«Λυποῦμαι πάρα πολύ γιά τό μεγάλο θέμα, πού προέκυψε ἐσχάτως. Στενοχωριέμαι εἰλικρινά και διερωτῶμαι πῶς προέκυψε, ὡς μη ὤφειλε, τό μεγάλο θέμα τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων. Αἰσθάνομαι ὅτι πνίγομαι. Αἰσθάνομαι ὅτι μοῦ κόβουν τήν πηγή τοῦ δροσεροῦ νεροῦ, πού ῥέει ἄφθονο, γιά νά ξεδιψάῃ τίς ἀθάνατες ψυχές μας. Καί στενοχωριέμαι πρό πάντων, γιατί δέν θἄθελα να εὑρεθῶ συμμέτοχος σέ μιά τέτοια ἀλλοίωσι τοῦ ἁγιοπατερικοῦ και Ὑμνολογικοῦ μας πλούτου. Αὐτοῦ πού ἄρδευσε καί πότισε γενεές γενεῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν σ’ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς. Αἰσθάνομαι πώς θά κολληθῇ ἡ γλῶσσα μου στό λάρυγγά μου, ἐάν λησμονήσω τήν Ἱερουσαλήμ.
Μοῦ φαίνεται πώς δέν θά μποροῦσα να ζήσω χωρίς ὅλον αὐτό τόν Ὑμνολογικό διάκοσμο τῆς Θείας Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας μας. Τί νά πρωτοερανισθῶ ἀπό τίς λειτουργικές μας δέλτους καί ἀπʼ τήν Ὑμνολογία μας γιά νά συγκινήσω τούς τολμητίες; Τίς ἁγιαστικές Εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου; Τήν Ὀκτώηχό μας; Τήν Μεγάλη μας Ἑβδομάδα; Τί; Τί ἀπ΄ ὅλα; Ὡς κι αὐτή ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία μας, εἶναι ποίημα Κατανυκτικό μέ διαστάσεις Θεολογικές, σωτηριολογικές. Πῶς ἆραγε θἆναι αὐτά μεταποιημένα; Σέ ποιά γλῶσσα καί γιά ποιούς;
Κλάψαμε καί στενάξαμε ὅταν ἔγινε αὐτή ἡ πρό ὀλίγων ἐτῶν πιλοτική δοκιμή τῆς μεταφράσεως τῶν κειμένων τῆς Θείας Λειτουργίας, τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Καί δόξα τῷ Θεῷ, ὁ Κύριος “ἐξήγαγεν ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν”. Και μάλιστα τότε ἦταν μόνον μία ἐπί πλέον ἀνάγνωσις τῶν κειμένων και στά νεοελληνικά. Τώρα ὅμως, ἀποτολμᾶται μία ἐκ θεμελίων ἐκρίζωσις ὅλων αὐτῶν γιά τά ὁποῖα πρέπει μόνον νά καυχώμεθα. Τώρα δυστυχῶς, ἀποτολμᾶται μιά ἀπαξίωσις τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ θησαυροῦ, ὁ ὁποῖος ἀναβιβάζει σέ ὕψος τή γλῶσσα μας, καταξιώνει το ἔθνος μας, κι ὅλες τίς ὁμόδοξες Ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες μας, και ὡραΐζει τήν Θεία μας Λατρεία. Και μάλιστα τό τολμοῦν αὐτό πρόσωπα πού ξέρουν πολύ καλά τήν ἀξία τῶν
κειμένων, πού ἀλλοτριώνουν και εὐτελίζουν. Ποιός μπορεῖ νά σταθῇ δίπλα στούς Μεγάλους Πατέρες μας, γιά νά γράψῃ Θεία Λειτουργία ἀντάξια τῆς ἰδικῆς των; Ποιός μπορεῖ νά ἀρθῇ σ’ αὐτό τό ὕψος, ὥστε νά ἀγνοήσῃ τούς μεγάλους μας Ὑμνογράφους Πατέρες; Πῶς φθάσαμε ἀλήθεια ἐμεῖς πού πρέπει πρό πάντων ἐμεῖς νά κλίνουμε γόνυ ἐνώπιον τοῦ μεγαλείου τῆς Θείας Λατρείας, νά ὑψώσουμε ἀνάστημα καί νά μή ὑποτασσόμαστε σ’ αὐτό πού τόσο εὐεργετικά μᾶς προσφέρθηκε; Μπορεῖ μιά μόνη πέννα νά πιστέψῃ ὅτι μπορεῖ νά ἀντικαταστήσῃ τόσους πολλούς δογματικούς Πατέρες καί Μητέρες Ὑμνογράφους τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας; Δέν εἶναι αὐτό πλάνη; Καί πρό πάντων διερωτῶμαι, ἔχουμε τό δικαίωμα νά ἐπιδοθοῦμε σ’ αὐτή την παράτολμη πρωτοβουλία; Ὄχι βέβαια. Δέν φθάνει ἕως αὐτοῦ τοῦ σημείου ἡ αὐθεντία μας μέσα στην Ἐκκλησία, ὥστε νά ἀποφασίζουμε μονότροπα θεμελιώδη πράγματα Πίστεως, πού ἔχουν σωτηριολογικό κόστος στήν ζωή τῶν πιστῶν μας καί πού μπορεῖ νά ὁδηγήσουν σέ διαιρέσεις μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες.
Κάνω ἔκκλησι καί παρακαλῶ θερμά ὅσους Πατέρες καί Ἀδελφούς Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς πίστεψαν ὅτι δικαιοῦνται αὐτή τήν ἀλλαγή κι ὅσους τήν τόλμησαν ἤδη, να “ἀνακάμψουν πρύμναν”, γιά νά μη δεχθοῦμε πάλι κανένα γερό ῥάπισμα ἀπʼτό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο εἶναι πλέον ἤ βέβαιο ὅτι θά τό ἐμέσῃ αὐτό τό στυφό και ἄγουρο φροῦτο, καί μαζί μ’ αὐτό θα μᾶς ἀπορρίψῃ κι ἐμᾶς καί θα ἀπαξιώσῃ γι’ ἄλλη μιά φορά κι ἐμᾶς πού κληθήκαμε νἄμαστε οἱ θεματοφύλακες αὐτῶν.
† Ο ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΥΡΝΑΒΟΥ
ΙΓΝΑΤΙΟΣ
«ΕΡΩ», Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2012