Ζωηφόρος

Αφιερωματα

  • 1
  • 2

04 December 17 || Zoiforos.GR - avatar Zoiforos.GR || Το Μάθημα των Θρησκευτικών

Επιστολή του ΔΣ της ΠΕΘ προς τα Παραρτήμ…

Επιστολή του ΔΣ της ΠΕΘ προς τα Παραρτήματα της Ένωσης

 Προς Τα Παραρτήματα της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων

04 December 17 || Zoiforos.GR - avatar Zoiforos.GR || Το Μάθημα των Θρησκευτικών

Το νέο ΔΣ της ΠΕΘ (2/12/2017)

Το νέο ΔΣ της ΠΕΘ (2/12/2017)

Αθήνα, 2 Δεκεμβρίου 2017 Αριθμ. Πρωτ.  231 Δελτίο τύπου

04 December 17 || Zoiforos.GR - avatar Zoiforos.GR || Το Μάθημα των Θρησκευτικών

Ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος για το …

Ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος για το Μάθημα των Θρησκευτικών

Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος, για το Μάθημα των Θρησκευτικών

10 November 17 || Zoiforos.GR - avatar Zoiforos.GR || Το Μάθημα των Θρησκευτικών

«Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα…», τα παρ…

«Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα…», τα παραπλανητικά! του Παναγιώτη Τσαγκάρη, Γενικού Γραμματέα της ΠΕΘ

«Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα…»*, τα παραπλανητικά!

06 November 17 || Zoiforos.GR - avatar Zoiforos.GR || Το Μάθημα των Θρησκευτικών

Εκλογές για την ανάδειξη νέου Διοικητικο…

Εκλογές για την ανάδειξη νέου Διοικητικού και Εποπτικού Συμβουλίου της ΠΕΘ

Εκλογές για την ανάδειξη νέου Διοικητικού και Εποπτικού Συμβουλίου της ΠΕΘ

Περί του γλωσσικού προβλήματος της θείας λατρείας, του Φώτη Σχοινά,

Περί του γλωσσικού προβλήματος

της θείας λατρείας

του Φώτη Σχοινά


Καθηγητοῦ

Ὁ π. Βα­σί­λει­ος Θερ­μὸς στὸ ἄρ­θρο του «Ὁ λό­γος ὡς προ­σω­πεῖ­ο. Πε­ρὶ τῆς ἀ­μυν­τι­κῆς λει­τουρ­γί­ας τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς γλώσ­σας» ἔ­θε­σε θέ­μα ἀ­ναγ­και­ό­τη­τος με­τα­γλωτ­τί­σε­ως τῶν ἱ­ε­ρῶν κει­μέ­νων τῆς θεί­ας λα­τρεί­ας, τῶν πε­ζῶν βέ­βαι­α καὶ ὄ­χι τῶν ποι­η­τι­κῶν. Τὸ κύ­ριο ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦ π. Βα­σι­λεί­ου εἶ­ναι ὅ­τι ἡ με­τα­γλώτ­τι­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς θεί­ας λα­τρεί­ας θὰ δι­ευ­κο­λύ­νει τὴν δι­α­νο­η­τι­κή κα­τα­νό­η­σή τους λό­γῳ τῆς ἀ­πο­κο­πῆς τῆς νε­ω­τέ­ρας γε­νιᾶς τῶν Νε­ο­ελ­λή­νων ἀ­πὸ τὶς πα­λαι­ό­τε­ρες μορ­φὲς τῆς γλώσ­σας μας.  

Οἱ θέ­σεις μου -τὶς δι­α­τυ­πώ­νω εὐ­θὺς ἐξ ἀρ­χῆς- εἶ­ναι ὅ­τι: α) ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ κα­τα­νό­η­ση τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, θε­μι­τὴ κα­θ᾿ ἑ­αυ­τὴν καὶ οὐ­δό­λως πα­ρα­θε­ω­ρη­τέ­α -καὶ σ᾿ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο συμ­φω­νῶ πλή­ρως μὲ τὸν π. Βα­σί­λει­ο- ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ κα­τα­νό­η­ση, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω, τῆς θεί­ας λα­τρεί­ας καὶ κυ­ρί­ως τῆς θ. Λει­τουρ­γί­ας εἶ­ναι θέ­μα ἑρ­μη­νεί­ας, τοὐτέ­στι ἀ­να­λύ­σε­ως τῶν νο­η­μά­των στὰ ὁ­ποῖ­α πα­ρα­πέμ­πουν τὰ γλωσ­σι­κῶς ση­μαί­νον­τα εἴ­τε ὡς ἔ­χουν, εἴ­τε ἔ­στω με­τα­γλωτ­τι­σμέ­να καὶ ὄ­χι ψι­λῆς με­τα­γλωτ­τί­σε­ως καὶ β) ἡ με­τα­γλώτ­τι­ση ὄ­χι ἁ­πλῶς δὲν θὰ δι­ευ­κο­λύ­νει τὴν δι­α­νο­η­τι­κὴ κα­τα­νό­η­ση τῆς θ. Λει­τουρ­γί­ας, ἀλ­λὰ θὰ τὴν δυ­σχε­ρά­νει δρα­μα­τι­κά.  

Τὴν πρώ­τη θέ­ση θε­ω­ρῶ αὐ­το­νό­η­τη καὶ γι᾿ αὐ­τὸ δὲν θὰ στα­θῶ πο­λὺ σ᾿ αὐ­τή. Κα­τὰ τὴν τα­πει­νή μου γνώ­μη θε­ω­ρῶ ὅ­τι συ­νι­στᾶ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ ἀ­φέ­λεια ἡ θέ­ση ὅ­τι ἡ με­τα­γλώτ­τι­ση καὶ ἡ πλέ­ον ἐ­πι­τυ­χὴς θὰ ἐ­ξαν­τλή­σει τὸ ὄ­χι βέ­βαι­α πρω­τεῦ­ον ἀλ­λὰ ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει ση­μαν­τι­κό­τα­το θέ­μα τῆς δι­α­νο­η­τι­κῆς κα­τα­νο­ή­σε­ως τῆς θ. Λει­τουρ­γί­ας. Καὶ ἡ πλέ­ον ἐ­πι­τυ­χὴς με­τα­γλώτ­τι­ση πά­λι θέ­τει θέ­μα ἑρ­μη­νεί­ας, δη­λα­δὴ ἀ­να­λύ­σε­ως τῶν νο­η­μά­των τῆς θ. Λει­τουρ­γί­ας πρὸς δι­α­νο­η­τι­κὴ κα­τα­νό­η­σή της.

Βε­βαί­ως μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ ἀν­τεί­πει ὅ­τι ἡ με­τα­γλώτ­τι­ση δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ ἀλ­λὰ δι­ευ­κο­λύ­νει τὴν δι­α­νο­η­τι­κὴ κα­τα­νό­η­ση. Κα­τὰ τὴν γνώ­μη μου οὔ­τε καὶ αὐ­τὸ συμ­βαί­νει, ὅ­πως θὰ προ­σπα­θή­σω νὰ δεί­ξω πα­ρα­κά­τω.  

Ἐ­πα­νερ­χό­με­νος στὸ θέ­μα μου, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω ὅ­τι ἔ­χω σο­βα­ρὲς καί, ὅ­πως νο­μί­ζω, βά­σι­μες ἐ­πι­φυ­λά­ξεις κα­τὰ πό­σον ἡ ὅ­ποι­α με­τα­γλώτ­τι­ση θὰ δι­ευ­κο­λύ­νει τὴ δι­α­νο­η­τι­κὴ κα­τα­νό­η­ση τῆς θ. λα­τρεί­ας καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως, ἂς πε­ρι­ο­ρι­σθῶ σ᾿  αὐ­τήν, τῆς θ. Λει­τουρ­γί­ας. Ὁ π. Βα­σί­λει­ος με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων πα­ρω­χη­μέ­νων καὶ ὡς ἐκ τού­του ἀ­κα­τα­νο­ή­των ἀ­πὸ τὴ σύγ­χρο­νη λα­τρευ­τι­κὴ κοι­νό­τη­τα γλωσ­σι­κῶν μορ­φῶν θέ­τει τὸ ἀ­πα­ρέμ­φα­το καὶ τὴ με­το­χὴ. Πῶς ὅ­μως θὰ ἀ­πο­δο­θοῦν στὴ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ οἱ δύ­ο αὐ­τοὶ ὀ­νο­μα­τι­κοὶ καὶ συγ­χρό­νως ρη­μα­τι­κοὶ τύ­ποι – καὶ κυ­ρί­ως ἡ με­το­χὴ; Ἰ­δοὺ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα. Εἶ­ναι σὲ θέ­ση ἡ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ νὰ τοὺς ἐκ­φέ­ρει μὲ ἐ­πάρ­κεια, ἔ­τσι ὥ­στε οἱ ση­μαι­νό­με­νες ἔν­νοι­ες νὰ μὴν ὑ­πο­στοῦν δρα­μα­τι­κὴ συρ­ρί­κνω­ση; Ἂς φέ­ρω ὁ­ρι­σμέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα δειγ­μα­το­λο­γι­κὰ καὶ οὐ­δό­λως ἐ­ξαν­τλη­τι­κά τῆς ἐ­πι­φυ­λά­ξε­ώς μου. Τὸ πρῶ­το πα­ρά­δειγ­μα ἀ­πὸ τὸ κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γέ­λιο, ὅ­που ὁ Χρι­στὸς ἀ­παν­τών­τας στὸν Π. Πι­λά­το λέ­γει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ: «Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀ­λη­θεί­ας ἀ­κού­ει μου τῆς φω­νῆς» (Ἰ­ω­ὰν. ι­η’ 37-38). Ἡ ἐ­πι­θε­τι­κὴ με­το­χὴ «ὁ ὤν» πῶς μπο­ρεῖ νὰ ἐκ­φερ­θεῖ στὴν νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ χω­ρὶς νὰ μεί­νει ἀ­λώ­βη­τη νο­η­μα­τι­κά; Τὸ δεύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα ἀ­πὸ τὴ θ. Λει­τουρ­γί­α στὴν εὐ­χὴ τῆς ἀ­να­φο­ρᾶς: «Σὺ γὰρ εἰ Θε­ὸς ἀ­νέκ­φρα­στος, ἀ­πε­ρι­νό­η­τος, ἀ­ό­ρα­τος, ἀ­κα­τά­λη­πτος, ἀ­εὶ ὤν, ὡσαύ­τως ὤν». Τὸ φρα­στι­κὸ σύ­νο­λο «ἀ­εὶ ὤν, ὡ­σαύ­τως ὤν», πῶς μπο­ρεῖ νὰ με­τα­γλωτ­τι­σθεῖ στὴ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ χω­ρὶς ση­μαν­τι­κὴ συρ­ρί­κνω­ση τῶν ση­μαι­νο­μέ­νων ἐν­νοι­ῶν; Ἄλ­λω­στε καὶ ὁ μα­κα­ρι­στὸς Π. Τρεμ­πέ­λας στὴν Ἑρ­μη­νεί­α -ὄ­χι βέ­βαι­α με­τα­γλώτ­τι­ση- τῆς λει­τουρ­γί­ας τοῦ Χρυ­σο­στό­μου πά­λι διὰ με­το­χῆς τὸ ἑρ­μη­νεύ­ει: «πάν­το­τε ὑ­πάρ­χων, ἀ­ναλ­λοι­ώ­τως καὶ ἀ­με­τα­βλή­τως πάν­το­τε ὑ­πάρ­χων ὁ αὐ­τὸς». Ἂς φέ­ρου­με ἕ­να τρί­το πα­ρά­δειγ­μα, πά­λι ἀ­πὸ τὴ θ. Λει­τουρ­γί­α. Τὸ φρα­στι­κὸ σύ­νο­λο: «σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος εἰς τὸ εἶ­ναι ἡμᾶς πα­ρή­γα­γες» πῶς μπο­ρεῖ νὰ ἐκ­φερ­θεῖ στὴ νε­ο­ελ­λη­νι­κή, ἔ­τσι ὥ­στε νὰ δι­α­τη­ρή­σει ἀ­λύ­μαν­το τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὸ βά­ρος ποὺ φέ­ρει -καὶ ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ το­μὴ- δι­α­στο­λὴ ἄλ­λω­στε ἀ­νά­με­σα στὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ καὶ τὸ Χρι­στι­α­νι­σμό; Τὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα ποὺ μπο­ροῦν νὰ προ­σκο­μι­σθοῦν βρί­θουν στὰ ἱ­ε­ρὰ λει­τουρ­γι­κὰ κεί­με­να καὶ γι᾿ αὐ­τὸ πε­ρι­ο­ρι­ζό­μα­στε σ᾿ αὐ­τά. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι ἁ­πλὸ καὶ βα­θύ­τα­τα οὐ­σι­ῶ­δες: πῶς μπο­ροῦν νὰ ἐκ­φερ­θοῦν στὴ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ τὰ ἀ­πα­ρέμ­φα­τα καί, κυ­ρί­ως, οἱ με­το­χές, χω­ρὶς ση­μαν­τι­κὴ ἔκ­πτω­ση καὶ ἀλ­λοί­ω­ση τῶν ση­μαι­νο­μέ­νων ἐν­νοι­ῶν, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἡ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ἔ­χει ἀ­πο­λέ­σει τοὺς ὀ­νο­μα­τι­κοὺς καὶ ρη­μα­τι­κοὺς αὐ­τοὺς τύ­πους, ὑ­πο­στά­σα ἔ­τσι δρα­μα­τι­κὴ «ση­μαν­τι­κὴ» (δυ­να­τό­τη­τα ση­μάν­σε­ως) πτώ­χευ­ση ἔ­ναν­τι τῆς ἀρ­χαί­ας;  

Ἀλ­λὰ καὶ κά­τι ἀ­κό­μη ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸ ἀ­πα­ρέμ­φα­το καὶ τὴ με­το­χή. Πέ­ραν τῆς οὐ­σι­ώ­δους «ση­μαν­τι­κῆς» (δυ­να­τό­τη­τος ση­μάν­σε­ως) πε­ρι­στο­λῆς ποὺ ὑ­πέ­στη ἡ νέ­α ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα λό­γῳ τῆς ἀ­πω­λεί­ας τῶν ὀ­νο­μα­τι­κῶν καὶ ρη­μα­τι­κῶν αὐ­τῶν τύ­πων, ποὺ οὐ­σι­α­στι­κὰ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τη ἡ ἀν­τί­στοι­χη γλωσ­σι­κὴ ἐκ­φο­ρά τους μὲ ἀν­τί­στοι­χα ἰ­σο­δύ­να­μο ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὸ βά­ρος στὴ νε­ο­ελ­λη­νι­κή, εἶ­ναι θε­μι­τὴ ἡ ἀν­τι­κα­τά­στα­σή τους ἀ­πὸ -μοι­ραί­α λό­γῳ ἀ­δυ­να­μί­ας ἀν­τί­στοι­χης «ση­μαν­τι­κῆς» ἐ­πάρ­κειας τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς- ἀ­να­λυ­τι­κοὺς γλωσ­σι­κοὺς τύ­πους τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς, αἴ­ρον­τες οὐ­σι­α­στι­κὰ καὶ θέ­τον­τες ἐκ­πο­δὼν τὰ τε­λευ­ταῖα αὐ­τὰ ζων­τα­νὰ ὑ­πο­λείμ­μα­τα τῆς πα­λαι­ο­τέ­ρας μορ­φῆς τῆς γλώσ­σας μας; Ὑ­πο­βο­η­θοῦ­με ἔ­τσι τὴν δι­α­νο­η­τι­κὴ κα­τα­νό­η­ση τῆς θ. Λει­τουρ­γί­ας ἢ -ὑ­πὸ μί­α ἄλ­λη, ἀλ­λὰ πο­λὺ οὐ­σι­ώ­δη ἄ­πο­ψη- τὴν ἀ­πο­δυ­να­μώ­νου­με ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο; Ἡ χρή­ση τοῦ ἀ­πα­ρεμ­φά­του καὶ τῆς με­το­χῆς προσ­δί­δουν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ νο­η­μα­τι­κὴ πυ­κνό­τη­τα στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα, ποὺ δυ­στυ­χῶς ἡ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ δὲν δι­α­θέ­τει καὶ γι᾿ αὐ­τὸ εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­να­λυ­τι­κὴ ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ. Ὁ Ρα­φα­ήλ Κυν­νέ­ρος γρά­φει σχε­τι­κὰ στὰ δί­το­μο «Συν­τα­κτι­κόν τῆς ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σης»: «Πρὸς τῇ με­γά­λῃ πλη­θύ­ϊ τῶν με­το­χῶν ἐν τῇ Ἑλ­λη­νι­κῇ γλώσ­σῃ καὶ ἡ χρῆ­σις ἐ­π᾿ ἴ­σης αὐ­τῶν εἶ­ναι ἐν αὐ­τῇ τό­σον με­γά­λη, ὥ­στε δι­καί­ως οἱ Ἕλ­λη­νες ἐ­πε­κλή­θη­σαν φι­λο­μέ­το­χοι = participii amantes. Διά τῆς κα­ταλ­λή­λου χρή­σε­ως τῶν με­το­χῶν ὁ ἑλ­λη­νι­κὸς πα­ρα­στα­τι­κὸς τρό­πος προ­σε­κτή­σα­το ἑ­αυ­τῷ ὡς ἴ­διον τί τὴν ἐ­νάρ­γειαν, σα­φή­νειαν, ἀ­κρί­βειαν καὶ λε­πτό­τη­τα τῆς ἐκ­φρά­σε­ως. Δη­λου­μέ­νης πά­σης ἐ­πιρ­ρη­μα­τι­κῆς ἀ­να­φο­ρᾶς πα­ρὰ τῷ κα­τη­γο­ρου­μέ­νῳ τῆς προ­τά­σε­ως διὰ τῆς ἁ­πλῆς με­το­χῆς ἢ τῶν γε­νι­κῶν ἀ­πο­λύ­των, ἡ μὲν κυ­ρί­α πρά­ξις ἐ­ξαί­ρε­ται ἐ­πὶ τὸ σα­φέ­στα­τον ἐν πλή­ρει ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α, τὰ δὲ πα­ρα­συμ­βά­μα­τα τῆς πρά­ξε­ως διὰ τῆς με­το­χῆς ἐκ­φε­ρό­με­να κεῖν­ται ὄ­πι­σθεν οἰ­ο­νεῖ τῆς εἰ­κό­νος». (1).

Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­που ἡ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ἔ­χει δι­α­τη­ρή­σει με­το­χι­κοὺς τύ­πους αὐ­τοὶ οἱ τε­λευ­ταῖ­οι ἀ­δυ­να­τοῦν νὰ ἐκ­φρά­σουν μὲ πλη­ρό­τη­τα καὶ ἐ­πάρ­κεια τὴ νο­η­μα­τι­κὴ ἐμ­βέ­λεια τῶν με­το­χι­κῶν τύ­πων τῶν πα­λαι­ο­τέ­ρων φά­σε­ων τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας. Πα­ρά­δειγ­μα ἡ χρή­ση τῆς με­το­χῆς ὁ «ἀ­να­στη­μέ­νος» (ἐν­νο­εῖ­ται Χρι­στὸς) ἀν­τὶ τοῦ ὁ «ἀ­να­στάς» (Χρι­στός). Ὁ πα­θη­τι­κὸς με­το­χι­κὸς νε­ο­ελ­λη­νι­κὸς τύ­πος «ἀ­να­στη­μέ­νος», ποὺ δυ­στυ­χῶς χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται εὑ­ρύ­τα­τα, δὲν εἶ­ναι ση­μα­σι­ο­λο­γι­κῶς ἰ­σο­δύ­να­μος μὲ τὸν ἐ­νερ­γη­τι­κὸ με­το­χι­κὸ τύ­πο «ἀ­να­στάς», ἀ­φοῦ πα­ρα­πέμ­πει νο­η­μα­τι­κὰ στὸ ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς δὲν ἀ­νε­στή­θη μὲ τὴν ἰ­δι­κὴ του θεί­α ἐ­νέρ­γεια, ἀλ­λὰ μὲ τὴν θεί­α ἐ­νέρ­γεια ἑ­τέ­ρου προ­σώ­που (προ­φα­νῶς τοῦ Πα­τρὸς). Ἔ­τσι μπο­ρεῖ βέ­βαι­α νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ καὶ μὲ ὀρ­θό­δο­ξη ἔν­νοι­α, πλὴν ὅ­μως ὑ­στε­ρεῖ νο­η­μα­τι­κῶς ἔ­ναν­τι τοῦ ἐ­νερ­γη­τι­κοῦ τύ­που «ἀ­να­στάς», ποὺ ὑ­πο­δη­λώ­νει ὅ­τι ὁ Χρι­στός, ὡς Θε­ὸς τέ­λει­ος, ἀ­νε­στή­θη μὲ τὴν ἰ­δι­κὴ του ἐ­νέρ­γεια (ποὺ φυ­σι­κὰ εἶ­ναι κοι­νὴ ἐ­νέρ­γεια τῆς ἁ­γί­ας Τριά­δος). Μὲ ἄλ­λα λό­για ὁ ἐ­νερ­γη­τι­κὸς τύ­πος «ἀ­να­στάς» δι­α­σώ­ζει νο­η­μα­τι­κὰ τὴν ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­δο­χὴ τῆς ἀ­να­στά­σε­ως, ἐ­νῶ ὁ πα­θη­τι­κὸς τύ­πος «ἀ­να­στη­μέ­νος» μπο­ρεῖ βέ­βαια­ νὰ ἐ­κλη­φθεῖ μὲ ὀρ­θό­δο­ξη ἔν­νοι­α, πλὴν ὅ­μως ἀ­φή­νει πε­ρι­θώ­ρια αἱ­ρε­τι­κῆς χρή­σε­ώς του. Ἔ­τσι ἕ­νας π.χ. μάρ­τυς τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ ἐ­νῶ θὰ ἀ­πέρ­ρι­πτε τὴν χρή­ση τοῦ τύ­που «ἀ­να­στάς», δὲν θὰ εἶ­χε ἀν­τίρ­ρη­ση τοῦ τύ­που «ἀ­να­στη­μέ­νος», ἀ­φοῦ ὁ τε­λευ­ταῖ­ος αὐ­τὸς τύ­πος δὲν ἀ­πο­κλεί­ει τὴν ἰ­δι­κὴ του ἐκ­δο­χὴ τῆς ἀ­να­στά­σε­ως, πρᾶγ­μα ποὺ ἀ­ναν­τιρ­ρή­τως κά­νει ὁ ἐ­νερ­γη­τι­κὸς τύ­πος «ἀ­να­στάς».  

Ἐ­κτὸς ὅ­μως τῶν ἀ­πα­ρεμ­φά­των καὶ τῶν με­το­χῶν ὁ π. Βα­σί­λει­ος προ­τεί­νει καὶ τὴν ἀν­τι­κα­τά­στα­ση ἄλ­λων λε­κτι­κῶν τύ­πων τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων, τοὺς ὁ­ποί­ους γε­νι­κὰ κα­τη­γο­ρι­ο­ποι­εῖ εἴ­τε σὲ «λέ­ξεις μὲ τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ση­μα­σί­α ἀ­πὸ τὴ ση­με­ρι­νὴ» (ἀ­κο­λου­θεῖ κα­τά­λο­γος τέ­τοι­ων λέ­ξε­ων -βέ­βαι­α στὶς λέ­ξεις ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στὸν κα­τά­λο­γο θὰ εἴ­χα­με σο­βα­ρὲς ἀν­τιρ­ρή­σεις κα­τὰ πό­σον ἔ­χουν τε­λεί­ως -το­νί­ζου­με τὸ τε­λεί­ως- δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ση­μα­σί­α ἀ­πὸ τὴν ση­με­ρι­νὴ), εἴ­τε «σὲ τύ­πους παν­τε­λῶς ἄ­γνω­στους στὸν νε­ο­έλ­λη­να» (ἀ­κο­λου­θεῖ σχε­τι­κὸς κα­τά­λο­γος), εἴ­τε σὲ «ἀ­κου­στι­κὰ πα­ρερ­μη­νεύ­σι­μους» (πά­λι ἀ­κο­λου­θεῖ σχε­τι­κὸς κα­τά­λο­γος).

Ὅ­μως οἱ λε­κτι­κοὶ αὐ­τοὶ τύ­ποι καὶ γε­νι­κό­τε­ρα οἱ χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νες στὴ θεί­α λα­τρεί­α λέ­ξεις ἔ­χουν πα­γι­ω­θεῖ στὴ συ­νεί­δη­ση τῶν πι­στῶν, ἔ­χουν ἀ­πο­κτή­σει ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­ξί­α (ἁ­γι­α­στι­κή, συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ καὶ ψυ­χο­λο­γι­κὴ) καὶ ἐ­πι­πλέ­ον, ὡς χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νες ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες, συν­δέ­ουν δι­α­χρο­νι­κά τούς πι­στοὺς τῶν ἑ­κά­στο­τε, σὲ δι­α­φό­ρους τό­πους καὶ χρό­νους, λα­τρευ­ου­σῶν ἑλ­λη­νο­φώ­νων κοι­νο­τή­των. Ἂν τοὺς ἐ­ξο­βε­λί­σου­με καὶ τοὺς ἀν­τι­κα­τα­στή­σου­με μὲ σύγ­χρο­νους «κα­τα­νο­η­τοὺς» τύ­πους καὶ λέ­ξεις, κιν­δυ­νεύ­ου­με ἀ­φ᾿ ἑ­νὸς μὲν νὰ προ­κα­λέ­σου­με σύγ­χυ­ση στὸ ἐκ­κλη­σί­α­σμα καὶ σο­βα­ρὴ ἀ­πώ­λεια τῆς ἱ­ε­ρο­πρέ­πειας τῆς θ. Λει­τουρ­γί­ας καὶ ἀ­φ᾿ ἑ­τέ­ρου νὰ θραύ­σου­με ὁ­ρι­στι­κὰ τὴν ἐ­πὶ τό­σους αἰ­ῶ­νες συ­νέ­χεια τῆς λει­τουρ­γι­κῆς γλώσ­σας μὲ τε­ρά­στι­ες ἀρ­νη­τι­κὲς ἐ­πι­πτώ­σεις στὴ συ­νεί­δη­ση τῶν πι­στῶν.

Ἄλ­λω­στε τὸ κα­τὰ πό­σο οἱ λέ­ξεις αὐ­τὲς εἶ­ναι ἀ­κα­τα­νό­η­τες ἀ­πὸ τὸν σύγ­χρο­νο Ἕλ­λη­να εἶ­ναι πο­λὺ συ­ζη­τή­σι­μο. Ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος Νε­ο­έλ­λη­νας γλωσ­σο­λό­γος Γ. Χα­τζη­δά­κις ἀ­πέ­δει­ξε ὅ­τι «ἐκ τῶν 4.900 πε­ρί­που λέ­ξε­ων τῆς Κ. Δι­α­θή­κης σχε­δὸν αἱ ἡμί­σειαι, ἤ­τοι λέ­ξεις 2.280, λέ­γον­ται καὶ σή­με­ρον ἐν τῇ κοι­νῇ λα­λιά. Τῶν δὲ λοι­πῶν αἱ πλεῖ­σται μέν, 2.200, νο­οῦν­ται κα­λῶς ὑ­πὸ πάν­των τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­να­γι­γνω­σκό­με­ναι ἢ ἀ­κου­ό­με­ναι, ὀ­λί­γαι δὲ μό­νον πε­ρὶ τὰς 400 εἶ­ναι ἀ­λη­θῶς ἀ­κα­τα­νό­η­τοι ὑ­πὸ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ». (2).

Ὅ­σον ἀ­φο­ρά στὴ συ­νέ­χεια τῆς λα­τρευ­τι­κῆς γλώσ­σας ἀλ­λὰ καὶ στὴν ἁ­γι­α­στι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γειά της στὶς ψυ­χὲς τῶν πι­στῶν, ὁ ἑρ­μη­νευ­τὴς τῆς θ. Λει­τουρ­γί­ας μα­κα­ρι­στὸς π. Γερ­βά­σιος Πα­ρα­σκευ­ό­που­λος γρά­φει τὰ ἑ­ξῆς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ: «Ὢ πό­σον θὰ ὠ­φε­λεῖ­το τὸ Ἐκ­κλη­σί­α­σμα, ἂν τὰς πα­ρα­τε­τα­μέ­νας ψαλ­μω­δί­ας ἢ χρο­νι­ζού­σας ἐκ­φω­νή­σεις ἀν­τι­κα­θι­στᾶ πρὸ τοῦ Ἐκ­κλη­σι­ά­σμα­τος τὸ τμῆ­μα τοῦ­το τῆς εὐ­χῆς τῆς ἁ­γί­ας ἀ­να­φο­ρᾶς. Αἱ 109 λέ­ξεις ἀ­πὸ τὰς ὁ­ποί­ας τὸ τμῆ­μα τῆς «ἐ­πι­κλή­σε­ως» καὶ τοῦ «κα­θα­για­σμοῦ», αἱ λέ­ξεις, αἱ ἡγι­α­σμέ­ναι ἐ­πὶ αἰ­ώ­νας, διὰ τῶν ὁ­ποί­ων ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ἀ­πεί­ρως τὸ με­γα­λύ­τε­ρον τῶν θαυ­μά­των, αἱ λέ­ξεις αἱ προ­κα­λέ­σα­σαι τὰ δά­κρυ­α εἰς αὐ­το­κρά­το­ρας καὶ δού­λους, εἰς Πα­τριά­ρχας καὶ ἁ­πλοὺς μο­να­χούς. Αἱ λέ­ξεις αὐ­ταί, οἱ ἀν­τί­λα­λοι τῶν ὁ­ποί­ων ἐ­στε­ρέ­ω­σαν τοὺς θό­λους τῆς ἁ­γί­ας Σο­φί­ας καὶ τῶν κα­τα­κομ­βῶν καὶ τῶν σπη­λαί­ων καὶ τῶν ἐ­ρή­μων, ἀ­σφα­λῶς ἔ­χουν τὴν δύ­να­μιν νὰ ἐ­πι­τε­λοῦν θαύ­μα­τα εἰς τὰς ψυ­χάς». (3). Αὐ­τὲς τὶς λέ­ξεις (ποὺ ἀ­σφα­λῶς δὲν πρό­κει­ται μό­νο γιὰ τὶς λέ­ξεις τῆς ἁ­γί­ας ἀ­να­φο­ρᾶς ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λης τῆς θ. Λει­τουρ­γί­ας καὶ ἀ­κό­μη ὅ­λων τῶν λα­τρευ­τι­κῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν), αὐ­τὲς τὶς λέ­ξεις ποὺ συν­δέ­ουν δι­α­φό­ρους τό­πους καὶ χρό­νους, ἀν­θρώ­πους μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα καὶ ἐ­πί­πε­δα μορ­φώ­σε­ως, ποὺ ἐκ­φω­νή­θη­καν σὲ δι­α­φό­ρους και­ροὺς καὶ κα­τα­στά­σεις -θρι­αμ­βι­κῆς δο­ξο­λο­γί­ας καὶ εὐ­χα­ρι­στί­ας καὶ ἐ­να­γώ­νιου ἱ­κε­σί­ας- αὐ­τὲς τὶς λέ­ξεις νὰ ἀν­τι­κα­τα­στή­σου­με προ­κει­μέ­νου νὰ ἐ­πι­τύ­χου­με μί­α, οὕ­τως ἢ ἄλ­λως πο­λὺ συ­ζη­τή­σι­μη καί, ἂν θέ­λε­τε, ἀ­νέ­φι­κτη «κα­τα­νο­η­σι­μό­τη­τα»; Ἐ­ξάλ­λου δὲν κα­τα­νο­οῦ­με καὶ τὴν ἀρ­νη­τι­κὴ ψυ­χο­λο­γί­α ποὺ θὰ προ­κλη­θεῖ στὸ ἐκ­κλη­σί­α­σμα (καὶ στὸ θέ­μα αὐ­τὸ δὲν ἔ­χω καμ­μί­α πρό­θε­ση νὰ προ­βῶ σὲ ἀ­νά­λυ­ση ψυ­χο­λο­γι­κῶν πα­ρα­μέ­τρων, στὶς ὁ­ποῖ­ες ἄλ­λω­στε ἄ­ρι­στος γνώ­στης εἶ­ναι ὁ π. Βα­σί­λει­ος – ἁ­πλὰ μί­α σκέ­ψη κά­νω), ἂν τοῦ ἐ­πι­βλη­θεῖ (το­νί­ζω τὸ «ἐ­πι­βλη­θεῖ») ἕ­νας με­τα­γλωτ­τι­σμέ­νος τύ­πος θεί­ας λα­τρεί­ας, ἀ­φοῦ θὰ νι­ώ­θει ὅ­τι, γλωσ­σι­κὰ τοὐλά­χι­στον, εἶ­ναι ἀ­πο­κομ­μέ­νο ἀ­πὸ τὸ ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες ἑλ­λη­νό­φω­νο ἐκ­κλη­σί­α­σμα καὶ ὅ­τι δὲν ἔ­χει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ δο­ξο­λο­γή­σει, νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει καὶ νὰ ἱ­κε­τεύ­σει τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ὸ μὲ τὶς ἴ­δι­ες λέ­ξεις ποὺ χρη­σι­μο­ποί­η­σαν ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος, ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος, ὁ ἅ­γιος Συ­με­ὼν ὁ Νέ­ος Θε­ο­λό­γος, ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς καὶ ἡ λοι­πὴ χο­ρεί­α ὄ­χι μό­νο τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων ἀλ­λὰ καὶ τῶν ἁ­πλῶν πι­στῶν;

Ἐ­πα­νερ­χό­με­νος στὸ θέ­μα μου φρο­νῶ ὅ­τι καὶ οἱ χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νοι στὴν θεία­ λει­τουρ­γί­α ἐμ­πρό­θε­τοι προσ­δι­ο­ρι­σμοὶ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἀ­πο­δο­θοῦν μὲ ἐ­πάρ­κεια στὴν νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ χω­ρὶς νὰ ὑ­πο­στοῦν δρα­μα­τι­κὴ μεί­ω­ση ὄ­χι μό­νο τὸ νο­η­μα­τι­κὸ βά­ρος τους ἀλ­λὰ καὶ ἡ πολ­λα­πλό­τη­τα τῶν νο­η­μά­των ποὺ ση­μαί­νον­ται ἀ­πὸ αὐ­τούς. Πα­ρά­δειγ­μα, ἡ πρό­θε­ση «ὑ­πὲρ» σὺν γε­νι­κὴ, πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται στὶς αἰ­τή­σεις (συ­να­πτὲς καὶ ἐ­κτε­νεῖς ἱ­κε­σί­ες) εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ ἀν­τι­κα­τα­στα­θεῖ ἀ­πὸ ἄλ­λο ἐμ­πρό­θε­το προσ­δι­ο­ρι­σμὸ τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς μὲ ἰ­σο­δύ­να­μο ση­μα­σι­ο­λο­γι­κὸ βά­ρος. Μά­λι­στα, στὸ «Συν­τα­κτι­κό» τοῦ Κυν­νέ­ρου, δι­α­βά­ζου­με ὅ­τι ἡ πρό­θε­ση «ὑ­πὲρ» σὺν γε­νι­κὴ ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες χρή­σεις χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται με­τὰ τῶν πα­ρα­κλη­τι­κῶν, ἱ­κε­τευ­τι­κῶν ρημ., καὶ ἰ­σοῦ­ται ση­μα­σι­ο­λο­γι­κῶς πρὸς τὸ χά­ριν τι­νὸς (4) (ἔ­τσι μί­α πρό­χει­ρη με­τα­γλώτ­τι­ση π.χ. τοῦ «ὑ­πὲρ πλε­όν­των, ὁ­δοι­πο­ρούν­των… τοῦ Κυ­ρί­ου δε­η­θῶ­μεν» μὲ τὸ «ἂς ἱ­κε­τεύ­σου­με, πα­ρα­κα­λέ­σου­με γιὰ αὐ­τοὺς ποὺ πλέ­ουν, ὁ­δοι­πο­ροῦν…» δὲν ἀ­πο­δί­δει τὸ δεύ­τε­ρο μὲ ἐ­πάρ­κεια τὸ πρω­τό­τυ­πο). Ἐ­πί­σης ἡ πρό­θε­ση ὑ­πὲρ+γε­νι­κὴ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται «πρὸς δή­λω­σιν τοῦ σκο­ποῦ ἴ­δια με­τὰ ἐ­νάρ­θρου ἀ­πα­ρεμ­φά­του».(5). (Ἔ­τσι κα­τα­λα­βαί­νου­με πό­σο προ­βλη­μα­τι­κὴ θὰ εἶ­ναι τυ­χὸν με­τα­γλώτ­τι­ση τῆς ἱ­κε­σί­ας «ὑ­πὲρ τοῦ ρυ­σθῆ­ναι ἡμᾶς ἀ­πὸ πά­σης θλί­ψε­ως, ὀρ­γῆς, κιν­δύ­νου καὶ ἀ­νάγ­κης»).  

Ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ ποὺ τὰ πράγ­μα­τα πε­ρι­πλέ­κον­ται σο­βα­ρὰ καὶ κιν­δυ­νεύ­ει νὰ ὑ­πο­στεῖ δρα­μα­τι­κὴ συρ­ρί­κνω­ση ἡ πολ­λα­πλό­τη­τα τῶν ση­μαι­νο­μέ­νων νο­η­μά­των εἶ­ναι ἡ τυ­χὸν προ­σπά­θεια με­τα­γλωτ­τί­σε­ως τῶν ἐμ­προ­θέ­των προσ­δι­ο­ρι­σμῶν «κα­τὰ πάν­τα καὶ διὰ πάν­τα» τῆς ἁ­γί­ας ἀ­να­φο­ρᾶς καὶ ἀ­πο­δό­σε­ως τῶν δι᾿ ἀν­τι­στοί­χων ἐμ­προ­θέ­των προσ­δι­ο­ρι­σμῶν τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς.

Οἱ δύ­ο ἐμ­πρό­θε­τοι προσ­δι­ο­ρι­σμοὶ («κα­τὰ πάν­τα καὶ διὰ πάν­τα») ἔ­χουν ἐ­γεί­ρει πολ­λα­πλὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα ὡς πρὸς τὴν ἑρ­μη­νεί­α τους. Ὁ ἀ­νω­τέ­ρω μνη­μο­νευ­θείς ἑρ­μη­νευ­τὴς τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας π. Γερ­βά­σιος Πα­ρα­σκευ­ό­που­λος γρά­φει συ­να­φῶς: «Κυ­ρί­ως ἐ­ρευ­νᾶ­ται πὼς συν­δέ­ε­ται ἡ αὕ­τη (πρό­κει­ται πε­ρὶ τῆς ἐκ­φω­νή­σε­ως τῆς ἁ­γί­ας ἀ­να­φο­ρᾶς «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν προ­σφέ­ρο­μεν -ἤ «προ­σφέ­ρον­τες» ὀρ­θό­τε­ρα- κα­τὰ πάν­τα καὶ διὰ πάν­τα») πρὸς τὰ προ­η­γού­με­να, κα­θὼς καὶ ἡ ση­μα­σί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως τοῦ «κα­τὰ πάν­τα». Ἐ­π᾿ αὐ­τοῦ με­τα­φέ­ρο­μεν αὐ­του­σί­ως τὴν γνώ­μην πα­λαι­οῦ σχο­λια­στοῦ: «Ὁ λει­τουρ­γὸς συ­νε­χί­ζων μυ­στι­κῶς λέ­γει: Ἔ­χον­τες δια­ρκῶς ἐν τῇ μνή­μῃ ἡ­μῶν τὴν σω­τή­ριον ταύ­την ἐν­το­λὴν καὶ πάν­τα ἐ­κεῖ­να ὅ­σα ὑ­πὲρ ἡμῶν ἔ­χου­σι τε­λε­σθῇ ἤ­τοι τὸν σταυ­ρόν, τὴν τα­φήν… πάν­τα ταῦ­τα δι­α­κρα­τοῦν­τες ἐν τῇ μνή­μῃ ἡ­μῶν, Σοὶ προ­σφέ­ρο­μεν τὰ ὅ­σα ἐκ τῶν Σῶν ἀ­νή­κου­σι εἰς Σὲ «κα­τὰ πάν­τα» (συμ­φώ­νως πρὸς τὰ ὑ­πό Σοῦ δι­α­τε­ταγ­μέ­να, συμ­φώ­νως πρὸς τὰς δι­α­τά­ξεις τὰς Ἀ­πο­στο­λι­κάς) «καὶ διὰ πάν­τα» (καὶ ὅ­σα ἔ­χεις πρά­ξει ὑ­πὲρ ἡμῶν)». (6).

Μί­α πρό­χει­ρη με­τα­γλώτ­τι­ση τοῦ «κα­τὰ πάν­τα καὶ διὰ πάν­τα» σέ «κα­θ᾿ ὅ­λα καὶ γιὰ ὅ­λα» ἀ­ναν­τιρ­ρή­τως δι­α­σώ­ζει τὶς ση­μαι­νό­με­νες ἔν­νοι­ες, ποὺ δη­λώ­νον­ται σύμ­φω­να μὲ τὴν ἀ­νω­τέ­ρω ἑρ­μη­νεί­α τοῦ πα­λαι­οῦ σχο­λια­στοῦ, ποὺ πα­ρα­θέ­τει ὁ π. Γερ­βά­σιος Πα­ρα­σκευ­ό­που­λος.

Ὅ­μως οἱ σχο­λια­στὲς τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας ἐ­πι­ση­μαί­νουν καὶ ἄλ­λες ἑρ­μη­νεῖ­ες, ποὺ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ ὑ­πο­δη­λώ­σει ὁ ἀ­νω­τέ­ρω με­τα­γλωτ­τι­σμέ­νος τύ­πος «κα­θ᾿  ὅ­λα καὶ γιὰ ὅ­λα», ὅ­μως ἄ­ρι­στα δι­α­σώ­ζει ὁ πρω­τό­τυ­πος τύ­πος «κα­τά πάν­τα και διά πάν­τα». Συγ­κε­κρι­μέ­να ὁ Π. Τρεμ­πέ­λας συν­δέ­ει τὸ «κα­τά πάν­τα» μὲ τὸν τό­πο καὶ συμ­φώ­νως μὲ τὴν ἑρ­μη­νεί­α του τὸ «κα­τά πάν­τα» δη­λοῖ τὴν «ἐν παν­τί τό­πῳ» προ­σφε­ρο­μέ­νη θυ­σί­α τῆς Κ. Δι­α­θή­κης ἐν ἀν­τι­θέ­σει πρὸς τὴν κα­τὰ μό­νο τὸν ἐν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ να­ὸν προ­σφε­ρο­μέ­νην θυ­σί­αν τῆς Π. Δι­α­θή­κης. Συν­δέ­ει μά­λι­στα τὴν ἑρ­μη­νεί­α του αὐ­τὴ πρὸς τὴν προ­φη­τεί­α τοῦ Μα­λα­χί­ου «Οὐκ ἔ­στί μου θέ­λη­μα ἐν ὑ­μῖν (ἐν­νο­εῖ τοὺς Ἰσ­ρα­η­λῖτες ὁ ὁ­μι­λῶν Θε­ὸς) καὶ θυ­σί­αν οὐ προσ­δέ­ξο­μαι ἐκ τῶν χει­ρῶν ὑ­μῶν» καὶ ἐν συ­νε­χείᾳ «ἀ­πὸ ἀ­να­το­λῶν ἕ­ως δυ­σμῶν τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ δε­δό­ξα­σται ἐν τοῖς ἔ­θνε­σι, καὶ ἐν παν­τὶ τό­πῳ θυ­μί­α­μα προ­σά­γε­ται τῷ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ καὶ θυ­σί­α κα­θα­ρὰ» (Μα­λαχ. α΄ 11). Ἐ­πὶ προ­σθέ­τως γρά­φει ὁ Τρεμ­πέ­λας: «Οὕ­τω τὸ εἰς αὐ­τάς τὰς ἀρ­χὰς τοῦ δευ­τέ­ρου αἰ­ῶ­νος ἀ­να­γό­με­νον βι­βλί­ον τῆς Δι­δα­χῆς βε­βαι­ώ­νει εἰς τὸ 14ον κε­φά­λαι­όν του, ὅ­τι ἡ θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α εἶ­ναι ἡ θυ­σί­α ἡ διὰ μέ­σου τοῦ Μα­λα­χί­ου προ­φη­τευ­θεῖ­σα καὶ «ρη­θεῖ­σα ὑ­πὸ Κυ­ρί­ου ἐν παν­τὶ τό­πῳ καὶ χρό­νῳ προ­σφέ­ρειν μοι θυ­σί­αν κα­θα­ρὰν». Ἀλ­λὰ καὶ ὁ Ἰ­ου­στῖ­νος, ὁ φι­λό­σο­φος καὶ Μάρ­τυς, βε­βαι­οῖ ὅ­τι ἡ θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τὰς ὑ­πὸ τοῦ ρη­θέν­τος προ­φή­του προ­κη­ρυ­χθεί­σας θυ­σί­ας τὰς «ἐν παν­τὶ τό­ποι ὑ­φ᾿ ἡ­μῶν τῶν ἐ­θνῶν προ­σφε­ρο­μέ­νας τῷ Θε­ῷ (Δι­ά­λο­γος 41 παρ. 1 καὶ 3), ἅς πα­ρέ­δω­κεν  Ἰ­η­σοῦς ὁ Χρι­στὸς γί­γνε­σθαι, τοῦ­τ᾿ ἔ­στιν ἐ­πὶ τῇ εὐ­χα­ρι­στίᾳ τοῦ ἄρ­του καὶ τοῦ πο­τη­ρί­ου, τὰς ἐν παν­τὶ τό­πῳ γι­νο­μέ­νας ὑ­πὸ τῶν Χρι­στια­νῶν». (7).

Ἔ­τσι λοι­πὸν τὸ «δια πάν­τα» δι­α­σώ­ζει ὅ­λες τὶς ση­μαι­νό­με­νες ἑρ­μη­νεῖ­ες, κα­θό­τι καὶ ἐμ­πρό­θε­τος προσ­δι­ο­ρι­σμὸς τῆς αἰ­τί­ας εἶ­ναι καὶ ταυ­τό­χρο­να ὡς ἐμ­πρό­θε­τος προσ­δι­ο­ρι­σμὸς τοῦ τό­που καὶ τοῦ χρό­νου μπο­ρεῖ νὰ ἐ­κλη­φθεῖ, σύμ­φω­να μὲ τὸ Συν­τα­κτι­κόν τοῦ Κυν­νέ­ρου (8), καὶ κάλ­λι­στα μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πο­νο­η­θεῖ ὁ τό­πος καὶ ὁ χρό­νος (κα­τὰ πάν­τα τό­πον καὶ χρό­νον), ἐ­νῶ ὁ νε­ο­ελ­λη­νι­κὸς τύ­πος «γιά ὅλα» ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ ὑ­πο­δη­λώ­σει τὸν τό­πο καὶ τὸν χρό­νο.

Ἀλ­λά καὶ μί­α ἀ­κό­μη ἑρ­μη­νεί­α πού ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ ση­μά­νει ὁ νε­ο­ελ­λη­νι­κὸς τύ­πος. Συμ­φώ­νως πρὸς τὸν μα­κα­ρι­στὸ π. Δη­μή­τριο Στα­νι­λο­ά­ε «»κα­τά πάν­τα» ση­μαί­νει ὅ­τι στὸν ἄρ­το καὶ τὸν οἶ­νο ἢ στὸ σῶ­μα τοῦ ἴ­διου τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι συμ­πυ­κνω­μέ­να καὶ ἀ­νυ­ψω­μέ­να ὅ­λα τὰ δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὸν Θε­ό… καὶ «διὰ πάν­τα» θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ση­μαί­νει τό­σο ὅ­τι δί­δον­ται στὴ θέ­ση ὅ­λων (ἀν­τὶ γιὰ ὅ­λα) ὅ­σο καὶ ὅ­τι δί­δον­ται πρὸς ἁ­για­σμὸ ἢ πρὸς ὄ­φε­λος ὅ­λων». (9).

Ἀ­νέ­φε­ρα τὶς ἀ­νω­τέ­ρω πολ­λα­πλὲς ἑρ­μη­νεῖ­ες ἤ, ἂν θέ­λε­τε, τὰ πολ­λα­πλὰ νο­ή­μα­τα ποὺ δι­α­σώ­ζει ὁ ὡς ἔ­χει γλωσ­σι­κὸς τύ­πος καὶ ἀ­πο­κλεί­ει ὁ με­τα­γλωτ­τι­σμέ­νος τύ­πος -καὶ ποὺ ἀ­σφα­λῶς εἶ­ναι δειγ­μα­το­λο­γι­κὲς καὶ οὐ­δό­λως ἐ­ξαν­τλη­τι­κές τοῦ ὅ­λου ζη­τή­μα­τος- πρὸς κα­τά­δει­ξη τῆς ἀ­πό­ψε­ώς μου, ὅ­τι τυ­χὸν με­τα­γλώτ­τι­ση τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων, ὄ­χι μό­νο τῶν ποι­η­τι­κῶν ἀλ­λὰ καὶ τῶν πε­ζῶν, θὰ συρ­ρι­κνώ­σει δρα­μα­τι­κὰ τὴν πολ­λα­πλό­τη­τα τῶν νο­η­μά­των ποὺ ση­μαί­νον­ται ἀ­πὸ τὴν ὡς ἔ­χει γλωσ­σι­κὴ μορ­φὴ των.  

Ἄλ­λω­στε ὅ­σοι ἀ­σχο­λού­με­θα κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἐ­ρα­σι­τε­χνι­κῶς μὲ τὰ ἀρ­χαί­α κεί­με­να, ἂν καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τὶς ὑ­πάρ­χου­σες με­τα­φρά­σεις, γυ­ρί­ζου­με πά­λι στὸ πρω­τό­τυ­πο πρὸς πλη­ρε­στέ­ρα κα­τα­νό­η­ση τῶν νο­η­μά­των, δι­ό­τι καὶ ἡ πλέ­ον ἔγ­κυ­ρη με­τά­φρα­ση ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ ἀ­πο­δώ­σει μὲ πλη­ρό­τη­τα τὰ νο­ή­μα­τα καὶ πολ­λά­κις ἐγ­κλεί­ει πα­γί­δες στὴ σὲ βά­θος κα­τα­νό­η­σή τους. Νο­μί­ζω ὅ­μως ὅ­τι ἡ με­τα­γλώτ­τι­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν κει­μέ­νων, πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­πό­φευ­κτη προ­δο­σί­α τῶν νο­η­μά­των τοῦ πρω­το­τύ­που ποὺ θὰ ἐ­πι­φέ­ρει, θὰ θέ­σει καὶ ἕ­να τε­ρα­στί­ας σπου­δαι­ό­τη­τας θέ­μα: τῆς ἀ­πο­ϊ­ε­ρο­ποι­ή­σε­ως τῆς λει­τουρ­γι­κῆς γλώσ­σας. Τὸ θέ­μα αὐ­τὸ εἶ­ναι τε­ρά­στιο καὶ θὰ χρει­α­ζό­ταν εἰ­δι­κὸ ἄρ­θρο ἡ πλή­ρης ἀ­νά­πτυ­ξή του. Τὸ ἀ­φή­νω στοὺς πιὸ εἰ­δι­κοὺς ἀ­πὸ μέ­να. Ἐ­γὼ ἁ­πλὰ καὶ μὲ ἄ­κρα συν­το­μί­α θὰ θί­ξω μί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ πτυ­χὴ τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου θέ­μα­τος. Ὅ­σο καὶ ἂν φαί­νε­ται πα­ρά­δο­ξο, τὴν πι­θα­νό­τα­τα, κω­μι­κὴ πτυ­χή. Γιὰ νὰ κα­τα­στή­σω σα­φὲς τί θέ­λω νὰ πῶ, θὰ ἀ­να­φερ­θῶ σὲ μί­α πα­ρέμ­βα­ση τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του π. Δη­μη­τρί­ου Τρα­κα­τέλ­λη σὲ ἕ­να συ­νέ­δριο ποὺ ἀ­φο­ροῦ­σε τὸ μεῖ­ζον θέ­μα τῆς με­τα­φρά­σε­ως πρω­το­τύ­πων κει­μέ­νων γε­νι­κά, ἀλ­λὰ καὶ εἰ­δι­κὰ με­τα­φρά­σε­ως βι­βλι­κῶν κει­μέ­νων. Λέ­γει συγ­κε­κρι­μέ­να ὁ π. Δη­μή­τριος Τρα­κα­τέλ­λης: «Πρὸ ἐ­τῶν, ἐν­θυ­μοῦ­μαι, βρέ­θη­κα σὲ μί­α ὁ­μά­δα πα­λαι­ῶν και­νο­δι­α­θη­κο­λό­γων, ποὺ δού­λευ­αν στὰ Ἀγ­γλι­κὰ καὶ ἀ­νέ­φε­ραν ἕ­να ὡ­ραῖ­ο πα­ρά­δειγ­μα: στὸ κα­τ᾿ Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γέ­λιο, σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς ἐμ­φα­νί­σεις τοῦ Ἰ­η­σοῦ, λέ­ει ἐ­κεῖ ὁ ἀ­να­στάς Ἰ­η­σοῦς στοὺς μα­θη­τές Του: «Δεῦ­τε ἀ­ρι­στή­σω­μεν». Ἡ νέ­α ἀγ­γλι­κὴ με­τά­φρα­ση, γιὰ νὰ εἶ­ναι μον­τέρ­να, τὸ ἀ­πέ­δω­σε: «Let᾿s have breakfast», τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως σω­στό. Αὐ­τὸ ση­μαί­νει τὸ «δεῦ­τε ἀ­ρι­στή­σω­μεν» στὴν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α, ἀλ­λὰ γιὰ τὸν Ἄγ­γλο τὸν πα­ρα­δο­σια­κό, τὸν ἄν­θρω­πο τῆς Ἀγ­γλι­κα­νι­κῆς ἐκ­κλη­σί­ας, αὐ­τὸ τὸ let᾿s have breakfast ἦ­ταν «shocking», ὅ­πως εἶ­πε ὁ κα­θη­γη­τὴς Karbery, ποὺ ἀ­νέ­φε­ρε τὸ πα­ρά­δειγ­μα, δι­ό­τι τοῦ ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε ἕ­να αἴ­σθη­μα -ὅ­πως εἶ­πε- profanation, βε­βη­λώ­σε­ως, σχε­δόν, ἀ­πο­ϊ­ε­ρο­ποι­ή­σε­ως». (10). Βλέ­που­με λοι­πὸν ὅ­τι ἡ ἀ­πο­ϊ­ε­ρο­ποί­η­ση τῆς γλώσ­σας, ποὺ ἀ­να­πό­δρα­στα συ­νε­πά­γε­ται ἤ, τολ­μῶ νὰ πῶ, ὅ­ποι­α με­τα­γλώτ­τι­ση, προ­κει­μέ­νου νὰ ἐ­πι­τύ­χει «κα­τα­νο­η­σι­μό­τη­τα» -ὅ­πως τέ­λος πάν­των τὴν ἐν­νο­εῖ αὐ­τὴ ὁ κα­θέ­νας- ἐγ­γί­ζει τὰ ὅ­ρια τοῦ κω­μι­κοῦ. Καὶ ἂν τὸ ἀ­νω­τέ­ρω πα­ρά­δειγ­μα προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν Ἀγ­γλι­κὴ γλῶσ­σα οὐ­δό­λως μει­ώ­νει τὴν ἀ­ξία του. Μά­λι­στα πο­λὺ φο­βοῦ­μαι ὅ­τι στὰ νέ­α Ἑλ­λη­νι­κὰ τὰ πράγ­μα­τα θὰ εἶ­ναι πιὸ δύ­σκο­λα, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἀ­ναν­τίρ­ρη­τα ἡ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα καὶ πιὸ φτω­χὴ γλῶσ­σα ἀ­πὸ τὰ Ἀγ­γλι­κὰ εἶ­ναι καὶ λι­γό­τε­ρες ἐκ­φρα­στι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες ἀ­πὸ αὐ­τὰ -τὰ «Ἀγ­γλι­κὰ- ἔ­χει, στὸ ἀ­νω­τέ­ρω πα­ρά­δειγ­μα, ἂν τὸ «δεῦ­τε ἀ­ρι­στή­σω­μεν» τὸ ἀ­πο­δώ­σου­με «ἂς πά­ρου­με πρω­ϊνό», ἡ ἀ­πο­ϊ­ε­ρο­ποί­η­ση τῆς γλώσ­σας θὰ εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο πραγ­μα­τι­κὴ καὶ τὸ σὸκ πού θὰ προ­κα­λέ­σει στὸν Ἕλ­λη­να πι­στὸ θὰ εἶ­ναι μι­κρό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­τι στὸν Ἄγ­γλο;  

Ἀλ­λὰ στὴ θέ­ση τοῦ π. Βα­σι­λεί­ου πε­ρὶ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τος με­τα­γλωτ­τί­σε­ως τῶν κει­μέ­νων τῆς θεί­ας λα­τρεί­ας πρὸς πλη­ρε­στέ­ρα κα­τα­νό­η­σή τους ὑ­πο­λαν­θά­νει καὶ μί­α ἀ­κό­μη πτυ­χή, ἄ­κρως ση­μαν­τι­κὴ κα­τὰ τὴν γνώ­μη μου. Πρό­κει­ται γιὰ μί­α, ἂς τὸ πῶ ἔ­τσι, ἐρ­γα­λεια­κὴ θε­ώ­ρη­ση τῆς γλώσ­σας. Ἡ γλῶσ­σα θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­να ἁ­πλὸ ἐρ­γα­λεῖ­ο, ἕ­νας κώ­δι­κας ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, πρὸς ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση χρη­στι­κῶν ἀ­ναγ­κῶν. Καὶ φυ­σι­κά, σύμ­φω­να μὲ τὴν ἄ­πο­ψη αὐ­τή, τί­πο­τα δὲν μᾶς ἐμ­πο­δί­ζει νὰ ἀν­τι­κα­τα­στή­σου­με τὸ ἐρ­γα­λεῖ­ο αὐ­τὸ μὲ ἕ­να ἄλ­λο, κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο καὶ προ­σφο­ρώ­τε­ρο γιὰ τὴν ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση τῶν χρη­στι­κῶν ἐ­πι­κοι­νω­νια­κῶν ἀ­ναγ­κῶν μας.

Ὅ­μως τὰ πράγ­μα­τα ὡς πρὸς τὴ φύ­ση τῆς γλώσ­σας δὲν ἐ­ξαν­τλοῦν­ται στὴν ψι­λὴ ἐρ­γα­λεια­κὴ-χρη­στι­κὴ θε­ώ­ρη­σή της. Ἡ γλῶσ­σα, πέ­ρα ἀ­πὸ ἕ­νας κώ­δι­κας ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, εἶ­ναι καὶ φο­ρεὺς πο­λι­τι­σμι­κῶν ἀ­ξι­ῶν τῆς γλωσ­σι­κῆς κοι­νό­τη­τος ποὺ τὴν χρη­σι­μο­ποι­εῖ. Ἐκ­φρά­ζει, ἢ μᾶλ­λον ἀ­πο­τυ­πώ­νει λε­κτι­κὰ τὶς ἀ­ξί­ες, τὸν ἰ­δι­αί­τε­ρο τρό­πο τοῦ σκέ­πτε­σθαι, τὶς ἰ­δι­αί­τε­ρες κα­τη­γο­ρί­ες νο­ή­σε­ως, τὸν ἰ­δι­αί­τε­ρο τρό­πο θε­ά­σε­ως καὶ νο­η­μα­το­δο­τή­σε­ως τοῦ κό­σμου, τῆς κοι­νω­νί­ας, τοῦ ἀν­θρώ­που, τοῦ θεί­ου, τοῦ ἱ­ε­ροῦ. Καὶ ὑ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ἄ­πο­ψη εἶ­ναι ἀ­ναν­τι­κα­τά­στα­τη. Ἄλ­λω­στε καὶ ἡ νε­ω­τέ­ρα θε­ω­ρί­α τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας δί­δει ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρη καὶ βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σί­α στὴ μορ­φὴ πρὸς πλη­ρε­στέ­ρα κα­τα­νό­η­ση τοῦ ἐν­νοι­ο­λο­γι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἄρ­ρη­κτα συ­νυ­φα­σμέ­νη ἡ γλωσ­σι­κὴ μορ­φὴ. (11).  

Ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ἄ­πο­ψη κα­τα­νο­οῦ­με τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη τι­μὴ ποὺ ἐ­πε­φύ­λα­ξε ἡ ἄρ­ρη­τη θεί­α πρό­νοι­α στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα καὶ στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ πο­λι­τι­σμό, τοῦ ὁ­ποί­ου εἶ­ναι φο­ρεὺς ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα, νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο ὄ­χη­μα δι­α­δό­σε­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ δι­α­τυ­πώ­σε­ως τῆς θε­ο­λο­γί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καὶ αὐ­τὸ κά­θε ἄλ­λο πα­ρὰ τυ­χαῖ­ο εἶ­ναι. Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα μὲ ὅ­λες τὶς ἰ­δέ­ες, τὶς ἀ­ξί­ες καὶ τὰ νο­ή­μα­τα, τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι φο­ρεύς, ἐ­κρί­θη ἀ­πὸ τὴν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη θεί­α βου­λὴ ὡς ἡ πλέ­ον κα­τάλ­λη­λη γιὰ τὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἔκ­φρα­ση τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς ἀ­πο­κα­λυ­φθεί­σης ἀ­λη­θεί­ας. Καὶ αὐ­τὸ δι­ό­τι εἶ­ναι ἡ πλέ­ον συγ­γε­νὴς μὲ τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ πνεῦ­μα καὶ ὡς ἐκ τού­του ἡ πλέ­ον προ­σι­δι­ά­ζου­σα στὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἔκ­φρα­σή του. Συ­χνὰ δι­α­τυ­πώ­νε­ται ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι ἂν ὁ Χρι­στὸς ἐ­νην­θρώ­πι­ζε σή­με­ρα, θὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τὴν ἀγ­γλι­κὴ γλῶσ­σα, δι­ό­τι αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ σύγ­χρο­νος παγ­κό­σμιος γλῶσ­σα. Μὲ τὴν ἴ­δια ἔν­νοι­α χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε καὶ ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα δι­ό­τι «ἔ­τυ­χε» νὰ ἦ­ταν τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη ἡ παγ­κό­σμιος γλῶσ­σα. Ὅ­μως δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα τυ­χαῖ­ο στὴν πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ, ἀ­κό­μη τὸ πλέ­ον ἀ­σή­μαν­το πρᾶγ­μα. Ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖα ὁ χρό­νος καὶ ὁ τό­πος τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως καὶ ἀ­σφα­λῶς ἡ ἐ­πι­λο­γὴ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας ὡς τοῦ ὀρ­γά­νου δι­α­τυ­πώ­σε­ως, ἐκ­φρά­σε­ως καὶ δι­α­δό­σε­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀλ­λὰ καὶ ὁ­λό­κλη­ρης τῆς με­τέ­πει­τα πα­τε­ρι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας καὶ φυ­σι­κὰ καὶ τῆς θεί­ας Λα­τρεί­ας. Ἡ γλῶσ­σα αὐ­τὴ μὲ ὅ­λα τὰ νο­ή­μα­τα, ἰ­δέ­ες καὶ ἔν­νοι­ες ποὺ ση­μαί­νει δι­έ­θε­τε ἐν δυ­νά­μει ὅ­λες τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ νὰ ἐκ­φρα­σθεῖ, δι­α­τυ­πω­θεῖ καὶ δι­α­δο­θεῖ ἡ ἐξ Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως ἀ­λή­θεια. Ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς μὲ τὴ δι­α­νό­η­ση καὶ τὴ γλῶσ­σα τοῦ δι­έ­θε­τε τὸ κα­τάλ­λη­λο φύ­ρα­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­νο­φθαλ­μι­ζό­με­νο στὴν ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ­σα ἀ­λή­θεια θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ με­τα­πλα­σθεῖ καὶ νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει τὸ κα­τάλ­λη­λο γλωσ­σι­κὸ καὶ δι­α­νο­η­τι­κὸ ὑ­πό­στρω­μα ἐκ­φρά­σε­ως αὐ­τῆς. Ὑ­πὸ τὴν ἔν­νοι­α αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου τυ­χαῖα ἡ ἐ­πι­λο­γὴ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας (καὶ φυ­σι­κὰ ὅ­λου τοῦ ἐν­νοι­ο­λο­γι­κοῦ ὁ­ρί­ζον­τος ποὺ ση­μαί­νε­ται ἀ­πὸ αὐ­τὴν) ἀ­πὸ τὴ θεί­α πρό­νοι­α γιὰ τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη δι­α­κο­νί­α της στὴν ἔκ­φρα­ση καὶ δι­ά­δο­ση τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς Ἀ­λή­θειας.

Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Φλω­ρόφ­σκυ εἶ­ναι σα­φὴς καὶ κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὸς ἐ­π᾿ αὐ­τοῦ: «Εἶ­ναι οὐ­σι­ῶ­δες νὰ θέ­σου­με ἐ­δῶ ἕ­να θέ­μα. Ἡ Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη πα­ρῆλ­θε. Ὁ Ἰσ­ρα­ὴλ δὲν δέ­χθη­κε τὴ θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ, δὲν ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὸ Χρι­στὸ οὔ­τε τὸν ὁ­μο­λό­γη­σε καὶ ἡ «ὑ­πό­σχε­ση πέ­ρα­σε στοὺς Ἐ­θνι­κούς». Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι, πρὸ πάν­των, ecclesia ex gentibus («ἐξ ἐ­θνῶν Ἐκ­κλη­σί­α»). Πρέ­πει νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σου­με αὐ­τὸ τὸ βα­σι­κὸ γε­γο­νὸς τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας μὲ τα­πεί­νω­ση μπρο­στὰ στὴ βου­λὴ τοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται στὸν προ­ο­ρι­σμὸ τῶν Ἐ­θνῶν. Καὶ ἡ «κλή­ση τῶν Ἐ­θνῶν» σή­μαι­νε ὅ­τι ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς εὐ­λο­γή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Σ᾿  αὐ­τὸ δὲν ὑ­πῆρ­ξε κα­μμιὰ «ἱ­στο­ρι­κὴ σύμ­πτω­ση» -καμ­μιὰ τέ­τοι­α σύμ­πτω­ση δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ βρί­σκε­ται σ᾿ αὐ­τό. Στὸν θρη­σκευ­τι­κὸ προ­ο­ρι­σμὸ τοῦ ἀν­θρώ­που δὲν ὑ­πάρ­χουν τυ­χαῖ­ες «συμ­πτώ­σεις». Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, τὸ γε­γο­νὸς πα­ρα­μέ­νει ὅ­τι τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο δί­νε­ται σὲ ὅ­λους μας καὶ γιὰ ὅ­λες τὶς ἐ­πο­χὲς στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα. Σ᾿ αὐ­τὴ τὴ γλῶσ­σα ἀ­κοῦ­με τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο στὴν ὁ­λό­τη­τα καὶ πλη­ρό­τη­τά του. Αὐ­τό, φυ­σι­κά, δὲν ση­μαί­νει καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ση­μαί­νει ὅ­τι δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ με­τα­φρα­στεῖ – ἀλ­λὰ πάν­το­τε τὸ με­τα­φρά­ζου­με ἀ­πὸ τὰ Ἑλ­λη­νι­κά. Καὶ ὑ­πάρ­χει ἀ­κρι­βῶς τό­σο λί­γη «τύ­χη» ἢ «συμ­πτω­μα­τι­κό­τη­τα» σ᾿ αὐ­τὴ τὴν «ἐ­κλο­γὴ» τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας (ὡς τῆς ἀ­με­τά­βλη­της πρώ­της γλώσ­σας τοῦ Χρι­στι­α­νι­κοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου), ὅ­ση ὑ­πῆρ­χε καὶ στὴν ἐ­κλο­γὴ ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ τοῦ Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ (ἀ­πὸ ὅ­λους τούς λα­οὺς τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τας) ὡς λα­οῦ «Του». Ὑ­πῆρ­χε τό­σο λί­γη «συμ­πτω­μα­τι­κό­τη­τα» στὴν «ἐ­κλο­γὴ» τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας ὅ­ση ὑ­πῆρ­χε στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι «ἡ σω­τη­ρί­α ἐκ τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἐ­στὶν» (Ἰ­ω­άν. δ’ 22). Δε­χό­μα­στε τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ ὅ­πως ἔ­γι­νε. Καὶ θὰ ἦ­ταν ἄ­σκο­πο νὰ ρω­τᾶ­με ἂν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­χε γί­νει ἀλ­λι­ῶς». (12).

Αὐ­τὰ ποὺ γρά­φει ὁ π. Γε­ώρ­γιος Φλω­ρόφ­σκυ γιὰ τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη λει­τουρ­γί­α τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο κάλ­λι­στα ἰ­σχύ­ουν καὶ στὴ θ. λα­τρεί­α καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως στὴ θ. Λει­τουρ­γί­α, χω­ρὶς αὐ­τὸ νὰ ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ θ. Λει­τουρ­γί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ τε­λε­σθεῖ σὲ ἄλ­λες γλῶσ­σες καὶ φυ­σι­κὰ σὲ ἄλ­λες μορ­φὲς τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας. Ὅ­μως -ἀν­τι­γρά­φον­τες τὸν π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ καὶ με­τα­φέ­ρον­τες ὅ­σα λέ­γει γιὰ τὸν Εὐ­αγ­γέ­λιο στὴ θ. Λει­τουρ­γί­α- ἀ­κοῦ­με καὶ κα­τα­νο­οῦ­με -δι­α­νο­η­τι­κὰ καὶ ἄλ­λως πὼς- τὴ θ. Λει­τουρ­γί­α στὴν ὁ­λό­τη­τα καὶ πλη­ρό­τη­τά της στὴν πα­ρα­δε­δο­μέ­νη, ἀρ­χι­κὴ γλωσ­σι­κὴ μορ­φή της. Καὶ ἀλ­λοι­ώ­νον­τες τὴν πα­ρα­δε­δο­μέ­νη, ἀρ­χι­κὴ, «ἀμε­τά­βλη­τη» ἂν θέ­λε­τε (ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς γρά­φει ὁ π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ κα­τ᾿ ἀ­να­λο­γί­αν, ἀ­ναν­τιρ­ρή­τως, ἰ­σχύ­ει γιὰ τὴ θ. Λει­τουρ­γί­α) μοι­ραί­α ἀλ­λοι­ώ­νον­ται τὰ ση­μαι­νό­με­να ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­δε­δο­μέ­νη γλωσ­σι­κὴ μορ­φὴ νο­ή­μα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α ἄλ­λω­στε, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω γιὰ πολ­λο­στὴ φο­ρά, εἶ­ναι ἀρ­ρή­κτως συν­δε­δε­μέ­να μ᾿  αὐ­τὴν – τὴ γλωσ­σι­κὴ μορ­φή. Καὶ ἐν τε­λι­κῇ ἀ­να­λύ­σει ὄ­χι μό­νο δὲν δι­ευ­κο­λύ­νε­ται ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ προ­σπέ­λα­ση τῶν πι­στῶν στὴ θ. Λει­τουρ­γί­α, ὅ­πως νο­μί­ζει ὁ π. Βα­σί­λει­ος, ἀλ­λὰ τοὐ­ναν­τί­ον ὑ­φί­στα­ται ση­μαν­τι­κὴ μεί­ω­ση καὶ ἔκ­πτω­ση ἀ­πὸ αὐ­τὴν ποὺ προ­σφέ­ρει ἡ ὡς ἔ­χει γλωσ­σι­κὴ μορ­φὴ τῆς θ. Λει­τουρ­γί­ας. Καὶ βε­βαί­ως αὐ­τοὶ ποὺ ὄ­χι μό­νο δὲν ὠ­φε­λοῦν­ται ἀλ­λὰ τοὐναν­τί­ον ἀ­δι­κοῦν­ται εἶ­ναι οἱ πι­στοί.  

Κλεί­νον­τας κρί­νω σκό­πι­μο νὰ πα­ρα­θέ­σω ὁ­ρι­σμέ­νες θέ­σεις τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τριά­ρχου κ. Βαρ­θο­λο­μαί­ου, ὅ­πως αὐ­τὲς δι­ε­τυ­πώ­θη­σαν σὲ συ­νέν­τευ­ξη ποὺ πα­ρε­χώ­ρη­σε στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Θε­ὸς καὶ θρη­σκεί­α (τεῦ­χος 1, Μάρ­τιος 1999, σ. 27). «Πολ­λά­κις δὲν εἶ­ναι ἡ γλωσ­σι­κὴ μορ­φή, ἀλ­λὰ ἡ βα­θύ­της τῶν νο­η­μά­των καὶ ἡ ἔλ­λει­ψις ἐ­ξοι­κει­ώ­σε­ως πρὸς αὐ­τά, ἡ ὁ­ποί­α κα­θι­στᾶ δυσ­νό­η­τον ἕ­να κεί­με­νον. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α δὲν θε­ω­ρεῖ τὴν γλωσ­σι­κὴν μορ­φὴν δόγ­μα, ἀλ­λά ποι­μαν­τι­κόν μέ­σον. Ἑ­πο­μέ­νως χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἑ­κά­στο­τε τὴν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κω­τέ­ραν γλῶσ­σαν. Ἐν τού­τοις ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ γλῶσ­σα τῆς θεί­ας λα­τρεί­ας δὲν πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ κα­θη­με­ρι­νὴ γλῶσ­σα, ἀλ­λὰ ὑ­ψη­λό­τε­ρα καὶ ἐ­πι­ση­μο­τέ­ρα, διὰ νὰ αἰ­σθά­νε­ται ὁ χρι­στια­νὸς τὴν ἐ­πι­ση­μό­τη­τα τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας, χω­ρὶς βε­βαί­ως νὰ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ πα­ρα­κο­λού­θη­ση τὰ νο­ή­μα­τα αὐ­τῆς. Πρέ­πει νὰ δι­δά­ξω­μεν τὴν ἑρ­μη­νεί­αν τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας εἰς τοὺς ἐκ­κλη­σι­α­ζο­μέ­νους χρι­στια­νούς, μή­πως οὕ­τως ἀμ­βλυν­θῆ  τὸ πρό­βλη­μα τῆς κα­τα­νο­ή­σε­ως τῆς γλώσ­σης αὐ­τῆς».

1. Κυν­νέ­ρου Ρα­φα­ήλ, Συν­τα­κτι­κόν τῆς ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σης, μτφρ. Εὐ­στα­θί­ου Στα­θά­κη, τό­μος Β’, Δω­δώ­νη, χ.χ., σ. 793.
2. Χα­τζη­δά­κι Γ., «Πε­ρὶ τῆς ἑ­νό­τη­τος τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σης», στὸ  Ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ Ἐ­πε­τη­ρὶς Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν, τ.5, 1908-9, σελ. 47-151.
3. Πα­ρα­σκευ­ο­πού­λου Γερ­βα­σί­ου, Ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ Ἐ­πι­στα­σί­α εἰς τὴν Θεί­αν Λει­τουρ­γί­α, Πά­τραι, 1958, σελ. 214-215.
4. Κυν­νέ­ρου Ρα­φα­ήλ. ε. α. σελ. 508-509.
5. Κυν­νέ­ρου Ρα­φα­ήλ. ε. α. 509.
6. Πα­ρα­σκευ­ο­πού­λου Γερ­βα­σί­ου, ε. α., σελ. 211, ση­μεί­ω­σις 2.
7. Τρεμ­πέ­λα Π.Ν., Ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θό­δο­ξον λα­τρεί­αν μας, Ἀ­θῆ­ναι, Ἀ­πρί­λιος 1997, σελ. 298 καί 299.
8. Κυν­νέ­ρου Ρα­φα­ήλ, ε. α., σ. 508.
9. Κα­ρα­ϊ­σα­ρί­δη Κων­σταν­τί­νου, Ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ π. Δη­μη­τρί­ου Στα­νι­λο­ά­ε στὴ με­λέ­τη τῶν λει­τουρ­γι­κῶν θε­μά­των, Ἀ­θή­να 1997, σ. 299-300.
10. Πρω­τό­τυ­πο καί Με­τά­φρα­ση, Πρα­κτι­κά Συ­νε­δρί­ου, Ἀθή­να 11-15 Δε­κεμ­βρί­ου 1978, σ. 220.
11. Jacobson R. Γιὰ τὸ ποι­η­τι­κὸ καὶ τὴν τέ­χνη – Δο­κί­μια γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνί­α, μτφρ. Ἄ­ρης Μπερ­λῆς. Ἑ­στί­α 1998, σ. 186.
12. Φλω­ρόφ­σκυ Γε­ωρ­γί­ου, Δη­μι­ουρ­γί­α καὶ Ἀ­πο­λύ­τρω­σις, μτφρ. Π. Πάλ­λης, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1983, σ. 36.

Πηγή: http://www.enromiosini.gr/arthrografia/5827-%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b3%ce%bb%cf%89%cf%83%cf%83%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%85-%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%b2%ce%bb%ce%b7%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%83-%cf%84%ce%b7%cf%83-%ce%b8%ce%b5/

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel