποιώντας τήν οἰκουμενιστική θεωρία τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι οἱ Λατίνοι δέν ἔχουν βάπτισμα, ἀλλά ράντισμα ἤ βάπτισμα δι' ἐπιχύσεως καί ὅτι τό βάπτισμά τους εἶναι μόλυσμα, ἄκυρο καί ἄδεκτο, διότι στούς αἱρετικούς δέν ὑπάρχει βάπτισμα καί διότι δέν τελοῦν τίς τρεῖς καταδύσεις καί ἀναδύσεις. Λέει ὁ «πάπας» : «Ὁ καθένας μας, καθένας πού βαπτίζεται στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πνευματικά ἀναστημένος ἀπ' αὐτόν ἐδῶ τόν τάφο, ἀφοῦ ὅλοι μας, μέ τό Βάπτισμα, ἐνσωματωθήκαμε πραγματικά στόν Πρωτότοκο ὅλης τῆς πλάσης, θαφτήκαμε μαζί Του, γιά νά ἀναστηθοῦμε μαζί του καί νά πορευτοῦμε σέ μιά νέα ζωή (βλ. Ρωμ 6,4)».
ΣΤ) Καλεῖ πρός ἑνότητα ἄνευ, ὅμως, τῆς κοινῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. «Ἅς μήν εἴμαστε κουφοί στό ἰσχυρό κάλεσμα στήν ἑνότητα, πού ἀντήχησε ἀκριβῶς σ' αὐτόν ἐδῶ τόν τόπο, στά λόγια Ἐκείνου πού, Ἀναστημένος, μᾶς ὀνομάζει ὅλους «ἀδέλφια μου» (βλ. Μτ 28,10. Ἰω 20,17)». «Κάθε φορά πού σκεπτόμαστε τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας ὅτι εἶναι ἡ κλήση στήν ἑνότητα, λάμπει τό φῶς τοῦ πρωινοῦ τοῦ Πάσχα»! «Καί ὅμως, πενήντα χρόνια ἀπό τόν ἀσπασμό ἐκείνων τῶν δύο σεβάσμιων Πατέρων, ἀναγνωρίζουμε μέ εὐγνωμοσύνη καί ἀνανεωμένη ἔκπληξη πώς στάθηκε δυνατόν, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά πραγματοποιήσουμε βήματα πραγματικά σημαντικά πρός τήν ἑνότητα».
Ζ) Ἀναφέρεται στίς διαιρέσεις μέ τήν τακτική τῆς ὑπεραπλούστευσης. «Σίγουρα, δέ μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε τίς διαιρέσεις, πού ὑπάρχουν ἀκόμα μεταξύ μας, τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ : αὐτός ὁ ἱερός τόπος μᾶς κάνει νά ἀντιλαμβανόμαστε μέ μεγαλύτερο πόνο αὐτό τό δράμα». «Ἀλλά, οἱ διαφορές δέν πρέπει νά μᾶς τρομάζουν καί νά παραλύουν τήν πορεία μας. Ὀφείλουμε νά πιστεύουμε ὅτι, ὅπως ἀνατράπηκε ἡ πέτρα του τάφου, μέ τον ἴδιο τρόπο μποροῦν νά ἀνατραποῦν ὅλα ἐκεῖνα τά ἐμπόδια, πού ἐμποδίζουν τήν πλήρη κοινωνία ἀνάμεσά μας. Θά εἶναι μιά χάρη ἀνάστασης, τήν ὁποία ἤδη σήμερα προγευόμαστε».
Η) Ἐπισημαίνει τόν τελικό σκοπό τῆς ἑνότητος, πού εἶναι τό κοινό ποτήριο, τό κοινό συλλείτουργο, ἡ μυστηριακή διακοινωνία (intercommunion), ἡ ὁποία ἀπό Ὀρθόδοξης ἐπόψεως εἶναι ἀδύνατη, διότι προϋποθέτει τήν προϋπάρχουσα κοινή Ὀρθόδοξη πίστη. «Ἔχουμε συνείδηση ὅτι ἀπομένει καί ἄλλος δρόμος νά διατρέξουμε, γιά νά φτάσουμε στήν πληρότητα τῆς κοινωνίας, πού θά ἐκφραστεῖ στή συμμετοχή στήν ἴδια Εὐχαριστιακή Τράπεζα, πού διακαῶς ἐπιθυμοῦμε». «Παναγιότατε ἀγαπητέ Ἀδελφέ, ὅλοι οἱ ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἅς βάλουμε κατά μέρος τίς ἐπιφυλάξεις, πού κληρονομήσαμε ἀπό τό παρελθόν καί ἅς ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στή δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀγάπης (βλ. Ρωμ 5,5), γιά νά πορευτοῦμε μαζί καί γρήγορα πρός τήν εὐλογημένη ἡμέρα πού θά βροῦμε τήν πλήρη μας κοινωνία».
Θ) Καλεῖ τούς Ὀρθοδόξους νά ζητήσουμε συγγνώμη ἀπό τούς Λατίνους γιά τίς ἁμαρτίες πού δῆθεν διεπράξαμε ἀπέναντί τους!!! Μᾶς θυμίζει τό ἐπαίσχυντο κείμενο τῆς 10ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ προτεσταντικοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» στό Πουσάν τῆς Ν. Κορέας (Νοέμβριος 2013), μέ τό ὁποῖο οἱ ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι οὔτε λίγο οὔτε πολύ μετενόησαν καί ζήτησαν συγγνώμη γιά τίς διαιρέσεις, πού προκάλεσαν οἱ Ὀρθόδοξοι στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ δέν ἀντέδρασαν στό κείμενο. «Κάθε φορά πού ζητοῦμε συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ γιά τίς ἁμαρτίες, πού διαπράξαμε ἀπέναντι στούς ἄλλους χριστιανούς, καί κάθε φορά πού χορηγοῦμε καί δεχόμαστε αὐτή τή συγγνώμη, κάνουμε ἐμπειρία τῆς ἀνάστασης!
Ι) Κάνει λόγο γιά οἰκουμενισμό πόνου καί αἵματος. «Ὅταν βρίσκονται χριστιανοί διαφορετικῶν ὁμολογιῶν νά ὑποφέρουν μαζί, οἱ μέν κοντά στούς δέ, καί νά προσφέρουν μέ ἀδελφική ἀγάπη οἱ μέν στούς δέ ἀδελφική βοήθεια, πραγματοποιεῖται ἕνας οἰκουμενισμός πόνου, ἕνας οἰκουμενισμός αἵματος, πού κατέχει μιά ἰδιαίτερη ἀποτελεσματικότητα ὄχι μόνο στούς τόπους ὅπου συμβαίνει, ἀλλά μέσω τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων, σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Αὐτοί πού ἀπό μίσος πρός τήν πίστη σκοτώνουν, καταδιώκουν τούς χριστιανούς, δέν τούς ρωτοῦν ἄν εἶναι ὀρθόδοξοι ἤ καθολικοί. Τούς ἀρκεῖ πού εἶναι χριστιανοί. Τό αἷμα τῶν χριστιανῶν εἶναι τό ἴδιο».
ΙΑ) Διαστρέφει τήν ὀρθόδοξη καί ἀληθή ἑρμηνεία τοῦ χωρίου ἀπό τό κατά Ἰωάννην ἅγιον Εὐαγγέλιον «ἵνα ὦσιν ἕν». «Σ' αὐτή τήν πορεία αἰσθανόμαστε νά μᾶς ὑποστηρίζει ἡ προσευχή, πού σ' αὐτή τήν πόλη, τήν παραμονή τοῦ πάθους, τοῦ θανάτου καί τῆς ἀνάστασής του, ὕψωσε γιά τούς μαθητές του πρός τόν Πατέρα, καί πού δέν θά πρέπει νά κουραζόμαστε νά κάνουμε δική μας μέ ταπεινότητα : «Νά εἶναι ἕνα… γιά νά πιστέψει ὁ κόσμος» (Ἰω 17,21)», καί
ΙΒ) Ἀναφέρεται στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν στιγμή πού οἱ Λατίνοι ἔχουν διαστρεβλώσει τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ προσώπου τῆς Κυρίας Θεοτόκου μέ τήν μαριολογία, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τίς νέες αἱρετικές θεωρίες περί τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως» καί τῆς «ἐνσωμάτου ἀναλήψεως» τῆς Θεοτόκου, μέ τίς ὁποῖες ἡ Παναγία πιστεύεται ὡς Θεά. «Κι ὅταν ἡ ἔλλειψη ἑνότητας μᾶς γεμίζει ἀπογοήτευση, ἅς πᾶμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν προστασία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὅταν στή χριστιανική ψυχή ὑπάρχουν πνευματικές καταιγίδες, μόνο κάτω ἀπό τήν προστασία τῆς Θεοτόκου βρίσκουμε εἰρήνη. Εἴθε Ἐκείνη νά μᾶς βοηθᾶ σ' αὐτή τήν πορεία».
Ἐπανερχόμενοι στό θέμα τοῦ πρωτείου μέ τή μάσκα καί τό προσωπεῖο τῆς διακονίας, θέλουμε νά τονίσουμε ὅτι ὁ ἔμφορτος οἰκουμενιστικῶν φρονημάτων (βλ. Κείμενο Ραβέννας, εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία κ.ἄ) Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας, δεξιός βραχίων τοῦ Παναγιωτάτου κ. Βαρθολομαίου, συμμετέχοντας καί φέτος ὡς ἐπικεφαλής τῆς πατριαρχικῆς ἀντιπροσωπείας, στήν παπικῆς προελεύσεως καί ἐφευρέσεως θρονική ἑορτή τῆς ἐκπεσούσης καί αἱρετικῆς Ρώμης στίς 29-6-2014 καί συμπροσευχόμενος μετά τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα, καταπατώντας ἔτι μίαν φοράν τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας, πού ἀπαγορεύουν τήν συμπροσευχή μετά τῶν κατεγνωσμένων καί πασιδήλων αἱρετικῶν Παπικῶν, ἀπευθυνόμενος πρός τόν αἱρεσιάρχην ποντίφηκα μεταξύ ἄλλων τόνισε καί τά ἑξῆς, πού ἔχουν σχέση μέ τό πρωτείο : «Ἁγιώτατε… γιά τό λόγο αὐτό συνεχίζουμε μέ πλήρη δέσμευση τῶν προσπαθειῶν μας γιά τήν προώθηση τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μας, ὁ ὁποῖος συνεχίζεται μέ πνεῦμα ἀγάπης, ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης καί σεβασμοῦ. Ἡ Μικτή Διεθνής Ἐπιτροπή τοῦ διαλόγου ἔχει προγραμματιστεῖ νά συνεδριάσει σέ ὁλομέλεια τόν ἑπόμενο Σεπτέμβριο νά συνεχίσει τή συζήτηση τοῦ θέματος τοῦ πρωτείου στήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἕνα δύσκολο θέμα, ἀλλά, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐλπίζουμε νά κάνουμε πρόοδο. Ὁ τρόπος, πού ἡ Ἁγιότητά σας κατανοεῖ καί ἐφαρμόζει τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπεροχῆς, προσφέρει ἔμπνευση καί ἐλπίδα στίς προσπάθειές μας γιά την ἐπίτευξη συμφωνίας σχετικά μέ αὐτό τό ἀκανθῶδες ζήτημα»[2].
Ἡ παραπάνω περί πρωτείου δήλωση τοῦ αἱρεσιάρχου «πάπα», ἀλλά καί ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ἐπιθυμίας, μαζί μέ τήν de facto ἐφαρμογή ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τῆς αἱρετικῆς βατικάνειας ἐκκλησιολογίας ἐκ μέρους τῶν οἰκουμενιστῶν, ἀποτελεῖ πανηγυρική καί πλήρη ἐπιβεβαίωση καί ἐπικύρωση τῶν διορατικῶν λόγων τοῦ προσφάτως κοιμηθέντος ἁγίου Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἀρχιμανδρίτου κυροῦ Γεωργίου Καψάνη, ὁ ὁποῖος, σχολιάζοντας τό ‘Κείμενο τῆς Ραβέννας’, προφητικῶς ἐξέφραζε τόν προβληματισμό του γιά τήν πορεία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, γιά τήν ὁποία προέβλεπε ὅτι, μέ τόν ἀνορθόδοξο τρόπο, πού διεξάγεται, θά ὁδηγοῦσε στήν ἀναγνώριση τοῦ αἱρεσιάρχου «πάπα» ὡς καθολικῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀποστολή διακονίας.
Κατωτέρω παραθέτουμε ἀπόσπασμα ἀπό κείμενο τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος μέ θέμα «Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα»[3], στό ὁποῖο ἐπισήμανε τά ἑξῆς :
«Στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ἀναπτύσσονται δύο σημαντικές πτυχές τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ συνοδικότης καί ἡ αὐθεντία. Συμφωνήθηκε (παράγρ. 40-41) ὅτι τό ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο τῆς συνοδικότητος καί τῆς αὐθεντίας βιώθηκαν ἀπό κοινοῦ ὀρθοδόξως κατά τήν πρώτη χιλιετία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας σέ Ἀνατολή καί Δύσι. Ὅμως, ὅσο καί ἄν θέλουμε νά θεωρήσουμε θετική τήν συμφωνία αὐτή, δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἐφησυχάσουμε ἡ διευκρίνησις τῆς ἰδίας παραγράφου : «Διαφωνοῦσι, παρά ταῦτα [Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί], ἐπί τῆς ἑρμηνείας τῶν ἱστορικῶν στοιχείων ἐκ τῆς περιόδου ταύτης, θεωροῦσαι τάς προνομίας τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὡς πρώτου ζήτημα ἤδη διαφοροτρόπως κατανοηθέν κατά τήν πρώτην χιλιετίαν» (παράγρ. 41). Μέ τήν διευκρίνησι αὐτή ἔχουν τεθῆ τά θεμέλια γιά μία ἀποδεκτή ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ἐπανερμηνεία τοῦ παπικοῦ Πρωτείου.
Ἀναμφιβόλως κατά τήν πρώτη χιλιετία ἡ συνοδικότης λειτουργοῦσε καί γι’ αὐτό δέν εἶχε ἀναπτυχθῆ αὐθεντία μέ τήν μορφή παγκοσμίου πρωτείου ἤ δικαιοδοσίας. Ἡ ἐκτροπή, ὅμως, στό παπικό Πρωτεῖο δέν ἔγινε σέ μία στιγμή χρόνου. Λόγῳ τοῦ παπικοῦ ἡγεμονισμοῦ ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, στήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐπί αἰῶνες ἐκυοφορεῖτο μία διαδικασία ὑποβαθμίσεως τῆς συνοδικότητος καί ἀναδύσεως τοῦ παπικοῦ Πρωτείου. Στήν διαδικασία αὐτή παραπέμπει εὐθέως καί σαφῶς ἡ ἀνωτέρω «διαφωνία» τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στήν Ραβέννα. Ἐνόσῳ, ὅμως, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν παραιτοῦνται ἀπό τήν παποκεντρική ἑρμηνεία τῶν θεσμῶν τῆς συνοδικότητος καί τῆς αὐθεντίας κατά τήν πρώτη χιλιετία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ‘‘συμφωνία’’ τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας» κλίνει ὑπέρ τῆς ἀναγνωρίσεως ἑνός παγκοσμίου πρωτείου στόν Πάπα. Μόνο ἐάν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δεχθοῦν νά ἑρμηνεύσουν τά ἱστορικά στοιχεῖα τῆς πρώτης χιλιετίας ὅπως καί οἱ Ὀρθόδοξοι, θά εἶναι βέβαιο ὅτι παραιτοῦνται τῶν παπικῶν νεωτερισμῶν τῆς δευτέρας χιλιετίας. Μόνο ὑπό τήν προϋπόθεσι αὐτή ἡ ἀνακοινωθεῖσα συζήτησις, κατά τίς ἑπόμενες συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, περί τῆς ἑρμηνείας τῆς συνοδικότητος καί τῆς αὐθεντίας κατά τήν δεύτερη χιλιετία, καί μάλιστα ἀπό τίς Α’ καί Β’ συνόδους τοῦ Βατικανοῦ, θά ἀποδώσῃ Ὀρθόδοξα συμπεράσματα, δηλαδή θά κλίνῃ πρός κατάργησι τοῦ παπικοῦ Πρωτείου. Ἄλλως, ἡ ἀναγνώρισις ἑνός παπικοῦ Πρωτείου δικαιοδοσίας (ἔστω καί ὑπό τήν μορφή ἑνός λειτουργήματος διακονίας) ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ βεβαία κατάληξις.
Γνωρίζοντες τήν στρατηγική τοῦ Βατικανοῦ θεωροῦμε ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν ἠμποροῦν νά ἀποβάλουν τόν παποκεντρισμό τους, τόν ἀρχαῖο καί τόν νεώτερο, διότι τόν ἔχουν ἐπισφραγίσει μέ τίς ἀποφάσεις δεκατριῶν «οἰκουμενικῶν» τους συνόδων. Θυμίζουμε τίς τελευταῖες διακηρύξεις τοῦ Πάπα Ἰωάννη Παύλου ΙΙ μέ τήν Ἐγκύκλιο Ut Unum Sint (1995)[4] : «Ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἔχει τήν πεποίθηση ὅτι διατήρησε τή διακονία τοῦ διαδόχου τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, πού ὁ Θεός ἵδρυσε ‘‘ὡς παντοτεινή καί ὁρατή ἀρχή καί θεμέλιο τῆς ἑνότητας’’» (παράγρ. 88). Καί, «Εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ἔχω στό σημεῖο αὐτό μιά ἰδιαίτερη εὐθύνη ... νά βρίσκω μιά μορφή ἄσκησης τοῦ πρωτείου, τό ὁποῖο, χωρίς ν’ ἀποποιηθῶ μέ κανένα τρόπο τήν οὐσία τῆς ἀποστολῆς του, ν’ ἀνοίγεται σέ μιά νέα κατάσταση» (παράγρ. 95). Γνωστή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ διακήρυξις τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἀπό τόν Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’ στό Φανάρι τό 2006.
Ἐπιπλέον, καί ἄν ἀκόμη συμβῇ σέ ἕνα εἰλικρινῆ διάλογο νά μή ἀκολουθηθῇ ἡ γραμμή τοῦ Βατικανοῦ, ἡ τακτική εἶναι νά ἀνατρέπωνται οἱ συμφωνίες τῶν θεολόγων, ὁσάκις δέν εἶναι σύμφωνες μέ τήν γραμμή τῆς κουρίας. Νά θυμίσουμε τήν ὑποχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων στό θέμα τῆς παρουσίας οὐνιτῶν στόν διάλογο, ἅμα τῇ ἐνάρξει του, παρά τίς πανορθόδοξες συνοδικές διαβεβαιώσεις γιά ἀνυποχώρητη στάσι στό θέμα αὐτό. Νά θυμίσουμε ἀκόμη τήν ἀνατροπή τῆς πορείας τοῦ διαλόγου περί τῆς οὐνίας καί τήν ἄτακτη ὑποχώρησί μας μέχρι τῆς ταπεινωτικῆς γραμμῆς τοῦ κειμένου τοῦ Balamand. Νά θυμίσουμε τέλος τήν σκαιά παπική παρέμβασι κατά τήν Θ’ Συνέλευσι τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στήν Βαλτιμόρη καί τό ναυάγιο τῶν κατά τῆς οὐνίας Ὀρθοδόξων προσδοκιῶν. Καί ἄς μή λησμονοῦμε τήν παπική Ὁδηγία τοῦ Ἰουλίου 2006. Φοβούμεθα, ὅσον ἀφορᾶ τήν συζήτησι περί Πρωτείου στίς ἑπόμενες συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, ὅτι ἡ γραμμή τοῦ Βατικανοῦ θά ἐπιβληθῇ μέ τήν ἀναγνώρισι στόν Πάπα τῆς Ρώμης ἑνός εἴδους παγκοσμίου πρωτείου, ἴσως ὑπό τήν δελεαστική μορφή (ἐν «ὑποχριστιανίζοντι κωδίῳ», κατά Μελέτιον Πηγᾶν), τῆς διακονίας τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ἀλλά πάντως ἀγνώστου καί ἀπαραδέκτου στήν ἀρχαία Ἐκκλησία. Τό φοβούμεθα, διότι ἤδη κάτι ἀρχίζει ἀμυδρά νά διαφαίνεται μέ τήν παράγρ. 41 τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας».
Εὐχή καί ἐλπίδα μας πάντως εἶναι νά ἀποβάλουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τήν παποκεντρική τους ἑρμηνεία ἐπί τῶν ἱστορικῶν στοιχείων τῆς πρώτης χιλιετίας, καθώς καί τό συνεπακόλουθο πρωτεῖο παγκοσμίου δικαιοδοσίας. Ἴσως ἔτσι, αἱρομένου τοῦ αἰτίου, πού εἶναι ἡ παπική ἡγεμονική διάθεσις, διορθωθοῦν καί οἱ δογματικές συνέπειες. Ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς συνδέει ὡς αἴτιο μέ αἰτιατό τό παπικό πρωτεῖο μέ τίς παπικές κακοδοξίες : «Τό ὀρθόδοξον δόγμα, μᾶλλον δέ τό παν-δόγμα περί τῆς Ἐκκλησίας, ἀπερρίφθη καί ἀντικατεστάθη διά τοῦ λατινικοῦ αἱρετικοῦ παν-δόγματος περί τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξ αὐτῆς δέ τῆς παναιρέσεως ἐγεννήθησαν καί γεννῶνται συνεχῶς ἄλλαι αἱρέσεις : τό Filioque, ἡ ἀποβολή τῆς Ἐπικλήσεως, τά ἄζυμα, ἡ εἰσαγωγή τῆς κτιστῆς χάριτος, τό καθαρτήριον πῦρ, τό θησαυροφυλάκιον τῶν περισσῶν ἔργων...»[5].
Μέ τήν εὐχή καί τήν προοπτική νά ἀποβάλουν οἱ Λατῖνοι τοῦ 15ου αἰῶνος τούς δογματικούς νεωτερισμούς τους ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἐφέσου πῆγε στήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ἀλλά προσέκρουσε στήν παπική ὑπεροψία τοῦ Εὐγενίου Δ’. Μέ τήν ἴδια εὐχή καί προοπτική, νά ἀποβάλουν δηλαδή οἱ Πάπαι καί οἱ θεολόγοι τους τόν παποκεντρισμό τους, ὁ ἱερός Δοσίθεος Ἱεροσολύμων εἶχε συγγράψει τήν Δωδεκάβιβλο ἤ Ἱστορία περί τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις πατριαρχευσάντων[6], ὅπως σημειώνει ὁ διάδοχός του στόν θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων καί ἐκδότης της, ὁ ἀοίδιμος Χρύσανθος : «Κἄν διά τῆς παρούσης βίβλου ὡς διά τῶν θεοκηρύκων Ἀποστόλων καί τῶν θεοφόρων Ἀνατολικῶν καί Δυτικῶν Πατέρων ἐλθόντες εἰς αἴσθησιν, καί παρακινούμενοι καί οἴκοθεν οἱ τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας Ἄρχοντες, τοῦτο αὐτό κατορθώσωσι, καί ἑνώσωσι τάς Ἐκκλησίας, θείῳ ζήλῳ κινούμενοι, καί παύσωσι τά σχίσματα καί τά σκάνδαλα τοῦ διαβόλου τά ὄργανα»[7]. Μάλιστα ὁ Χρύσανθος παρατηρεῖ μετ’ ἐλπίδος : «Εἰ δέ καί δέξεται διόρθωσιν ἡ δυτική Ἐκκλησία, καί ρίψει τούς νεωτερισμούς, καί ὅσα οὐκ εἶχεν ὅτε ἦν σύμφωνος τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, τότε καί ὁ Ρώμης βέβαια ἄδεται ὡς εἰκός εἰς πᾶσαν τήν ὑφ’ Ἥλιον ὡς πρῶτος τῇ τάξει τῶν Πατριαρχῶν, καί φημίζεται παρρησίᾳ παρά τῶν μεγίστων Ἐκκλησιῶν καί τῶν τῆς Οἰκουμένης Ἀρχιερέων πρῶτος ἐν ταῖς ἐκφωνήσεσι, καί ἐν τοῖς διπτύχοις ταχθήσεται ὡς ἦν καί ἀνέκαθεν πρό τοῦ σχίσματος, ἀλλά δή καί τά προνόμια καί πρεσβεῖα αὐτοῦ τά δίκαια καί τήν τιμήν ἡ τῶν Ἐκκλησιῶν ἕνωσις ἀνακαινίζει καί ἀποδίδωσιν αὐτῷ μετά μεγάλης χαρᾶς καί εὐχαριστήσεως»[8] . Ἀλλά, ὡς γνωστόν ἡ Α’ καί ἡ Β’ Σύνοδοι τοῦ Βατικανοῦ ἐδογμάτισαν ἕνα αὐστηρότερο παπικό θεσμό.
Ὁ θεολογικός διάλογος, ὅταν γίνεται μέ Ὀρθόδοξες ἐκ μέρους μας προϋποθέσεις, δέν εἶναι κακός. Θά μποροῦσε νά θεωρηθῇ ἡ ἰδική μας ἀνθρωπίνη συνεργία στό ἔργο τοῦ Θεοῦ νά ἐπανακάμψουν, ἄν εἶναι δυνατόν, οἱ ἑτερόδοξοι στήν πίστι καί τήν κοινωνία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Μεταξύ αὐτῶν τῶν προϋποθέσεων, σημαντική ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ ἀταλάντευτη ἐμμονή μας στήν συνοδικῶς κατοχυρωμένη στάσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ παπισμοῦ, τόσον ὡς φορέως σωρείας ἑτεροδιδασκαλιῶν, ὅσο καί ὡς φορέως τοῦ παποκεντρικοῦ ἡγεμονισμοῦ ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» δέν παρατηρεῖται ἡ σαφής καί ἀδιαμφισβήτητα πατερική καί συνοδική Ὀρθόδοξος στάσις. Λείπει τό πνεῦμα, μέ τό ὁποῖο διαπραγματεύθηκε τήν ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός στήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ὅταν προέβαλε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὡς βάσιν συζητήσεως τό ἀκαινοτόμητον τοῦ Συμβόλου καί τήν Ὀρθόδοξο ἑρμηνεία του. Λείπει τό ἐκκλησιολογικό φρόνημα τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐπί τουρκοκρατίας. Λείπει τό πνεῦμα τῆς εὐθύτητος, μέ τό ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως στό ἔργο του «Περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος». Κυριαρχεῖ ἀντίθετα μία ἀμφίλογη «ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας», στήν ὁποία ἡ κοινωνία δέν νοεῖται μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων κατά τήν πίστι τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ἑτεροδόξου «Ἐκκλησίας» τῆς Ρώμης. Σημειωτέον, μάλιστα, ὅτι δέν γίνεται λόγος γιά «ἐκκλησιαστική κοινωνία», ἀλλά γιά «ἐκκλησιακή κοινωνία» (ecclesial communion). Στήν ὡς ἄνω «ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας» ὑποβαθμίζεται ἡ σημασία, πού ἔχουν πρῶτον τό ἀκαινοτόμητον τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, τό ὁποῖο στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» μένει ἁπλῆ ἀναφορά, χωρίς τήν βαρύνουσα σημασία, πού ἔχει γιά τήν διάκρισι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἑτεροδοξοῦσα Ρώμη, καί δεύτερον ἡ ἐντολή τῶν ἱερῶν Κανόνων περί ἀκοινωνησίας μέ τούς αἱρετικούς στά Μυστήρια καί μάλιστα στήν Εὐχαριστία, ἐντολή ἡ ὁποία ἐντελῶς ἀποσιωπᾶται. Πάντως καί τά δύο αὐτά στοιχεῖα εἶναι θεμελιώδη στήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας.
Στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» διαφαίνεται ἡ τάσις νά ἀντιμετωπισθῇ τό ζήτημα τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ὡς «διακανονισμός» τῶν παπικῶν προνομίων καί ὄχι ὡς βαθύ θεολογικό πρόβλημα πού ἀφορᾶ αὐτό τοῦτο τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παραδοχή πρωτείου δικαιοδοσίας ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, δηλαδή τό νά εἶναι ἕνας ἐπίσκοπος κεφαλή καί ἀρχή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω ἐπιφορτισμένος μέ ἕνα ρόλο διακονίας, εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ὡς μοναδικῆς Κεφαλῆς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τό πρωτεῖο δικαιοδοσίας συνιστᾶ ἀνατροπή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὑπεράνω πάντων τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Σέ αὐτήν προεκάθητο μέν ἐν ἀγάπῃ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ὡς ἴσος τῶν συνεπισκόπων του, ἐν τῷ μέσῳ ὅμως τῶν ἐπισκόπων ἐτοποθετεῖτο τό ἱερό Εὐαγγέλιο ὡς σύμβολο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς μοναδικῆς Κεφαλῆς τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Τό μοναδικό προνόμιο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης (ὅταν σημειωτέον ἦταν Ὀρθόδοξος), πού εἶναι ἀποδεκτό ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, εἶναι ἡ ἐν συνόδοις πρωτοκαθεδρία (πρεσβεῖα τιμῆς) μεταξύ τῶν πέντε Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν καί ἡ συνεπείᾳ αὐτῆς μνημόνευσίς του πρώτου μεταξύ τῶν λοιπῶν πατριαρχῶν στά Δίπτυχα. Αὐτό βεβαιώνεται ἀπό τό γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ 28ου κανόνος τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τά λοιπά προνόμια τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καί ὁ ρόλος τους δέν εἶναι ἀποδεκτά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Χρειάζεται ἑπομένως πολλή προσοχή στήν νοηματοδότησι τῆς φράσεως, πού δεσπόζει στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» καί διατυμπανίσθηκε στήν Ἑσπερία ὡς δῆθεν ἀναγνώρισις γιά πρώτη φορά ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα[9]. Ἡ περίφημη φράσις λέγει : «οἱ πρῶτοι δέον ὅπως ἀναγνωρίζωσι τίς ἐστιν ὁ πρῶτος μεταξύ αὐτῶν» (παράγρ. 10). Ἡ ἀμφιλογία τῆς ἐκφράσεως εἶναι προφανής. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε ἀνεγνώριζε πρωτοκαθεδρία στόν ἐπίσκοπο Ρώμης, ἐνόσῳ βεβαίως αὐτός ὀρθοδοξοῦσε, οὐδέποτε ὅμως μέχρι σήμερα ἀποδέχθηκε κάποιο πρωτεῖο ἤ αὐθεντία του ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, πολλῷ μᾶλλον ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐπιμένει στά αἱρετικά της δόγματα.
Κατά τίς ἑπόμενες συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἀναμένεται νά συζητηθῇ ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καί τό εἶδος τοῦ πρωτείου του στήν «κοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν»! Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅμως, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδεχθοῦμε μία παποκεντρική ἐπανερμηνεία τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐξ αἰτίας τῆς παποκεντρικῆς ἑρμηνείας τοῦ πρωτείου, ὁ Πάπας περιεβλήθη ἐντελῶς ἀπαράδεκτα προνόμια, χωρίς τήν συγκατάθεσι τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἀρχαίας πενταρχίας καί μᾶλλον εἰς ἀνατροπήν τῆς κανονικῆς (συνοδικῶς βεβαιωμένης) τάξεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ὡρισμένα ἀπό αὐτά, τά ὁποῖα διεξοδικῶς, μέ πολλή δύναμι λόγου καί μέ ἱκανή θεολογική κατοχύρωσι ἔχουν ἐλεγχθῆ ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς (ἐμεῖς παραπέμπουμε ἐνδεικτικῶς στους ἀοιδίμους πατριάρχας Δοσίθεο Ἱεροσολύμων καί Μελέτιο Ἀλεξανδρείας τόν Πηγᾶ), εἶναι τά ἀκόλουθα :
1. Τό πρωτεῖον ἐξουσίας, ἐπειδή δῆθεν ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἦταν ἡ κεφαλή τοῦ κολλεγίου τῶν Ἀποστόλων καί εἶχε ἐπ’ αὐτῶν πρωτεῖον ἐξουσίας[10].
2. Τό Ἀλάθητον τοῦ Πάπα[11].
3. Τό νά εἶναι ὁ Πάπας ὑπεράνω τῶν συνόδων[12].
4. Τό νά ὑπερέχῃ ὁ Ρώμης τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν[13].
5. Τό νά εἶναι ὁ θρόνος τῆς Ρώμης κριτής πάντων καί νά μή ὑπόκειται εἰς τήν κρίσιν οὐδενός[14].
6. Τό νά ἔχῃ ὁ θρόνος τῆς Ρώμης τό ἔκκλητον ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας[15].
7. Τό νά θεωρῆται ὁ Πάπας ἐπίσκοπος τῆς Καθολικῆς (δηλ. τῆς ἀνά τήν οἰκουμένην) Ἐκκλησίας[16]. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ Πάπας μέχρι σήμερα ὑπογράφει (αὐτός μόνος!) : Ἐπίσκοπος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
8. Τό νά εἶναι ὁ Πάπας ἡ καθολική κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀποστολή διακονίας. Αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο, στό ὁποῖο ἐπενδύει ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά καί σήμερα, ἄν θυμηθοῦμε τήν περίφημη ἔκφρασι ὅτι ὁ Πάπας εἶναι «δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ»! Τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ὁμιλεῖ γιά πρωτεῖο διακονίας τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης καί γι’ αὐτό χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Ὁ προσφάτως καταταγείς στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἱερώτατος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, γράφει μεταξύ ἄλλων ἐπ’ αὐτοῦ : «Ἀλλά, λέγουν, πρέπει κάποιος ἀπό τούς ἐπισκόπους καί μεταξύ τῶν ἐπισκόπων νά ὑπερέχῃ. Μάλιστα αὐτόν τόν ὀνομάζουν διακονική κεφαλή ... Ἀλλά ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπισκόπων μόνον ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ κεφαλή ... Αὐτοί [σ.σ. οἱ Λατῖνοι] παραχωροῦν στήν διακονική αὐτή κεφαλή ἀπεριόριστη ἐξουσία καί ἐπί τῆς πίστεως καί ἐπί τῆς Ἐκκλησίας ... Ἐνῶ δείχνουν ἕνα προσωπεῖο διακονικῆς κεφαλῆς, συμπεριφέρονται μέ μία τυραννία πιό αὐταρχική ἀπό κάθε αὐταρχική ἐξουσία»[17].
Ἀπό τά ἀνωτέρω γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ συμφωνία τῆς Ραβέννας περί συνοδικότητος καί αὐθεντίας δέν πληροῖ τά Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά κριτήρια, ὥστε νά ἀποτελέσῃ ἀσφαλῆ βάσιν περαιτέρω συζητήσεως περί τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ἐν τούτοις, ἄν ἀκολουθήσῃ συζήτησις περί τοῦ πῶς ἑρμηνεύθηκε τό παπικό Πρωτεῖο κατά τήν δευτέρα χιλιετία καί ἀπό τίς Α’ καί Β’ Βατικάνειες Συνόδους, αὐτή ὀφείλει νά γίνῃ ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων μέ γνώμονα τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί ὄχι τήν συμβιβαστική νοοτροπία τῶν καιρῶν ἤ τήν ἡγεμονική διάθεσι τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ ἀναγνώρισις κάποιου ἀπό τά ἀνωτέρω ‘‘προνόμια’’ τοῦ Πάπα ἤ ἡ συμφωνία σέ κάποιο παρόμοιο, πού ἀντίκειται στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία, ἀναμφίβολα σημαίνει οὐνιτική ἕνωσι, μέ τήν ὁποία δέν θά συμφωνήσουμε. Καί τοῦτο ἐπειδή ὀφείλουμε νά διαφυλάξουμε τόν ἑαυτό μας καί τόν Ὀρθόδοξο λαό ἀπό ἕνα σύγχρονης μορφῆς ἐξουνιτισμό, πού πέραν τῶν ἄλλων συνεπειῶν εἶναι διακινδύνευσις τῆς αἰωνίου σωτηρίας μας. Καί ἐπειδή ὀφείλουμε παραλλήλως νά βοηθήσουμε, ἄν εἶναι δυνατόν, καί τούς «ἄρχοντας τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας, νά ἔλθωσιν εἰς αἴσθησιν», ὅπως ἔλεγε ὁ ἀοίδιμος πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος, καί νά ἀποβάλουν τόν παπισμό τους ἐπί σωτηρίᾳ τῶν ἰδίων καί τοῦ λαοῦ των, ὁ ὁποῖος ἀγνοεῖ τήν Ὀρθοδοξία».
π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος, ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ν. Καλλιπόλεως Πειραιῶς
…………………………………….
[1]Ἐφημερίδα Καθολική (16-6-2014) 4, http://christianity-together.edu.gr/portal/2014/05/30/η-ομιλία-του-πάπα-φραγκίσκου-στον-πανά/
[2] http://www.agioritikovima.gr/batikano/item/36394-περγάμου-προς-πάπα-ο-τρόπος-που-η-αγιότητά-σας-εφαρμόζει-την-εκκλησιαστική-υπεροχή-προσφέρει-ελπίδα-για-την-επίτευξη-συμφωνίας
[3] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, Ἅγιον Ὄρος, 30 Δεκεμβρίου 2007, Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 90-99, http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html.
[4] ΠΑΠΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΥΛΟΣ ΙΙ, Ἐγκύκλιος Ἐπιστολή ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΕΝ ΩΣΙΝ (UT UNUM SINT) γιά τό οἰκουμενικό καθῆκον, ἔκδ. Βατικανοῦ, σσ. 106, 114.
[5] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1974, σ. 224.
[6] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, ἔκδ. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1982.
[7] Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 14.
[8] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 13, 14.
[9] Βλ. π.χ. τήν ἀμφίλογη διατύπωσι : «Ἡ σημαντική ἐξέλιξις [στήν Ραβέννα] εἶναι ὅτι γιά πρώτη φορά οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶπαν : ναί, αὐτό τό παγκόσμιο ἐπίπεδο τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει, καί ἐπίσης ὅτι στό παγκόσμιο ἐπίπεδο ὑπάρχει συνοδικότης καί αὐθεντία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἐπίσης ἕνα Πρωτεῖο. Σύμφωνα μέ τήν πρακτική τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος εἶναι ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης» (Βάλτερ Κάσπερ, VIS 15/11/2007). Βλ. ἐπίσης The Times, 16/11/2007.
[10] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 65-66, 72.
[11] Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 519.
[12] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 279, 343 , 132-133.
[13] Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 301.
[14] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 188-190, 191, 346.
[15] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 338, 343.
[16] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 149-150.
[17] ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΠΗΓΑΣ, «Κατά τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα», ἐν ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος Χαρᾶς, ἔκδ. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1985, σσ. 493-497 (ἡ μετάφρασις ἰδική μας).