Το θέμα του Θαβωρίου φωτός είχε απασχολήσει την Εκκλησία τον 14ο αιώ. με κύριους εκφραστές από μεν την πλευρά του παπισμού τον επηρμένο, υπερήφανο, αιρετικό και αναθεματισμένο από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας Βαρλαάμ Καλαβρό, από δε την πλευρά της Ορθοδοξίας τον αντιρρητικό και αντιαιρετικό μέγα θεολόγο του Φωτός, τον κήρυκα της ακτίστου θείας Χάριτος, τον αντίπαπα και παπομάστιγα άγιο Γρηγόριο Παλαμά αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Οι παπικοί, με εκφραστή τον Βαρλαάμ, υποστηρίζουν ότι το Φως της Θείας Μεταμορφώσεως είναι κτιστό. Δεν είναι απρόσιτο, ούτε αληθινό φως της θεότητος, αλλά κατώτερο από τους αγγέλους και από αυτή την ανθρώπινη νόηση, τα νοήματα και τα νοούμενα. Είναι δηλαδή φως υλικό, που άλλοτε γινόταν ορατό με τις αισθήσεις και άλλοτε διαλυόταν και κατέληγε στο «μη είναι», διότι ήταν φθαρτό και πεπερασμένο[1].
Σ’ αυτή την αίρεση, ότι δηλαδή το Θαβώριον Φως είναι κτιστό, οδηγήθηκαν οι παπικοί, επειδή ταυτίζουν την άκτιστη ουσία του Θεού με τις άκτιστες ενέργειές Του και επειδή αποδίδουν στον Θεό κτιστές ενέργειες. Οι παπικοί δεν δέχονται άκτιστες ενέργειες στον Θεό. Πιστεύουν ότι ο Θεός είναι ουσία απρόσιτη και δεν επικοινωνεί προσωπικά με τον άνθρωπο. Ενεργεί στον κόσμο όχι άμεσα, αλλά έμμεσα, με κτιστές ενέργειες. Γι’ αυτούς η Θεία Χάρις είναι μέγεθος κτιστό, που το δημιουργεί ο Θεός, για να σώσει τον άνθρωπο. Κτιστή είναι επίσης η Χάρις των Μυστηρίων, όπως κτιστό είναι και το Θαβώριον Φως της Μεταμορφώσεως του Χριστού[2].
Οι απόψεις, όμως, αυτές του παπισμού για το Θείο Φως είναι ετερόδοξες και αντίθετες με την διδασκαλία των αγίων. Με αναφορά πλήθους πατερικών χωρίων ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και άλλοι μοναχοί απέδειξαν ότι το Φως της Θείας Μεταμορφώσεως δεν είναι υλικό και πεπερασμένο, δεν είναι εξωτερική δόξα του σώματος, αλλά δόξα και λαμπρότητα της υποστατικά ενωμένης με το σώμα θεότητας. Δεν είναι ακόμη το Φως η ουσία του Θεού, που είναι αθέατη και αμέθεκτη, αλλά ενέργεια και Χάρις του Θεού, προσιτή και μεθεκτή από τους αξίους. Σύμφωνα με την Σύνοδο του 1341, που θεωρείται ως η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος, «άκτιστον εστί το Φως της του Κυρίου Μεταμορφώσεως και ουκ έστι τούτο η ουσία του Θεού». Επίσης, σύμφωνα με το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, το Φως, που έλαμψε κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου δεν είναι ούτε κτίσμα ούτε ουσία του Θεού, αλλά άκτιστη και φυσική Χάρις και έλλαμψη και ενέργεια, που πάντοτε προέρχεται αχωρίστως από την θεία ουσία[3].
Στην Ορθόδοξη θεολογία υπάρχει διάκριση μεταξύ ακτίστου ουσίας του Θεού και ακτίστων ενέργειών Του. Με την ουσία, βέβαια, του Θεού, η οποία είναι παντελώς ακατάληπτη και ανέκφραστη, ο πιστός δεν μπορεί να έλθει σε κοινωνία. Επικοινωνεί, όμως, και μετέχει των θείων ενέργειών Του. Αυτές, όπως και η θεία ουσία, είναι άκτιστες και αδημιούργητες. Είναι δηλαδή κάτι άλλο από τη θεία ουσία, αλλά όχι κάτι άλλο από τη Θεότητα. Ο πιστός, με τη μετάνοια, την άσκηση, την προσευχή και τη συμμετοχή του στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, κοινωνεί με τις άκτιστες θείες ενέργειες και γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως»[4]. Δηλαδή με τις άκτιστες θείες ενέργειες και κατά το μέτρο του πνευματικού του αγώνα καθαρίζεται η καρδιά του από τα πάθη, φωτίζεται ο νους και αξιώνεται να «δει», θεάται, με τρόπο μυστικό και απόρρητο, τη θεία δόξα, το άκτιστο Φως. Αυτή είναι η ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας[5].
Οι παπικοί, επίσης, θεωρούν ότι οι Απόστολοι ήταν ατελείς σ’ εκείνη την υπέρτατη θεωρία της Μεταμορφώσεως, εξαιτίας του φόβου, που δοκίμασαν, όταν οι Προφήτες Μωϋσής και Ηλίας εισήλθαν στη νεφέλη.
Σύμφωνα, όμως, με την Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως και όπως εξηγούν οι άγιοι Πατέρες, αυτός ο φόβος, που ήταν στενά συνδεδεμένος με την χαρά, δεν ήταν δουλικός, ώστε να κολασθούν και να λυπηθούν οι Απόστολοι, αλλά υιϊκός και των τελείων. Γιατί, υπάρχει ο εισαγωγικός φόβος και ο φόβος των τελείων. Εδώ πρόκειται για χαρά, σεβασμό, προσκύνηση του μεγάλου μυστηρίου, του οποίου αξιώθηκαν να γίνουν θεατές[6].
Όλα τα παραπάνω έχουν σωτηριολογικές προεκτάσεις και συνέπειες, δηλαδη ἐχουν άρρηκτη σχέση με την σωτηρία και τη ζωή του Ορθοδόξου Χριστιανού. Γιατί, αν η θεία Χάρις είναι κτιστή, ο άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στον αγιασμό και την θέωση. Και αυτό επειδή, απλούστατα, ένα κτίσμα – κτιστή ενέργεια (Χάρις) – δεν είναι δυνατόν να σώσει, να λυτρώσει και να θεώσει άλλο κτίσμα, τον άνθρωπο. Έτσι, οι Δυτικοί δεν ομιλούν περί της κατά Χάριν θεώσεως ως σκοπού της ζωής του ανθρώπου, αλλά μόνον περί της ηθικής τελειώσεώς του. Ότι, δηλαδή οφείλουμε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι ηθικά, όχι, όμως, κατά Χάριν θεοί. Κατά συνέπεια, η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι κοινωνία θεώσεως, αλλά ίδρυμα, που παρέχει στους ανθρώπους την δικαίωση κατά ένα ουμανιστικό (ανθρωπιστικό), νομικιστικό και δικανικό τρόπο διά μέσου της κτιστής χάριτος. Σε τελική ανάλυση δηλαδή καταλύεται η ίδια η αλήθεια της Εκκλησίας ως πραγματικότητα θεανθρωπίνης κοινωνίας[7].
Η Ορθόδοξη, όμως, εμπειρία και το Ορθόδοξο βίωμα μιλά για κατά Χάριν θέωση του ανθρώπου, για εξαγιασμό και για κοινωνία θεώσεως.
Ας ικετεύσουμε, λοιπόν, τον Μεταμορφωθέντα Κύριό μας, να μας αξιώσει να ανεβούμε πάνω στην κορυφή του όρους Θαβώρ και να δούμε την δόξα της Μεταμορφώσεώς Του, αφού πρώτα καταφρονήσουμε τα γήινα και καθαρισθούμε από τα πάθη και τους πονηρούς, αισχρούς και βλάσφημους λογισμούς και να προσκυνήσουμε την εν τω Θαβώρ φανείσαν Ομοούσιο, Ζωοποιό και Βασιλικωτάτη Αγία Τριάδα, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα, στην οποία πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν!
[1] Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, Οι ησυχαστικές έριδες κατά τον ΙΔ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/κη 1993, σ. 51.
[2] Ο Παπισμός χθες και σήμερα, εκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, Ιούλιος 2009, σσ. 15- 16.
[3] Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, ένθ’ ανωτ., σσ. 52, 97, 101.
[4] Β΄ Πέτρ. 1,4.
[5] Ο Παπισμός..., σ. 15.
[6] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Εορτοδρόμιον Γ΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σ. 260 και Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Οι Δεσποτικές εορτές, εκδ. Ι.Μ.Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, Λιβαδειά 1998, σ. 179.
[7]Ο Παπισμός..., σ. 16.
Πρεσβ. Άγγελος Αγγελακόπουλος,
εφημέριος Ι. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Νέου Φαλήρου Πειραιώς