α. Πρός τόν ἐθνικό διχασμό
Μέ τό ξέσπασμα τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ἡ Ἑλλάδα βρισκόταν σέ καρποφόρες διαστάσεις. Ὁ Βενιζέλος μέ τήν πολιτική του εἶχε καταφέρει ἤδη ἀπό τό 1910, νά θέσει τά θεμέλια γιά «ἄσκηση μιᾶς ὑπεύθυνης πολιτικῆς». Οἱ πόλεμοι τοῦ 1912-1913 εἶχαν στεφτεῖ μέ ἐπιτυχία καί τό ἑλληνικό ἔδαφος διπλασιάστηκε σχεδόν μέ τίς ἀλλεπάλληλες προσαρτήσεις πού ἔγιναν. Ἡ σπίθα γιά ἐκπλήρωση τῶν ἐθνικῶν πόθων εἶχε εἴδη ἀνάψει.
Ὁ Βενιζέλος ἤλπιζε σέ μία πολυχρόνια περίοδο εἰρήνης, κατά τήν ὁποία ἡ Ἑλλάδα θά ἀνασύντασσε τίς δυνάμεις της. Ἡ ἀναπότρεπτη ὅμως εὐρωπαϊκή διαμάχη ἡ ὁποία ξεθύμανε τόν Ἰούλιο τοῦ 1914 ἄλλαξε μέ τό χειρότερο τρόπο τίς ἐλπιδοφόρες καί γόνιμες καταστάσεις .
Ἡ Ἑλλάδα, χώρα Βαλκανική, συνόρευε στά βόρεια καί ἀνατολικά μέ δύο ἐπικίνδυνους γείτονες: τή Βουλγαρία καί τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, οἱ ὁποῖες τήν ἔζωναν στενά καί ἀπειλητικά γιά νά τίς ἀποσπάσουν τίς προσαρτήσεις πού κέρδισε μέ τούς νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους. Ἡ Βουλγαρία καί ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἀποτελοῦσαν σημαντικά σημεῖα τῶν σχεδίων τῶν Μεγάλων Δυνάμεων. Οἱ Κεντρικές Αὐτοκρατορίες ὁραματίζονταν ἕναν «συμμαχικό συνασπισμό, ὁ ὁποῖος θά ἐκτεινόταν ἀπό τή Βαλτική μέχρι τόν Περσικό Κόλπο» (ἐγκυκλοπαίδεια «Ἑλλάς», τόμος Β΄ 1998, σ. 153). Ὅλο αὐτό ἔφερνε τήν Ἑλλάδα σέ δυσμενῆ θέση ἀπέναντι στίς Μεγάλες Δυνάμεις, κάτι τό ὁποῖο ἐνίσχυε καί ἡ σύντομα προσδοκώμενη κατάρρευση τῆς Σερβίας, ἀπέναντι στίς συνεχεῖς αὐστρογερμανικές ἐπιθέσεις. Τόσο οἱ ἰθύνοντες τῆς Ἑλλάδας στό Βερολίνο καί τή Βιέννη, ὅσο καί ὁ Βενιζέλος, ἀνέμεναν στή συμμαχία τῆς Ἑλλάδος μέ τίς δυνάμεις τίς Ἀντάντ.
Ὁ Βενιζέλος ὑποστήριζε τήν ἕνωση τῆς Ἑλλάδος μέ τίς δυνάμεις τῆς Ἀντάντ γιά δύο λόγους. Ὁ πρῶτος στηριζόταν στό γεγονός ὅτι ἡ Ἑλλάδα βρεχόταν στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, ἀνατολικά, δυτικά καί νότια, ἀπό θάλασσα, ἔπρεπε λοιπόν γιά τήν προστασία της νά συνδεθεῖ μέ δυνάμεις ναυτικές καί ἡ μεγαλύτερη ναυτική δύναμη ἦταν ἀδιαμφισβήτητα ἡ Βρετανική. Ἐπίσης, μία πιθανή συμμαχία μέ τίς δυνάμεις τίς Ἀντάντ προωθοῦσε κατά πολύ τήν προώθηση τῶν ἐθνικῶν της διεκδικήσεων. Τό γεγονός δέ ὅτι ἡ Μ. Βρετανία, ἡ Ρωσία καί ἡ Γαλλία θεωροῦνταν «ἐγγυήτριες δυνάμεις τῆς συνταγματικῆς ἀκεραιότητας τῆς Ἑλλάδας» (ἐγκυκλοπαίδεια «Ἑλλάς» τόμος Β’, 1998, σ. 153) γεννοῦσε κατά κάποιο τρόπο καί συναισθηματικούς λόγους. Ἀντίθετα μέ τόν Βενιζέλο, τά Ἀνάκτορα, τό Γενικό ἐπιτελεῖο καί μειονότητα συντηρητικῶν στελεχῶν τῆς κυβέρνησης, συνδεόμενοι μέ τή Γερμανία γιά προσωπικούς λόγους, ὑποστήριζαν τήν ἔνταξη τῆς Ἑλλάδος στό πλευρό τῶν Κεντρικῶν Αὐτοκρατοριῶν. Τό μεγάλο δίλημμα στό ὁποῖο βρέθηκε ἡ Ἑλλάδα, γεννήθηκε ἀπό τίς παραμονές τοῦ πολέμου. Οἱ ἀπόψεις τοῦ Βενιζέλου ἀντιπροσώπευαν καί τίς θέσεις τῆς ἀστικῆς τάξης, ἡ ὁποία εἶχε σημαντικά ἐνισχυθεῖ ἀπό τήν προσάρτηση τῶν ἐδαφῶν πού εἶχαν γίνει μέ τό πέρας τῶν Βαλκανικῶν πολέμων. Ἡ ἕνωση δέ μέ τή Μικρά Ἀσία, πού εἶχε καταφέρει νά ἀναπτύξει δυνατή οἰκονομία θά ἦταν ἰδιαίτερα κερδοφόρα καί γιά τή βιομηχανία καί τό ἐμπόριο. Ὁ Κωνσταντῖνος καί γενικότερα τά Ἀνάκτορα συνδέονταν συναισθηματικά μέ τή Γερμανία μιᾶς καί ἡ σύζυγό του Σοφία ἦταν ἀδελφή τοῦ Κάιζερ τῆς Γερμανίας Γουλιέλμου Β΄.
Τό δίλημμα γιά τό ποιά συμμαχία ἔπρεπε νά ἀκολουθήσει ἡ Ἑλλάδα τήν ὁδήγησε σέ ἕνα πρῶτο στάδιο διχασμοῦ. Τό θέμα πού δυσχέραινε ὅμως τή θέση της ἀκόμα περισσότερο ἦταν ὅτι καμμία ἀπό τίς δύο Συμμαχίες δέν προέβλεπε, ἄμεσα, τή συμμαχία της. Ἡ μέν Ἀντάντ, διότι ἀναγνώριζε πώς μία ἐνδεχόμενη συμμαχία μέ τήν Ἑλλάδα θά ἔστρεφε αὐτομάτως ἐναντίον της τή Βουλγαρία καί τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, καί κατ’ ἐπέκταση τή συμμαχία τους μέ τίς Κεντρικές Αὐτοκρατορίες, κάτι τό ὁποῖο ἦταν ἀσύμφορο γι’ αὐτές, οἱ δέ Κεντρικές Αὐτοκρατορίες ἀπό τήν ἄλλη, ἀναγνώριζαν τήν ἀδυναμία τους γιά σίγουρη ἀσφάλεια τῶν ἑλλαδικῶν ἀκτῶν καί οὐσιαστικά ἀπέφευγαν τή συμμαχία μέ τήν Ἑλλάδα.
Τό φθινόπωρο 1914 ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία συμμαχεῖ μέ τίς κεντρικές δυνάμεις. Τό γεγονός αὐτό ἐνίσχυσε τούς ἀγῶνες τοῦ Βενιζέλου γιά προσχώρηση στό πλευρό τῶν δυνάμεων τῆς Ἀντάντ. Τή θέση τοῦ Βενιζέλου δέν ἀποδεχόταν τό Γενικό Ἐπιτελεῖο, μέ κυριότερο ἐκπρόσωπο τόν ἀρχηγό Μεταξᾶ, ὁ ὁποῖος ἦταν κάθετα ἀντίθετος μέ τήν ἐμπλοκή τῆς Ἑλλάδος στόν πόλεμο, φοβούμενος ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε ἐμπλοκή στό Μικρασιατικό χῶρο δέν θά ἦταν ἀσφαλής.
Στίς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 1915 τέθηκε τό ζήτημα τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἑλλάδος στή στρατιωτική ἐπιχείρηση τῶν Δαρδανελλίων. Ὁ Βενιζέλος, ἄν καί γνώριζε τίς ἐπιβουλεύσεις τῆς Ρωσίας νά ἀποκτήσει τόν ἔλεγχο τῶν στενῶν τῆς Κωνσταντινούπολης, δέχθηκε τή συμμαχία. Ὁ Κωνσταντῖνος, συμφωνώντας μέ τήν ἄποψη τοῦ Μεταξᾶ, ἀρχηγοῦ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου, διαφώνησε μέ τήν ἀπόφαση τοῦ Βενιζέλου, κάτι τό ὁποῖο ὁδήγησε τόν τελευταῖο νά ὑποβάλει παραίτηση μέ ὅλη τήν Κυβέρνηση τήν 21η τοῦ ἴδιου μηνός.
Τόν Ἰούνιο τοῦ 1915 ὁ Βενιζέλος ἐπανεκλέγεται στήν ἐξουσία. Ἄν καί δυσκολεύεται νά ὑποστηρίξει τήν εἴσοδο τῆς Ἑλλάδος στόν πόλεμο, στό στρατόπεδο συμμαχικῶν κρατῶν πού μέχρι πρότινος προσέβλεπαν στήν ἀπόσπαση ἐδαφῶν ἀπό τήν Ἑλλάδα, ὁ Βενιζέλος ἐμμένει στή στάση του γιά εἴσοδο τῆς Ἑλλάδας στόν πόλεμο. Κατά τή διάρκεια τῆς δεύτερης αὐτῆς ἐπανεκλογῆς τοῦ Βενιζέλου στήν ἐξουσία ἡ κυβέρνηση τῆς Βουλγαρίας ἄρχισε μερική ἐπιστράτευση μέ ἀπώτερο σκοπό νά ἐπιτεθοῦν στή γειτονική Σερβία. Τήν Ἑλλάδα καί τή Σερβία ἔδενε μία ἀμυντική συμφωνία πού ἐγγυόταν στήριξη τῆς μιᾶς χώρας στήν ἄλλη. Ἡ θέση αὐτή τῆς Σερβίας ἀνάγκασε τόν Βενιζέλο νά διαγγείλει ἐπιστράτευση καί στήν Ἑλλάδα καί νά ζητήσει τήν ἐνεργοποίησή της, κάτι τό ὁποῖο ἀποτέλεσε αἰφνιδιαστικό γεγονός γιά τά Ἀνάκτορα καί τό Γενικό Ἐπιτελεῖο. Ἡ μετατροπή ὅμως ἀπό τή Βουλγαρία τῆς μερικῆς σέ γενική ἐπιστράτευση ἀνάγκασε τά Ἀνάκτορα καί τό Ἐπιτελεῖο, καθαρά γιά προληπτικούς λόγους, ὅπως ὑπογράμμισαν, νά δεχθοῦν τήν κήρυξη τῆς ἐπιστράτευσης καί στήν Ἑλλάδα. Δέν ἔθεταν ζήτημα ὅμως ἐνεργοποίησης τῆς συνθήκης.
β. Ὁ ἐθνικός διχασμός
Ἡ ἔκρυθμη αὐτή κατάσταση ὁδήγησε σέ διαμάχες «στά ἕδρανα τῆς Βουλῆς» (ἐγκυκλοπαίδεια «Ἑλλάς» τόμος Β΄, 1998, σ. 156). Ὁ Βενιζέλος ὑποστήριζε τήν τήρηση τῆς συνθήκης καί συνεκάλεσε τούς βουλευτές νά σώσουν ψῆφο ἐμπιστοσύνης. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως ἔμμενε στή δική του ἀντίθετη στάση, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐξαναγκάσει καί πάλι τό Βενιζέλο σέ παραίτηση. Μέ τήν ἀποπομπή τοῦ Βενιζέλου συμμαχικά στρατεύματα ἀποβιβάζονται στή Θεσσαλονίκη. Ἄν καί τυπικά ἡ Ἑλλάδα παραμένει οὐδέτερη οὐσιαστικά, ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος μετά τήν παραίτηση τοῦ Βενιζέλου ἦταν ὁ «νικητής» τῆς διαμάχης, ἐλαυνόμενος ἀπό τά προσωπικά ἐλατήρια, ἐξακολούθησε νά σκέφτεται τή συμμαχία μέ τίς Κεντρικές Αὐτοκρατορίες. Ἡ πολιτική κατάσταση τῆς Ἑλλάδας ἐνίσχυσε τή Βουλγαρία νά κηρύξει ἐν τέλει τόν πόλεμο στή Σερβία, ἡ ὁποία, πιεζόμενη ἀπό τήν Αὐστρία καί τή Βουλγαρία, τελικά συντρίβεται στά τέλη τοῦ 1915.
Ἡ κατάσταση στήν Ἀθήνα ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι κάθε ἄλλο παρά σταθερή. Ἡ κυβέρνηση Ζαΐμη ἀρνήθηκε τήν ἕνωση τῆς Κύπρου σέ ἀντάλλαγμα τῆς παρέμβασής της στόν πόλεμο. Ἡ ἀδυναμία πού παρουσίαζε ἡ κυβέρνηση ὁδήγησε στήν ἀνατροπή της ἀπό τούς βενιζελικούς. Ἡ νέα κυβέρνηση τοῦ Στέφανου Σκουλούδη, ἄν καί διαβεβαίωνε τήν Ἀντάντ ὅτι θά διατηρήσει οὐδέτερη στάση δέν ἦταν ἱκανή νά ἀκολουθήσει μία ὀρθή πολιτική καί ἔπεσε σέ λάθη πού προκάλεσαν τήν ἀντίδραση τῶν δυνάμεων τῆς Ἀντάντ. Τήν ἔκρυθμη πολιτική κατάσταση ἐπιβάρυνε καί ἡ ἀποχή τοῦ κόμματος τῶν Φιλελευθέρων ἀπό τίς ἐκλογές τοῦ Δεκεμβρίου.
Τόν Ἰούλιο τοῦ 1916 ἡ Βουλγαρία ἐπιτίθεται στή Μακεδονία καί ἀποσπᾶ τό ἀνατολικό της τμῆμα. Οἱ εὐθύνες γιά ἀπώλεια τῆς βαραίνουν τόν Κωνσταντῖνο καί τή φιλογερμανική του πολιτική. Ὁ Ζαΐμης μετά τήν προσάρτηση καί τῆς Καβάλας στή Βουλγαρία παραιτεῖται. Τό Σεπτέμβριο ὁ Βενιζέλος φεύγοντας κρυφά ἀπό τήν Ἀθήνα πηγαίνει στή Θεσσαλονίκη καί ἐκεῖ δημιούργησε νέα κυβέρνηση κάτι τό ὁποῖο περίπλεξε ἀκόμα περισσότερο τίς ἤδη δυσμενεῖς καταστάσεις. Ὁ γάλλος ναύαρχος Φουρνιέ ἐπιβάρυνε τήν ἤδη δυσμενῆ πολιτική κατάσταση ἀπαιτώντας νά παραδοθοῦν στούς συμμάχους τά ἑλληνικά ἀντιτορπιλικά, κάτι τό ὁποῖο δέν δέχθηκε ἡ κυβέρνηση. Οἱ Γάλλοι ἐπιτέθηκαν στήν Ἀθήνα καί ξέσπασαν μάχες καί βομβαρδισμοί, ἐνῷ οἱ φιλοβενιζελικοί ἐκδιώχθηκαν. Ἡ στάση τῶν στρατευμάτων τῆς Ἀντάντ στούς Ἕλληνες τῆς Μακεδονίας ἄλλαξε καί τά αἰσθήματα πολλῶν Ἑλλήνων στράφηκαν ἐναντίον τῶν δυτικῶν συμμαχιῶν.
Ἡ στάση τοῦ Κωνσταντίνου στίς μάχες τῆς Ἀθήνας δημιούργησε ἀρνητικά συναισθήματα στήν Ἀντάντ πού τόν εἶδαν πρώτη φορά νά στρέφεται ἀνοιχτά ἐναντίον. Ἡ Ἀγγλία καί ἡ Γαλλία ἐξαναγκάζουν ἔπειτα ἀπό πιέσεις τόν Κωνσταντῖνο σέ παραίτηση στίς 15 Ἰουνίου 1917. Τή βασιλεία στή θέση τοῦ «ἀποχωρήσαντος ἀλλά μή ἐπισήμως παραιτηθέντος βασιλέως Κωνσταντίνου» ὅπως χαρακτηριστικά τονίζει ὁ Καρολίδης στήν ἱστορία τοῦ Παπαρρηγόπουλου (σ. 282) ἀνέλαβε ὁ δευτερότοκος γιός τοῦ Ἀλέξανδρος. Ἡ βασιλεία του ἦταν κυρίως τυπική, ἀφοῦ συμμορφωνόταν στίς ὑποδείξεις τοῦ Βενιζέλου. Ὁ Ἀλέξανδρος χαρακτηρίστηκε ὡς «ἀπαρασκεύαστος διά τήν ἄσκηση τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος» (ἰδίου). Πρῶτο μέλημα τῆς νέας κυβέρνησης ἦταν ἡ διακοπή ὁποιασδήποτε σχέσης συνεργασίας μέ τίς Κεντρικές Δυνάμεις.
Τό φθινόπωρο τοῦ 1917 μέ τήν ἀπόπειρα «συνομολόγησης εἰρήνης» τῆς Βουλγαρίας μέ τούς Συμμάχους ἡ Ἑλλάδα διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο. Τό ξέσπασμα τῆς Ὀκτωβριανῆς Ἐπανάστασης ἐπιπλέον ἐπιβάρυνε τή θέση τῆς χώρας. Τό ἴδιο διάστημα ὁ Βενιζέλος πραγματοποίησε ἐπισκέψεις σέ Ἀγγλία καί Γαλλία μέ ἀπώτερο σκοπό τήν ἐξασφάλιση ἐγγυήσεων γιά τίς διεκδικήσεις τῶν Ἑλληνικῶν ἐδαφῶν ἀλλά καί τήν οἰκονομική ἐνίσχυση τοῦ στρατοῦ, κάτι τό ὁποῖο κατάφερε νά ἐπιτύχει . Τό Μάιο τοῦ 1918 τά ἑλληνικά στρατεύματα ἔστεψαν μέ ἐπιτυχία τή μάχη πού δόθηκε στό Σκρά, ἐνάντια στά γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα. Τελικά τόν Σεπτέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους ἡ Βουλγαρία συνθηκολόγησε καί τόν Ὀκτώβριο καί ἡ Τουρκία ὑπέγραψε συνθήκη ἀνακωχῆς μέ τίς δυνάμεις τίς Ἀντάντ. Ὁ γαλλικός καί ὁ ἀγγλικός στρατός εἰσῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη καί ὁ Ἑλληνικός στόλος μέ τό θωρηκτό «Ἀβέρωφ» ἀγκυροβόλησε στά νερά τοῦ Βοσπόρου.
Ὁ ἐθνικός διχασμός δέν ἦταν ἕνα ζήτημα πού ἀφοροῦσε τίς προσωπικές διαφωνίες τοῦ βασιλιᾶ Κωνσταντίνου καί τοῦ Βενιζέλου. Ἦταν ἕνα καθαρά ἕνα φαινόμενο
«κοινωνικοπολιτικό, ἐσωτερικῆς καθαρά φύσεως, οἱ ρίζες τοῦ ὁποίου ἀνάγονται στό παρελθόν. Πρόκειται γιά τή διαμάχη ἀνάμεσα στή διαρκῶς ἀνερχόμενη, ἀπό τό τέλος τοῦ περασμένου αἰώνα, ἀστική τάξη καί στήν παραδοσιακή ὀλιγαρχία, γιά τόν ἔλεγχο καί τήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας» (ἐγκυκλοπαίδεια «Ἑλλάς» τόμος Β, σ. 158, 1998).
Ὁ ἐθνικός διχασμός ἀπέρρεε ἀπό τήν ἔμμονη ἄποψη τοῦ Βενιζέλου πώς ἡ νίκη τῶν δυνάμεων τῆς Συνεννόησης ἦταν ἀλληλένδετη μέ τήν κατάλυση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
γ. Ἡ Μικρασιατική ἐμπλοκή
Τό τέλος τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δέν βρῆκε τήν Ἑλλάδα σέ ἀνθηρές καί εὐνοϊκές οἰκονομικές καταστάσεις. Τό δημόσιο χρέος εἶχε διπλασιαστεῖ ἐξαιτίας τῶν διάφορων ἐπεκτατικῶν δαπανῶν. Οἱ διέξοδοι ἦταν κλειστοί, ἐνῷ οἱ πολεμικές ἀποζημιώσεις πού παρασχέθηκαν ἀπό τούς νικητές δέν κάλυπτε παρά ἕνα πολύ μικρό κομμάτι τοῦ τεράστιου οἰκονομικοῦ χρέους στό ὁποῖο εἶχε βυθιστεῖ ἡ Ἑλλάδα.
Ἡ Ἑλλάδα συνέχισε νά προσπαθεῖ γιά τήν προσάρτηση καί ἄλλων ἐδαφῶν. Στό συνέδριο τῆς Εἰρήνης πού ἔγινε στό Παρίσι ἡ ἀντιπροσωπία τῆς Ἑλλάδας, προεδρεύοντος τοῦ Βενιζέλου, ἀνέπτυξε ἕνα σχέδιο πού παρουσίαζε τίς ἐδαφικές τίς διεκδικήσεις, στή Βόρειο Ἤπειρο, τή Θράκη, τά παράλια της Μικρασίας καθώς καί τά Δωδεκάνησα. Οἱ διεκδικήσεις τῆς Ἑλλάδος πλησίαζαν πολύ κοντά στή «Μεγάλη Ἰδέα». Οἱ προσδοκίες τῆς κυβερνήσεως, ὅμως, γιά τίς διεκδικήσεις στά Μικρασιατικά ἐδάφη δέν ἀφοροῦσαν ὁλόκληρή τη Δυτική Μικρά Ἀσία, ὅπου σύμφωνα μέ τίς ἀπογραφές, οἱ Ἕλληνες κάτοικοι ἀνέρχονταν στό 1.013.195, ἀλλά περιορίζονταν στήν περιοχή τῆς Προύσας καί τῶν Μουδανιῶν. Πιό συγκεκριμένα:
«τά σύνορα τῆς διεκδικούμενης περιοχῆς ὁρίζονταν ἀπό τή γραμμή τοῦ βορρᾶ ἀπό τήν Τένεδο καί πρός τό νότο ἀπό τό Καστελλόριζο, ἐνῷ τό λιμάνι τῆς Πανόρμου ἐξασφάλιζε τήν ἔξοδο στή θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ. Στή διεκδικούμενη περιοχή κατοικοῦσαν 818.221 Ἕλληνες καί στά νησιά Ἴμβρο καί Τένεδο ἄλλοι 11.877» (Ἀλλαμανή Ε.& Παναγιωτοπούλου Κ. 1978. σ.111).
Μέ τό τέλος τοῦ Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ἐπισυνάπτεται καί ἡ Συνθήκη τοῦ Νεϊγύ, στίς 14 Νοεμβρίου 1919, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Βουλγαρία παραιτεῖται τῶν κυριαρχικῶν της δικαιωμάτων στή Δυτική Θράκη καί Ἀνατολική Μακεδονία. Ἡ συνθήκη αὐτή ἀποφάσιζε ἐπίσης τήν «ἐθελούσια μετακίνηση πληθυσμῶν ἀνάμεσα στούς Ἕλληνες τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας καί τούς Βούλγαρους τῆς Δυτικῆς Θράκης.
Τό Μάρτιο τοῦ 1919 χωρίς νά ἔχει προηγηθεῖ καμμία προειδοποίηση ἡ Ἰταλία ἀποβίβασε στόν κόλπο τῆς Ἀττάλειας σημαντικό ἀριθμό στρατευμάτων. Ἡ Ἀγγλία καί ἡ Γαλλία φοβούμενες πιθανή προέλαση τῶν στρατευμάτων στή Σμύρνη, κάλεσαν μέ τή σύγκληση τοῦ Ἀνωτάτου Συμβουλίου τόν Βενιζέλο νά στείλει στρατεύματα στή Σμύρνη. Ὁ ἑλληνικός πληθυσμός τῆς Σμύρνης τήν περίοδο ἐκείνη ἦταν ἰδιαίτερα σημαντικός. Σέ σύνολο περίπου 350.000 κατοίκων οἱ 200.000 ἦταν Ἕλληνες (Ἀλλαμανῆ Ἐ. & Παναγιωτοπούλου Κ. 1978). Στό πρῶτο αὐτό στάδιο τῆς Μικρασιατικῆς ἐκστρατείας ἡ Ἑλλάδα βρῆκε στόν δρόμο της ἕνα μεγάλο καί ἐπικίνδυνο ἐμπόδιο, τό τουρκικό ἐθνικιστικό κίνημα τοῦ Κεμάλ Ἀτατούρκ. Ὁ Βενιζέλος ἀναγνωρίζοντας τόν ἐπικείμενο κίνδυνο θεώρησε ὅτι ἡ συνθήκη Εἰρήνης μεταξύ τῶν Συμμάχων καί τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ἔπρεπε νά ὑπογραφεῖ τό ταχύτερο δυνατό.
Μέ τή συνθήκη τῶν Σεβρῶν τόν Αὔγουστο τοῦ 1920 ἡ Δυτική Θράκη, μέχρι καί τή γραμμή τῆς Τσατάλατζας, παραχωρεῖται στήν Ἑλλάδα, ἐνῷ ἡ κυριαρχία τῶν Ἑλλήνων στά νησιά τοῦ Αἰγαίου, μέ ἐξαίρεση τά Ἰταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, ἀναγνωρίζεται τελικά ἀπό τήν Τουρκία. Ἡ διοίκηση στήν περιοχή τῆς Σμύρνης παραχωρεῖται προσωρινά στήν Ἑλλάδα καί μέ δημοψήφισμα πού θά γινόταν μετά ἀπό πέντε χρόνια θά ἀποφάσιζε ὁ λαός τήν ὁριστική προσάρτησή της ἤ ὄχι μέ τήν Ἑλλάδα. Ἡ ἐξίσωση πού προέκυπτε ἀπό τή συνθήκη τῶν Σεβρῶν ἰσοδυναμοῦσε γιά Ἑλλάδα καί Τουρκία μέ παράταση τοῦ πολέμου. Παρόλο πού Γαλλία καί Ἰταλία ἀναγκάστηκαν νά ὑπογράψουν τή συνθήκη, ἡ Γαλλία-ἡ ὁποία ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 1920 εἶχε « σημειώσει κυβερνητική μεταβολή», σέ βάρος τῆς Ἑλλάδας, ἀφοῦ μαζί μέ τόν Κλεμανσό ἔχανε καί ἕνα σημαντικό ὑποστηρικτή-ἐπιχείρησε, ἀμέσως μετά τήν συμφωνία, τήν ἀναθεώρηση τῆς Συνθήκης.
Οἱ ἐσωτερικές πολιτικές ἐξελίξεις τῆς Ἑλλάδος δέν κατάφεραν νά τεθοῦν σέ ὕφεση. Ὁ Βενιζέλος, ἐνῷ βρισκόταν στό Παρίσι, δέχθηκε δολοφονική ἐπίθεση καί ὁ Ἴων Δραγούμης δολοφονήθηκε. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1920 ὁ ξαφνικός θάνατος τοῦ Ἀλέξανδρου ἐπαναφέρει, ἔπειτα ἀπό δημοψήφισμα, τόν Κωνσταντῖνο στόν θρόνο. Ἡ νέα κυβέρνηση πού συστάθηκε τό Νοέμβριο τοῦ 1920 ὑπό τήν ἀρχηγία τοῦ Δημητρίου Ράλλη ἀκολούθησε τήν πολιτική τοῦ Βενιζέλου καί κατ’ ἐπέκταση τήν προσκόλληση στό πλευρό τῶν δυνάμεων τῆς Ἀντάντ.
Τήν ἄνοιξη 1921 στό Λονδίνο διεξήχθη «διεθνής συνδιάσκεψη γιά τήν ἐπίλυση τοῦ Μικρασιατικοῦ». Ἐκεῖ παρέστησαν γιά πρώτη φορά ἐκπρόσωποι τοῦ Κεμαλικοῦ Κινήματος. Ἡ συνδιάσκεψη αὐτή τοῦ Λονδίνου προσπαθώντας νά ἐπιλύσει τά ἄλυτα δέν ἐπέφερε κάποιο θεμιτό ἀποτέλεσμα. Ἡ ἑλληνική πλευρά, μέ τόν Καλογερόπουλο Νικόλαο ὡς ἐκπρόσωπό της, ἀποφάσισε τή διενέργεια στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων στή Μικρά Ἀσία ἀπό τά ἑλληνικά στρατεύματα. Ἡ μάχιμες μονάδες τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στά χώματα τῆς Μικρασίας ἀριθμοῦσε τούς 19.000 ἄνδρες στήν περιοχή τῆς Προύσας, στό λεγόμενο Βόρειο Τομέα, μέ ἐντολή νά καταλάβουν τό Ἐσκί Σεχίρ καί τούς 16.000 γύρω ἀπό τό Οὐσάκ, στό νότιο τομέα, μέ ἐντολή νά καταλάβουν τό Ἀφιόν Καραχισάρ μέ σκοπό τήν ἀποκοπή τῆς σιδηροδρομικῆς γραμμῆς Ἀφιόν Καραχισάρ-Κιουτάχειας-Ἐσκί Σεχίρ. Ἡ ἐπιχειρήσεις αὐτές ἔληξαν στά τέλη Μαρτίου μέ ἀποτυχία τῶν Ἑλλήνων.
Στίς 30 Μαΐου ὁ βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος ἀποβιβάστηκε στή Σμύρνη καί ἔγινε δεκτός μέ ἐνθουσιασμό ἀπό τίς στρατιωτικές δυνάμεις ἀλλά καί ἀπό τόν λαό. Πρώτη του ἐνέργεια ἦταν ἡ σύγκληση στρατιωτικοῦ συμβουλίου ὑπό τήν προεδρία τοῦ ἰδίου. Τόν Ἰούνιο ἀντιπρόσωποι τῶν Μεγάλων Δυνάμεων ἔκαναν γνωστές στήν Ἑλληνική κυβέρνηση τίς φιλικές καί ὑποστηρικτικές διαθέσεις τους γιά τή σύναψη συνθήκης εἰρήνης. Ἡ ἑλληνική κυβέρνηση ὅμως ἀπό τήν πλευρά της ἀρνήθηκε τήν ἀπομάκρυνση τῶν στρατευμάτων της ἀπό τά μικρασιατικά ἐδάφη θεωρώντας ὅτι κάτι τέτοιο δέν ἦταν πρός τό συμφέρον τῆς Ἑλλάδος καί πρότειναν στίς Μεγάλες Δυνάμεις νά ζητήσουν ἀπό τήν Τουρκία νά καταθέσει τίς δικές τίς προτάσεις.
Ἡ ἄφιξη καί παραμονή τοῦ Κωνσταντίνου στή Σμύρνη ἀνησυχοῦσε τόν Κεμάλ ὁ ὁποῖος ἀπείλησε μέ ἐπίθεση στήν Κωνσταντινούπολη καί τή Θράκη, κάτι τό ὁποῖο ἀνάγκασε τίς Ἀγγλικές συμμαχικές δυνάμεις νά παρατάξουν στρατεύματα ἔξω ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀκολούθησε τά ἑλληνικά στρατεύματα τά ὁποῖα στίς 27 Ἰουνίου τά ἑλληνικά στρατεύματα κατέλαβαν τήν Κιουτάχεια καί τό Ἐσκί Σεχίρ καί στίς 4 Αὐγούστου παρατάχθηκαν κοντά στή γέφυρα τοῦ Σαγγάριου.. Στίς 7 Αὐγούστου τά Ἑλληνικά στρατεύματα ξεκίνησαν τή διάβαση τοῦ Σαγγάριου κατάφερε μέχρι καί τίς 23 Αὐγούστου νά διασπάσει τίς δυό πρῶτες γραμμές τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ. Ἡ ἀντεπίθεση τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων ἀντιμετωπίστηκε μέ ἐπιτυχία ὅμως ἡ κούραση καί ἡ ἀδυναμία τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἦταν ἐμφανής. Ἔτσι ἀποφασίστηκε ἡ συσπείρωση τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων στή γραμμή τοῦ Ἐσκί Σεχίρ μιᾶς καί ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα γιά προέλαση στήν Ἄγκυρα, ὅπως ἀρχικά εἶχε σχεδιαστεῖ, θά ἦταν ἀποτυχημένη. Ἡ μάχη στόν Σαγγάριο ποταμό κόστισε στούς Ἕλληνες 23.500 νεκρούς καί τραυματίες, καί παρόλο πού οἱ περισσότερες μάχες στέφθηκαν μέ ἐπιτυχία ἀπό τήν ἑλληνική πλευρά, ὁ τελικός νικητής ἀναδείχθηκε ὁ Κεμάλ. (Ἀλλαμανή Ε. & Παναγιωτοπούλου Κ. 1978).
Ἡ οἰκονομία στήν Ἑλλάδα βρισκόταν σέ δυσμενῆ κατάσταση. Ἔτσι τό φθινόπωρο τοῦ ἴδιου ἔτους ὁ Γούναρης, μαζί μέ τόν Ὑπουργό ἐξωτερικῶν Μπαλτατζή Γ. ξεκίνησαν περιοδεία στίς πόλεις τίς δυτικῆς Εὐρώπης μέ σκοπό τήν ἀποκόμιση δανείου γιά τήν κάλυψη τῶν πολυδάπανων στρατιωτικῶν τους ἀναγκῶν ἀλλά καί τήν «ἐπίσπευση διαδικασιῶν γιά τή σύγκληση εἰρηνευτικῆς Συνδιάσκεψης» . Σέ αὐτή τήν περιοδεία τους πληροφορήθηκαν, μόλις ἔφτασαν στό Παρίσι, καί τή δημιουργία γαλλοκεμαλικῆς συνεργασίας. Κάτι τέτοιο δημιουργοῦσε πρόβλημα στή γαλλοβρετανική στρατηγική γιά τήν ἐπίλυση τοῦ Μικρασιατικοῦ. Οἱ Ἕλληνες τότε ἐπιδίωξαν τή σύμπραξη συμφωνίας μεταξύ τῆς Βρετανίας καί Ἑλλάδας γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (ἐγκυκλοπαίδεια «Ἑλλάς» τόμος Β΄. 1998).
Ἡ νέα χρονιά ἦταν αὐτή πού σήμαινε τήν ἀναμενόμενη τραγωδία τοῦ νεώτερου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ καθυστέρηση γιά τήν εὕρεση λύσης ἀπό ἑλληνικῆς πλευρᾶς ἔδινε στούς ἀντιπάλους τό πλεονέκτημα τῆς ἀνασυγκρότησης δυνάμεων. Τό χάσμα πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἀνάμεσα στίς σχέσεις τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων ἄρχισε νά ὀξύνεται. Τόν Μάρτιο στίς προτάσεις πού κατατέθηκαν γινόταν λόγος γιά τή «σύμπτυξη τῶν συνόρων στήν Ἀνατολική Θράκη, κατάργηση τοῦ διεθνοῦς καθεστῶτος στήν Κωνσταντινούπολη, ἐλεύθερη ναυσιπλοΐα στά Στενά καί ἀποχώρηση τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἀπό τή Μικρασία» (ἐγκυκλοπαίδεια «Ἑλλάς» τόμος Β. 1998. σ.162). Ἡ Ἑλληνική κυβέρνηση μή ἔχοντας ἄλλα περιθώρια ἐπιλογῆς ἀποδέχθηκε τό σχέδιο τῶν συμμάχων, κάτι πού προκάλεσε πολλές ἀντιδράσεις στήν Ἀθήνα καί ὁδήγησε σέ κυβερνητική κρίση. Ὁ Γούναρης ὁδηγεῖται σέ παραίτηση τό Μάιο. Τή διακυβέρνηση ἀναλαμβάνει ὁ Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1922 θά γραφοῦν οἱ μελανότερες σελίδες γιά τήν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στίς 13 Αὐγούστου οἱ κεμαλικές δυνάμεις ἐξαπέλυσαν ἐπίθεση σέ μέτωπο 50 χιλιομέτρων μέ κύριο στόχο τόν νότιο τομέα δυτικά τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀφιόν Καραχισάρ. Τά ἑλληνικά στρατεύματα ὑπό τή διοίκηση τοῦ Χαριλάου Τρικούπη ἀναγκάστηκαν νά τραποῦν σέ ὑποχώρηση πρός τά δυτικά καί νά διασπαστοῦν σέ δυό Σώματα. Στίς 17 Αὐγούστου τμῆμα τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων παραδόθηκαν μαζί μέ τόν Τρικούπη. Ἡ δεύτερη στρατιωτική ὁμάδα ὑπό τήν ἀρχηγία τοῦ στρατηγοῦ Φράγκου ἔφτασαν στό λιμάνι τοῦ Τσεσμέ στήν Ἐρυθραία κι ἀπό ἐκεῖ στή Χίο καί τή Μυτιλήνη. Στό βόρειο τομέα τό Γ΄ στρατιωτικό σῶμα ἔφτασε στά λιμάνια τῆς Πανόρμου καί ἀπό ἐκεῖ διέφυγε στή Ραιδεστό τῆς Θράκης. Μέχρι καί τίς ἀρχές τοῦ Σεπτεμβρίου ὁ ἑλληνικός στρατός μέ κυκλωτικές κινήσεις προσπαθοῦσε νά ἀποφύγει τήν αἰχμαλωσία καί νά βρεῖ ἕναν τρόπο διαφυγῆς.
δ. Ἡ καταστροφή τῆς Σμύρνης
Στίς 26 Αὐγούστου οἱ πολιτικές καί στρατιωτικές Ἑλληνικές δυνάμεις εἶχαν ἀποχωρήσει ἀπό τή Σμύρνη σέ ἄτακτη φυγή. Στίς 27 Αὐγούστου ὁ τουρκικός στρατός εἰσῆλθε στή Σμύρνη πού παραδόθηκε στό μένος του. Ἡ ἑλληνική καί ἡ ἀρμένικη συνοικία τυλίχθηκαν στίς φλόγες καί 30.000 χριστιανοί σφαγιάστηκαν, «ὑπό τά ἀπαθῆ βλέμματα τῶν διοικητῶν τῶν βρετανικῶν, γαλλικῶν, ἀμερικάνικων καί ἰταλικῶν πολεμικῶν πλοίων πού βρίσκονταν ἀγκυροβολημένα στό λιμάνι τῆς Σμύρνης» (ἐγκυκλοπαίδεια «Ἑλλάς» τόμος Β΄ 1998. σ.163). Ὁ Ν. Ψυρούκης τονίζει χαρακτηριστικά πώς «σέ ὅλη τή Μικρά Ἀσία ἐκτυλίχθησαν σκηνές φρίκης» σέ βάρος τοῦ ἄμαχου πληθυσμοῦ (σ.241). Σωροί πτωμάτων εἶχαν γεμίσει τή θάλασσα καί τήν προκυμαία, ὅπου πλῆθος Ἑλλήνων εἶχαν μαζευτεῖ ἀναζητώντας διέξοδο ἀπό τή σφαγή καί τήν καταστροφή. Ὅσοι Ἕλληνες δέν ἔβρισκαν τρόπο διαφυγῆς ἐκδιώκονταν στά βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ὁ ἑλληνοτουρκικός πόλεμος ἔληξε μέ τήν ὑπογραφή τῆς συνθήκης τῆς Λωζάνης στίς 24 Ἰουλίου 1923, κατά τήν ὁποία συμφωνήθηκε ἡ ὁριστική ἐγκατάλειψη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τήν Ἑλλάδα. Σύνορο μεταξύ Ἑλλάδας καί Τουρκίας ὁριζόταν ὁ ποταμός Ἔβρος. Τά Δωδεκάνησα παρέμεναν ὑπό Ἰταλική κατοχή ἐνῷ ἡ Ἴμβρος καί ἡ Τένεδος παραχωροῦνταν στήν Τουρκία μέ τήν ὑποχρέωση νά ἀποχωρήσουν τά στρατεύματα ἀπό τά ἑλληνικά νησιά. Ἡ τραγικότερη συνέπεια τῆς συνθήκης ἦταν ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν, μέ βάση τήν ὁποία 1.300.000 Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὑποχρεώθηκαν νά μεταναστεύσουν στήν Ἑλλάδα.
Μερικές ἀπό τίς τραγικότερες σελίδες τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδας εἶναι αὐτές οἱ ὁποῖες γράφτηκαν γιά τή Σμύρνη. Οἱ μεγάλες προσδοκίες γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς Μεγάλης Ἰδέας ἔγιναν στάχτη μαζί μέ τήν πόλη τῆς Σμύρνης. Τά λάθη τῆς ἑλληνικῆς πλευρᾶς κατά τή Μικρασιατική ἐκστρατεία τά πλήρωσε ἀκριβά ἡ γῆ τῆς Ἰωνίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἀλλαμανῆ Ἐ. & Παναγιωτοπούλου Κ., 1978. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Τόμος ΙΕ΄ Ἀθήνα, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν.
Γενικό Ἐπιτελεῖο Στρατοῦ: Διεύθυνση Ἱστορίας Στρατοῦ. 1967. Ἐπίτομος Ἱστορία τῆς ἐν Μικρᾶν Ἀσίαν ἐκστρατείας: 1919-1922. Ἀθήνα, Ἐκδοτική διεύθυνση Ἱστορίας Στρατοῦ.
Γρηγοριάδης Φ., 1971, Διχασμός-Μικρά Ἀσία, 1909-1930. Ἀθήνα: ΚΕΔΡΙΝΟΣ
Ἐγκυκλοπαίδεια «Ἑλλάς» τόμος Β΄. 1998., Ἡ Ἱστορία καί ὁ Πολιτισμός τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀπό τίς Ἀπαρχές μέχρι σήμερα. Ἀθήνα, Ἐκδοτικός Ὀργανισμός Πάπυρος.
Καρασσός Χ., Ἀντιστράτηγος, διευθυντής τοῦ ΙΙου γραφείου τοῦ Ἐπιτελείου Στρατιᾶς Μικρᾶς Ἀσίας. 1968. Ὁ Μικρασιατικός πόλεμος: αἱ ἐπιχειρήσεις τοῦ Μαρτίου 1921, τόμος Α΄. Ἀθήνα: Γενικό Ἐπιτελεῖο Στρατοῦ.
Καρασσός Χ., Ἀντιστράτηγος, διευθυντής τοῦ ΙΙου γραφείου τοῦ Ἐπιτελείου Στρατιᾶς Μικρᾶς Ἀσίας. 1968. Ὁ Μικρασιατικός πόλεμος: αἱ ἐπιχειρήσεις τοῦ Μαρτίου 1921, τόμος Β΄. Ἀθήνα, Γενικό Ἐπιτελεῖο Στρατοῦ.
Μαργαρίτης Γ., Μαρκέτος Σ., Μαυρέας Κ., Ροτζῶκος Ν., 1999. Νεότερη καί Σύγχρονη Ἑλληνική Ἱστορία. Πάτρα: Ε.Α.Π.
Μπουλάλας Κ. , 1959. Ἡ Μικρασιατική Ἐκστρατεία 1919-1922, μέ τόν φακόν τῆς Ἱστορικῆς Ἀλήθειας. Ἀθήνα.
Παπαρρηγόπουλος Κ., ἔκδοση 8η. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Τόμος 8ος. Ἀθήνα, Ν.Δ.Νίκαιας Α.Ε.
Σολομωνίδης Χ., 1972. Ὁ Ἀφανισμός τῆς Σμύρνης καί ἡ θυσία τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀθήνα, Εὐαγγελική Σχολή Σμύρνης.
Σοφοκλέους Α., 2002. Κατάλογος τῆς ἔκθεσης «ἡ μικρασιατική καταστροφή στίς κυπριακές ἐφημερίδες». Λευκωσία
Ψυρούκης Ν. 2000. Ἡ Μικρασιατική Καταστροφή. Λευκωσία: Αἰγαῖον-Κουκίδα.