Logo
Print this page

Ομιλία στο ευαγγέλιο της ΙΒ΄ Κυριακής του Ματθαίου, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθ. 19, 16-25)

Τί παίζεις κορώνα-γράμματα;

 

Μᾶς μίλησε σήμερα τό Εὐαγγέλιο γιά ἕνα νεαρό. Ὁ ὁποῖος ἦταν πολύ πλούσιος. Ἀλλά καί καλό παιδί. Καί πῆγε στό Χριστό καί τοῦ ἔκανε τό ἐρώτημα, πού ἀπασχολεῖ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους.

«Θά πεθάνω μία ἡμέρα. Τελειώνει ἡ ζωή μου;»

Δέν τελειώνει. Εἴτε μ’ ἀρέσει εἴτε δέν μ’ ἀρέσει. Ἡ ζωή συνεχίζεται. Καί ἀπό κεῖ καί πέρα μπορεῖ νά εἶναι αἰώνια ζωή ἤ αἰώνια κόλαση.

Ἀλλά τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;

Καί νά ἀποφύγω τήν αἰώνια κόλαση;

Ἡ πιό μεγάλη βλακεία στόν ἄνθρωπο εἶναι νά λέει: «Ἔ, δέν βαρυέσαι. Ἅμα κλείσομε τά μάτια μας, ποῦ ξέρεις τί γίνεται; Δέν εἶναι τίποτε».

Γιατί αὐτά τά λόγια εἶναι ἡ ἀνοησία;

Εἶναι ἁπλό. Κανείς δέν δέχεται νά παίξει κορώνα-γράμματα οὔτε ἕνα ἀρνί ἀπό τό κοπάδι του. Γιά κεῖνον πού παίζει τά ἀρνιά του, τά χωράφια του καί τό σπίτι του κορώνα-γράμματα, λένε ὅποιοι τό ἀκοῦνε: «Αὐτός εἶναι ἀνόητος». Χωρίς πολλές περιστροφές.

Ἐκεῖνος πού παίζει τή ζωή του, τήν αἰώνια ζωή, κορώνα-γράμματα, ὅ,τι τύχει, ὅπως τύχει, εἶναι ὁ χειρότερος ἀνόητος. Θά προσθέσομε. Καί ὁ πιό σκοτισμένος πού μπορεῖ κανείς νά φανταστεῖ. Γιατί ἡ ζωή μας, εἶναι τό πολυτιμότερο πράγμα. Τήν ἐπίγεια ζωή, πού θά τελειώσει μιά ἡμέρα, καί τό ξέρομε ὅλοι ὅτι θά τελειώσει μιά ἡμέρα, τήν θεωροῦμε τόσο πολύτιμη, ὥστε ἀγωνιζόμαστε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις, νά τήν διατηρήσομε καλά καί σέ περιωπή ψηλή. Ἅμα δοῦμε ὅτι κινδυνεύει, πουλᾶμε τά πάντα. Καί τό σπίτι μας ἀκόμα. Γιά νά φθάσομε ἐκεῖ πού οὔτε κἄν τό φανταζόμαστε. Στό Λονδίνο καί στήν Ἀμερική γιά νά φροντίσομε γιά τή ζωή μας καί γιά τήν ὑγεία μας, τήν στιγμή πού δέν ξέρομε ἄν γυρίζοντας θά ἐξακολουθήσομε νά ζοῦμε. Γιατί κάθε στιγμή μπορεῖ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο νά τελειώσει ἡ ζωή μας.

Ἄν γι' αὐτή τή ζωή κάνομε ἔτσι, γιά τήν αἰώνια ζωή πόσο ἔπρεπε νά φροντίζομε, καί πόσο νά ἀγωνιᾶμε;

Ποιός νά ξεστομίσει τέτοια λόγια;

Καί νά λοιπόν, πῆγε ὁ νεαρός καί εἶπε στό Χριστό:

-Τί ποιήσας, ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω; Τί ἀγαθό, τί καλές πράξεις πρέπει νά κάνω, γιά νά πάω στήν αἰώνιο ζωή;

Τοῦ εἶπε ὁ Χριστός:

-Ἡ αἰώνια ζωή παιδί μου, δέν βρίσκεται ὅπως βρίσκεται ὁ δρόμος γιά τήν Φιλιππιάδα καί γιά τήν Ἄρτα. Ἡ αἰώνια ζωή εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἄν τηρήσεις τίς ἐντολές καί εἶσαι εὐάρεστος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θά σέ πάρει στήν αἰώνιο ζωή πού εἶναι κληρονομία δική σου. Διαφορετικά, ἄν κάθε ἡμέρα ἐσύ μέ τήν συμπεριφορά σου καί μέ τά ἔργα σου τόν σκάζεις τόν Θεό, ὅταν θά φτάσει ἡ ὥρα καί θά παρουσιαστεῖς μπροστά του, θά προσπαθήσεις νά πᾶς στήν πόρτα τοῦ Παραδείσου γιά νά μπεῖς μέσα, θά τήν βρεῖς κλειστή. Καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ λέγει: «Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτηρήσεις. Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου».

Ἀπάντησε ὁ νεαρός ἐκεῖνος μέ λόγια πού δέν ξέρομε πόσοι ἀπό μᾶς θά τολμοῦσαν νά ξεστομήσουν. «Ὅλα αὐτά τά ἐτήρησα ἀπό μικρό παιδί. Δέν ἔσφαλα. Οὔτε σκότωσα, οὔτε πόρνευσα, οὔτε μοίχευσα, οὔτε ψέματα, οὔτε ὅρκους, οὔτε ἔκανα ἄλλες κακές δοσοληψίες. Οὔτε νά ἁρπάξω, οὔτε νά κλέψω, οὔτε ἀτιμίες οὔτε τίποτα. Τά τήρησα ὅλα».

Λέει ὁ Χριστός:

-Ἐάν τά τήρησες ὅλα αὐτά παιδί μου, εἶσαι ἄξιος νά πᾶς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἕνα σοῦ λείπει, ἄν θέλεις νά γίνεις τέλειος, σάν τούς ἀποστόλους. Ἄφησε αὐτά πού ἔχεις, μοίρασέ τα στούς φτωχούς, καί ἔλα κοντά μου νά γίνεις μαθητής μου. Σταμάτησε νά ἔχεις φροντίδα τό πῶς θά μαζεύεις γιά τόν ἑαυτό σου καί κάνε φροντίδα σου νά μιλᾶς γιά τόν Χριστό. Εἶναι τό μεγαλύτερο ἀπό ὅλα τά ἀγαθά πού μπορεῖ νά κάνει ἕνας ἄνθρωπος πάνω στή γῆ.

Νά ἐρωτήσομε τώρα. Τό ἀνοίγομε καμιά φορά τό στόμα μας νά μιλήσομε γιά τόν Χριστό; Νά μιλήσομε ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι τό καλύτερο ἔργο πού μπορεῖ νά κάνει κανείς. Νά ὁδηγήσει ἄλλους ἀνθρώπους στό Χριστό. Μήπως ἀντί νά τό ἀνοίγομε γιά νά μιλήσομε ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, τό ἀνοίγομε καμιά φορά, τό στόμα μας γιά νά μιλήσομε κατά τοῦ Χριστοῦ; Καί εἰς βάρος τοῦ Χριστοῦ; Τί μεγαλύτερη ἁμαρτία θά μποροῦσε νά γίνει; Ἐκεῖνο πού εἶναι τό μεγαλύτερο ἔργο, ὅταν τό κάνομε, εἶναι καί ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία ὅταν κάνομε τό ἀντίθετο.

Ποῦ μένεις κολλημένος;

Λέγει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι αὐτός ὁ νεαρός, δέν πῆρε τό θάρρος νά ἀφήσει ἐκεῖνα πού εἶχε καί νά γίνει μαθητής καί ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Ἔμεινε κολλημένος στά πράγματά του. Καί εἶχε κρίμα, γιατί δέν προτίμησε κάτι τό καλύτερο, τό ὑψηλότερο, τό μεγαλύτερο. Δέν τήρησε αὐτό πού λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες: «Ἕνα πρέπει νά εἶναι τό μέλημά μας, μία ἡ φροντίδα μας. Κάθε ἡμέρα νά λέμε: Σήμερα πρέπει νά κάνω κάτι τό καλύτερο καί κάτι τό περισσότερο γιά τόν Θεό καί γιά τήν ψυχή μου. Γιά τό καλό, γιά τόν ἀδελφό μου. Καλό καί καλύτερο καί περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἔκανα χθές. Ὄχι λιγότερο».

Γιά φανταστεῖτε τώρα ἀδελφοί, ἕναν ἄνθρωπο πού δέν μένει σάν τόν πλούσιο νεαρό κολλημένος στό χτῆμα του, στό σπίτι του, στήν περιουσία του, στήν οἰκογένειά του, ἀλλά μένει ποῦ κολλημένος; Στήν πορνεία, στήν ἀτιμία, στήν ἁρπαγή καί στήν κλοπή. Στήν ψευδορκία. Καί ποῦ νά ξέρει κανείς σέ ποιά ἄλλη ἁμαρτία. Τί ἀπολογία θά δώσει στό Θεό ὁ ἄνθρωπος αὐτός;

Καί ξέρετε κάτι; Ἐπειδή ἀκριβῶς ἡ ψυχή αὐτά τά πράγματα δέν τά θέλει, ὅσο ὁ ἄνθρωπος κλείνει τά μάτια τῆς ψυχῆς του καί κάνει τέτοια πράγματα, τόσο ἡ ψυχή μαυρίζει. Καί ὅταν ἡ ψυχή μαυρίζει τί γίνεται; Γίνεται κακή ψυχή. Μοχθηρή ψυχή. Ἀσεβής ψυχή. Βάρβαρη ψυχή. Καί τότε ἐκδηλώνει κάτι διαθέσεις καί κάτι αἰσθήματα, τά ὁποῖα λέγονται «κτηνώδη» καί δαιμονικά αἰσθήματα. Ὅταν τά συναντᾶτε καμιά φορά σέ ἀνθρώπους νά κάνετε τό Σταυρό σας καί νά λέτε: «Κύριε, ἐλευθέρωσε τήν ψυχή αὐτή ἀπό τό βάρος τῶν παθῶν πού τήν μαστίζουν. Ἐλευθέρωσε τόν ἄνθρωπο αὐτόν καί ἐλέησέ τον, γιατί θά καταντήσει δαιμόνιο».

Ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία καί μερικές φορές κάνομε μνημόσυνα. Ἐρχόμαστε νά παρακαλέσομε τόν Θεό γιά ἕναν ἄνθρωπο νά πάει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νά ἀξιωθεῖ νά συγχωρηθεῖ ἀπό τά ἁμαρτήματά του, καί νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Ξέρομε ὅτι  ὅσο πιό λίγα εἶναι τά ἁμαρτήματά του, καί ὅσο πιό καλή ἦταν ἡ ψυχή του, τόσο πιό εὔκολα συγχωρεῖται. Καί ὅσο πιό πολλά ἦταν τά ἁμαρτήματά του καί πιό κακή ἡ ψυχή του, καί εἶχε μίσος, ἔλλειψη ἀγάπης, ἔλλειψη εὐσέβειας, σκεπτόμαστε τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί λέμε: Πῶς θά ἐλεηθεῖ μιά τέτοια ψυχή; Πῶς θά συγχωρηθεῖ;

Κάποια φορά, πῆγε ἕνας ἄνθρωπος σέ μία Τράπεζα, νά εἰσπράξει χρήματα. Ὁ ταμίας τοῦ ἔβγαλε καί τοῦ ἔδωσε, ἕνα ματσάκι ἑκατοντάευρα, δεύτερο ματσάκι, τρίτο, καί στό τέλος τοῦ μέτρησε καί μερικά κέρματα. Μάζεψε ὁ ἄνθρωπος τά χαρτονομίσματα, τά ἔβαλε στήν τσάντα του καί μετά προσπάθησε νά μαζέψει καί τά κέρματα. Ἀλλά ἐκεῖ πού τά μάζευε, ἕνα τοῦ ἔπεσε κάτω καί ἀπό τήν μιά ἄκρη τῆς αἴθουσας, ἔφτασε στήν ἄλλη. Τρέχει λοιπόν νά μαζέψει τό κέρμα αὐτό, ἀφήνοντας τήν τσάντα του μέ τά χρήματα τά πολλά, ἐκεῖ κάτω μπροστά στό ταμεῖο. Ἀφοῦ τό μἀζεψε, εἶπε χαρούμενος: «Μπράβο, δέν τὄχασα». Ἀλλά ὅταν γύρισε νά βρεῖ τήν τσάντα του, ἡ τσάντα εἶχε κάνει φτερά.

Τό ἴδιο παθαίνει ἕνας ἄνθρωπος πού λέει: «Ἡ ψυχή θέλει ψίχαλα. Ἡ κοιλιά θέλει κομμάτια». Καί φοβᾶται νά μήν χάσει κανένα κομματάκι ἁμαρτίας, πού θά τοῦ ἔδινε εὐχαρίστηση γιά τή ζωή αὐτή. Καί χάνει τόν πολύτιμο θησαυρό, πού εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς ψυχῆς. Τοῦ τόν ἔχει ἁρπάξει κάποιος.

Ποιός εἶναι αὐτός ὁ κάποιος;

Τό ξέρομε. Καί τό ὄνομά του δυστυχῶς τό λέμε καμιά φορά γιά κακό. Γιατί μία ἀπό τίς μεγάλες ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά παραδίδει τόν ἀδελφό του στό διάβολο. Αὐτός μᾶς κλέβει τόν πλοῦτο, τῆς ψυχῆς καί μᾶς βάζει νά κυνηγᾶμε τίς δεκάρες τίς στρογγυλές, γιά νά μήν τίς χάσοτε.

Ἤ μήπως δέν εἶναι δεκάρες στρογγυλές οἱ ἡδονές τῆς στιγμῆς; Μιά στιγμή διαρκοῦνε.

Πόσο διαρκεῖ τό καλό φαγητό; Ἀπό τήν στιγμή πού θά τό βάλλεις στό στόμα σου, μέχρι τήν στιγμή πού θά τό καταπιεῖς.

Πόσο τό ὡραῖο ποτό;

Πόσο κάτι ἄλλα;

Πόσο διαρκεῖ ἡ ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας; Γιατί ἀπάτη εἶναι ἡ λεγόμενη ἡδονή τοῦ κόσμου τούτου.

Ποιός εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ ἀνθρώπου;

Τά καλά ἔργα, τά ὁποῖα κάνουν τόν ἄνθρωπο νά αἰσθάνεται πάντοτε γεμάτος ἀπό χαρά καί ἀπό εἰρήνη. Βρεῖτε ἄνθρωπο πού τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Πεῖτε του νά πάει νά γλεντήσει καί νά διασκεδάσει.

Δέν τό θέλει.

Πέστε νά πάει νά κάνει καμιά βρωμιά καί καμιά ἀτιμία σαρκική. Δέν θά θελήσει οὔτε νά τό ἀκούσει.

Γιατί τόν πλοῦτο τῆς ψυχῆς του, δέν τόν πουλάει. Γιατί ἡ ψυχή του εἶναι γεμάτη. Ὅταν ἔχει τόν Χριστό μέσα του ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος, εἶναι πλούσιος, εἶναι χορτᾶτος. Μιά γιά πάντα. Αὐτό τόν πλοῦτο ἐμεῖς τόν κλωτσᾶμε.

Εἶπε ὁ Χριστός: «Ἐάν δέν ἀξιωθεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πάει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καλύτερα νά μήν εἶχε γεννηθεῖ». Ἐμεῖς τό λέμε μερικές φορές, ὅταν βρίσκομε κάποιον ἄνθρωπο ἄρρωστο. Ἔφτασε στά νειάτα του, δεκαοχτώ χρονῶν παιδί, ἀρρώστησε καί εἶναι στό κρεβάτι, κατάκοιτος, γιά δέκα, γιά εἴκοσι χρόνια. Καί περνάει ἡ ζωή του χωρίς νά τρέχει, χωρίς νά κλωτσάει τό τόπι, χωρίς νά διασκεδάσει, χωρίς, χωρίς, χωρίς. «Καλύτερα νά μήν εἶχε γεννηθεῖ τό κακόμοιρο», λέμε. Καί ὅμως, αὐτό πού ἐμεῖς τό κακόμοιρο, μπορεῖ νά πάει στήν αἰώνιο ζωή καί πολύ καλά γεννήθηκε.

   Γιά φαντασθεῖτε ὅμως, ἐκεῖνον πού θά πάει καί θά μείνει μιά γιά πάντα, ὄχι παράλυτος, ἀλλά καταδικασμένος στή χειρότερη καταδίκη πού μποροῦν νά φανταστοῦν τά μυαλά τῶν ἀνθρώπων. Ἄν καί δέν μποροῦν νά φανταστοῦν μυαλά ἀνθρώπων πόσο εἶναι καταδικασμένος ὁ ἄνθρωπος πού θά πάει στήν κόλαση. Αὐτός καλύτερα νά μήν εἶχε γεννηθεῖ.

   Ἄς ἀκούσομε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε σήμερα τί πρέπει νά κάνομε γιά νά κληρονομήσομε τήν αἰώνια ζωή. Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

 

ὁμιλία στήν Παντάνασσα στίς 6/09/1992

Related items

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR