Από το εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου
«Η γυναίκα και η σωτηρία του κόσμου»,
σε μετάφραση Νίκου Ματσούκα, έκδ. Π. Πουρνάρα,
β' έκδοση, 1983, μεταξύ των σελ. 20-34. Αρχική έκδοση: Παρίσι, 1958.
Από το περιοδικό «ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», τευχ. 197, Οκτώβριος 2008
Από μεθοδολογική άποψη έχει πρωταρχική σημασία ή αναγωγή μας σε παγκόσμια διάσταση και στον κοινό προορισμό του ανθρώπου, πριν φτάσουμε στη διαφοροποίηση του ανδρικού και του γυναικείου "τύπου". «Δεν μπορούμε να μελετήσουμε τα μέρη του ανθρωπίνου όντος χωρίς μια γενική έννοια για τον άνθρωπο». Χωρίς μια μεταφυσική, χωρίς την άνοδο προς τις αρχές, το ανθρώπινο όν δεν μπορεί να κατανοηθή- θα παραμένη πάντοτε ένα απρόσιτο κατάλοιπο στην ιστορία, στην καθαρά φαινομενολογία. Μόνο λοιπόν με τη γενική θεώρηση του ανθρώπου θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε την αρχέτυπη σύσταση και τη διαφορά στα χαρίσματα ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα. Στο μεταξύ δεν πρέπει να λησμονούμε ότι παρόλη την υπάρχουσα διαφορά και οι δύο παραμένουν ενωμένοι στην κοινή προσπάθεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άνδρας δεν χωρίζεται από τον δεσμό με τη γυναίκα, όπως τους ένωσε ο Θεός (Ματθ. 19, 6). Ο άνδρας και η γυναίκα βρίσκονται σε μια αμοιβαία συμπλήρωση.
Οι πιο βαθειές και κρυφές δομές του εμπειρικού κόσμου ανταποκρίνονται στους νόμους του πνεύματος. Τα δώρα και τα χαρίσματα καθορίζουν και τυποποιούν τις λειτουργίες της φύσεως και της ψυχής.
Ή γυναίκα είναι ικανή να δημιουργεί παιδιά και να γίνεται μητρική φύση όχι εξαιτίας του σώματος της, άλλα εξαιτίας του μητρικού πνεύματος πού καθορίζει τη φυσιολογική λειτουργία και την ανάλογη σωματική ανατομία. Έτσι ο άνδρας είναι πιο δυνατός και στις φυσικές ικανότητες πιο ισχυρός, γιατί στο πνεύμα του υπάρχει κάτι πού αντιστοιχεί στη «βία», για την οποία ομιλεί το Ευαγγέλιο. Πρέπει να αποκαταστήσουμε την αληθινή ιεραρχία των άρχων και να κατανοήσουμε ότι η φυσιολογία και η ψυχολογία κανονικά εξαρτώνται από το πνεύμα, πού το υπηρετούν και το εκφράζουν. [...]
Ή χαρισματική διαφοροποίηση πού καθορίζει τον άνδρα και τη γυναίκα προέρχεται από την κοινή πραγματικότητα. Αυτή δόθηκε αμέσως στην αρχή σαν μια πηγή και έπειτα έγινε στόχος για κατάκτηση περνώντας από τη διαφοροποίηση των συμπληρωματικών στοιχείων στην τελική ολοκλήρωση της μέσα στη βασιλεία του Θεού. Αυτή λοιπόν η ολότητα της θεωρήσεως υποβάλλει τη νέα μέθοδο, τον καινούργιο τρόπο με τον όποιο τίθεται το πρόβλημα- πρέπει να ξεκινήσουμε από την ανθρωπολογία, να ανασύρουμε τη στενή εξάρτηση από το κοινό λειτούργημα του βασιλείου ιερατεύματος και από το σημείο αυτό να βρούμε τον ουσιαστικό εσχατολογικό προσανατολισμό. Επιβάλλεται λοιπόν να εξετάσουμε την ιστορική ύπαρξη στο φως του Α και του Ω.
Άν η γυναίκα είναι δεμένη οντικά με το Άγιο Πνεύμα, αυτός ο δεσμός δεν θα είχε καμιά αξία και καμιά σημασία, αν ό άνδρας από την ιδική του πλευρά δεν ήταν δεμένος οντικά με τον Χριστό. Και οι δύο μαζί αλληλοσυμπληρώνονται και βρίσκονται σε αμοιβαία σχέση και κοινή προσπάθεια. Πάντως εκείνο πού μια γυναίκα είναι προορισμένη να επιτέλεση στον κόσμο δεν είναι οποιαδήποτε σύμπτωση προσπαθειών ή μια συνεργασία πραγματικά χρήσιμη και δικαιολογημένη άλλα η δημιουργία μαζί με τον άνδρα της νέας πραγματικότητας του ανδρικού και του γυναικείου στοιχείου· η δημιουργία αυτή
διαμορφώνει το σώμα του βασιλείου ιερατεύματος. Έτσι η ενότητα της συζυγικής ζωής δεν δικαιώνεται καθεαυτή, γιατί δεν είναι μια ενότητα κλεισμένη πάνω στη γη αλλά ήδη μια πραγματικότητα ανοιχτή προς τον αιώνα του μέλλοντος, κάτι πού ξεπερνά τις συνθήκες αυτού του κόσμου. Εξαιτίας λοιπόν αυτού του ανοίγματος «το μυστήριον τουτο μέγα εστίν» (Έφεσ. 5, 32), όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Και κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «ο γάμος είναι η εικόνα όχι ενός γήινου, αλλά ενός ουρανίου πράγματος». Εικονίζει τη βασιλεία του Θεού και μόνο η παρουσία του κατά πρόσληψη τον δικαιώνει.
Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα, λόγου χάρη, την περίφημη υποταγή της γυναίκας στον άνδρα της κατά τη σκέψη του Αποστόλου Παύλου, μια υποταγή πού προξένησε τόσες πολλές καταχρήσεις στην ιστορία. Δεν πρόκειται διόλου για υποταγή απλή και βασισμένη σε κοινά μέτρα. (Κάθε γυναίκα, ένα αδύνατο πλάσμα, είναι υποτεταγμένη στον ισχυρό άνδρα· κι αυτή η κατάσταση φαίνεται ότι καθιερώθηκε κανονικά. Κατά τη σκέψη του Αποστόλου Παύλου η γυναίκα είναι υποτεταγμένη στον άνδρα της, όπως η Εκκλησία στον Χριστό (Έφεσ. 5, 22 - 24). Αυτό σημαίνει ότι ο άνδρας εκπροσωπεί πραγματικά τον Κύριο και είναι έτοιμος να θυσιάση τη ζωή του για χάρη της γυναίκας του. Κι αυτή η θυσία είναι αμοιβαία και ολοκληρωτική στη λειτουργία της βασιλείας του Θεού. Εξάλλου όταν οι σχέσεις εγγίσουν αυτήν την εκκλησιαστική απήχηση, τότε χάνουν κάθε νομικό χαρακτήρα. Έτσι με τους όρους της πνευματοφόρου (έμφορης Αγίου Πνεύματος) αγάπης η υποταγή, παρόλο πού είναι νόμος, δεν σημαίνει τίποτε· την ξεπερνούμε κι αύτη γίνεται «το εντελώς κάτι άλλο» της βασιλείας. Διότι «ου το πνεύμα Κυρίου, ελευθερία» (Β' Κορινθ. 3,17).
θα ήταν ένα από τα πιο συχνά μεθοδολογικά σφάλματα να θέσουμε το πρόβλημα της γυναίκας εμπειρικά· να προσπαθούμε να την ερμηνεύσουμε ξεκινώντας από την πραγματική θέση της μέσα στον κόσμο. Εν προκειμένω η γυναίκα αποτελεί ένα όν πού ζή σε πολλαπλά επίπεδα, στο βάθος μιάς κοινωνικής και βιολογικής κατηγορίας· η ζωή της κυλά σε σχηματισμένα καλούπια· νέα κόρη, σύζυγος, χήρα, κοινωνική λειτουργός, γυναίκα χειραφετημένη ή γυναίκα καρτερική. Η μέθοδος αυτή έχει εμπνεύσει ευρείες στατιστικές έρευνες. Η βαρύτητα του αριθμού ανατρέπει τις αρχές, οι κανονιστικές κρίσεις απορρίπτονται, γιατί φαίνονται ότι είναι αταίριαστες στη μάζα· η ποσότητα γίνεται ποιότητα κι έτσι έχουμε τα αποτελέσματα της αρρώστιας, της παθολογίας πού θεωρούνται κατάσταση φυσιολογική.
Το θεμελιώδες πρόβλημα παραμένει ανοικτό· οι γυναικείοι τύποι, πού διαμορφώνονται από την ιστορία είναι αληθινοί; Ανταποκρίνονται στη μεταϊστορική αλήθεια; Είναι κανονιστικοί; Ή εμπειρική μέθοδος δεν μπορεί να δώση απάντηση, γιατί είναι περιορισμένη στα ιστορικά δεδομένα· δεν μπορεί να κάνη τίποτε άλλο παρά να διακρίβωση τα αποσπασματικά στοιχεία πού συσσωρεύονται στην πορεία των χιλιετιών της Ιστορίας. [...]
Πρέπει να διαλέξουμε. ΄Η τον άνδρα και τη γυναίκα πού μέσα στη διαφορά τους κατέχουν εξίσου, αλλά ο καθένας κατά την ιδική του φύση, το σκοτάδι και το φώς, το θετικό και το αρνητικό στοιχείο, την ανάποδη και την καλή μεριά, και πού αποκαλύπτονται σαν μια ευτυχισμένη και απαραίτητη συμπληρωματικότητα (ικανότητα λογικής αναλύσεως, ικανότητα άμεσης διαισθητικής κατανοήσεως κ.λπ.) ή την άκαμπτη αντίθεση ανάμεσα στο yang και το yin, το παθητικό και το ενεργητικό στοιχείο, ανάμεσα στη γη, την νύχτα, το χάος από τη μια μεριά, και τον αέρα, την ήμερα και την τάξη από την άλλη. Η εύκολη μέθοδος των αντιθέσεων καταλήγει αμείλικτα σε μια πάλη χωρίς καμιά διέξοδο, σε μια ολοκληρωτική εξάρτηση του ενός από το άλλο, ή ακόμα σε μια αυτονομία και πλήρη ανεξαρτησία των αντιθέτων σφαιρών. [...]
Η φαινομενολογική ανάλυση για να ισχύει πρέπει να προεκταθή αρκετά μακριά, προς την εσωτερικότητα του ανθρωπίνου όντος, προς τη λειτουργική δομή ανάμεσα σ' αυτό και την κανονιστική τάξη των αξιών, προς τον χώρο των αρχετύπων. [...]
Στην απέραντη φιλολογία για τη γυναίκα, δεν υπάρχει κανένα έργο για τον άνδρα σαν στοιχείο αρσενικό. Αρκεί να εφαρμόσουμε την ίδια μέθοδο και για τον άνδρα και θα δούμε άμέσως να εισβάλει το γελοίο και να σκοτώνη την ίδια την αρχή. Μπορεί κανείς να μιλήση για τον άνδρα παρθένο, σύζυγο, χήρο και βοηθό στην ενορία; Έτσι, όπως η γυναίκα είναι «προϊόν» του ανδρικού πολιτισμού, και ο άνδρας εμπίπτει στην ίδια περίπτωση και θέτει άκριβώς το ίδιο πρόβλημα. Συμβαίνει εν προκειμένω αυτό πού επισημαίνει με διεισδυτικότητα ο Μερλώ - Ποντύ, ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένα «φυσικό είδος» άλλα μια «Ιδέα ιστορική».
Η πτώση έχει ενσταλάξει το δηλητήριο μιας δυστυχισμένης συνειδήσεως. Το ανδρικό και το γυναικείο στοιχείο έχουν εισέλθει σε μια πάλη αντιθέσεων και σε μια κακή πολωτική κατάσταση πού οδηγεί ως την απελπισία και τον σπασμό των αντιφατικών όντων. Έτσι, ένα άγραφο λόγιο (στη Δευτέρα Επιστολή του Κλήμεντος) αναφέρει τον λόγο του Κυρίου πού άφορα τούς έσχατους καιρούς- «Ή Βασιλεία του Θεού θα έλθη, όταν οι δύο θα γίνουν ένας και όταν ο άνδρας δεν θα είναι ο ίδιος ως προς τη σχέση του προς τη γυναίκα». Είναι ο χρόνος της τελικής ολοκληρώσεως και της αρμονίας των πάντων. «Ιδού καινά ποιώ πάντα» (Άποκ. 21,5). Η αλήθεια αυτή εκφράζεται πιο παραστατικά σ' ένα άλλο άγραφο λόγιο (Επιστολή του Βαρνάβα)· «Ιδού θα καταστήσω τον έσχατο πρώτο». Τα «αντιφατικά» στοιχεία κινούνται «αντιθετικά» και έπειτα φτάνουν στη «σύμπτωση».
«Το τέλος της αγάπης είναι η ένθεση των δύο σε ένα». Στο φώς του τέλους, ο λόγος αυτός εφαρμόζεται στην ολοκλήρωση του ανδρικού και του γυναικείου στοιχείου και υψώνεται σε εσχατολογικό σημείο του ανθρωπίνου προορισμού, σε σημείο προσεγγίσεως της βασιλείας του Θεού, τη μορφή της οποίας αντικρίζουμε ήδη.