Ζωηφόρος

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Δ΄ Κυριακής του Ματθαίου, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ

(Ματθ. 8, 5-13)

Οἱ ἔσχατοι πρῶτοι

 

Ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο, ὅτι ἐνῶ πήγαινε ὁ Χριστός σέ μία πόλη, πού λεγόταν Καπερναούμ, πολύ πρίν φτάσει στήν πόλη, βγῆκε καί τόν συνάντησε ἕνας μεγάλος στρατιωτικός βαθμοῦχος, ἑκατόνταρχος. Ὁ ὁποῖος ἔπεσε στά πόδια του καί τόν παρακαλοῦσε νά πάει νά θεραπεύσει τόν ὑπηρέτη του. Ἕνα ἄνθρωπο δικό του, πού ἦταν ἄρρωστος.

Ὁ Χριστός τοῦ ἀπάντησε ἀμέσως μέ προθυμία:

   -Ἔννοια σου. Θά ρθῶ καί θά τόν θεραπεύσω.

   Ἀλλά ὅπως ἀκούσατε στό Εὐαγγέλιο, ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ ἀπάντησε:

   -Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ρθεῖς Κύριε, καί δέν πρέπει νά ρθεῖς. Γιατί ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Ποῦ θά ρθεῖς; Σέ ποιό σπίτι θά μπεῖς; Ἀλλά εἰπέ μιά κουβέντα ἀπό δῶ πέρα, ἅμα θέλεις, ἅμα ἔχεις τήν καλωσύνη καί τήν εὐσπλαγχνία. Καί θά θεραπευτεῖ ὁ ὑπηρέτης μου.

   Φαίνεται πώς ὁ Κύριος τόν κοίταξε ἐκφραστικά σάν νά τοῦ ἔλεγε:

   -Τί εἶναι αὐτό πού λές;

Τοῦ ἀπάντησε:

-Τί λέω; Αὐτό πού ἄκουσες λέω Κύριε. Ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος. Ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Καί ἔχω ὑπό τήν ἐξουσία μου, ἐπειδή κάποιος μοῦ ἔδωκε τήν ἐξουσία, ἀπόκτησα ἕνα βαθμό μερικούς ἀνθρώπους. Μήπως ἔγινα καλύτερος ἀπό τούς ἄλλους ἤ μεγαλύτερος καί δυνατώτερος μέ τό βαθμό πού μοῦ ἔδωσαν; Καί ἀνοίγω τό στόμα μου καί λέω στόν ἕνα: «Ἔλα δῶ» καί τρέχει ἀμέσως. Λέω στόν ἄλλο «Πήγαινε ἐκεῖ καί κάνε αὐτή τή δουλειά», καί σκοτώνεται νά πάει νά τήν κάνει. Ἐσύ, πού δέν εἶσαι ἕνας ἄνθρωπος ἁπλός σάν καί ἐμᾶς. Καί τήν ἀρχή καί τήν ἐξουσία πού ἔχεις, δέν σοῦ τήν ἔδωσαν, δέν τήν ἅρπαξες, εἰπέ ἕνα λόγο ἀπό μακρυά. (Πόσο μακρυά νά ἦταν ἄραγε ἀπό τό σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου…) Καί θά γίνει. Γιατί ὅλα σέ ὑπακούουν.

   Ἄκουσε τά λόγια αὐτά ὁ Κύριος καί εἶπε στούς μαθητές του:

   -Τόσο καιρό γυρίζω στόν Ἰσραήλ. Καί μέσα σ’ αὐτό τό λαό, δέν βρῆκα τέτοια πίστη.

Τί ἦταν ὁ Ἰσραήλ; Λαός ἐκλεκτός. Πίστευαν στόν ἀληθινό Θεό. Κατάγονταν ἀπό τόν Ἀβραάμ, ἐκεῖνο τόν μεγάλο ἄνθρωπο τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης, τῆς καλωσύνης καί τῆς ἀφοσιώσεως στό Θεό. Ὁ ἑκατοντάρχης ἦταν εἰδωλολάτρης. Βρισκόταν στήν πλάνη, στό σκοτάδι.

Καί ἐγύρισε καί εἶπε στόν ἑκατοντάρχη ὁ Κύριός μας, κάτι κουβέντες πού σέ μᾶς θά φαινόντουσταν αἰνιγματικές.

   -Φύγε, πήγαινε καί νά γίνει ὅπως εἶπες. Νά γίνει σύμφωνα μέ τήν πίστη σου. Μέ κεῖνο πού ἔχεις στήν καρδιά σου.

   Ἔφυγε ὁ ἄνθρωπος, «καί ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης». Πῆγε στό σπίτι του καί βρῆκε τόν ὑπηρέτη του, νά ἔχει γίνει καλά ἀπό τήν στιγμή πού ὁ Χριστός τοῦ εἶπε: «πήγαινε καί θά γίνει ὅπως εἶπες. Σύμφωνα μέ τήν πίστη σου».

Γιά ὅλους ἀνοικτός ὁ δρόμος τῆς πίστης

   Ξέρετε τί μᾶς λέει ὁ Χριστός μ’ αὐτό;

Μᾶς λέγει: «Ἐγώ εἶμαι πάντοτε ὁ ἴδιος».

Ὁ Θεός δέν ἀλλοιώνεται. Δέν ἦταν ποτέ παιδάκι, δέν γερνάει, δέν κουφαίνεται ὅπως κουφαίνονται οἱ γέροι. Δέν ἀδυνατίζει. Ἕνας Θεός μπορεῖ νά σηκώσει ἕνα μεγάλο βάρος. Ἕνας γέρος ὁ κακομοίρης, δέν μπορεῖ νά σηκώσει τίποτα. Καί εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος. Δέν ἀλλάζει ἐσωτερικά. Ἦταν πανάγαθος καί θά μείνει πανάγαθος. Δέν ἦταν πιό καλός ὁ Χριστός τότε πού ἦταν στή γῆ, τότε πού σταυρώθηκε γιά μᾶς. Καί τώρα χάλασε. Ὁ ἴδιος εἶναι.

   «Ἐάν ἔχετε πίστη» μᾶς λέει, «σάν τοῦ ἑκατοντάρχη, καί μέ ἐπικαλεῖσθε θά γίνεται ὅτι ἔγινε καί στόν ἑκατοντάρχη».

Γιατί δέν γίνεται; Ποιός φταίει;

   Φταῖμε ἐμεῖς, πού δέν φροντίζομε νά ἔχομε πίστη.

   Ἐρώτημα: Ποῦ τήν βρῆκε τήν πίστη ὁ ἑκατοντάρχης;

Κληρονομιά τήν εἶχε ἀπό τόν πατέρα του καί ἀπό τήν μητέρα του; Ἔχετε βρεῖ κανένα νά ἔχει κληρονομιά τήν πίστη ἀπό τόν πατέρα του καί ἀπό τήν μητέρα του; Ἡ πίστη δέν εἶναι σάν τά γαλανά μάτια, οὔτε σάν τά ξανθά μαλλιά. Οὔτε σάν τό ὕφος ἤ σάν τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου. Ἀλλά τί εἶναι ἡ πίστη; Εἶναι ἀγώνας. Ὅπως εἶναι ὅλα τά καλά ἔργα. Ὅλες οἱ ἀρετές.

Παράδειγμα: Πότε ἔχεις ἀγάπη;

Μποροῦμε νά λέμε, αὐτός ἔχει καλά αἰσθήματα καί αὐτός ἔχει κακά αἰσθήματα; Ἅμα θέλει μαζεύει τήν ὀργή του, καί τίς παλιανθρωπίστικες διαθέσεις του καί πάει καί δίνει λίγη ἀγάπη. Πῶς; Βοηθώντας, λέγοντας καλές κουβέντες, ἐνισχύοντας, ἐνθαρρύνοντας, ἐλεώντας.

   Ἅμα κάθεται ὁ ἄντρας στήν ταβερνούλα του ἤ στό καφενεδάκι του καί πίνει, βρίζοντας, βλασφημώντας καί κουτσομπολεύοντας. Καί γυναίκα στή γειτονιά της μέ τίς ἄλλες ἐκεῖ καί κάνει τήν ἴδια δουλειά, χωρίς –ἔστω- νά καπνίζει καί νά πίνει, ποῦ θά τήν βρεῖ τήν πίστη;

Ἡ ἁγνότητα εἶναι μία ἀρετή. Ἅμα θέλεις τήν φτάνεις. Ἅμα σύ ἀγωνιστεῖς καί προσέξεις λιγάκι τόν ἑαυτό σου, ἔχεις ἁγνότητα. Ἅμα ἀφήσεις τόν ἑαυτό σου ἐλεύθερο καί τρέχει ἀπό ἀτιμία σέ ἀτιμία, ποῦ θά τήν βρεῖς;

Ἅμα θέλεις προσέχεις τόν ἑαυτό σου, νηστεύεις Τετάρτη, Παρασκευή, Σαρακοστή καί ἀποκτᾶς ἐγκράτεια. Ἅμα αὐτό δέν τό κάνεις πού θά τήν βρεῖς τήν ἐγκράτεια; Στό δρόμο;

   Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τήν πίστη δέν τήν βρίσκομε στό δρόμο.

Οὔτε θά μᾶς τήν πεῖ ἡ γιαγιά μας. Ἤ ὁ πατέρας μας. Ἡ γιαγιά μας καί ὁ πατέρας μας καί ἡ μητέρα μας, μᾶς δίνουν ἁπλῶς συμβουλή. Ἅμα τήν συμβουλή τήν ἀκούσομε, καί κάνομε αὐτά πού πρέπει, ἀποκτᾶμε καί πίστη καί ἀγάπη καί καλωσύνη καί ὅλες τίς ἀρετές. Πηγαίνομε  δηλαδή κοντά στό Θεό.

Ὁ Χριστός μᾶς ἔχει πεῖ, πῶς ἡ πίστη μεγαλώνει καί πῶς μικραίνει. Καί πῶς χάνεται.

Νά πάρομε ἕνα παράδειγμα:

   Ἕνας ἄνθρωπος, γεννήθηκε, μεγάλωσε, ἀγωνίστηκε τέλος πάντων, ἔφτασε εἴκοσι, εἰκοσοπέντε χρονῶν. Ὅλα αὐτά τά χρόνια κρατήθηκε καθαρός· σῶμα καί ψυχή. «Μπράβο, μπράβο του τό παιδί». Ἔχει καί καλά αἰσθήματα. Ἀλλά τότε τά κάνει ὅλα ἴσωμα. Τί θά γίνει;

Θά πάει σάν βαρίδι μέσ’ στή θάλασσα. Κατακόρυφα κάτω. Καί μετά ἀπό λίγο ψάχνεις νά τόν βρεῖς, ψάχνεις νά δεῖς τά αἰσθήματα… Ποῦ αἰσθήματα; Ποῦ αἰσθήματα; Ἔχουν ὅλα χαλάσει. Γιατί;

Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔπαψε νά ἀγωνίζεται. Ἔπαψε νά προσέχει τόν ἑαυτό του.

Ὅλα νά τά θυμᾶσαι ἀλλά μαζί μέ τόν Χριστό

   Ὁ Χριστός εἶχε μαζί του τούς δώδεκα ἀποστόλους. Καί κάθε ἡμέρα τούς συμβούλευε πῶς θά ἔχουν περισσότερη πίστη. Καί ἄκουαν καί ἀποκτοῦσαν καλύτερη πίστη.

Ἔρχεται λοιπόν μιά φορά, καί ἐνῶ κεῖνοι ἦταν στό καραβάκι, ὁ Χριστός περπατάει ἐπάνω στό νερό, ὅλα εἶναι δυνατά στόν παντοδύναμο Θεό· καί πηγαίνει πρός τό μέρος τους. Τόν βλέπει ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀπό τό καραβάκι καί τοῦ φωνάζει:

   -Κύριε σύ εἶσαι;

   Ἀπαντάει ὁ Χριστός:

   -Ἐγώ εἶμαι.

   -Ἀφοῦ σύ μπορεῖς καί περπατᾶς ἐπάνω στή θάλασσα καί ἡ θάλασσα εἶναι γιά σένα ἄσφαλτος, διάταξε καί μένα νά περπατήσω ἐπάνω στή θάλασσα καί νά ρθῶ κοντά σου γρήγορα.

   Λέει ὁ Χριστός:

   -Ἔλα.

   Πηδάει κάτω ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί τρέχει ἐπάνω στή θάλασσα, σάν νά ἦταν ἄσφαλτος, νά πάει κοντά στό Χριστό. Ἀλλά ἐκείνη τή στιγμή ἦταν ταραχή στή θάλασσα καί βλέπει ἕνα κύμα μεγάλο μπροστά του καί φοβήθηκε. Καί ὅταν φοβήθηκε, ἄρχισε νά βουλιάζει.

Τί σημαίνει «φοβήθηκε»;

-Δέν πατοῦσες Πέτρε πρίν ἀπό λίγο πάνω στή θάλασσα σάν νά ἦταν ἄσφαλτος. Μέ ποιοῦ τήν διαταγή πάτησες στόν ἀφρό τῆς θάλασσας σάν νά ἦταν πέτρα; Ἐκείνου πού ἐρχόταν πρός τό μέρος σου. Γιατί τώρα φοβήθηκες;

Ἀπάντηση: Ξέχασε τόν Χριστό καί θυμήθηκε μόνο τά κύματα καί τόν ἑαυτούλη του.

   Καί ἀφοῦ θυμήθηκε τά κύματα καί τόν ἑαυτούλη του, χωρίς τόν Χριστό ἔπαψε νά ἔχει πίστη.

Γιατί τί εἶναι ἡ πίστη;

Νά θυμᾶσαι τόν ἑαυτό σου καί τόν Χριστό. Νά θυμᾶσαι τόν κόσμο γύρω σου, ἀλλά νά θυμᾶσαι καί τόν Χριστό.

Πῶς νά τόν θυμᾶσαι τόν Χριστό; Ὄχι ἀδιάφορα καί ψυχρά, ἀλλά νά θυμᾶσαι ὅτι εἶναι ὁ παντοδύναμος κυρίαρχος τοῦ σύμπαντος. Ὅταν αὐτό τό θυμᾶσαι ἔχεις πίστη. Καί θά πηγαίνεις ὅλο στό καλύτερο. Ἀπό εὐλογία Θεοῦ σέ εὐλογία Θεοῦ.

Τέτοιους φόρους συνέχεια νά δίνομε

Λέγει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο: Ἐνῶ συνεχιζόταν ἡ ζωή τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί κάθε ἡμέρα ἦταν κοντά στό Χριστό, -ἐμεῖς θά λέγαμε σήμερα μέσα στήν Ἐκκλησία καί κοντά στούς ἱερεῖς, μέ τά θρησκευτικά βιβλία ὁδηγό- μάθαιναν νά ἔχουν ὅλο καί περισσότερη πίστη. Ἀλλά μιά φορά βρέθηκε ὁ ἀπόστολος Πέτρος σέ πολύ δύσκολη θέση. Γιατί; Πῆγαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης καί ἔλεγαν: «Ὅλοι ἐδῶ εἴσαστε δοῦλοι καί πρέπει νά πληρώσετε χαράτσι, κεφαλικό φόρο, γιά νά ὑπάρχετε».

Εἶπαν στόν Πέτρο:

   -Τό χαράτσι σας. Καί συνέχισαν μιλώντας του μέ ἐντροπή,  ὁ Χριστός πληρώνει φόρο; Πληρώνει χαράτσι;

   Κόμπιασε ὁ Πέτρος. Τά ἔχασε. Τί νά πεῖ; Πληρώνει ἤ δέν πληρώνει.

   Καί ἅμα πληρώνει, Κύριος τοῦ κόσμου εἶναι ἤ δοῦλος; Τί ἀπό τά δυό;

   Καί ἄν εἶναι δοῦλος ἑνός παλιανθρώπου πού λέγεται αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης, ἤ ἔστω καί ἄν δέν εἶναι παλιάνθρωπος ἕνα ἀνθρωπάκι εἶναι πού θά πεθάνει. Ἄν πληρώνει φόρο ὁ Χριστός, τί κυρίαρχος τοῦ κόσμου εἶναι; Ἔσπασε τό μυαλό τοῦ Πέτρου, ἔσπασε καί ἡ καρδιά του.

   Πάει στό Χριστό καί τοῦ λέει:

-Κύριε ἦρθαν καί μᾶς ζητᾶνε φόρο. Τί κάνομε τώρα; Πληρώνεις ἐσύ φόρο;

   Τοῦ ἀπάντησε ὁ Χριστός:

   -Πέτρε, μήν καυγαδίζεις καί μήν ἐνοχλεῖσαι. Πᾶρε τό ἀγκιστράκι σου, βγές παραέξω στή θάλασσα καί ρίξε το μέσα. Θά πιάσεις ἕνα ψάρι. Ἄνοιξε τό στόμα του καί θά βρεῖς ἕνα νόμισμα. Εἶναι ἀκριβῶς ὁ φόρος γιά μένα καί γιά σένα. Πάρτο καί δώσ’ τους το.

Ὅλοι κάτι ξέρομε ἀπό ψάρεμα.

Πιάσατε ποτέ ψάρι μέ φράγκο μέσ’ στό στόμα του; Πιάσατε ποτέ ψάρι μέ τάλληρο στό στόμα του; Πιάσατε ποτέ ψάρι μέ λίρα στό στόμα του; Τί νά τήν κάνει τήν λίρα τό ψάρι; Δέν τρώγεται. Κανείς δέν ἔπιασε ποτέ.

Καί νά ὁ Χριστός λέει στόν Πέτρο τό ἀδύνατο. Τό πρῶτο ψάρι πού θά πιάσεις, θά ἔχει μέσ’ στό στόμα του τό νόμισμα πού χρειάζεται γιά νά πληρώσουμε φόρο, ἐγώ καί ἐσύ. Ἀκριβῶς. Τέσσερες δραχμές. Τετράδραχμο, ἦταν τότε τό νόμισμα. Τότε ἔκοβαν νομίσματα μέ ἀξία ἕνα, δύο, τέσσερα. Ἐμεῖς ἀντί γιά τετράδραχμο κόβομε τό τάληρο.

   Πάει ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί πιάνει τό ψάρι.

Βρίσκει τό τετράδραχμο, γυρίζει στό Χριστό καί μετά τό δίνει στούς φοροεισπράκτορες. Πῶς τό ἔδωσε; Γεμάτος ἀπό γαλήνη. Γιατί κατάλαβε ὅτι ἐκεῖνος πού διατάζει τά ψάρια ποῦ θά πᾶνε, τί θά βροῦν, τί θά τό κρατήσουν στό στόμα τους καί πῶς θά πᾶνε νά δαγκώσουν τό ἀγκίστρι τήν ὥρα πού τό ρίχνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος μέσα στή θάλασσα, αὐτός εἶναι ἔξω ἀπό κάθε ἀμφισβήτηση Κύριος τοῦ σύμπαντος. Καί δέν εἶναι ποτέ δοῦλος. Ἀπό τότε δεκαπλασιάστηκε ἡ πίστη τοῦ Πέτρου.

Ἀνοῖξτε μάτια καί αὐτιά

   Τί μᾶς λέει ἐμᾶς, αὐτό τό παράδειγμα;

-Ἀνοῖχτε τά μάτια σας τά αὐτιά σας. Νά βλέπετε καί νά ἀκοῦτε τά ἔργα Θεοῦ. Πόσα ἔργα Θεοῦ κυκλοφοροῦν μέσα στόν κόσμο;

   Λέει ἕνας ἅγιος. Ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη ἀπό θαύματα. Δέν ἔχομε μάτια νά τά δοῦμε. Καί αὐτιά νά τά ἀκούσομε.

Πόσα θαυμαστά γεγονότα ἀκοῦμε καί διαβάζομε στούς βίους τῶν ἁγίων; Καί πόσα ζοῦμε οἱ ἴδιοι καί τά μαθαίνομε ἀπό τόν διπλανό μας, ἀπό τόν συγγενή μας, ἀπό τόν φίλο μας.

   Τό μεγαλύτερο καλό πού μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νά ψάχνει νά βρεῖ, πῶς θά πιστεύει καλύτερα, βαθύτερα καί σωστότερα στό Χριστό.

Τί νά τό κάνεις ἀδελφέ μου νά διαβάζεις τίς ψευτοφυλλάδες κάθε μέρα. Ὅλοι λίγο πολύ διαβάζουν κάποια ψευτοφυλλάδα, ἄν ὄχι κάθε ἡμέρα, σίγουρα κάθε ἑβδομάδα.

Καί τί νά τό κάνεις νά χαζεύεις στό χαζοκούτι πού λέγεται τηλεόραση μέ ἱστορίες πού δέν σέ πᾶνε πουθενά. Ἤ μᾶλλον σέ πᾶνε κατά «κάτω». Μέ ὅλα τά αἰσχρά καί τά ἄπρεπα πού δείχνουν.

Γιατί ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά καταστρέφει τό χρόνο καί νά βλέπει καί νά παρακολουθεῖ ἐκεῖνα πού σέ πᾶνε «κάτω». Καί δέν φροντίζεις νά ἀκοῦς, νά μαθαίνεις ἐκεῖνα πού σέ πᾶνε «ἐπάνω», δηλαδή τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τό Εὐαγγέλιο, ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων, ἀπό τίς διδασκαλίες ἐκείνων πού ἔχουν λόγο νά ποῦν.

   Θά ἔπρεπε, ὅταν βρίσκουμε ἄνθρωπο πού ἔχει χρυσό στόμα καί θέλει νά πεῖ συμβουλή, νά μήν τόν ἀφήνομε νά σταματήσει.

Ἡ δογματική τῶν Παπούα

Θά ποῦμε ἀκόμα δυό ἱστοριοῦλες, γιά νά ὁλοκληρώσομε τό θέμα καί νά διδαχθοῦμε ἀκόμη περισσότερο.

Οἱ Παπούα ἦταν ἕνας πολύ ἄγριος λαός στήν Ἀφρική, δηλαδή ζοῦσαν πρωτόγονα. Ὄχι ὅτι ἦταν ἀγριότεροι ἀπό τούς ἄλλους. Ἴσως ἐμεῖς σφάζομε πιό πολλούς ἀπ' ὅτι σφάζουν οἱ Παπούα. Σ’ αὐτούς λοιπόν προσπαθοῦσε κάποιος καλός χριστιανός νά τούς διδάξει τόν Χριστό. Ἀλλά ἐνῶ ἔμαθε τήν γλώσσα τους, δέν μποροῦσε νά τούς πεῖ: «πιστεύετε στό Χριστό». Γιατί στή γλώσσα τους δέν ὑπῆρχε λέξη γιά τό «πιστεύω». Εἶχαν λέξεις γιά ὅλα τά λουλούδια, γιά ὅλα τά ἔντομα, γιά ὅλα τά ζῶα τους, γιά ὅλων τῶν εἰδῶν τίς πέτρες, γιά ὅλων τῶν εἰδῶν τά δενδράκια. Ἀλλά δέν ὑπῆρχε ἡ λέξη «πιστεύω».

Ἄκουγαν λοιπόν νά τούς διηγεῖται ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε ἐκεῖνο, καί ἐκεῖνο καί δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν τί θέλει νά τούς πεῖ.

Τοῦ λέει λοιπόν ἕνας:

-Τόν ἐγνώρισες ἐσύ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, πού ἦταν ὁπωσδήποτε μεγάλος;

Λέει:

-Ὄχι.

-Ἦταν ἀπό τήν πατρίδα σου;

-Ὄχι.

Ἦταν τώρα σύγχρονος;

-Ὄχι.

-Συγγενής σου;

-Ὄχι.

-Ἔ, τότε πῶς τόν ξέρεις; Πῶς μιλᾶς γι’ αὐτόν;

Ὁ ἱεραπόστολος ἐπέμενε ὅτι τόν ξέρει πολύ καλά. Καί μιλοῦσε μέ τέτοιο ἐνθουσιασμό, πού κάποιος ἄνθρωπος μιλάει ἔτσι μόνο γιά τόν ἀδελφό του καί γιά τόν πατέρα του. Γιά τό πιό ἀγαπητό του πρόσωπο.

Τελικά λέει ἕνας ἀπό τούς Παπούα:

-Ἄ, χά. Ἀπό τήν πατρίδα σου δέν ἦταν, σύγχρονος σου δέν ἦταν, γνωστός σου δέν ἦταν, δέν τόν εἶδες ποτέ μέ τά μάτια σου. Δηλαδή τόν εἶδες μέ τήν καρδιά σου; Μέ τήν καρδιά σου τόν εἶδες;

-Ναί, μπράβο, ἀπαντᾶ ὁ ἱεραπόστολος. Μέ τήν καρδιά μου τόν εἶδα. Καί μέ τήν καρδιά μου τόν ἀγάπησα.

Τότε ἔγραψαν κεῖ πέρα: «Ξέρετε, τόν Χριστό πρέπει νά τόν βλέπομε μέ τήν καρδιά μας. Καί νά ψάχνομε νά τόν βροῦμε μέ τήν καρδιά μας».

Τί θέλει νά πεῖ αὐτό;

Νά ἐδῶ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Κοίταξέ την μέ τά μάτια, τοῦτα ἐδῶ τά μάτια τά ἐξωτερικά, ὅσο θέλεις. Μηδέν ἀπό μηδέν, μηδέν. Ὠφέλεια δέν θά ἔχεις. Κοίταξέ την μέ τήν καρδιά σου. Καί θά τήν γεμίσει χαρά καί εἰρήνη. Θά δεῖς ἀμέσως ἀποτέλεσμα.

Τρέξε ἄνοιξε. Κάποιος χτυπάει.

Ἕνας μεγάλος Εὐρωπαῖος ζωγράφος, ὁ Χόλμαν, ζωγράφισε μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἴσως τήν ἔχετε δεῖ. Γιατί τήν ἔχουν φτειάξει σέ πολλά ἀντίγραφα πού κυκλοφοροῦν στόν κόσμο. Εἶναι ὁ Χριστός ἔξω ἀπό μία πόρτα. Καί τήν χτυπάει. Ποιά πόρτα χτυπάει ὁ Χριστός; Ὅλοι τό καταλαβαίνομε.

Ρώτησε ἕνας ἄνθρωπος τόν ζωγράφο:

-Καλά, τόν ἔφτειαξες τόν Χριστό νά  χτυπάει τόν πόρτα, ἀλλά ἅμα τοῦ ἀπαντήσουν ἀπό μέσα «ἄνοιξε», πῶς θά ἀνοίξει ἀφοῦ δέν ἔχεις βάλει χερούλι στήν πόρτα;

-Ἄ, τοῦ ἀπάντησε ὁ ζωγράφος. Λάθος κάνεις. Ὁ Χριστός δέν τήν ἀνοίγει τήν πόρτα. Μόνο τήν χτυπάει. Τήν πόρτα θά τήν ἀνοίξεις ἐσύ ἀπό μέσα. Δέν θά τοῦ ἀπαντήσεις ὠχαδερφιστικά: «ἄν μπορεῖς ἄνοιξε καί μπές». Δέν ἐπιτρέπονται τέτοιες ἀπαντήσεις στό Χριστό. Θά πᾶς ἐσύ ὁ ἴδιος καί θά τοῦ ἀνοίξεις. Μόνος σου. Ἔτσι πρέπει.

Ἀκοῦμε νά χτυπάει ἡ καμπάνα. Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός:

«Κάθε φορά πού χτυπάει ἡ καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας, χτυπάει ὁ Χριστός τήν πόρτα σου. Πρέπει νά πᾶς νά τοῦ ἀνοίξεις. Τήν καρδιά σου. Πῶς θά τοῦ τήν ἀνοίξεις ἅμα δέν πᾶς στήν Ἐκκλησία; Πῶς θά τοῦ τήν ἀνοίξεις, ἅμα δέν κάνεις κάτι τό ὡραῖο γιά χάρη του;

Ποιά εἶναι τά ὡραῖα πού πρέπει νά κάνει κανείς γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ;

Ὅλα τά καλά ἔργα· καί κυρίως ἡ προσευχή. Ὅταν στεκόμαστε σέ προσευχή τί κάνομε; Ἀνοίγομε τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας. Τήν ἀνοίγομε, ὅσο μποροῦμε πιό διάπλατα. Γονατίζομε κάτω καί λέμε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἔλα». Τά πρῶτα μας λόγια. «Ἔλα Χριστέ μου». Ἔτσι δέν ἀρχίζομε συνήθως τίς προσευχές μας, ἐμεῖς οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι; «Ἔλα Χριστέ μου». Μετά λέμε τό «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε…» Τί εἶναι τό «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε…» μιά λέξη εἶναι. «Ἔλα».

«Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας... ἐλθέ, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν». Ἔλα μέσα μου, ἔλα στή καρδιά μου Ἅγιο Πνεῦμα.

Τό ἴδιο λέμε καί μέ τό: «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος ἐλέησον ἡμᾶς». Τό ἴδιο λέμε μέ ὅλες τίς προσευχές μας. «Ἔλα μέσα στή καρδιά μας, ἔλα κοντά μας». Γιατί ἅμα ρθεῖ κοντά μας ὁ Χριστός γεμίζει ἡ καρδιά μας ἀπό ἀγαθά αἰσθήματα, ἀπό ὀμορφιά, ἀπό χαρά καί ἀπό εἰρήνη.

Τί τά θέλεις τά ἄλλα;

Ὅταν ἔχει ὁ ἄνθρωπος χαρά καί εἰρήνη στήν ψυχή του, θέλει φαΐ; Θέλει διασκέδαση; Θέλει τραγούδι; Γιατί πάει ὁ ἄνθρωπος νά γλεντήσει; Ἐπειδή δέν ἔχει χαρά καί εἰρήνη στή καρδιά του. Ὅποιος ἔχει χαρά καί εἰρήνη στή καρδιά του, δέν τόν ἀπασχολεῖ τό πρόβλημα νά στριφογυρίσει τά πόδια του, καί τή γλώσσα του τραγουδώντας ἤ νά κοπανίσει κατασταράκια, μπύρες καί ὁτιδήποτε ἄλλο.

Ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ εἶναι μόνιμη ἅμα τήν ἔχεις στή καρδιά. Ἐνῶ ἡ διασκέδαση, δίνει κάποια ψεύτικη χαρά τῆς στιγμῆς. Καί μετά;

Μετά πικρός ἀπολογισμός. … Πόσα χρήματα φύγανε; Τόσο γρήγορα φύγανε; Ἰδιαίτερα μερικοί φτωχοί, ξεχνιοῦνται, ξοδεύουν στό πανηγύρι καί γυρίζουν χωρίς δεκάρα στό σπίτι· καί λένε «Τώρα τί κάνομε μέ τά παιδιά; Πού ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ροῦχα καί βιβλία;»

Λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ μεγάλος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῆς περιοχῆς μας: «Ἀδελφοί μου, δέν εἴμαστε μόνοι στόν κόσμο. Εἶναι καί ἕνας ἄλλος πού λέγεται διάβολος. Καί ὁ διάβολος εἶναι κακός συμβουλάτορας. Λέει συνεχῶς κακές συμβουλές. Καί σέ κάνει νά τό ρίχνεις ἔξω καί νά πέφτεις ἔξω. Ὄχι μόνο τό ρίχνεις ἔξω ἀλλά καί πέφτεις ἔξω. Καί τά δυό».

Ὅταν τό ρίχνεις ἔξω, νομίζεις πώς εἶναι ὅλα καλά. Ἀλλά  ὅταν «πέφτεις ἔξω» δέν εἶναι καθόλου καλά τά πράγματα.

Ἄν θέλετε, συνεχίζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, νά γλυτώσετε ἀπό τίς παγίδες τοῦ διαβόλου τρία εἶναι τά πράγματα πού φοβεῖται καί δέν σᾶς πλησιάζει.

• Πρῶτο, ἐκεῖνο πού φορᾶμε στό στῆθος μας. Κρατεῖστε τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ἔχετέ τον καύχημα σας, ὄχι μόνο στολίδι. Καί στολίδι εἶναι. Ἀλλά πρῶτα καύχημα. Κάνετέ τον μέ πίστη, σάν νά ἔχετε τόν Χριστό μπροστά σας. Καί ὁ διάβολος θά φεύγει χιλιάδες μίλια μακρυά.

• Δεύτερο, φοβᾶται ἐκεῖνο πού πλενόμαστε στήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία πρώτη φορά πλυθήκαμε στό ἅγιο βάπτισμα. Ἀλλά τό ἅγιο βάπτισμα τό λερώνουμε μέ τίς πράξεις μας. Χρειάζεται νά ξαναπλυθοῦμε. Καί ξαναπλενόμαστε μέ τήν ἱερά ἐξομολόγηση. Τήν ἐξομολόγηση τήν τρέμει ὁ διάβολος. Ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος θά εἰπεῖ: «πάω νά πῶ τίς ἁμαρτίες μου, γιά νά τίς λειώσω καί νά τίς σβύσω, γιά νά πλυθῶ, νά καθαριστῶ», ὁ διάβολος γίνεται μηδενικό.

• Καί τό τρίτο πού φοβᾶται εἶναι ἐκεῖνο πού τρῶμε στήν Ἐκκλησία. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού τρώγει τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅσο πιό πολλές φορές τό τρώγει, τόσο πιό μακάριος εἶναι. Δέν εἶναι ἀδελφοί μου σωστό μόνο δυό – τρεῖς φορές τόν χρόνο. Νά ἑτοιμάζεστε καί νά κοινωνᾶτε. Νά γίνεστε ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα καλύτεροι. Καί πιό εὐάρεστοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ἡ προσευχή τοῦ ἄρρωστου

Θά τελειώσουμε λέγοντας δυό λόγια γιά τό μυστικό νόημα τῆς προσευχῆς. Μιά φορά πῆγε ἕνας παπάς νά ἰδεῖ ἕναν ἄνθρωπο πού ἦταν κατάκοιτος, εἶχε καρκίνο καί σιγοπέθαινε. Ἦταν κακή περίπτωση καρκίνου καί πονοῦσε· ὁλόκληρος. Τοῦ λέει παπάς:

-Πῶς περνᾶς τήν ἀσθένειά σου παιδί μου;

Ἀπαντάει ἐκεῖνος:

-Πῶς νά τήν περάσω παπούλη μου μέ τέτοιους πόνους.

-Προσεύχεσαι καθόλου παιδί μου;

-Πῶς νά προσευχηθῶ παπούλη μου, τοῦ λέει, πονάω συνεχῶς. Δέν μπορεῖ νά πάει ὁ νοῦς μου πουθενά ἀλλοῦ ἀπό τόν πόνο.

Τοῦ λέει παπάς:

-Στενάζεις στόν πόνο σου Γιαννάκη;

Τοῦ ἀπάντησε:

-Στενάζω παπούλη μου. Συνεχῶς στενάζω.

-Ἔ, τοῦ  λέει. Κάθε φορά πού θά στενάζεις, λέγε καί τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀντί νά κάνεις «ὤω!», λέγε «Χριστέ μου, Χριστέ μου», καί θά ἰδεῖς…

Ἀκολούθησε ὁ ἄνθρωπος τήν συμβουλή τοῦ ἱερέα. Καί ἀπό κεῖ καί πέρα κάθε στεναγμός του ἦταν καί ἕνα φώναγμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ἐνῶ περίμεναν ὅλοι ὅτι θά πέθαινε, (πέθανε ὁ ἄνθρωπος, ὅλοι θά πεθάνομε), δυστυχισμένος, φωνάζοντας, κλαίγοντας, ἦρθε ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ψυχή του καί τόν ἄλλαξε…

Γιατί ἀδελφοί μου;

Γιατί τό χαμόγελο τό δίδει ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά μας. Καί ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἱκανή νά ὀμορφύνει τή ζωή μας σέ ὅλα, ὄχι μόνο ὅταν εἴμαστε καλά, ἀλλά καί στόν χειρότερο ψυχικό πόνο, στήν χειρότερη σωματική ἀρρώστια καί στήν χειρότερη δυστυχία.

Ἄς ἀνοίξομε τήν καρδιά μας στό Χριστό. Ἄς τόν βάλλομε μέσα. Καί ὁ Χριστός ὁ παντοδύναμος Θεός θά μᾶς ἀνταμείβει καί θά μᾶς λέγει: «γεννηθήτω σοι ὡς ἐπίστευσας». Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου.

 

Ὁμιλία στή Στρογγυλή στίς 12/7/1992

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel