Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο –
Κεφάλαιο 1, χωρία 1 έως 25, 57 έως 68, 76 και 80.
«Επειδή πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου, ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν.
Εγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις ῾Ηρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς ᾿Ιουδαίας ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας ᾿Αβιά, καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἐκ τῶν θυγατέρων ᾿Ααρών, καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς ᾿Ελισάβετ. Ησαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι. Kαὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ ᾿Ελισάβετ ἦν στεῖρα, καὶ ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν. Εγένετο δὲ ἐν τῷ ἱερατεύειν αὐτὸν ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἱερατείας ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι εἰσελθὼν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου· Kαὶ πᾶν τὸ πλῆθος ἦν τοῦ λαοῦ προσευχόμενον ἔξω τῇ ὥρᾳ τοῦ θυμιάματος. Ώφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. Kαὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου ᾿Ελισάβετ γεννήσει υἱόν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιωάννην· καὶ ἔσται χαρά σοι καὶ ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται. ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ καὶ Πνεύματος ῾Αγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν· καὶ αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει ᾿Ηλιού, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον. Καὶ εἶπε Ζαχαρίας πρὸς τὸν ἄγγελον· κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο; ἐγὼ γάρ εἰμι πρεσβύτης καὶ ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπεστάλην λαλῆσαι πρός σε καὶ εὐαγγελίσασθαί σοι ταῦτα. Καὶ ἰδοὺ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ δυνάμενος λαλῆσαι ἄχρι ἧς ἡμέρας γένηται ταῦτα, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου, οἵτινες πληρωθήσονται εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν. Καὶ ἦν ὁ λαὸς προσδοκῶν τὸν Ζαχαρίαν, καὶ ἐθαύμαζον ἐν τῷ χρονίζειν αὐτὸν ἐν τῷ ναῷ. Εξελθὼν δὲ οὐκ ἠδύνατο λαλῆσαι αὐτοῖς, καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι ὀπτασίαν ἑώρακεν ἐν τῷ ναῷ· Καὶ αὐτὸς ἦν διανεύων αὐτοῖς, καὶ διέμενε κωφός. Καὶ ἐγένετο ὡς ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας αὐτοῦ, ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ἡμέρας συνέλαβεν ᾿Ελισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε, λέγουσα ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τὸ ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις.
Τῇ δὲ ᾿Ελισάβετ ἐπλήσθη ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἐγέννησεν υἱόν. Καὶ ἤκουσαν οἱ περίοικοι καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτῆς ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ μετ᾿ αὐτῆς, καὶ συνέχαιρον αὐτῇ. Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ ἦλθον περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκάλουν αὐτὸ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίαν. Καὶ ἀποκριθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν· οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται ᾿Ιωάννης.
Καὶ εἶπον πρὸς αὐτὴν ὅτι οὐδείς ἐστιν ἐν τῇ συγγενείᾳ σου ὃς καλεῖται τῷ ὀνόματι τούτῳ· ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν. Καὶ αἰτήσας πινακίδιον ἔγραψε λέγων· ᾿Ιωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐθαύμασαν πάντες. Ανεῴχθη δὲ τὸ στόμα αὐτοῦ παραχρῆμα καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει εὐλογῶν τὸν Θεόν. Καὶ ἐγένετο ἐπὶ πάντας φόβος τοὺς περιοικοῦντας αὐτούς, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ὀρεινῇ τῆς ᾿Ιουδαίας διελαλεῖτο πάντα τὰ ρήματα ταῦτα, καὶ ἔθεντο πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν λέγοντες· τί ἄρα τὸ παιδίον τοῦτο ἔσται; καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν μετ᾿ αὐτοῦ. Καὶ Ζαχαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐπλήσθη Πνεύματος ῾Αγίου καὶ προεφήτευσε λέγων·. Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ ᾿Ισραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ. Καὶ σύ, παιδίον, προφήτης ὑψίστου κληθήσῃ· προπορεύσῃ γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου ἑτοιμάσαι ὁδοὺς αὐτοῦ.
Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν ᾿Ισραήλ.»
ΑΠΟΔΟΣΗ
Επειδή πολλοί επιχείρησαν να συντάξουν διήγηση για τα γεγονότα, πού έγιναν μεταξύ μας, σύμφωνα μ' αυτά, πού μας παρέδωσαν εκείνοι πού από την αρχή ήσαν αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες του κηρύγματος, αποφάσισα και εγώ, πού παρακολούθησα από την αρχή όλα με ακρίβεια, να σου τα καταγράψω με την σειρά, ευγενέστατε Θεόφιλε για να γνωρίσεις την βεβαιότητα των πραγμάτων, πού διδάχθηκες.
Στις ήμερες του Ηρώδη του βασιλέα της Ιουδαίας ζούσε κάποιος ιερέας πού τον έλεγαν Ζαχαρία από την τάξη του Άβια και είχε, γυναίκα από τους απογόνους του Ααρών, πού το όνομα της ήταν Ελισάβετ. Ήσαν και οι δυο τους δίκαιοι ενώπιον του Θεού, γιατί ζούσαν άμεμπτο βίο σύμφωνα με τις εντολές και τις διατάξεις του Κυρίου. Δεν είχαν όμως παιδί, γιατί η Ελισάβετ ήταν στείρα και ήσαν και οι δυο προχωρημένοι στην ηλικία.
Κατά την διάρκεια της εκτελέσεως των ιερατικών του καθηκόντων ενώπιον του Θεού και κατά την σειρά της τάξεως του συνέβη να πέσει σ' αυτόν κατά την συνήθεια της ιερατικής υπηρεσίας, ο κλήρος να θυμιάσει και να εισέλθει στο ναό του Κυρίου. Όλο το πλήθος του λαού προσευχόταν έξω την ώρα του θυμιάματος. Τότε εμφανίσθηκε σ' αυτόν (Ζαχαρία) άγγελος Κυρίου, που στεκόταν στα δεξιά του θυσιαστηρίου του θυμιάματος.
Και ταράχθηκε ο Ζαχαρίας, όταν τον είδε και τον κυρίευσε φόβος. Του είπε δε ο άγγελος: «Μη φοβάσαι, Ζαχαρία, γιατί η προσευχή σου έχει εισακουσθεί από τον Θεό και η γυναίκα σου η Ελισάβετ θα σου γεννήσει υιό και θα τον ονομάσεις Ιωάννη. Και θα σου είναι χαρά και αγαλλίασης και πολλοί θα χαρούν για την γέννηση του, γιατί θα είναι μέγας ενώπιον του Κυρίου. Κρασί και οινοπνευματώδη ποτά δεν θα πιει, θα είναι γεμάτος με Άγιο Πνεύμα από την κοιλιά ακόμα της μητέρας του. Και πολλούς από τους απογόνους του Ισραήλ θα τους κάνει να επιστρέψουν στον Κύριο, τον Θεό τους. Και θα έλθει πριν άπ' αυτόν με το πνεύμα και την δύναμη του Ηλία, ώστε να κάνει να γνωρίσουν οι καρδιές των γονέων στα παιδιά τους και οι απειθείς να αποκτήσουν το φρόνημα των δικαίων και έτσι να ετοιμάσει για τον Κύριο λαό με διάθεση να τον αποδεχθεί.
Και είπε ό Ζαχαρίας στον άγγελο: «Πώς θα πεισθώ γι αυτό; Γιατί εγώ είμαι ηλικιωμένος και η γυναίκα μου προχωρημένης ηλικίας». Και αποκρίθηκε ό άγγελος. «Εγώ είμαι ο Γαβριήλ, πού παρουσιάζομαι ενώπιον του Θεού και είμαι σταλμένος να σου μιλήσω και να σου φέρω την ευχάριστη αυτή αγγελία. Και να, θα είσαι βουβός και δεν θα μπορείς να μιλάς μέχρι την ήμερα, πού θα γίνουν αυτά, επειδή δεν πίστευσες στους λόγους μου, πού θα εκπληρωθούν στον καιρό τους». Και ό λαός περίμενε τον Ζαχαρία και απορούσαν γιατί αργοπορεί πολύ στο ναό. Όταν βγήκε δεν μπορούσε να τους μιλήσει και κατάλαβαν, πώς είχε ιδεί όραμα στο ναό. Αυτός δε τους έκανε νεύματα και παράμενε βουβός.
Και όταν συμπληρώθηκαν οι ήμερες της ιερατικής του υπηρεσίας, έφυγε για το σπίτι του. Ύστερα από αυτές τις ήμερες η Ελισάβετ η γυναίκα του, έμεινε έγκυος και έκρυβε τον εαυτό της για πέντε μήνες και έλεγε: «Αυτό μου έκανε ό Κύριος κατά τις ήμερες, πού ενδιαφέρθηκε να μου αφαιρέσει την ντροπή μεταξύ των ανθρώπων.
Και ήλθε ο καιρός της Ελισάβετ να γεννήσει και γέννησε υιό. Και άκουσαν οι γείτονες και οι συγγενείς της ότι ό Κύριος έδειξε πολύ έλεος σ' αυτή και την συνέχαιραν. Την όγδοη ήμερα ήλθαν για να εκτελέσουν την περιτομή του παιδιού και ήθελαν να το ονομάσουν με το όνομα του πατέρα του, Ζαχαρία.
Άλλα η μητέρα του είπε. «Όχι, θα ονομασθεί Ιωάννης». Και αυτοί της είπαν. «Δεν είναι κανείς από τους συγγενείς σου πού να έχει αυτό το όνομα». Με νεύματα ρωτούσαν τον πατέρα του πώς ήθελε αυτός να τον ονομάσουν.
Και αυτός ζήτησε μικρή πλάκα και έγραψε τα εξής. «Ιωάννης είναι το όνομα του». Και εξεπλάγησαν όλοι. Άνοιξε δε αμέσως το στόμα του και η γλώσσα του και ευλογούσε τον Θεό. Και κατέλαβε φόβος όλους, όσοι κατοικούσαν γύρω, και τα γεγονότα αυτά διεδίδοντο σε όλη την ορεινή περιοχή της Ιουδαίας. Και όλοι, όσοι τα άκουσαν, τα έβαλαν στην καρδιά τους και έλεγαν. «Τι άραγε θα γίνει αυτό το παιδί;». Και πραγματικά το χέρι του Κυρίου ήταν μαζί του. Και ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του, γέμισε με Άγιο Πνεύμα και προφήτευσε και είπε. «Ευλογητός ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, γιατί ενδιαφέρθηκε και λύτρωσε τον λαό του. Και συ, παιδί, θα ονομασθείς προφήτης του Υψίστου, γιατί θα προηγηθείς πριν από τον Κύριο για να ετοιμάσεις τους δρόμους του.
Το δε παιδί μεγάλωνε και δυνάμωνε κατά το πνεύμα και ήταν στις έρημους μέχρι την ήμερα της εμφανίσεως του στον Ισραήλ.
Από την προς Ρωμαίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου,
Κεφ. 13, χωρίον 10 έως Κεφ. 14, χωρίον 4.
«Καὶ τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. Ως ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίτας καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας. Τον δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.»
ΑΠΟΔΟΣΗ
Όλα αυτά σας τα λέω επειδή, όπως ξέρετε, είναι κοντά το τέλος, Ήρθε η ώρα να ξυπνήσετε από τον ύπνο. Γιατί τώρα η τελική σωτηρία βρίσκεται πιο κοντά μας παρά τότε που πιστέψαμε. Η νύχτα όπου να ΄ναι φεύγει κι η μέρα κοντεύει να έρθει. Γι' αυτό ας πετάξουμε από πάνω μας τα έργα του σκότους, κι ας φορέσουμε τα όπλα του φωτός, η διαγωγή μας ας είναι κόσμια, τέτοια που ταιριάζει στο φως. Ας πάψουν τα φαγοπότια και τα μεθύσια, η ασύδοτη κι ακόλαστη ζωή, οι φιλονικίες κι οι φθόνοι. Ντυθείτε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και μην αφήνετε τον αμαρτωλό εαυτό σας να σας παρασύρει στην ικανοποίηση των επιθυμιών σας.
Να δέχεστε όποιον έχει ασθενική πίστη, χωρίς να επικρίνετε τις απόψεις του. Για παράδειγμα, ένας πιστεύει πως μπορεί να φάει απ' όλα, ενώ ο άλλος, που έχει ασθενική πίστη, τρώει μόνο χόρτα. Αυτός που τρώει απ' όλα ας μην περιφρονεί όποιον δεν τρώει· κι αυτός που δεν τρώει ας μην κατακρίνει όποιον τρώει, γιατί ο Θεός τον έχει δεχτεί στην εκκλησία του. Ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις ( έναν ξένο υπηρέτη; Μόνο ο Κύριος του μπορεί να κρίνει αν στέκεται ή όχι στην πίστη του, γιατί ο Θεός έχει τη δύναμη να τον στηρίξει.