από το περιοδικό «Κωνσταντινούπολις», Ιούνιος 2002
***
Φέτος η αποφράδα μέρα, η Τρίτη της 29ης Μαΐου 1453, μπήκε στη ζωή και τη θύμηση μας περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά των τελευταίων 50 χρόνων. Καθρέφτης αυτού του πνευματικού προσκυνήματος ο ελλαδικός Τύπος με τα πολλά αφιερώματα του. Με τις αναφορές στο Βυζάντιο, στην πορεία, τον πολιτισμό του, στις πάμπολλες προσφορές στην ανάσταση του Ελληνισμού και την επιβίωση του. Καθώς και στην παρουσία του ως προμαχώνα της Ευρώπης και ως απόρθητο αμυντικό τείχος, που πάνω του τσακίζονταν, επί αιώνες, οι ορδές βαρβαρικών φυλών. Και που, ακόμα, μετά την πτώση του συνέχισε να φωτίζει και να διαλύει το μεσαιωνικό σκοτάδι των άξεστων της Ευρώπης, της οποίας οι πρόγονοι Σταυροφόροι άνοιξαν το δρόμο στις ορδές του Μωάμεθ.
Όλα αυτά και πληθώρα άλλων ανασύρθηκαν από τις καλένδες του χρόνου και έστω κατ' ελάχιστον αποτέλεσαν τη βάση ενός πνευματικού μνημόσυνου για την αξέχαστη Πόλη των Πόλεων, τη Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη, καθώς και της Μεγάλης Εκκλησίας, του πολλαπλώς ανυπέρβλητου Ναού της του Θεού Σοφίας.
Πολλά, λοιπόν, τα ιστορικά αφιερώματα στον Ελλαδικό Τύπο, που μεταξύ άλλων φανερώνουν σημαντική στροφή στις αξίες του Βυζαντίου. Μεταξύ τους διαλέγω νια αναδημοσίευση ένα πραγματικά ανέκδοτο κείμενο του αείμνηστου πολιτικού και πνευματικού ανθρώπου, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του Ακαδημαϊκού με την τόσο πολύπλευρη προσφορά στα Ελληνικά ιδεώδη.
Σαν άτομο είχα την ευκαιρία και την τιμή να τον γνωρίσω από κοντά και να μιλήσω μαζί του, τότε στην τίμηση μου από την Ακαδημία Αθηνών, τον Μάρτιο του 1982. Τότε που μετά την τελετή βράβευσης μου με πλησίασε και μου είπε με μάτια βουρκωμένα από συγκίνηση: «Τελείωσε, εξαντλήθηκε πια το έμψυχο δυναμικό της Πόλης. Κι εσύ είσαι ένας από τους τελευταίους μάρτυρες της.»
Αξέχαστη εκείνη η στιγμή για μένα. Τη θυμάμαι και λυπάμαι που η βίαιη απέλαση μου με ξέκοψε, για πάντα, από την άλλοτε Πρωτεύουσα του φωτεινού Ελληνικού Μεσαίωνα, τότε που οι ευρωπαϊκοί λαοί ήταν Βυθισμένοι στα μεσαιωνικά σκοτάδια ιούς.
Το παρακάτω κείμενο τουύ αείμνηστου Παναγιώτη Κανελλόπουλου το αναδημοσιεύω από το μεγάλο περί Βυζαντίου αφιερωματικό κείμενο που επί 4-5 μέρες δημοσιεύθηκε στην εκλεκτή και ιστορική εφημερίδα ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, με τίτλο «Νοσταλγία του Βυζαντίου». Το αναδημοσιεύω με συγκίνηση και σεβασμό.
Α.Γ.Λ.
***
Εισαγωγή της συναδέλφου ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗΣ:
«Μία από τις κορυφαίες πνευματικές προσωπικότητες του σύγχρονου Ελληνισμού, και πολιτικός, διατελέσας πρωθυπουργός, καθηγητής και ακαδημαϊκός, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το Βυζάντιο, με βιβλία, άρθρα και διαλέξεις. Σήμερα, η «Α» έχει την τιμή και τη χαρά να δημοσιοποιήσει ένα άγνωστο κείμενο του πνευματικού κολοσσού, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, για το Βυζάντιο, γραμμένο στη γερμανική, τα χρόνια της δικτατορίας (1972).
Το κείμενο αυτό μετέφρασε στην ελληνική ο εκ των στενότερων συνεργατών του Π. Κανελλόπουλου, καθηγητής Φιλοσοφίας, Λίνος Μπενάκης, επιστημονικός συνεργάτης της Ακαδημίας Αθηνών, τέως Διευθυντής του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας.»
***
ΝΟΣΤΑΛΠΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Ένα ανέκδοτο κείμενο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου
Ο Θεός ήταν πάντα παρών στο Βυζάντιο. Η απόσταση από το Θεό είναι η ίδια σε όλους τους καιρούς και σε όλους τους λαούς, πιστούς και απίστους.
Όπως, όμως, υπάρχουν μοναχικές ψυχές, που αισθάνονται το Θεό πολύ κοντά τους («Ω, Εσύ ο γείτονας μου, Θεέ μου»), έτσι υπήρξαν και ολόκληροι λαοί, που όχι μόνο στις εξαιρετικές ώρες της μεγάλης δοκιμασίας, αλλά και καθημερινά στη μακρά ιστορική πορεία τους αισθάνθηκαν την ανάγκη να θέλουν το Θεό αδιάκοπα στο πλευρό τους. Αυτοί οι λαοί μοιάζουν με τους μοναχικούς ανθρώπους. Είναι κι αυτοί μοναχικοί λαοί. Ένας τέτοιος λαός ήταν οι Βυζαντινοί στην υπερχιλιάχρονη ζωή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τους και περισσότερο από τον έβδομο αιώνα έως το 1453. Κι όσο περισσότερο γινόταν η αυτοκρατορία «ελληνική» τόσο μεγάλωνε η μοναχική ιστορική πορεία του λαού αυτού, του οποίου ο ζωτικός χώρος γινόταν όλο και πιο στενός, για να τον βαρύνει περισσότερο η μοναξιά του. Κατά του Βυζαντίου ξεσπούσαν πάντα, και από όλες τις μεριές, τα κύματα των ξένων λαών. Ασία και Ευρώπη αγωνίστηκαν χίλια ολόκληρα χρόνια να αφανίσουν του Βυζαντινούς. Κανένας άλλος λαός στην παγκόσμια ιστορία δεν πολεμήθηκε επί τόσο μακρόν και με τόση μανία από δύο ηπείρους, σαν να μην ανήκε ούτε στη μία ούτε στην άλλη.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος επέλεξε ως έδρα του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού κράτους την πόλη που πήρε το όνομα του. Η θέση της, γράφει ο ιστορικός Ζώσιμος, την έκανε πρωτεύουσα και των δύο τμημάτων της Οικουμένης, της Ευρώπης και της Ασίας. Αλλά η ιστορία δεν την ήθελε μόνο πρωτεύουσα. Ο Θεός της ανέθεσε την αποστολή ν' αντέξει και να αποκρούσει την επιδρομή των δύο ηπείρων. Όταν στις αρχές του 13ου αιώνα η μία από τις δύο ηπείρους, η Ευρώπη, έγινε κυρία της Πόλης, οι κατακτητές αποδείχθηκαν ανίκανοι να εκτιμήσουν τους θησαυρούς του πνεύματος, που τα ακούραστα χέρια και τα άγρυπνα μάτια είκοσι επτά γενεών δημιούργησαν και συντήρησαν. Η Ευρώπη δεν κατόρθωσε να κρατήσει την Κωνσταντινούπολη ούτε 60 χρόνια. Ο μοναχικός λαός των Βυζαντινών, του οποίου πρωτεύουσα στο μεσοδιάστημα αυτό έγινε η Νίκαια —κι εκεί άρχισε ο λαός αυτός να ονομάζει τον εαυτό του Έλληνες— κατόρθωσε να απομονώνει την «Ευρώπη» στο σπουδαίο ιστορικό σταυροδρόμι, στο οποίο δεν είχε κανένα νόμιμο δικαίωμα, και το 1261 αιφνιδιαστικά μέσα από μια μυστική υπόγεια διώρυγα να ανακαταλάβει την πρωτεύουσα του για να την κρατήσει και δοξάσει για δύο ακόμη αιώνες, ως το 1453, που έπεσε στα χέρια της Ασίας.
Η ιστορική μοναξιά του Βυζαντίου βάρυνε κυρίως το ελληνικό και το ελληνόφωνο στοιχείο, που αποτελούσε τον κορμό της ανατολικής αυτοκρατορίας. Ο Φρειδερίκος Barbarossa έγραφε στον Μανουήλ Α' Κομνηνό, ότι δεν του αναγνώριζε τον τίτλοτού Ρωμαίου αυτοκράτορα. Για Barbarossa δεν ήταν παρά ένας «Έλληνας βασιλιάς». Νόμιζε ότι τον υποβάθμιζε έτσι, με το να τον αποκαλεί Rex και όχι Ιmperator. Ο Όθων ο Γ ήταν αντίθετα υπερήφανος για το «ελληνικό αίμα- στις φλέβες του από τη μητέρα του, τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ, μια από τις πιο σπουδαίες αυτοκρατόρισσες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους και προτιμούσε να χρησιμοποιεί τη «μητρική του γλώσσα», τα ελληνκά. Ο Όθων ο Γ ήταν βέβαια ένας διάττων αστέρας. Πέθανε το 1002 σε ηλικία 19 ετών!
Η γενική στάση των Ευρωπαίων απέναντι στους Βυζαντινούς, τους Έλληνες, πριν από την ιταλική Αναγέννηση ήταν αρνητική. Οι σπάνιες εξαιρέσεις - και η σημαντικότερη μετά τον 'Οθωνα Γ ήταν του μεγαλύτερου των Hohenstaufen Φρειδερείκου Β'- επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Οι Βυζαντινοί, οι «Graeci» για την Παπική Ρώμη, οι «Grieu» ή «homes de Grece» (sic), όπως τους ονομάζει τον 13ο αιώνα ο Geoffroi de Villehardoin στο χρονικό του «Η κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως», ήταν αποκλεισμένοι από την οικογένεια των ευρωπαϊκών λαών. Και έχει, βέβαια, συχνά παρατηρηθεί ότι και οι Βυζαντινοί περιφρονούσαν τους άλλους λαούς και τους ονόμαζαν βαρβάρους. Η παρατήρηση αυτή είναι, όμως, ως ένα σημείο ορθή. Οι μορφωμένοι στο Βυζάντιο είχαν πάρει τον όρο «βάρβαροι» από τους Έλληνες της αρχαιότητας. Η Άννα Κομνηνή, υπερήφανη για τα κατορθώματα του πατέρα της, του αυτοκράτορα Αλέξιου Α' και με επίγνωση της αρχαιομάθειας και του εξευγενισμένου ύφους της. χρησιμοποιεί τη λέξη «βάρβαροι» μ' έναν τόνο υπεροψίας. Κατά βάθος, όμως, και ευρύτερα οι Βυζαντινοί ήσαν ανεκτικοί απέναντι στους ξένους λαούς κάθε φυλής. Ένα τεκμήριο αυτής της στάσης τους αποτελεί το μεγάλο έπος του Διενή Ακρίτα, του οποίου ο ήρωας είναι γιος ενός εμίρη, δηλαδή ενός μουσουλμάνου πατέρα και μιας Ελληνίδας μητέρας.
Το έπος αυτό του 11 ου ή των αρχών του 12ου αιώνα είναι μια καλή μαρτυρία για την ανοχή των Βυζαντινών απέναντι στους αλλόθρησκους. (Ο Νεοέλληνας ποιητής Άγγελος Σικελιανός μεταχειρίζεται τον ήρωα του στην τραγωδία του «Ο θάνατος του Διγενή» με το ίδιο πνεύμα). Οι Βυζαντινοί ήσαν ιδιαίτερα ανεκτικοί απέναντι στην πίστη των μη χριστιανών. Συζητούσαν μετούς μωαμεθανούς για το πρόβλημα του Θεού. Ένα τέτοιο διάλογο, εδώ μ' ένα σοφό, καλοκάγαθο μωαμεθανό στην Άγκυρα, κάνει θέμα ενός έργου του ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος, ο πατέρας των δύο τελευταίων αυτοκρατόρων, ο «βασιλιάς φιλόσοφος», όπως τον αποκαλεί το 1391 ο προσωπικός φίλος του πατέρα του. ο σοφός Δημήτριος Κυδώνης.
Η χριστιανική Δύση, στην οποία οι Βυζαντινοί από τον 13ο αιώνα μεταβίβασαν διακριτικά το γνήσιο πνεύμα της αρχαιότητας, δεχόταν την δογματική συζήτηση για το Τριαδικό πρόβλημα μόνο με την προϋπόθεση ότι θα αναγνωρίζονταν τα πρωτεία του Πάπα και στην Ανατολή. «Μοναχικοί» αυτοκράτορες, όπως ο πρώτος των Παλαιολόγων Μιχαήλ Η' και οι δυο τελευταίοι Παλαιολόγοι, βρέθηκαν αναγκασμένοι να υποκύψουν σ' αυτή την αξίωση. Πολλοί σοφοί φίλοι τους -μεταξύ αυτών και ο Δημήτριος Κυδώνης - τους βοήθησαν να δείξουν κατανόηση για την αξίωση της Ρώμης, που είχε και μια συγκεκριμένη ιστορική θεμελίωση και έγιναν έτσι η γέφυρα μεταξύ Βυζαντίου και Δύσης, μια γέφυρα, ωστόσο, που αποδείχθηκε επωφελής για τη Δύση, αλλά καθόλου για το Βυζάντιο, το οποίο, παρά την κάποια μικρή δυτική βοήθεια, έμεινε ως το τέλος «μοναχικό».
Στην ιστορική «μοναξιά» τους ζητούσαν οι Βυζαντινοί όλο και περισσότερο καταφυγή ατό Θεό. Και ο Θεός, ο Υιός του Θεού και του ανθρώπου, είχε μείνει μόνος, χωρίς βοήθεια, «περίλυπος μέχρι θανάτου», όπως και το Βυζάντιο έμεινε μόνο σ' όλη σχεδόν την πορεία του στην ιστορία και όπως και ο τελευταίος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος ο ΙΑ', στις 29 Μαΐου του 1453, εγκαταλειμμένος και «περίλυπος μέχρι θανάτου», στάθηκε στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ο Θεός, όμως. δεν είναι μόνον -και αυτό το ήξεραν οι Βυζαντινοί- ο μοναχικός Ιησούς του Όρους των Ελαίων ή ο φίλος και σωτήρας του Λαζάρου ή ο Εσταυρωμένος ή ο συνοδοιπόρος προς Εμμαούς. Ο Θεός είναι ο υπέρτατος κριτής. Οι Βυζαντινοί το ήξεραν: όχι μόνον ο Θεός αλλά και «κάθε Άγγελος είναι φοβερός». Πολλές βυζαντινές τοιχογραφίες και μωσαϊκά παριστάνουν τον Θεό, τους Αρχαγγέλους και τον μικρό Ιησού —πριν η τέχνη των Παλαιολόγειων χρόνων απαλύνει και δώσει νεανικότερο τόνο στις μορφές τους- αυστηρούς, πρόξενους σχεδόν φόβου, ωσάν τώρα κιόλας επί της γης να ηχούν οι σάλπιγγες της Νέας Κρίσης, Έτσι χρειάζονταν οι Βυζαντινοί, περισσότερο ίσως από ό,τι άλλοι χριστιανικοί λαοί, τη βοήθεια και τη συμπαράσταση του "δικού τους» Θεού, των Αποστόλων, των μαρτύρων, των αγίων, των αναχωρητών, των οποίων οι μορφές - ιδιαίτερα αυτές οι τυπικά ιερατικές με τη μακρά γενειάδα- αποπνέουν μια μυστική καλωσύνη, ανάμεικτη με μια το ίδιο μυστική θλίψη, και μοιάζουν να υπόσχονται στον άνθρωπο μια παρηγορητική μεσιτεία προς τον Υπέρτατο Κριτή. Αλλά τη μεγαλύτερη ελπίδα για μια αποτελεσματική βοήθεια στηρίζουν οι Βυζαντινοί στη Μητέρα του Θεού. Εκείνη δεν είναι που το 626 έσωσε την Κωνσταντινούπολη, όταν βρισκόταν μακριά της ο Μέγας Ηράκλειος, ο νικηφόρος πολεμιστής; Έσωσε την Κωνσταντινούπολη «διατρέχοντας μόνη της τα τείχη της»! Οι Βυζαντινοί την υμνολόγησαν με τις πιο ευσεβείς και πιο τρυφερές στροφές των «Χαιρετισμών» της.
Έχει λεχθεί περισσότερες από μία φορές, ότι στα θρησκευτικά αισθήματα των Βυζαντινών ενυπάρχει ένα σοβαρό ποσοστό δεισιδαιμονιών. Δεν γνωρίζω αν οι δεισιδαιμονίες των Βυζαντινών ήταν περισσότερες από εκείνες των χριστιανικών λαών της Δύσης ή στο παρελθόν της αυτοκρατορικής Ρώμης. Δεν γνωρίζω, μάλιστα, καθόλου αν η ελπίδα που ξεπηδάει από τη θρησκευτική πίστη μπορεί να ονομαστεί «δεισιδαιμονία».
Η πίστη στη θαυματουργή δύναμη των εικόνων ή των ιερών λειψάνων ή του πέπλου της Παρθένου Μαρίας είναι κάτι βασικά διαφορετικό από τις «προγνώσεις» και τις «θαυματουργίες», που προφήτευαν στους Ρωμαίους τα μέλλοντα να συμβούν. Και οι Βυζαντινοί δεν ήσαν απαλλαγμένοι από τέτοιες δεισιδαιμονίες.
Πάμπολλα βιβλία «προφητειών» κυκλοφορούσαν παντού στην αυτοκρατορία. Αλλά το κύριο χαρακτηριστικό στους Βυζαντινούς ήταν λιγότερο η πίστη στο «υπερφυσικό» και περισσότερο πίστη στο «σωτηριώδες». Ταλαιπωρημένοι, φοβισμένοι άνθρωποι, που τους απειλούσαν σήμερα ο «μαύρος θάνατος» και αύριο οι επιδρομές των εχθρών ή και τα δύο συγχρόνως, βάσιζαν τις ελπίδες τους στο «χριστιανικό θαύμα».
Ελάτρευαν και ασπάζονταν τις εικόνες ή άγγιζαν τα λείψανα των αγίων με την πίστη ότι με τον τρόπο αυτόν ξέφευγαν από ένα μεγάλο κακό ή γλίτωναν από ένα μεγάλο κίνδυνο. Η πίστη σώζει συχνά, ενώ η δεισιδαιμονία παραπλανά πάντα. Απαιτεί θυσίες και μια σχετική απόσταση από τον κόσμο.
Οι Βυζαντινοί είχαν μια βαθιά θρησκευτικότητα. Ανήκαν -ακόμη κι όταν αγωνίζονταν για τη γήινη ύπαρξη τους- λιγότερο στον «κόσμο» και περισσότερο στην «αιώνια ζωή». Ο Sir Steven Runciman έχει γράψει: «Για να κατανοήσουμε τη βυζαντινή ιστορία είναι ουσιαστικό να θυμόμαστε την υποβάθμιση της επίγειας ζωής από τους Βυζαντινούς».
Οι Βυζαντινοί είχαν λίγο ή πολύ αποδεσμευθεί από τον «κόσμο». Όλοι ήσαν λιγότερο ή περισσότερο μοναχοί. Υπηρετούσαν -πιο πολύ για να σώσουν την ψυχή τους παρά τη ζωή τους- το Θεό. Ακόμη και οι πιο κοσμικοί, οι κάτοχοι των γήινων αξιωμάτων και αγαθών, είχαν κι αυτοί ορισμένες καλογερικές ιδιότητες. Οι σοφοί, αυτοί που διέσωσαν και διαφύλαξαν τα κείμενα και το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων χωρίς μ' αυτό να ανταλλάξουν τη χριστιανική πίστη τους, ήσαν — από τον 9ο αιώνα, την εποχή του Πατριάρχη Φωτίου, που και ο Βολταίρος ονόμασε Μέγα, και του Αρέθα, του γεννημένου στην Πάτρα και πιο γνωστού ως επισκόπου Καισαρείας— εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι ή αντάλλαξαν κάποια ώρα τα κοσμικά αξιώματα, όπως ο Μιχαήλ Ψελλός και πολλοί άλλοι, με το μοναχικό σχήμα. Αυτοκράτορες όπως ο Μιχαήλ Ζ' Δούκας, ο Νικηφόρος Γ' Βοτανιάτης, ο Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος, ο πρώτος φίλος και προστάτης των μονών του Μυστρά και ο Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός αντάλλαξαν κι αυτοί το στέμμα με το μαύρο κάλλυμα τού μοναχού. Δεν άφησαν, βέβαια, πάντα το θρόνο τους εκούσια, ωστόσο, κατέφυγαν στις μονές τους με αληθινή ταπείνωση — και η ταπείνωση είναι πιθανότατα η πιο ελεύθερη ανθρώπινη στάση. Ο πρώτος από αυτούς, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ' Δούκας, αναδείχθηκε, μάλιστα, αφού είχε ζήσει στο μοναστηριακό κελί του αρκετά, μητροπολίτης Εφέσου. Και δεν θεώρησε τον μητροπολιτικό θρόνο κατώτερο του αυτοκρατορικού!
Ο τελευταίος, ο Ιωάννης ΣΤ', έγραψε το μεγάλο ιστορικό του έργο ως μοναχός, ένα έργο στο οποίο παρακολουθεί με υπερηφάνεια τα βήματα του γιου του Μανουήλ, που παρά την εκθρόνιση του πατέρα του (1355) έμεινε ως το θάνατο του (1380) Δεσπότης του Μυστρά, αντιπρόσωπος δηλαδή του αυτοκράτορα στην Πελοπόννησο.
Μνημόνευσα τους τέσσερις αυτούς αυτοκράτορες και για έναν άλλο λόγο. Η πτώση τους —των δύο τελευταίων μετά από εμφύλια σύγκρουση— υπήρξε ανώδυνη. Και ο πιστός φίλος και πρώτος σύμβουλος του Ανδρόνικου Β', ο σοφός Θεόδωρος Μετοχίτης, έμεινε βέβαια μετά την εκθρόνιση του αυτοκράτορα (1328) για λίγο εξόριστος στη Θράκη, γύρισε όμως πάλι έπειτα στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποσύρθηκε στην αγαπημένη του Μονή της Χώρας (Kachriye Djami), την οποία με δαπάνη του ανακαίνισε και στα ποιήματα του περιέγραψε πολύ ωραία. Δεν ήταν λοιπόν πάντα τα πάθη, το μίσος, η εκδίκηση που κυριάρχησαν στο Βυζάντιο. Συχνά, και ίσως πολύ συχνότερα, επικράτησε η ανοχή και η ανθρωπιά (humanitas). Χαρακτηριστικά είναι και άλλα γεγονότα, από τα οποία πρέπει να μνημονευθούν τουλάχιστον δύο.
Το 944 ο υπερήφανος και προικισμένος αυτοκράτορας Ρωμανός Β' Λεκαπηνός, που είχε με κομψό τρόπο παραμερίσει τον γαμπρό του και νόμιμο κάτοχο του θρόνου, Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο, και στην πραγματικότητα ασκούσε το σύνολο των αυτοκρατορικών εξουσιών, εκθρονίστηκε απατούς γιους του, που τους είχε ονομάσει μάλιστα συναυτοκράτορες. Δέσμιος μεταφέρθηκε και κλείσθηκε σε μία μονή στα Πριγκηπόνησα. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Κωνσταντίνος ο Ζ' συνέλαβε τους αχάριστους γιους του Ρωμανού και με κουρεμένα κεφάλια τους έστειλε στον πατέρα τους για να του ζητήσουν συγνώμη για την ανόσια πράξη τους, να εκζητήσουν την ευλογία του και να καταλήξουν ύστερα κι αυτοί σε κάποιο μοναστήρι.
Όταν οι Σταυροφόροι εκπόρθησαν την Κωνσταντινούπολη, ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις μετέφερε την έδρα της αυτοκρατορίας στη Νίκαια (1204). Ο πεθερός του Αλέξιος Γ. Άγγελος, αυτοκράτορας από το 1195 έως το 1203, είχε περιπέσει σε βαριά ανομήματα και βρήκε καταφύγιο στον Τούρκο Σουλτάνο στο Ικόνιο. Όταν ο Θεόδωρος νίκησε τον Σουλτάνο, ο Αλέξιος έπεσε στα χέρια του, αλλά ούτε θανατώθηκε ούτε του εξόρυξαν τους οφθαλμούς.
Ο Θεόδωρος τον έστειλε σε μοναστήρι. Ποιος μπορεί να γνωρίζει, αν ο Θεός συγχώρησε τον Αλέξιο, ο Θεόδωρος πάντως στο όνομα του Πανάγαθου Θεού τον συγχώρησε. Υπάρχει, είναι αλήθεια, και η αντίθετη πλευρά. Η παγκόσμια ιστορία δεν είναι ειδυλλιακή, είναι τραγική. Και του Βυζαντίου η ιστορία έχει γραφεί με το αίμα αθώων, με βασανιστήρια, με ασίγαστα πάθη, με μίσος και απάτη, οπωσδήποτε όμως σε μικρότερο βαθμό απ' ό,τι η ιστορία του «πολιτισμένου» αιώνα μας! Όποιος περιορίζεται στο να βλέπει τη σκοτεινή πλευρά ή κατά πρώτο λόγο αυτή την πλευρά στο Βυζάντιο, αδικεί το Βυζάντιο.
Τα σκοτεινά κεφάλαια της βυζαντινής ιστορίας συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με το φανατισμό δογματικών αντιπαραθέσεων. Ο φανατισμός αυτός δεν είναι χειρότερος από τον φανατισμό που γεννούν οι "ιδεολογίες" της δικής μας εποχής. Κι ακόμη, μπορεί ο φανατισμός των Βυζαντινών, όταν κι όπου εμφανίζεται, να εξηγηθεί ως ένα βαθμό. Με το βλέμμα στραμμένο στην αιώνια ζωή, στο αμετάκλητο επέκεινα, κατέληγαν οι Βυζαντινοί - όχι όλοι και ούτε πάντα - σ' ένα φανατισμό, που τον γεννούσε ο φόβος μήπως χάσουν τον «ορθό» δρόμο προς την «αιώνια ζωή» εκείνοι που δεν συμφωνούσαν με τη δική τους κατεύθυνση και τη δική τους επιλογή του «ορθού» δρόμου. Η έννοια της γήινης ευτυχίας αναδείχθηκε από τον 18ο αιώνα και εξής σε ύπατο ιδανικό. Ο δρόμος, που οδηγεί σ' αυτό, δεν έχει ποτέ προσδιορισθεί αναντίρρητα. Ο δρόμος όμως προς την «αιώνια ζωή» μπορεί, αν δεν είναι ο σωστός, να οδηγήσει σε αμετάκλητη απώλεια του στόχου. Εκείνοι, λοιπόν, που διακατέχονται από την ιδέα της μόνης δυνατής σωτηρίας και λύτρωσης — και αυτό είναι εύκολα ψυχολογικά κατανοητό— πέφτουν εύκολα στον πειρασμό του τυφλού φανατισμού. Γι' αυτούς το δίλημμα είναι ένα και απόλυτο: ή τώρα και έτσι ή ποτέ.