Ζωηφόρος

Κράτος-Εκκλησία - Ανάγκη για διαχωρισμό ή συμπόρευση; του Χρήστου Τσιμπούκη,

Κράτος-Εκκλησία - Ανάγκη

για διαχωρισμό ή συμπόρευση;

του Χρήστου Τσιμπούκη

Διοικητικού Επιστήμονα, Μ.Δ.Ε., Υπ. Διδάκτορος Παν.Αθηνών

Οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας έρχονται συχνά στην επικαιρότητα κυρίως μετά από κάποιο "σκάνδαλο" της Εκκλησιαστικής διοίκησης. Υπάρχουν κάποιοι που ζητούν τον πλήρη χωρισμό του Κράτους από την Εκκλησία, όπως εμφατικά δηλώνουν. Άλλοι πάλι, μεταξύ των οποίων αρκετοί Ιεράρχες, μιλούν για την ανάγκη αναθεώρησης των σχέσεων και επαναπροσδιορισμού τους. Αποφεύγουν να μιλήσουν για χωρισμό. Υπάρχουν όμως και εκείνοι, και είναι πολλοί, που επιθυμούν την συνεργασία των δύο θεσμών. Το Amen.gr ανοίγει το διάλογο γι' αυτό το σημαντικό ζήτημα και με ψυχραιμία, μακριά από την σκανδαλολογία, επιθυμεί να παρουσιάσει πολλές και διαφορετικές απόψεις μεταξύ των οποίων και τις δικές σας.

Ακολουθεί το άρθρο του συνεργάτη μας κ.Χρήστου Τσιμπούκη

«Πιστεύοντας όπως και εσείς, ότι η θρησκεία είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τον κάθε άνθρωπο και το Θεό του, ότι δεν χρωστάει λογαριασμό σε κανέναν άλλον για την πίστη ή τη λατρεία του, ότι οι νομοθετικές εξουσίες της κυβέρνησης μπορούν να αφορούν πράξεις μόνο, και όχι απόψεις, σέβομαι απόλυτα την πράξη ολόκληρου του Αμερικανικού λαού που όρισε ότι οι νομοθέτες του δε θα φτιάξουν κανένα νόμο που θα στηρίζει την εγκαθίδρυση κάποιας θρησκείας, ή θα απαγορεύει την ελεύθερη άσκησή της χτίζοντας έτσι ένα τείχος διαχωρισμού ανάμεσα σε εκκλησία και κράτος». (Thomas Jefferson, 1802)

Με το απόσπασμα αυτό της επιστολής του τότε προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, προς την ένωση Βαπτιστών του Danbury, με τον πλέον σαφή τρόπο, σκιαγραφείται η ουσία του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας ή κατ’ άλλους κρατικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Το νοηματικό επίκεντρο του διαχωρισμού αυτού εύκολα προσδιορίζεται αν αναζητηθούν οι δύο βασικές συνιστώσες που το συνθέτουν και αυτές είναι αφενός μεν η υποχρέωση της κρατικής εξουσίας, με το σύνολο των δομών και των θεσμών που την απαρτίζουν, σε μη μεροληπτική στάση υπέρ της μίας ή της άλλης θρησκείας ή θρησκευτικού δόγματος, αφετέρου δε στην υποχρέωση της εκάστοτε θρησκείας και κυρίως των εκπροσώπων/ιεραρχών της σε μη ανάμειξη τους με το δημόσιο χώρο λήψης αποφάσεων και άσκησης δημόσιας εξουσίας.

Η ουσία συνεπώς του διαχωρισμού αυτού συνίσταται στην αυστηρή οριοθέτηση των λειτουργιών και των αρμοδιοτήτων τόσο του κράτους όσο και της εκάστοτε «εκκλησίας» σε ένα γενικότερο πλαίσιο διάχυτης απαγόρευσης εμπλοκής μετεχόντων του ενός χώρου στο πεδίο δραστηριοτήτων του άλλου και αντίστροφα.

Στη θεωρητική σύλληψη του αυστηρού διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας, πρέπει συντελεσθεί η παραδοχή δύο βασικών αποκλίσεων από την σκληρή γραμμή της μη «διασταύρωσης» κρατικής και εκκλησιαστικής λειτουργίας, κάτι το οποίο, σε γενικές γραμμές, γίνεται αποδεκτό ακόμα και από όσους αναφανδόν δηλώνουν υπέρμαχοι αυτού. Εις ό,τι αφορά αρχικά την υποχρέωση της κρατικής εξουσίας για α-μετοχική στάση στην λειτουργία της εκκλησιάς πρέπει να αναφερθεί ότι σε ένα ευνομούμενο πολίτευμα, με δεδομένη και ισχυρή έννομη τάξη, αποτελεί συνταγματική υποχρέωση, κατ’ αρχήν, των φορέων της νομοθετικής εξουσίας για νομοθετική ρύθμιση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της εκκλησίας.

Ακολούθως, αναφορικά με την υποχρέωση της εκκλησίας, για μη ανάμειξή της στις υποθέσεις του κράτους, αυτή περιορίζεται έως το σημείο εκείνο που δεν θίγεται το απόλυτο και προσωποπαγές δικαίωμα κάθε πολίτη, συνεπώς και των ιεραρχών κάθε θρησκεύματος, στην ελευθερία της έκφρασης ώστε να μην συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, τηρουμένων πάντα των περιορισμών που προβλέπονται από τον εκάστοτε καταστατικό χάρτη.

Εκ των ανωτέρω, αβίαστα προκύπτει πως δεν μπορεί να γίνεται λόγος επί της ουσίας για απόλυτο διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας και για χάραξη παράλληλων πορειών στο ίδιο δημόσιο χώρο, στον οποίο συμβιούν κοινωνικές μονάδες. Κάτι τέτοιο θα ήταν απλά ουτοπικό. Και ο λόγος είναι απλός, καθώς από τη μια, η θέσπιση κανόνων δικαίου αποτελεί προϋπόθεση για την ομαλή, εύρυθμη και νόμιμη λειτουργία της εκκλησίας και από την άλλη, δεν είναι επιτρεπτό, συνταγματικά και ηθικά, να απαιτείται, από τον εκάστοτε ιερωμένο, η εσωτερίκευση ή άλλως η μη δημοσιοποίηση απόψεων που αφορούν τη δημόσια σφαίρα και κινούνται στα πλαίσια του κοινωνικής ευταξίας

Σε τούτο το κείμενο θα καταβληθεί η μέγιστη, από πλευράς του υπογράφοντος, προσπάθεια για προσέγγιση της, όσο το δυνατό, αντικειμενικής πραγματικότητας, αναδεικνύοντας αληθινές και δύσκολα αμφισβητήσιμες πτυχές του ζητήματος του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας. Η ανάδειξη των πτυχών αυτών θα πρέπει να ιδωθεί, εν συνεχεία, υπό το φως της εξελικτικής πορείας και εκσυγχρονιστικής διαδρομής των θεμελιωδών δομών της πολιτικής και της κοινωνίας εν συνόλω.

Έχουν πράγματι παρέλθει ανεπιστρεπτί οι εποχές κατά τις οποίες ετίθεντο εν αμφιβόλω οι θρησκευτικές ελευθερίες των μελών της κοινωνίας. Κάποτε, στην Ελλάδα, υπήρχαν καταφανείς και βαρύτατες προσβολές θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ αυτών δε και του δικαιώματος της θρησκευτικής συνείδησης και ελευθερίας, με συνέπεια να καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για προάσπιση του ανωτέρω δικαιώματος και κατ΄ επέκταση της ίδιας της εκκλησίας και των λειτουργών της.

Η σύγχρονη πραγματικότητα όμως διαφέρει, κατά πολύ, καθώς οι κρατικές παρεμβάσεις στο περιεχόμενο του δικαιώματος έχουν σχεδόν εξαλειφθεί και μόνο ως σπανίζουσες εξαιρέσεις μπορούν να αναφερθούν. Η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί πλέον συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, η ουσία του οποίου είναι απολύτως εμπεδωμένη στην συντριπτική πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου. Δεν θα μπορούσε κάποιος εύκολα να υποστηρίξει πως οι βασικές-θεμελιώδεις αρχές του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο «διαπραγμάτευσης» μεταξύ κράτους και εκκλησίας. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μην παρουσιάζεται προφανής λόγος ενισχυμένης «προστασίας» της εκκλησίας από την κρατική παρέμβαση ή επέμβαση, η οποία θα δικαιολογούσε πλήρως τότε και την ανάγκη διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας.

Αντίστροφα, δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιοι κατακρίνουν, ακόμα δε και καταγγέλλουν, την εκκλησία της Ελλάδος και τους ιεράρχες της, για κατάφορη ανάμειξή τους στις πολιτικές διεργασίες, πολλές φορές όχι αδικαιολογήτως ούτε αστήρικτα, αλλά εδράζοντας τις όποιες τους μομφές σε αφορμές που καταλείπονται από αυτούς (θρησκευτικούς λειτουργούς). Και εδώ όμως οφείλονται κάποιες διευκρινήσεις και διασαφηνίσεις.

Για την στοιχειοθέτηση μιας τέτοιας κατηγορίας και την πλήρη αποδοχή της (για εμπλοκή στην άσκηση της εξουσίας ιεραρχών της εκκλησίας) θα πρέπει είτε η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα να θυμίζει κάτι από περιπτώσεις λ.χ. Μακάριου στην Κύπρο, Δαμασκηνού στην Ελλάδα, Πατριάρχη Γεννάδιο (Σχολάριο) μετά την άλωση της Πόλης κτλ είτε τεκμηριωμένα να αποδεικνύεται αθέμιτη και ουσιαστική συμμετοχή ιεραρχών στις κρατικές υποθέσεις. Περιπτώσεις οι οποίες ομολογουμένως απέχουν πολύ από την σύγχρονη πραγματικότητα.

Πρέπει να τονισθεί, όπως και αλλού στο κείμενο έχει υπονοηθεί, ότι ως ανάμειξη στις δημόσιες υποθέσεις δεν είναι δυνατό να νοηθεί η έκφραση δημοσίως της γνώμης μεμονωμένα κάποιων ιεραρχών ή ακόμα και συντεταγμένα της εκκλησίας για ζητήματα που απασχολούν το δημόσιο χώρο. Κάτι τέτοιο ούτε προβλέπεται ούτε επιτρέπεται να απαιτηθεί γιατί τότε θα γινόταν λόγος για παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της έκφρασης και της ελευθερίας της συνείδησης. Αυτό που προκύπτει από την σύγχρονη πρακτική εμπειρία είναι ότι με το ισχύον πλέγμα νομοθετικών διατάξεων η εκκλησία σε τίποτε δεν μπορεί να «απειλήσει» κρατικές δομές και δημόσιες αποφάσεις, καθώς η δυνατότητα για συμμετοχή «αυτής» στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι κάτι περισσότερο από ανύπαρκτη.

Επί της ουσίας δηλαδή, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είτε έχει επιτευχθεί ο διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας χωρίς νομικίστικες και πολιτικές κορώνες, που κάποιοι στο παρελθόν ίσως να απαιτούσαν ή να υπόσχονταν, είτε μάλλον ότι έχει επιτευχθεί η χρυσή τομή μεταξύ κράτους και εκκλησίας.

Σε ότι αφορά την πρώτη θέση, η άποψη του γράφοντος είναι ότι μία κοινωνία θα πρέπει να μάθει να μη ζει με διλλήματα. Και ο αυστηρός τυπολογικός διαχωρισμός κράτους εκκλησίας αποτελεί μια διλληματική κατάσταση την οποία η ελληνική κοινωνία δεν την έχει ανάγκη. Η απαίτηση για αυστηρό διαχωρισμό το μόνο που θα μπορούσε να «προσφέρει» είναι, ενσταλάζοντας κλίμα καχυποψίας, μισαλλοδοξίας και διάκρισης, τη διαίρεση της ελληνικής κοινωνίας, που βρίσκεται δίπλα τόσο στην πραγματική αγάπη για την πατρίδα όσο και στην ειλικρινή χριστιανική πίστη και λατρεία.    

Η δεύτερη θέση, που είναι μάλλον αντιπροσωπευτική της ζώσας πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας και οπωσδήποτε πιο πλουραλιστική, θα έπρεπε να ιδωθεί ως μια εποικοδομητική «συμβίωση», σε κάποιους τομείς, κράτους και εκκλησίας, με στόχο την προώθηση των συμφερόντων των μελών της κοινωνίας, με διαφορετικά μέσα και από διαφορετική αφετηρία.

Η Ελλάδα ανήκει στην κατηγορία των χωρών της ενωμένης Ευρώπης με κοινό χαρακτηριστικό την αναγωγή μίας εκκλησίας ως επίσημης (αντιθέτως ως κράτη με καθεστώς αυστηρού διαχωρισμού μπορούν να παρατεθούν η Γαλλία, η Πορτογαλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ελβετία). Μεταξύ των χωρών με επίσημη εκκλησία συγκαταλέγεται η Δανία, η μόνη σκανδιναβική χώρα με επίσημη εκκλησία (Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία από το 1849) και η Αγγλία η οποία μετά από αιματηρές συγκρούσεις απέκτησε από το 1689 επίσημη εκκλησία (Εκκλησία της Αγγλίας). Σημαίνουσα διαφορά μεταξύ των ανωτέρω χωρών και της Ελλάδας αποτελεί ότι, στην ελληνική ιστορία, η συγκρότηση του ελληνικού κράτους προηγήθηκε μόλις πέντε έτη της συγκρότησης της αυτοκέφαλου Εκκλησίας (1833), δηλαδή δεν μπορεί να παραβλεφθεί μια ιστορική συμπόρευση ελληνικού κράτους και ελληνικής εκκλησίας, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μέγα σφάλμα.

Άλλο τόσο εσφαλμένη όμως θα ήταν η πρόταξη της κοινής αυτής ιστορικής αφετηρίας και συμπόρευσης, ως επιχειρήματος ή μάλλον ως άλλοθι για εμπλοκή της εκκλησίας στις υποθέσεις του κράτους και αντιστρόφως. Η διαχρονική αυτή κοινή διαδρομή αποτελεί την πραγματική αιτιολογία που σε κάποιους τομείς κράτος και εκκλησία τέμνονται.

Εκτός της (σχεδόν) κοινής χρονικής αφετηρίας, σε χαλεπούς καιρούς, κράτος και εκκλησία παρουσιάζουν και άλλες ομοιότητες, οι οποίες καθιστούν απαγορευτικό ή και χωρίς ουσιαστικό, εν τοις πράγμασι, αντίκρισμα τον πραγματικό διαχωρισμό μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν, τόσο το κράτος όσο και η εκκλησία στοχεύουν και δρουν στο δημόσιο χώρο, στην κοινωνία, στους ίδιους ανθρώπους που για το μεν κράτος νοούνται ως πολίτες για τη δε εκκλησία ως πιστοί. Το κοινωνικό σύνολο, ασχέτως χαρακτηρισμών ή άλλων ονοματολογικών προσδιορισμών, αποτελεί το κοινό πεδίο δράσης και των δύο μερών του ζεύγματος, στο οποίο επιχειρούν να αυξήσουν την επιρροή τους μέσω άσκησης «εξουσίας».

Το σημείο αυτό είναι το πλέον σημαντικό καθώς το είδος της ασκούμενης «εξουσίας» είναι πέρα για πέρα διαφορετικό όπως όμως και το διακύβευμα. Άλλο για το κράτος άλλο για την εκκλησία. Κατάκτηση και άσκηση πραγματικής εξουσίας, για το κράτος, διάδοση της πίστης για την εκκλησία. Αποτέλεσμα δε αυτής της διαφορετικότητας είναι να μην υπάρχει ανταγωνισμός ή σύγκρουση και συνεπώς ουσιαστικός λόγος διαχωρισμού των δύο αυτών πόλων. Κάτι τέτοιο θα είχε νόημα μονό αν στόχευαν τα ίδια πράγματα!

Αντιθέτως, ο μόνος κοινός στόχος της εκκλησίας και του κράτους είναι η προώθηση του κοινού καλού. Στόχευση η οποία μάλλον ωθεί στην προσέγγιση και στη σύγκλιση των δύο πόλων παρά στο διαχωρισμό τους. Ο λόγος απλός: είτε επιδιώκεται το κοινό καλό, με θρησκευτικά κίνητρα, είτε το δημόσιο συμφέρον, λόγω νομοθετικών επιταγών και υποχρεώσεων, η ουσία είναι κοινή: προαγωγή του κοινού καλού που ευαγγελίζεται η θρησκεία και υπόσχεται η κρατική εξουσία. Λόγω μάλιστα της διαφοράς των κινήτρων και της φύσης των υποκινήσεων δεν προκαλείται ανταγωνισμός μεταξύ των δύο μερών του ζεύγους, άρα ούτε εμπλοκή του μεν στο πεδίο δραστηριοτήτων του δε και εν τέλει δεν παρίσταται ανάγκη διαχωρισμού των ρόλων τους. Εξάλλου πώς είναι δυνατό οι προσπάθειες για την προώθηση των συμφερόντων μιας κοινωνίας να διαχωρίζει, έστω και αν προέρχονται από δύο πλήρως διαφορετικούς παράγοντες;         

Εν κατακλείδι, προσωπική άποψη του γράφοντος είναι ότι στη σύγχρονη εποχή η πρόταση για πλήρη διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας, είτε μέσω αναθεώρησης διατάξεων του ελληνικού Συντάγματος είτε μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων είτε με οιονδήποτε άλλον τρόπο, είναι καταδικασμένη να μένει κενό γράμμα. Εκκλησία και κράτος μέσω της σύνθεσης απόψεων και της παράλληλης αλλά, επιτρεπτά, σε κάποια σημεία τεμνόμενης δράσης μάλλον να προσφέρουν έχουν στο κοινωνικό σύνολο παρά να στερήσουν. Σε ένα κοινωνικό σύνολο όπως το ελληνικό με πλήθος ιδιαιτεροτήτων και εθνοτικών ιδιομορφιών ο πλουραλισμός απόψεων και η θεμιτή όσμωση δράσεων, ρόλων και λειτουργιών μπορεί να προσδώσει τα μέγιστα.

Απαραίτητη προϋπόθεση όμως είναι και οι δύο πόλοι να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες τόσο εσωτερικής τους κάθαρσης όσο και απεμπόλησης επιβλαβών νοοτροπιών και πρακτικών. Σήμερα περισσότερο από ποτέ φαντάζει επιτακτική η ανάγκη κράτος και εκκλησία να κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση αυτή της αντιμετώπισης του κοινού αυτού προβλήματος, αφενός διορθώνοντας αποφασιστικά τα «κακώς κείμενα» και αφετέρου επουλώνοντας «πληγές» των ελλήνων στην εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς (σχέση: πολίτες κράτος) αλλά και στην πίστη τους στο χριστιανισμό (σχέση: πιστοί εκκλησία).

Πηγή: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=282

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel