Αὐτό ἐπαναλαμβάνεται, βεβαίως, κάθε χρόνο. Φέτος, ὅμως, θέλησα, νά κάνω κοινωνούς καί ἐσᾶς, γιατί, νομίζω πώς πρέπει νά σᾶς ἐνδιαφέρη ἡ ἐξιστόρησή μου.
Ἦταν κάποιο βράδυ τοῦ 1984, μετά τίς 10, ὅταν χτύπησε τό τηλέφωνο τοῦ σπιτιοῦ μου καί στήν ἄλλη γραμμή ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου (ἀπό τό σπίτι του, Μακεδονίας 24), ὁ ὁποῖος, πρίν ἀπό ὁποιονδήποτε χαιρετισμό, μέ ρώτησε:
–«Πῶς μεταφράζεις τόν στίχο 1 Κορινθ. 7, 5 «Μή ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μή τί ἄν ἐκ συμφώνου πρός καιρόν, ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καί τῇ προσευχῇ καί πάλιν ἐπί τό αὐτό συνέρχησθε, ἵνα μή πειράζη ὑμᾶς ὁ σατανᾶς διά τήν ἀκρασίαν ὑμῶν»;
Δέν παραξενεύθηκα πού μέ ρώτησε ἔτσι αἰφνιδιαστικά, γιατί μέ εἶχε συνηθίσει σέ αὐτόν τόν εὐγενικό καί γεμάτον ἀγάπη τρόπο του, νά μέ διδάσκη καί νά μέ καθιστᾶ κοινωνό τῶν γνώσεων καί τῶν γραφομένων του, ἐκφραζόμενος καί μιλῶντας μου σάν νά εἴμαστε ‘’ἴσια καί ὅμοια’’. Μοῦ ἔκανε, ὅμως, ἐντύπωση ἡ συγκεκριμένη ἐρώτησή του, γιατί πρίν ἀπό λίγες μέρες εἶχα διαβάσει μία μικρή μελέτη γιά τόν 5ο στίχο τοῦ ἑβδόμου κεφαλαίου τῆς Α´ Πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, γραμμένη ἀπό ἕνα καλό καί γνωστό μου κληρικό, ὁ ὁποῖος, ὅμως, εἶχε ἐντελῶς παρερμηνεύσει τό νόημα αὐτοῦ τοῦ στίχου.
Ἡ ἀπάντησή μου ἦταν, λοιπόν, ἄμεση:
– «Δέν εἶναι αὐτονόητη, π. Ἐπιφάνιε, ἡ ἑρμηνεία;».
– «Ναί (ἐπέμεινε), ὅμως, ἡ λέξη ἀκρασία τί σου λέει; Τί σημαίνει γιά σένα;».
– «Ἀκρασία δέν σημαίνει ἀκράτεια; Τί ἄλλο νά σημαίνη;», ἀπάντησα.
– «Αὐτό σημαίνει καί γιά μένα», συνέχισε, «ἀλλά ἀπόψε ἄκουσα πώς διαδίδεται μιά ἐκδοχή, πού ἑρμηνεύει τή λέξη ‘’ἀκρασία’’ …ἔλλειψη συζυγικῶν σχέσεων! Ἀκουσον, ἄκουσον! Πῶς εἶναι δυνατόν νά σημαίνη αὐτό, ἀφοῦ ἄν πείραζε ὁ σατανᾶς τούς ἀνθρώπους ἐξ αἰτίας του ὅτι δέν ἔχουν συζυγικές σχέσεις, τότε ἔπρεπε νά πειράζη συνεχῶς καί ἀδιαλλείπτως τούς μοναχούς, ἀφοῦ οἱ μοναχοί οὐδέποτε ἔχουν σαρκικές σχέσεις»! Καί συνέχισε: – «Πῶς δίδονται τόσο αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες στήν Ἁγία Γραφή καί υἱοθετοῦνται καί ἀπό ἀκαδημαϊκούς θεολόγους;». Αὐτό τό τελευταῖο τό εἶπε γιατί καί ὁ κληρικός πού συνέταξε τή μελέτη εἶχε ἀκολουθήσει ἀκαδημαϊκή πορεία καί μετέπειτα ἔγινε καί καθηγητής, ἀλλά καί γιατί ἡ μελέτη εἶχε δημοσιευθεῖ στό ἐπιστημονικό «Δελτίο Βιβλικῶν Μελετῶν» (Νέα Σειρά, 1979). Δυστυχῶς, τή λανθασμένη αὐτή ἑρμηνεία υἱοθέτησε ἀργότερα, τό 1992, καί ἄλλος –σεβαστός καί ἀγαπητός μου– πανεπιστημιακός καθηγητής, σέ μελέτη του γιά τή «Θεολογία καί ἐμπειρία τοῦ Γάμου».
Δέν εἶμαι σίγουρος ἄν κατά τή συνομιλία μας μέ τόν π. Ἐπιφάνιο μιλήσαμε γιά τη συγκεκριμένη μελέτη τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ κληρικοῦ, γιατί στό νοῦ μου κυριάρχησε ἡ τόσο πηγαία καί θεολογική διερώτησή του. Προφανῶς, ὅμως, αὐτή τή μελέτη πρέπει νά εἶχε ὑπόψη του, ὅταν μοῦ τηλεφώνησε, ἀφοῦ μόνο αὐτή ἡ μελέτη περιεῖχε τότε αὐτή τή συγκεκριμένη ἑρμηνεία.
Μετά τό τηλεφώνημα
Τό τηλεφώνημα τοῦ π. Ἐπιφανίου μοῦ ἔδωσε τό ἔναυσμα νά ἀρχίσω, ἀπό τήν ἄλλη κι ὅλας ἡμέρα, νά ψάχνω τή λέξη «ἀκρασία» σέ ὁποιοδήποτε λειτουργικό ἤ θεολογικό κείμενο ἐδιάβαζα καί, ἰδιαιτέρως στό «Τριώδιον», πού εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἀφυπνιστικό καί διεγερτικό τῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων Λατρευτικό βιβλίο. Πρόθεσή μου ἦταν νά συμβάλλω, μέ τίς ὅποιες δυνατότητές μου, στήν ἀποκατάσταση τοῦ νοήματος τοῦ κειμένου τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, τό ὁποῖο, παραποιοῦσε ἡ μελέτη «Ἡ σημασία τῆς λέξεως ἀκρασία ἐν 1 Κορ. 7, 5».
Αἰσθανόμουν καί αἰσθάνομαι –σήμερα ἀκόμη περισσότερο– ὅτι ἡ ἀποκατάσταση αὐτή δέν εἶναι μία σχολαστική καί φιλόδοξη ἀπόπειρα κάποιου πού θέλει νά παραστήση τόν πιό θεολογικά κατηρτισμένο ἀπό τούς δύο καθηγητάς, καί νά μειώση στούς ἀναγνῶστες τήν εὐσέβεια καί πνευματικότητά τους, ἀλλά εἶναι μία ἀδελφική συμπαράσταση καί πρός τούς δύο αὐτούς ἐξαιρετικούς ἐπιστήμονες καί ἀνθρώπους, ἀλλά καί πρός τούς πιστούς τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί τό θέμα δέν εἶναι ἐγκυκλοπαιδικά θεολογικό ἀλλά ἔχει ἄμεση σχέση καί ἐπιπτώσεις στό ἦθος τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι Ὁδός Ζωῆς, ἐπιγείου καί αἰωνίου καί ἡ παραμικρή παραχάραξή της, ἔχει ἄμεσες ἐπιπτώσεις στή διαπαιδαγώγηση τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ὡστόσο ἡ σκέψη ὅτι μπορεῖ νά ὑποκρύπτεται στήν ἀγαθή πρόθεσή μου μία –ἀμυδρή ἔστω– διάθεση αὐτοπροβολῆς, μέ ἔκαμε νά ἀναβάλλω αὐτό τό δημοσίευμα ἐπί 30 χρόνια. Τώρα, ὅμως, βλέποντας ὅτι τείνει νά λάβη διαστάσεις μία ἐνορχηστρωμένη προσπάθεια θεολόγων νά κωδικοποιήσουν ὁλόκληρη τήν Ἁγιοπατερική Θεολογία, ἀντικαθιστῶντας την οὐσιαστικά μέ ἑρμηνεῖες καί ἐκδοχές «ἐντάλματα ἀνθρώπων», δέν ἔχω δικαίωμα νά ἀδιαφορήσω καί νά ἀποκρύψω τήν ἑρμηνεία ἑνός συγχρόνου μέν, ἀλλά γνησίου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ π. Ἐπιφανίου.
Ἐρευνώντας τό θέμα
Ἐρευνῶντας, λοιπόν, τό θέμα διεπίστωσα ὅτι ἡ λέξη «ἀκρασία» μέ τή σημασία τῆς ἀποχῆς τῶν συζύγων ἀπό τήν μεταξύ τους σαρκική σχέση, ὄχι μόνο δέν ἀπαντᾶται σέ κανένα κείμενο Ἁγιοπατερικό ἤ Ὑμνολογικό, ἀλλά οὔτε σέ κείμενο τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γραμματείας. Τουλάχιστον σέ μένα στάθηκε ἀδύνατον νά συναντήσω αὐτή τή λέξη μέ τό νόημα αὐτό.
Ἀντιθέτως, ἡ λέξη «ἀκρασία» μέ τήν ἔννοια τῆς «ἀκράτειας» ἀπαντᾶται πλειστάκις καί στήν Ἀρχαία ἀλλά, κυρίως, στή Θεολογική Γραμματεία, ἀπό τήν ὁποία καί θά ἀντλήσουμε, μέσω τοῦ Λειτουργικοῦ βιβλίου τῆς περιόδου, πού διανύουμε, δηλαδή τό «Τριώδιον», κάποια δείγματα, δεδομένου ὅτι ἡ Ὕμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ κατ´ ἐξοχήν ἑρμηνεία ἀλλά καί ὁ ὑπομνηματισμός τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως ἔχει γράψει ὁ σοφός καί θεοδίδακτος π. Ἐπιφάνιος Θεοδωροπουλος.
Παραθέτουμε ἀπό τό «Τριώδιον»:
«Νεκρώσεως τούς χιτώνας δεξάμενος προπετείᾳ της ἀκρασίας, ἐνεδύθην ὁ ταλαίπωρος….».
«Σκεδάσαντες ἀκρασίας τόν ζόφον Ἀπόστολοι, ταῖς τῶν διδαχῶν ὑμῶν μαρμαρυγαῖς, ἐκλαμπρύνατε ἐγκρατείᾳ ἅπαντας ἁμαρτωλούς καί δικαίους ὡς πανεύφημοι».
«Ὤ τοῦ Σταυροῦ σου τή δυνάμει! Οὗτος ἐξήνθησε τῇ Ἐκκλησίᾳ τήν ἐγκράτειαν, τήν ἐν Ἐδέμ ποτέ Ἀδάμ ἀκρασίαν πρόριζον ἐκτίλουσαν· θάνατον μέν ἐκείνη ἐπεισήγαγε τοῖς βροτοῖς, ἀλλ’ οὗτος ἀφθάρτως ἐκβλύζει, τήν ἀθανασίαν τῷ κόσμῳ…».
«Νήστευσον ψυχή ἀκρασίαν βρώσεως, τρύφησον καλῶν θεωρίαις, ἵνα τῆς ἄνω τραπέζης τύχης».
«Ἡ παθοκτόνος Νηστεία παροῦσα, τούς κακωθέντας ὑπό τῆς ἁμαρτίας ἰατρεύειν ἐπαγγέλεται· ἦν ὡς θεόσδοτον βοηθόν τιμήσωμεν, τάς θεογράφους πλάκας διά Μωϋσέως δεξάμενοι· μή προκρίνωμεν τήν συντρίψασαν αὐτάς ἀκρασιαν· μή γενώμεθα μέτοχοι ὧν τά κῶλα ἔπεσον ἐν τῇ ἐρήμῳ…».
«Ἀποδυσάμενοι τό δυσαχθές χιτώνιον τῆς ἀκρασίας τήν φαιδράν τῆς ἐγκρατείας ἐνδυσώμεθα στολήν καί λαμπροί γεγονότες, τήν λαμπράν τοῦ Λυτρωτοῦ φθάσωμεν Ἔγερσιν».
«Ζέσει πίστεως δι’ ἐγκρατείας, πάθη φλέξωμεν τῆς ἀκρασίας καί τόν κρυμόν τῆς ἁμαρτίας ἐκφύγωμεν καί τῶν δακρύων κρουνούς κατασβέσωμεν…».
«Τῆς ἀκρασίας τόν κρυμόν διεκφυγόντες, θαλφθῶμεν πάντες, τῆς ἐγκρατείας φωτί καί Θείῳ Πνευματι».
«Βρῶμα τήν ἀγάπην ποιούμενοι, ἐγκρατείᾳ τῶν παθῶν κατακρατήσωμεν πιστοί…».
«Ξύλου γευσάμενος Ἀδάμ μή προσηκόντως, τῆς ἀκρασίας τούς καρπούς πικρῶς ἐτρύγησεν… Διό σοι ἀναβοῶμεν· δίδου ἡμῖν ἐγκρατεύεσθαι, Δέσποτα, ἀπό καρποῦ φθοροποιοῦ…».
«Ἐδώμ ὁ Ἡσαῦ ἐκλήθη δι’ ἄκραν θηλυμανίας ἐπιμιξίαν· ἀκρασία γάρ ἀεί πυρούμενος καί ταίς ἡδοναῖς κατασπιλούμενος, Ἐδώμ ὠνομάσθη, ὅ λέγεται θερμασία, ψυχῆς φιλαμαρτήμονος».
«Τοῦ Ἰορδάνου τό ρεῖθρον πρότερον τῇ μηλωτῇ Ἠλιοῦ δι’ Ἐλισσαιέ, ἔστη ἔνθα καί ἔνθα· αὐτή δέ, ὦ ψυχή μου, ταύτης οὐ μετέσχες τῆς χάριτος δι’ ἀκρασίαν».
Ἡ ἐξήγηση, λοιπόν, τῆς λέξεως «ἀκρασία», στόν συγκεκριμένο ἁγιογραφικό στίχο , ἀπό τόν π. Ἐπιφάνιο, ἐναρμονίζεται μέ τήν Ἁγία Γραφή καί —ὅπως εἴδαμε —καί μέ τήν Ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας γι’ αὐτό καί ἀποκαλύπτει στά ἀνδρόγυνα τόν ἐπί τοῦ προκειμένου «νοῦν» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δηλαδή τόν «νοῦν τοῦ Χριστοῦ».
Ἐξηγεῖ, δηλαδή, σέ μᾶς τούς ἐγγάμους, ὅτι ἡ ἐπί τι διάστημα ἀποχή μας ἀπό τίς σαρκικές σχέσεις δέν εἶναι ἡ αἰτία τῆς σαρκικῆς μας πυρώσεως, ἀλλά αἰτία εἶναι ἡ ἀκράτειά μας, ἕνεκα τῆς ὁποίας προτιμοῦμε νά χαλαρώσουμε τόν σύνδεσμο τῆς μεταξύ μας ἀγάπης, πολλές δέ φορές καί νά τόν διαρρήξουμε ἐντελῶς, ὁδηγούμενοι ἀκόμη καί στή μοιχεία. Ἤ, μᾶλλον, γιά νά μιλήσουμε πιό εἰλικρινά, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἀκράτειά μας φανερώνει ὅτι ὁ γάμος μας ἀπέχει πάρα πολύ ἀπό τήν ἐπιδίωξη τῆς ἀποκλειστικῆς ἀγάπης, πού εἶναι καί ὁ μόνος αἰσθητός ὁδηγός (γιά τούς ἐγγάμους) γιά τή γνώση καί βίωση τῆς ἀποκλειστικῆς σχέσεώς μας μέ τόν Θεό. Ἄς θυμηθοῦμε τά λόγια τῆς Α´ Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου (Α´ 4, 20 ). Τό ὅτι ὁ σατανᾶς ἐκμεταλλεύεται τήν πύρωσή μας γιά νά μᾶς πειράζη, ὑποδαυλίζοντάς την, εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀκράτειάς μας, ἡ ὁποία, μέ τή σειρά της ὀφείλεται, στή ραθυμία καί δυσκινησία τῆς θελήσεώς μας πρός ὅ,τι ὁρίζει ὁ Θεός γιά νά τοῦ μοιάσουμε.
Ἡ ἑρμηνευτική τοῦ π. Ἐπιφανίου μᾶς ἀναπαύει, ἐπίσης, γιατί ἀποκαθιστᾶ τόν γάμο στή θέση πού ἔχει ὡς μυστήριο αἰώνιας καί ὄχι προσωρινῆς ἀγάπης καί γι’ αὐτό θά ἔπρεπε, ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἔγγαμοι, νά ἀποδοκιμάζαμε ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐκδοχή πού δέν δίνει προτεραιότητα στήν καρδιακή σχέση ἀλλά στή χρησιμοθηρική μεταχείριση τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλον!
Τό νά ἐπικαλοῦνται οἱ ἀντιφρονοῦντες τόν ἅγιο Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος, ἀποτυπώνοντας τή συνήθη πραγματικότητα στή σχέση τῶν περισσοτέρων ζευγαριῶν, λέγει ὅτι ἡ ἐγκράτεια τοῦ ἑνός χωρίς τή συμφωνία τοῦ ἄλλου μπορεῖ νά ὁδηγήση στή μοιχεία δέν εἶναι ἐπιχείρημα γιά νά «κωδικοποιήσουμε» τή λέξη «ἀκρασία», βαπτίζοντάς την «ἔλλειψη συζυγικῶν σχέσεων», ἀλλά προσφέρεται γιά νά ἐπιβεβαιώσουμε αὐτά πού ἀναπτύξαμε ἤδη. Ὅτι, δηλαδή, καί ἡ σαρκική ἀποχή τοῦ ἑνός (ἔστω καί ἀπό εὐσέβεια), χωρίς ἐνδιαφέρον γιά τή διάθεση καί τίς ψυχοσωματικές ἀνάγκες τοῦ ἄλλου, ἀλλά καί ἡ στροφή τοῦ στερουμένου σχέσεων πρός τή μοιχεία, εἶναι ἀπόδειξη ὅτι καί οἱ δύο ἀπέχουν πολύ ὄχι μόνο ἀπό τήν ἀγάπη ἀλλά καί ἀπό τό νά εἶναι ψυχικά ἐρωτευμένοι.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τόν ὁποῖον κακῶς ἐπικαλοῦνται ὅσοι δέν συμφωνοῦν μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ π. Ἐπιφανίου, λέγει σαφῶς καί κατηγορηματικῶς ὅτι ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος κατηγορεῖ ὡς ἀκρατεῖς ἐκείνους πού πειράζονται ἀπό τόν σατανά λόγω τῆς ἀποχῆς ἀπό τίς συζυγικές σχέσεις: «Ἐπειδή γάρ σφόδρα αὐτῶν κατηγόρησεν εἰπών, ‘’διά τήν ἀκρασίαν ὑμῶν», πάλιν αὐτούς παρεμυθήσατο εἰπών, «ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ» οὐ τοῦτο δηλῶν, ὅτι τῆς ἡμετέρας σπουδῆς οὐ δεῖται τό κατόρθωμα, ἀλλ’ ὅπερ ἔφθην εἰπών, παραμυθούμενος αὐτούς»! (Εἰς Α´ Κορινθ. Ὁμιλία 19). Ἐάν ἑρμήνευε ο ἅγιος Χρυσόστομος την ἀκρασία ὡς αμιξία, ὡς ἀποχή ἀπό τίς συζυγικές σχέσεις δέν θά κατηγοροῦσε, ἀλλά θά συμβούλευε, θά συνιστοῦσε.
Συμπέρασμα
Τό συμπέρασμα εἶναι ἀβίαστο καί ἐντελῶς ἀσύμφωνο μέ ἐκείνους πού ἐπιδιώκουν μέ σοφίσματα νά κάνουν τήν πνευματική ζωή τῶν ἀνθρώπων πιό εὔκολη, σάν νά ἦσαν ἀνίκανοι οἱ θεοφόροι Πατέρες μας νά ἁπλοποιήσουν τίς δυσκολίες τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς!
Ἄν ὑπῆρχε δυνατότητα νά μᾶς δοθοῦν κάποιες ἄλλες διευκολύνσεις στόν πνευματικό μας ἀγῶνα —πέραν ἀπό τίς θεόθεν παραδεδομένες— πού δέν θά παρέβλαπταν τήν ψυχική μας θεραπεία καί τήν ἐπισκίαση τῆς Θείας Χάριτος, νά εἴμαστε βέβαιοι πώς αὐτές τίς διευκολύνσεις θά μᾶς τίς εἶχαν ἤδη διδάξει οἱ κατ’ ἐξοχήν φιλάνθρωποι «Θεοκήρυκες Ἀπόστολοι καί ὁ τῶν Θείων Πατέρων Σύλλογος» καί δέν θά περίμεναν νά ἀνατείλουν νέοι φωστῆρες, μέ εἰδικές προδιαγραφές χωρητικότητος Θείου Φωτισμοῦ καί Χάριτος γιά νά λάβουν νέες ἀποκαλύψεις!
Κάποτε, πρέπει ὅλοι μας νά σκύψουμε λίγο, γιατί ὁ Ἄρειος καί οἱ ὁμόφρονές του σέ νεωτερισμούς, ἀπεκλήθησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία μας φρενοβλαβεῖς!
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Βολουδάκη
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» 26-4-2013