Ζωηφόρος

Η διαστασιακή οντολογία των Τριών Ιεραρχών, του Β. Δ. Μακρυπούλια,

Η διαστασιακή οντολογία των Τριών Ιεραρχών

του Β. Δ. Μακρυπούλια

Δρ. Φιλοσοφίας

(απάντηση στο ερώτημα: Γιατί είναι καινοτόμοι και σημαντικοί οι τρείς Ιεράρχες;)

Θα πρέπει από την αρχή να ξεκαθαρίσουμε ότι η παιδεία στους τρείς Ιεράρχες είναι μέσο για συγκεκριμένο σκοπό. Άρα σε καμμία περίπτωση δεν είναι σημαντικοί για τις απόψεις τους γύρω από την παιδεία. Παρόμοιες εξάλλου απόψεις είχαν συλλήβδην άνθρωποι του αρχαίου κόσμου. Φθάνει να θυμηθούμε τις απόψεις του Σωκράτους για την εκπαιδευτική διαδικασία. Συγκεκριμένα νωρίς, νωρίτερα πάντως από τους τρείς Ιεράρχες υπεστήριξε ότι «η παιδεία είναι πανηγύρι της ψυχής, γιατί σε αυτή υπάρχουν πολλά θεάματα και ακούσματα της ψυχής… η παιδεία σαν την πλούσια χώρα παράγει όλα τα αγαθά».

Η παιδεία-σύμφωνα κυρίως και με την έννοια και τον τρόπο που αναλύεται στον Πλατωνικό Πρωταγόρα αλλά και στο Θεαίτητο-είναι ο αγωγός διά του οποίου οι ιδέες και οι αξίες διέρχονται ώστε να οικοδομήσουν τη νέα οντική συνέχεια και την οικοδόμηση μιάς νέας κοσμικής σειράς. Αυτό έμεινε αναλλοίωτο από τον αρχαίο κόσμο προς το βυζαντινό κόσμο των τριών Ιεραρχών. Πράγματι ο Μέγας Βασίλειος διακηρύσσει για την παιδεία ότι «είναι βασικό έργο να ακούμε τις θεολογικές φωνές τη στιγμή κατά την οποία ο νούς πρέπει σε κάθε λέξη και συλλαβή να ανιχνεύει το σκοπό της κλήσης μας που είναι η ομοίωσις προς το Θεό». Aπό τον Πλατωνικό Πρωταγόρα έως τους τρείς Ιεράρχες η παιδεία σαφώς και θεωρήθηκε ως το κυριότερο και πιο εύλογο μέσο μεταφοράς των οντολογικών, γνωσιολογικών και αξιολογικών αποκτηθεισών γνώσεων.

Επαναλαμβάνουμε  λοιπόν ότι οι τρείς Ιεράρχες δεν είναι διαχρονικοί και κλασσικοί για την ανάδειξη του μέσου της παιδειας αλλά είναι πάντα επίκαιροι και άξιοι λόγου για το καινόν περιεχόμενον με το οποίο εμπλούτισαν το μέσο και τον αγωγό της παιδείας.

Η δομή του Θεολογικού  Λόγου των Ιεραρχών είναι τριττή αλλά και ποιοτικώς εξελικτική σε σχέση με το Λόγο της εποχής τον οποίο διδάχθηκαν και κληρονόμησαν. Οι τρείς Ιεράρχες οικοδόμησαν οντολογικό λόγο στηριγμένο σε συγκεκριμένη γνωσιολογική προσέγγιση σκέψεων και συλλήψεων ,θεμελιωμένο τελικά σε πολύ συγκεκριμένο παραγωγικό αξιολογικό(ηθικό)λόγο.

Προκειμένου να κατανοήσουμε την παραπάνω εκπεφρασμένη δομή του λόγου των Πατέρων της τρισηλίου θεότητος επιβάλλεται να εκτυλίξουμε το μίτο της χριστιανικής θεολογίας από τα πρώτα αποστολικά χρόνια έως την εποχή του Μ. Βασιλείου, του Γρηγορίου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Σαφέστατα ο Ιησούς μετέφερε το λόγο του θεού προς τους ανθρώπους. Η κίνηση αυτή φιλοσοφικά χαρακτηρίζεται ως καθοδική. Ξεκινά από το ανώτερο πνεύμα και καταλήγει προς το ανθρώπινο υποκείμενο. Είναι μία κίνηση αντίστροφη των επαγωγικών και οριστικών λόγων του Σωκράτους. Είναι μία κίνηση που παράγει πρόσωπο συγκεκριμένο ,τον Ιησού, οντολογικοποιεί το αφηρημένο στη συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο του ενυποστάτου, και προσδιορίζει κάτω από το ζεύγος καλού και κακού την ανθρώπινη πράξη-πλέον η Σωκρατική αμαρτία της άγνοιας του καλού αντικαθίσταται από την εβραϊκή θεώρηση της αξιολογίας ως συγκεκριμένηs  εφαρμογήs  των εντολών του ιαχβέ διά του Ιησού (καλό)ή τη μη εφαρμογή αυτών των εντολών(κακό).

Μετά την ανάληψη του Ιησού  υπήρχε έκδηλη η ανάγκη το έργο του Χριστού να ξεφύγει από την απλή συναισθηματική και πρακτική προσπέλαση των οπαδών του και θεωρητικά να δικαιολογηθεί γενόμενο κτήμα της ανθρωπότητας. Υπήρχε η διαστασιακή ανάγκη όλο το έργο του Ιησού να προσαρμοσθεί στο νέο Αδάμ ,στον άνθρωπο. Ο ανθρωποκεντρισμός ,μία εφεύρεση καθαρά Σωκρατική(πρβλ τον ορισμό του δικαίου στην Πολιτεία ως «τα του εαυτού πράττειν»)έπρεπε να ολοκληρωθεί μέσα από την προσαρμογή του χριστιανικού λόγου στην έννοια άνθρωπος. Έπρεπε τα 33 χρόνια του Ιησού να διαχυθούν διά της παιδείας στον Οικουμενικό άνθρωπο της Ρώμης και μετέπειτα της Πόλης. Οι τρείς Ιεράρχες μέσα από τις κατηγορίες της ανάμνησης, της θείας ποιότητας, του ανωτέρου τρόπου και δυνατότητας και πάντα διά της παιδείας κατέστησαν τα 33 χρόνια του Χριστού προσιτά στον καθημερινό προσωπικό πολίτη. Αυτός ο οντολογικός αλλά παραγωγικός λόγος καθιστά απόλυτα σημαντικούς για τη χριστιανική διανόηση τους Πατέρες αυτούς της Εκκλησίας.

Πάντως το πρώτο βήμα-ως γνωστόν –το ανέλαβε ο Παύλος. Ο Παύλος προχώρησε σε ένα θεολογικά αφαιρετικό βήμα ακολουθώντας μία αντιπλατωνική πορεία. Δεν προσάρμοσε τον άνθρωπο στο αιώνιο αλλά το αιώνιο στον άνθρωπο. Τη θεωρία στην πράξη. Τον Χριστό τον δίδαξε ως σκέψη και πράξη στους ανθρώπους. Ο ύμνος π.χ της αγάπης δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο καθημερινός τρόπος  μίμησης του Ιησού. Ενώ ο Πλάτων θα έλεγε ότι το Αγαθό είναι Αγάπη ο Παύλος υποστηρίζει ότι ο Άνθρωπος ως Χριστιανός Γίγνεται αγάπη. Το αξιολογικό βήμα είναι ποιοτικά θεμελιώδες για τον κόσμο μας διότι εισάγει το Χριστό ως εσωτερικότητα στον καθημερινό άνθρωπο.

Σε αυτό το σημείο εμφανίζονται στο πνευματικό στερέωμα οι τρείς Ιεράρχες με τρόπο και ποιότητα η οποία τους καθιστά σημαντικούς για τη διάστασή μας. Ο πρωτοβυζαντινός άνθρωπος δεν γνωρίζει επακριβώς το τι και πώς της διάστασης μέσα στην οποία καλείται να αναπτυχθεί ο βυζαντινός κόσμος και να αναπτυχθεί ο βυζαντινός πολιτισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αιρέσεις ,οι απολογητές και οι άνθρωποι του πνεύματος προσπαθούσαν να συνδυάσουν και να καθιερώσουν τη σκέψη και το πιστεύω του ανθρώπου επάνω στον οποίο θα στηριζόταν η αυτοκρατορία που κυβέρνησε την Οικουμένη για 1100 περίπου χρόνια.

Ο πρώτος λόγος σημαντικότητας των τριών Ιεραρχών είναι το γεγονός ότι ο λόγος τους δεν είναι περιγραφικός αλλά κανονιστικά οντολογικός. Υπάρχει θεός, υπάρχει Χριστός, υπάρχει  ο κόσμος του Αγαθού άρα ο άνθρωπος και ολόκληρη η βυζαντινή αυτοκρατορία επιβάλλεται-σύμφωνα με τους θεολόγους αυτούς-να δομηθεί επάνω στον τρόπο του θεϊκού κόσμου-μην ξεχνούμε ότι την ίδια αφαιρετική κίνηση έκανε και ο Ιερός Αυγουστίνος με την civitas dei. Οι μέγιστοι φωστήρες οντολογικοποίησαν κατά Σωκρατικό τρόπο την ύπαρξη του πρώτου Νοός επάνω στον οποίο θα κτιζόταν η διάσταση του βυζαντινού ανθρώπου αλλά και της βυζαντινής αυτοκρατορίας ,θέτοντας συγκεκριμένα όρια διαλεκτικής σχέσης και επιρροής ανάμεσα στο θεό τον Ιησού και τον άνθρωπο, οδηγώντας τη βυζαντινή διάσταση σε έναν απόλυτο ανθρωποκεντρισμό ο οποίος στο αποκορύφωμά του εκφράσθηκε με την ελέω θεού βασιλεία.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ξεχωρίζουν οι πατέρες είναι η γνωσιολογική δημιουργία της οδού εκείνων των σκέψεων επάνω στις οποίες ο άνθρωπος έμαθε να σκέφτεται και να πράττει. Το τυχαίο και το τυχάρπαστο εξαφανίσθηκε και ο άνθρωπος συνδέθηκε διασκεπτικά με τον κόσμο του θεού. Η παιδεία ως μέσο απλοποίησε την διαδικασία. Η παιδεία τώρα αποκτά καθαρά ανθρωποκεντρική διάσταση διότι ο Χριστός είναι ένας από εμάς και αυτή η γνωσιολογική προσέγγιση των τριών Ιεραρχών κατέστησε τον άνθρωπο γνωσιολογικά ευδαίμονα. Ο άνθρωπος γνωρίζει το συγκεκριμένο, το θεό που έγινε άνθρωπος. Ο λόγος γίνεται  όχι επαγωγικός οι Ιεράρχες δεν ερευνούν τα πρώτα αίτια και τις πρώτες αρχές. Ο Χριστός έχει ηρεμήσει αυτό τον μεταφυσικό ζόφο. Οι Ιεράρχες πλέον τονίζουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να μάθει όσα επιθυμεί προκειμένου να μεθέξει των θείων καταστάσεων. Η  ανάλυση του Χρυσοστόμου στη Γένεση αυτό ακριβώς εκφράζει. Τη δυνατότητα της γνώσης όχι ως σκέψης αλλά ως συγκεκριμένης ανάμνησης μίας σχέσης θεού και ανθρώπου η οποία σώζει. Η καθιέρωση της ανάμνησης του Ιησού ως συγκεκριμένης γνώσης του κάθε ανθρώπου και όχι ως φανταστικής σκέψης ή ενόρασης είναι η μεγάλη προσφορά των τριών ιεραρχών στο βυζαντινό άνθρωπο ,στο διαχρονικό άνθρωπο ο οποίος θέλει να πιστεύει ότι μπορεί να γνωρίσει το θεό διά της πίστεως, του κόσμου και της ηθικής βούλησης και πράξης. Η γνωσιολογική σύνδεση του ανθρώπου με τον Παύλειο Ιησού είναι η προσφορά της χριστιανικής διαστασιακής γνώσης των τριών φωστήρων προς την ανθρωπότητα. Πλέον ο άνθρωπος γνωρίζει μία οντότητα συγκεκριμένη η οποία τον φωτίζει στο δρόμο προς τον κόσμο της λύτρωσης. Η δημιουργία τέτοιου γνωστικού δασκάλου που αγκαλιάζει τον άνθρωπο είναι το μεγάλο δώρο των ιεραρχών προς τον άνθρωπο.

Ο τρίτος λόγος σημαντικότητας είναι η μοιραία συνέπεια των δύο παραπάνω. Η χριστιανική ειδολογική αλλά και καθ΄ ύλην συγκεκριμένη αξιολογία(αισθητική και ηθική)είναι άλλο ένα δώρο των τριών Πατέρων προς την οικουμένη του βυζαντίου και την μετέπειτα πολιτισμένη ανθρωπότητα της δύσης. Πριν τον Κοπέρνικο και σε μία εποχή όπου ο ήλιος κινείται γύρω από τη γη ο άνθρωπος καθίσταται κέντρο του σύμπαντος και όλα γυρίζουν γύρω από αυτόν. Το χριστιανικό πρόσωπο δέχεται τη θεία φώτιση της ενανθρώπησης, της θείας αποκαλυπτικής αλλά και διαλεκτικής σχέσης με το θείο και όλα συνδέουν αυτές τις σκέψεις και συγκεκριμένες πράξεις. Πράξεις σεβασμού προς το θεό και τη φύση και τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος καθίσταται κέντρο του κόσμου κάτι που συμβολικά θα εμφανισθεί στο πρόσωπο του αυτοκράτορα-τέτοιος αυτοκράτορας για ευνόητους λόγους δεν θα μπορούσε να υπάρξει στην αρχαία Σπάρτη. Μετέπειτα από την Αναγέννηση ο άνθρωπος κέντρο του όλου θα εμφανισθεί στη Δύση και σήμερα αυτός ο άνθρωπος διά της τεχνολογίας προσπαθεί να κυβερνήσει τον μικρόκοσμό του-παραφράζοντας βέβαια τον λυτρωτικό λόγο των Ιεραρχών.

Σε όλα αυτά η παιδεία είναι ένα απλό μέσο. Το περισσότερο και ο σκοπός είναι ο οντολογικά παραγωγικός λόγος των Πατέρων ο οποίος διαμόρφωσε άνθρωπο εν σχέση(πρόσωπο)με το ανώτερο. Η παιδεία η σημερινή μπορεί να γίνει μέσο ενός σκοπού που θα οδηγήσει τον άνθρωπο της εσωτερικότητας στον κόσμο του Τελείου; Αυτό βέβαια το ερώτημα δεν θα πρέπει να το σκεφτόμαστε κάθε 30 Ιανουαρίου.

 

 

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel