Ζωηφόρος

«Ομολογία Πίστεως» και Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ελλάδος

«Ομολογία Πίστεως»

και Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας

της Ελλάδος

από την εφημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ», 08-01-2010

Εις το έγκριτον θεολογικόν περιοδικόν «Ο ΣΩΤΗΡ» εδημοσιεύθησαν προσφάτως δύο σπουδαία άρθρα, τα όποια έχουν ως εξής:

Α'

Έγινε πολύς λόγος για το κείμενο της «Ομολογίας Πίστεως». Ένα κείμενο ομολογιακό κατά του Οικουμενισμού, πού εξέφραζε την ανησυχία του λαού του Θεού- και το όποιο υπέγραψαν αρχιερείς, ιερείς; ιερομόναχοι, μοναχοί και λαϊκοί καθηγητές Πανεπιστημίων, θεολόγοι κ.ά. Το κείμενο αυτό, το όποιο υπέγραψαν περίπου 10.000 άνθρωποι, δημιούργησε αντιδράσεις θετικές και αρνητικές. Εγράφησαν επιστολές, συντάχθηκαν κείμενα, δόθηκαν απαντήσεις, απευθύνθηκαν εκκλήσεις προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και τους Ιεράρχες της Ελλαδικής Εκκλησίας.

Όμως το θετικότερο αποτέλεσμα αυτών των αντιδράσεων ήταν το ότι εξ αφορμής όλου αυτού του θορύβου και μιας επιστολής του Οικουμενικού Πατριάρχου προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ασχολήθηκε με το κείμενο η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι.) της Ελλαδικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, πού συνήλθε τον περασμένο Οκτώβριο (2009). Δεν ασχολήθηκε δε αποκλειστικά με την «Ομολογία Πίστεως», άλλα συζήτησε γενικότερα το θέμα του διαλόγου Ορθοδόξων και Παπικών. Το σχετικό ανακοινωθέν της 19ης Οκτωβρίου 2009 πού εξέδωσε η Ι.Σ.Ι. περιέχει ικανά θετικά στοιχεία, τα όποια και επισημαίνουμε:

1. «Υπήρξε», γράφει το ανακοινωθέν,   «ευρύτατος   διάλογος, στον όποιον έλαβαν μέρος πολλοί Αρχιερείς, οι όποιοι ομίλησαν με αίσθημα ευθύνης και γνώσεως για τα μεγάλα θέματα». Αυτός ο ευρύτατος διάλογος, η ελεύθερη συζήτηση και οι τοποθετήσεις επιμέρους Ιεραρχών  με αίσθημα ευθύνης αναπαύουν τον λαό του Θεού.

2.  «Διεπιστώθη», σημειώνει το ανακοινωθέν, «η ανάγκη πληρεστέρας ενημερώσεως της Ι.Σ.Ι. στα σημαντικά αυτά ζητήματα». Το ότι μέχρι σήμερα δεν γινόταν πλήρης     ενημέρωση     -πολλοί ιεράρχες είπαν ότι δεν έχουν ασχοληθεί ιδιαιτέρως με το κείμενο της Ραβέννας, το όποιο δεν τους κοινοποιήθηκε- είναι κάτι πολύ περισσότερο από σοβαρή παράλειψη. Είναι όμως ελπιδοφόρο τούτο: «Δηλώθηκε ότι εφεξής η Ιεραρχία   θα   λαμβάνει   γνώση όλων των φάσεων των Διαλόγων, διαφορετικά κανένα κείμενο δεν δεσμεύει την Εκκλησία. Άλλωστε αυτό συνιστά το Συνοδικό Πολίτευμα της Εκκλησίας». Αυτή η δήλωση είναι πολύ σημαντική και ο πιστός λαός του Θεού την καταγράφει.

3.  «Ο Διάλογος», κατά το ανακοινωθέν, «πρέπει να συνεχισθεί, μέσα όμως στα ορθόδοξα εκκλησιολογικά και κανονικά πλαίσια». Το σημείο αυτό είναι κατεξοχήν σπουδαίο και δεν αφήνει στους εκπροσώπους των Ορθοδόξων περιθώρια αυτοσχεδιασμών, αυθαιρέτων πρωτοβουλιών και προσωπικών τοποθετήσεων.  Όλοι δε γνωρίζουμε ποια είναι αυτά τα πλαίσια και δεν χρειάζεται να τα αναλύσουμε εδώ. Επισημαίνουμε μόνο τις απαράδεκτες θέσεις καθηγητού της θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ότι «πρέπει να υπερβούμε τους Πατέρες για να προχωρήσουμε στην ένωση με τους Ρωμαιοκαθολικούς» και ότι «μόνη διαφορά μας» με τους Παπικούς «είναι το πρωτείο του Πάπα»! Αυτά ακούστηκαν δημόσια στην αίθουσα τελετών του ΑΠΘ, στην «επιστημονική ημερίδα» της 20-5-200θ. Αυτές είναι απόψεις αντίθετες προς «τα ορθόδοξα εκκλησιολογικά και κανονικά πλαίσια».

4. Το πιο πάνω σημείο διευκρινίζεται σαφέστερα στην παράγραφο 3 του ανακοινωθέντος της Ι.Σ.Ι., η οποία (παράγραφος) μας βεβαιώνει ότι:  «Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας στον συγκεκριμένο διάλογο (Ορθοδόξων και Παπικών) έχουν σαφή γνώσιν της Ορθοδόξου Θεολογίας, της Εκκλησιολογίας και της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και προσφέρουν τις γνώσεις και τις δυνάμεις τους προς τον σκοπό "της των πάντων ενώσεως", "εν αληθεία" και μέσα στα απαραίτητα θεολογικά πλαίσια και τις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων».

Επισημαίνουμε το «εν αληθεία». Μας παραπέμπει στον λόγο του Ευαγγελιστού της αγάπης «ους εγώ αγαπώ εν αληθεία» (Β' Ίω. 1 και Γ Ίω. 1). Το επισημαίνουμε, διότι πολύ ταλαιπωρηθήκαμε με την... αγαπολογία. Δηλαδή την πρόταξη της αγάπης και τον υποβιβασμό ή και παραγνώριση της αληθείας του δόγματος. Η αγάπη στην οποία μας καλεί ο Απόστολος, διέπεται από την αλήθεια και είναι χαρακτηριστική εκείνου πού πορεύεται και εμπνέεται από τη σωστική αλήθεια της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δηλ. της Ορθοδοξίας. Την αλήθεια πού αποβλέπει στη σωτηρία του πλησίον, εν προκειμένω του αιρετικού.

5.  Είναι πολύ σημαντική η θέση της Ι.Σ.Ι. ότι «το κείμενο της Ραβέννας και το κείμενο» πού επρόκειτο «να συζητηθεί στην Κύπρο τελούν υπό τον όρον της αναφοράς και εγκρίσεως τους από τις κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, επομένως και από την Εκκλησία  της  Ελλάδος  συνοδικώς διασκεπτομένης. Αυτό», τονίζει το ανακοινωθέν, «πρακτικώς σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν τετελεσμένα γεγονότα, χωρίς Συνοδική Απόφαση της Ιεραρχίας. Οι Ιεράρχες»,  υπογραμμίζεται στη συνέχεια,   «είναι   φύλακες   της  Ορθοδόξου Παραδόσεως, όπως ομολόγησαν κατά την εις Επίσκοπον χειροτονία τους».

Ώστε καμία απόφαση της «Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου» (ΔΜΕ) μεταξύ της Ορθοδόξου και της Παπικής «εκκλησίας» δεν μπορεί να θεωρηθεί επίσημο κείμενο, αν δεν επισφραγισθεί από Συνοδική Απόφαση της Ι.Σ.Ι. όπως και από τις άλλες Συνόδους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αυτό ακριβώς εννοούσαμε, όταν γράφαμε σε προηγούμενο άρθρο (βλ. «Ο Σωτήρ», τόμ. 1986, σελ. 390) ότι τα διαφημιζόμενα κοινά κείμενα της ΔΜΕ από το 1980 μέχρι το κείμενο της Ραβέννας του 2007 δεν έχουν γίνει πλήρως αποδεκτά από το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Για να γίνει ένα κείμενο οποιασδήποτε Επιτροπής Διαχριστιανικού Διαλόγου επίσημα αποδεκτό πρέπει να περάσει και να συζητηθεί «από την Εκκλησία της Ελλάδος συνοδικώς διασκεπτομένης» και από όλες τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.

6. Το ανακοινωθέν της Ι.Σ.Ι. αναφέρει ακόμη ότι στους εκπροσώπους της Ελλαδικής Εκκλησίας δόθηκε σαφής εντολή τί πρέπει να περιλαμβάνει το οποιοδήποτε κείμενο πού τυχόν θα συνταχθεί στην Κύπρο. Άλλ' όπως έγινε γνωστό, η ΔΜΕ του Διαλόγου δεν κατέληξε σε οριστικό κείμενο, το δε θέμα του «πρωτείου» του Πάπα θα συζητηθεί, όπως ανακοινώθηκε, και πάλι στη Βιέννη (Αυστρίας) τον Σεπτέμβριο του 2010. Και τότε βέβαια η ελλαδική αντιπροσωπεία δεν μπορεί να παραβλέψει τις σαφείς εντολές πού πήρε ή θα πάρει.

7. Όλα αυτά, όπως σημειώσαμε και στην αρχή, αποτελούν σημαντικές και σταθερές θέσεις της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Από αυτής της πλευράς η κίνηση όσων υπέγραψαν το κείμενο της «Ομολογίας Πίστεως», όχι βέβαια για να διχάσουν τον λαό του Θεού, άλλα για να τον ενημερώσουν και να τον κρατήσουν σε εγρήγορση, έφερε αγαθόν αποτέλεσμα. Η δε Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος με το να συζητήσει ευρύτατα το θέμα «με αίσθημα ευθύνης και γνώσεως» έδειξε ότι αφουγκράζεται την φωνή του ποιμνίου της και αναλαμβάνει άμεσα υπεύθυνη στάση. Ή, όπως τονίζεται στό ανακοινωθέν, «παρακολουθεί και θα συνεχίσει να παρακολουθεί επαγρυπνούσα το θέμα των διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Ετεροδόξους. Παρακαλεί δε τους πιστούς να εμπιστεύονται τους ποιμένες τους.

Β΄

Η «Ομολογία Πίστεως» θεωρήθηκε κείμενο «ως εκ περισσού», δηλαδή κείμενο πού δεν ήταν απαραίτητο, διότι, όπως λέγεται στο ανακοινωθέν της Ι.Σ.Ι., «έχουν γνώσιν οι φύλακες». Άλλ' ο λαός του Θεού, ο όποιος μένει ανενημέρωτος και απληροφόρητος λόγω της τηρούμενης σιωπής γύρω από τα κατά καιρούς πορίσματα των διαχρισπανικών διαλόγων, είναι πολύ φυσικό να ανησυχεί. Είναι πολύ φυσικό να δημιουργούνται στην ψυχή του υποψίες, φόβοι, αμφιβολίες.

Αυτά δε επιτείνονται όταν ακούει από στόματα ορισμένων ποιμένων του ή καθηγητών ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών ότι ο Παπισμός δεν είναι αίρεση άλλα σχίσμα! Αλλά και ο πλέον αθεολόγητος εννοεί μια προφανή αλήθεια. Ένα σχίσμα παρατεινόμενον επί χίλια και πλέον χρόνια οδήγησε τον Παπισμό σε αλλεπάλληλες πλάνες, σε εκκοσμίκευση και πλήθος καινοτομιών, ώστε κατήντησε όχι απλώς αίρεση αλλά φοβερή αίρεση. Το πρωτεΐον εξουσίας και το αλάθητο των Πάπων, η εμμονή του στην κτιστή θεία χάρη, η σοβαρή νόθευση του Συμβόλου της Πίστεως με το Filioque, η δημιουργία και αποδοχή της επάρατης Oυνίας, o άμετρος κληρικαλισμός, h υποτίμηση του λαϊκού στοιχείου, h οργάνωση του Παπισμού σε κοσμικό κράτος κ.ά. είναι στοιχεία σαφώς αιρετικά, ξένα προς την Αποστολική και Πατερική διδασκαλία και παράδοση. Μόνον όσοι μυωπάζουν δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι o Παπισμός είναι ολοφάνερη, αναμφισβήτητη, τρανταχτή αίρεση.

Κανείς Ορθόδοξος o όποιος διαπνέεται από αγάπη προς τον πλανώμενο, δεν αρνείται ότι πρέπει να γίνει διάλογος. Διάλογος όμως αληθείας, προς επιστροφήν του πλανωμένου αιρετικού. Κανείς δεν αρνείται επίσης ότι ένας τέτοιος διάλογος δεν είναι εύκολος, ότι απαιτεί κόπο, επιμονή και χρόνο. Άλλ' ο διάλογος δεν πρέπει να διαιωνίζεται, και μάλιστα όταν η αίρεση δεν είναι απλώς ανυποχώρητη, αλλά και το δηλώνει επίσημα και προκλητικά, αφού έφθασε ο Παπισμός να πει ότι η Ορθοδοξία είναι ελλειμματική!... Η θεόπνευστη αποστολική συμβουλή προς τον επίσκοπο της Κρήτης Τίτο είναι σαφής: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δεύτερον νουθεσίαν παραιτού», γνώριζε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος έχει διαστραφεί και αμαρτάνει και για την αμαρτία του αυτή ελέγχεται και κατακρίνεται από τη συνείδηση του και τον ίδιο τον εαυτό του (Τίτ. γ' 10-11). Να γίνεται λοιπόν διάλογος, αλλ΄ όχι έπ' άπειρον και μάλιστα με εκείνον πού δηλώνει επίσημα την αδιαλλαξία του. Η επιμονή και Ο Εωσφορισμός της άλλης πλευράς, η οποία βρίσκεται καταφανώς στην αίρεση, δίνουν σε μας τους Ορθοδόξους το δικαίωμα και μας δημιουργούν την υποχρέωση να περιφρουρούμε την καθαρότητα της αμωμήτου Πίστεως μας. Δεν μπορούμε να διαλεγόμεθα με υποχωρητικότητα στην αλήθεια της Ορθοδοξίας. Άλλωστε η αλήθεια δεν συζητείται, η αλήθεια ομολογείται.

Πονούμε την αιρετική Δύση. Την πονούμε πολύ περισσότερο, διότι επί χίλια και πλέον τώρα χρόνια πορεύεται χωρίς Ανατολή! Γι' αυτό και συνεχώς εκτρέπεται. Και θα συνεχίζει να εκτρέπεται, διότι αρνείται να δεχθεί τον σωτήριο έλεγχο και την κατάκριση της συνειδήσεως της. Η αιρετική Δύση, Παπισμός και Προτεσταντισμοί, «περιέρχεται», για να θυμηθούμε τον ιερό Χρυσόστομο, «πικρόν κατήγορον περιφέρουσα το συνειδός, αυτοκατάκριτος ούσα»(1), περιφέρεται φορτωμένη τον άγριο κατήγορο, τη συνείδηση, διότι αυτοκατακρίνεται.

Και κάτι άλλο. Η Δύση, όπως δείχνουν δυστυχώς τα γεγονότα, θέλει τον διάλογο με σκοπό να επεκτείνει παντού την Ουνία, χωρίς ό Πάπας να αρνείται τίποτε από τις αιρέσεις του και προπαντός τη φρικτή έκκλησιολογική αίρεση του πρωτείου εξουσίας και του αλάθητου. Διότι θεωρεί τον εαυτό του γενικό αντιπρόσωπο και τοποτηρητή του Χριστού στη γη, και επομένως όλοι πρέπει να πέσουν να τον προσκυνήσουν.

Οι Ορθόδοξοι όμως στον διάλογο με τους Παπικούς και τους πολυποίκιλους Προτεσταντισμούς πρέπει να έχουμε σταθερά κατά νουν ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δηλαδή η Ορθόδοξος, δεν είναι κράτος με κοσμική εξουσία. Ούτε σωματείο πού ασχολείται με κοινωνικά έργα. Βεβαίως η Ορθοδοξία δεν πρέπει να σταματήσει το κοινωνικό της έργο και να παύσει να διακονεί τον άνθρωπο στις υλικές του ανάγκες. Όμως οι Ορθόδοξοι πρέπει να έχουμε σαφή συνείδηση ότι η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού. Είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας. Ότι η Εκκλησία είναι καθίδρυμα σωτηρίας. Ότι πρώτο και κύριο έργο της είναι η λύτρωση και ο αγιασμός των ψυχών. Βασικός στόχος της είναι η προσπάθεια να βοηθήσει τον εκπεσόντα άνθρωπο να μετανοήσει και να γίνει κοινωνός της σωστικής και αγιαστικής Χάριτος του Θεού. Να τον βοηθήσει να γίνει μέτοχος της θείας Χάριτος, η οποία «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί» και εξαγιάζει τον άνθρωπο.

Κατά τούτο οι Ορθόδοξοι Ιεράρχες είναι κυρίως και προ-παντός όχι οι «δεσπότες» άλλ' οι ποιμένες του λαού του Θεού. Είναι, όπως δηλώνει και το ανακοινωθέν της Ι.Σ.Ι. της 19.10.2009, παραγρ. 4, «οι φύλακες της Ορθοδόξου παραδόσεως». Παράλληλα όμως και ο ευσεβής λαός «είναι ο υπερασπιστής της θρησκείας, όστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού», όπως πολύ ορθά διεμήνυσαν το 1848 οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες της Ανατολής προς τον πάπα Πίο τον Θ'(2).

Και ο λαός αυτός, ο φύλακας και υπερασπιστής της θρησκείας με το Ορθόδοξο ένστικτο του και τις ευαισθησίες του στα θέματα της Πίστεως έχει χρέος να κρούει κατά καιρούς τον κώδωνα του κινδύνου με τα κείμενα του. Από αυτής της πλευράς οι Ιεράρχες μας πρέπει να δοξάζουν τον Τριαδικό Θεό διότι έχουν τέτοιο συνειδητοποιημένο ποίμνιο. Το όποιο αφενός μεν τους βοηθεί με την «Ομολογία» του, και αφετέρου προσεύχεται, μάλιστα δε κατά την ώρα της θείας Λειτουργίας, στον Αρχιποιμένα Χριστό να τους ενθυμείται μεταξύ των πρώτων ευμενώς, να τους χαρίζει στην αγία του Εκκλησία διάγοντας εν ειρήνη, σώους από κάθε κακό, απολαύοντας τιμής, υγιείς, μακροημερεύοντας, «ορθοτομούντας τον λόγον της αληθείας του», δηλαδή διδάσκοντας ορθώς τον λόγο της αληθείας του Χριστού. Άλλωστε αυτό το τελευταίο υποσχέθηκαν και οι ίδιοι κατά την πλέον επίσημη και ιερότατη ώρα της εις επίσκοπον χειροτονίας τους με την ομολογία της πίστεως.

Εν τιμή λοιπόν, εν υπακοή, εν αγάπη και εν σεβασμώ προς την Ιεραρχία μας, ας πορευόμεθα όλοι οι όπου γης Ορθόδοξοι την οδό του χρέους. Με τη βεβαιότητα πώς, αν μένουμε εδραίοι και αμετακίνητοι στην «άπαξ παραδοθείσαν πίστιν» σε μας τους Χριστιανούς (Ιούδα 3), ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός θα αυξήσει τον αριθμό των ήδη προσερχόμενων Παπικών και Προτεσταντών στη θεοπαράδοτη αλήθεια της Ορθοδοξίας. Και Εκείνος ο Όποιος ίδρυσε την Εκκλησία, θα ενεργήσει δια του Παρακλήτου Πνεύματος, το Όποιον «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας», το θαύμα «της των πάντων ενώσεως» προς αιωνίαν καταισχύνην του παγκάκου Διαβόλου και μεγάλην χαράν των εν ουρανοίς αγίων αγγέλων και όλης της θριαμβευούσης Εκκλησίας.

Σημειώσεις

1.  ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΌΜΟΥ. Ομ. Α' Εις τον πτωχόν Λάζαρον και τον πλούσιον. ΡG 48.979.

2. ΙΩ. Ν. ΚΑΡΜΙΡΗ. Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Β'. 1968, σελ. 920 [1000]. Graz, Austria.

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel