Ζωηφόρος

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Ι΄ Κυριακής του Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ι΄ ΛΟΥΚΑ

(Λουκ. 13, 10 - 17)

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΗΣ

ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

 

1. Ὁ πόνος δέν τήν λύγισε

            Σήμερα τό Εὐαγγέλιο μᾶς μίλησε γιά τήν περιπέτεια καί τήν θεραπεία μιᾶς γυναίκας, πού εἶχε ἀρρωστήσει μέ δαιμονική ἐνέργεια καί εἶχε γίνει συγκύπτουσα δηλαδή καμπούρα. Τόσο πολύ καμπουριασμένη ἦταν, πού δέν μποροῦσε νά σηκώσει τό πρόσωπό της πρός τά πάνω καθόλου.

            Τό μόνο πού ἔβλεπε ἦταν τό χῶμα. Νά γυρίσει κατά πάνω νά δεῖ κάτι ἄλλο, τόν οὐρανό, δέν ἦταν δυνατόν. Ἀσφαλῶς ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν ταλαίπωρη. Ἄθλια κατάσταση στή ζωή της. Καί θά εἶχε πολύ πόνο. Σωματικά ἦταν νά τήν λυπᾶται κανείς. Πνευματικά ἦταν νά τήν θαυμάζει. Γιατί στεκόταν ὄρθια.

            Καί ἦταν, κάθε Κυριακή θά λέγαμε σήμερα, κάθε Σάβατο σάν Ἑβραία πού ἦταν, στή Συναγωγή, στήν Ἐκκλησία. Δέν ἔλλειπε ποτέ.

            Καί ἐκεῖ λοιπόν μιά μέρα πού ἦταν στήν Ἐκκλησία, βρέθηκε ὁ Χριστός, ἡ παρηγορία, ἡ ἐλπίδα καί ἡ χαρά ὅλων τῶν ἀνθρώπων, σάν Κύριος καί Θεός. Καί βλέποντάς την ὁ Χριστός τήν συμπόνεσε καί τῆς εἶπε: «Γύναι, ἀπολέλυσαι ἀπό τῆς ἀσθενείας σου». Δηλαδή σέ ἀπολύω, σέ λύνω, σέ ἐλευθερώνω. Καί ἀνορθώθηκε ἀμέσως. Σηκώθηκε, σάν νά μήν εἶχε τίποτε. Σάν νά εἶχε ἁπλῶς σκύψει.    Γιατί;

            Ἀπάντηση: Τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ, γίνεται ἀμέσως ἔργο. Ὅτι θέλει γίνεται. Θέλησε καί ἔφτειαξε τόν κόσμο. Θέλησε καί ἔφτειαξε ἐμᾶς. Θέλησε καί ἔφτειαξε τά ἄστρα, τά δένδρα, τά λουλούδια, τά ποτάμια, τά πάντα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο δέν ἦταν ποτέ δυνατό νά θελήσει νά γίνει καλά ἡ συγκύπτουσα καί νά μή γίνει. Νά θελήσει νά γίνει κάτι καί νά μή γίνει.

            Γι’ αὐτό καί ὅταν ἕνας ἄνθρωπος θέλει κάτι, ἡ καλύτερη λύση εἶναι νά τό ζητεῖ ἀπό τόν Θεό. Ἀπό τόν Θεό βέβαια ζητᾶμε πράγματα «κατά Θεόν». Δέν εἶναι δυνατόν νά λέμε στό Θεό: «Θεέ μου, ρίξε κεραυνό  καί σκότωσε τόν ἀδελφό μου ἤ τόν γείτονά μου». Οὔτε νά λέμε ἀπό τόν Θεό, «Θεέ μου, δός μου τήν δυνατότητα νά κάνω κεῖνο τό κακό ἤ ἐκείνη τήν ἀτιμία». Πρέπει νά ζητᾶμε πράγματα πού θά εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

2. Δέν ἔβλεπαν τόν οὐρανό

            Ὅμως ἀδελφοί μου, λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ἦταν μόνο μερικοί καλοδιάθετοι ἄνθρωποι πού ἔβλεπαν «ἐπάνω». Μέ σκυμμένο τό πρόσωπο κάτω, ὅπως ἡ συγκύπτουσα, γιατί ἔτσι στεκόμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, σκυμμένοι ταπεινά, βλέπομε ἐπάνω, ψηλά.

            Ὑπῆρχαν μερικοί ἄνθρωποι πού κοίταζαν μόνο «κάτω». Καί δέν ἔβλεπαν «τά ἐπάνω». Καί ὅταν ἄκουσαν τόν Χριστό νά λέει «ἀπολέλυσαι ἀπό τῆς ἀσθενείας σου», σκέφθηκαν πονηρά καί εἶπαν:

            -Μπά, γιά γιατρειά ἤλθαμε ἐδῶ μέσα, νοσοκομεῖο θά τήν κάνομε τήν Ἐκκλησία; Ὅποιος θέλει λοιπόν νά γίνεται καλά ἐδῶ πέρα θά ἔρχεται νά μᾶς ἀναταράζει; Δέν εἶναι σωστές δουλειές αὐτές.

            Καί ἄρχισαν νά γαυγίζουν εἰς βάρος τῆς συγκύπτουσας καί τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός τούς εἶπε:

            -Ἀδελφοί μου, ἐγώ μιά κουβεντούλα εἶπα, «γύναι ἀπολέλυσαι ἀπό τῆς ἀσθενείας σου», καί τήν συμπόνεσα. Ἐσεῖς πονᾶτε τό γαϊδούρι σας καί τήν γελάδα σας. Ἡμέρα Σαββάτο καί ἡμέρα Κυριακή, πᾶτε καί τό ποτίζετε τό ζωντανό. Δέν τό ἀφήνετε νά διψάσει. Μιά θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, μέ πίστη, θά τήν ἀφήσομε ἔτσι, γιατί εἶναι μέρα Σάββατο; Δέν θά τῆς ποῦμε ἕνα καλό λόγο; Δέν θά κάνομε τό καλό;

            Αὐτή τήν τόσο ὡραία ἱστορία, τῆς συγκύπτουσας –πού μᾶς δείχνει τήν καλωσύνη καί τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος γεμάτος καλωσύνη, τήν σκορπάει τήν δύναμή του γιά μᾶς, γιά ὅλο τόν κόσμο- ἔρχονται νά τήν φωτίσουν τά παραδείγματα δυό ἁγίων.

3. Ἡ Ἁγία Βαρβάρα

            Τό πρῶτο εἶναι ἡ Ἁγία Βαρβάρα. Νά ἔχομε τήν εὐχή της καί τήν προστασία της. Ἡ ἁγία Βαρβάρα ἦταν νεαρή κοπέλλα. Ἀλλά παρ’ ὅτι νεαρή κοπέλλα, καταλάβαινε ὅτι κάτι δέν πάει καλά. Ἔβλεπε τόν ἑαυτό της νά ψάχνει μόνο γιά τά ἐπίγεια. Γιά τήν γῆ. Καί ἔβλεπε τόν πατέρα της καί κεῖνος νά κυνηγάει μόνο τά ἐπίγεια. Μόνο γιά τήν γῆ φρόντιζε. Νά φτειάξει ροῦχα, πράγματα, σπίτια παραπανιστά, εἰδικό σπίτι γιά τήν κόρη του κλπ.

            Καί ἔλεγε: «Τί γίνεται δῶ πέρα»;

            Καί ἄρχισε ἡ ἁγία Βαρβάρα νά ψάχνει καί νά ψάχνεται. Νά ψάχνει. «Εἶναι σωστός ὁ τρόπος σκέψης καί ζωῆς μου;» Καί ψάχνοντας, ζητοῦσε νά μάθει πιό εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς, τί εἶναι συμφέρον στόν ἄνθρωπο νά κάνει ἐπάνω στή γῆ, ποῦ τελειώνει καί ποῦ ἀρχίζει ἡ ζωή, κι’  ἄν ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή. Πόση εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἐδῶ ζωῆς καί πόση τῆς ἐκεῖ ζωῆς.

            Καί ψάχνοντας καί ρωτώντας, ἄρχισε νά μαθαίνει καί νά φωτίζεται. Καί ξαφνικά, διαπίστωσε ὅτι βρῆκε τήν ἀλήθεια. Βρῆκε τόν Χριστό. Βρῆκε τήν πίστη στόν Χριστό. Βρῆκε τήν αἰώνια ζωή. Καί κατάλαβε ὅτι ἦταν συγκύπτουσα –κάτω τό κεφάλι κολλημένο στά ἐπίγεια στή γῆ- καί ἀνορθώθη. Καί ἐλευθερώθηκε.

            Κατάλαβε ἀκόμη ὅτι τό μεγαλύτερο πράγμα εἶναι στόν κόσμο ἡ πίστη. Γιατί ἡ πίστη εἶναι σάν νά εἴμαστε μέσα σ’ ἕνα σπίτι κλειστό, πού φωτίζεται μέ τρία παράθυρα. Τά παράθυρα εἶναι ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα· φωτίζουν τόν κόσμο. «Φῶς ἐκ φωτός. Θεόν ἀληθινόν, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ. Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς.» Μέ τό δικό σου φῶς Χριστέ μου, βλέπουμε καί ἐμεῖς καί καταλαβαίνουμε τήν οὐσία καί τήν ἀλήθεια.

            Ἔτσι λοιπόν καί ἡ Βαρβάρα βλέποντας ὅτι τῆς ἔφτειχνε ἕνα σπίτι μέ δυό παράθυρα ὁ πατέρας της...

            –Μπά, λέει, γιατί δυό παράθυρα; Τρία εἶναι τά φῶτα στόν κόσμο. Πατήρ, Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τρία νά τά κάνετε τά παράθυρα.

            Ὁ πατέρας της ὅμως εἶπε:

            -Καί ποιός εἶπε νά γίνουν τρία παράθυρα, αὐτά πού εἶπα ἐγώ νά γίνουν δύο;

            Καί ἔγινε θηρίο. Ὅταν κατάλαβε ἀπό τά λόγια της, ὅτι ἡ ἁγία Βαρβάρα εἶχε γίνει καλή χριστιανή, ἔγινε ἀκόμη πιό μεγάλο θηρίο. «Ποιά εἶναι αὐτή», ἔλεγε γιά τήν κόρη του. «Καί πῶς φέρεται. Τό δικό μου παιδί, δέν θά κάνει ἐκεῖνο πού λέω ἐγώ; Τίνος θά περάσει τελικά. Ἐγώ θυσίασα, ἐγώ ἔκανα...»

            Τά συνηθισμένα, πού τά ἀκοῦμε πάντοτε ἀπό μερικούς γονεῖς ὅταν ἔχουν ἄτακτα παιδιά. Γιά κεῖνον φρόνιμο παιδί θά ἦταν, μόνο ἅμα ἔκανε κεῖνο πού τῆς ἔλεγε. Ὄχι ἄν ἦταν καλή κοπέλλα. Ἀλλά ἄν ἔκανε ἐκεῖνο πού τῆς ἔλεγε.

            Πολλοί τήν ἔχομε αὐτή τήν ἀρρώστια, νά νομίζομε ὅτι τά παιδιά μας εἶναι καλά, μόνο ὅταν κάνουν ὅτι τούς λέμε ἐμεῖς. Ὄχι ἄν εἶναι ἀληθινά καλά παιδιά.

            Καί τῆς ἔβαλε ὅρο. «Ἤ κάνεις ἐκεῖνο πού σοῦ λέω, ἤ δέν εἶσαι νά ζεῖς ἐπάνω στόν κόσμο». Καί ὅρμησε νά τήν σφάξει. Ἡ ἁγία Βαρβάρα τό ἔβαλε στά πόδια. Καί ἔφευγε. Ἐκεῖνος τήν κυνηγοῦσε ἀπό πίσω μέ τό μαχαίρι. Τήν εἶδε μιά γυναίκα στό δρόμο ἡ Ἰουλιανή, τήν συμπόνεσε καί ἄρχισε νά κλαίει. Τήν πιάσανε καί ἐκείνη καί τήν σφάξανε γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πατέρας μέ τούς συνεργάτες του. Τελικά τήν κόρη του, τήν ἁγία Βαρβάρα, τήν ἔσφαξε. Μέ τά ἴδια του τά χέρια. Ὁ πατέρας τήν κόρη του. Γιατί;

            Γιατί τό κριτήριο του «τί εἶναι καλό», ἦταν:

            «Πόσα ἔχεις; Τί ἔχεις; Τί τά κάνεις; Πῶς τά γλεντᾶς; Τί ἀποκατάσταση ἔχεις στόν κόσμο; Καί ἐγώ ἄνθρωπος μέ τέτοιο κύρος, ξαφνικά θά βλέπω τήν κόρη μου νά κάνει ἐκεῖνο καί ἐκεῖνο;»

            Καί τήν ἔσφαξε.

            Γιατί τήν ἔσφαξε; Γιατί τά μάτια του ἦταν κάτω κολλημένα. Κολλημένα στή γῆ. Ἡ ἁγία Βαρβάρα ἐπάνω τά μάτια, ὁ πατέρας κάτω τά μάτια.

            Καί τί ἔγινε;

            Ἐκεῖνος ἔσφαξε τήν κόρη του· ἔμεινε στόν κόσμο ζωντανός.

            Καί ἐκείνη στόν τάφο.

            Ἀλλά στόν τάφο ἡ ἁγία Βαρβάρα ἦταν ἐπάνω. Στό θρόνο τοῦ Θεοῦ κοντά. Δίπλα στό θρόνο τοῦ Χριστοῦ. Στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, στήν αἰώνια ζωή καί μάλιστα δοξασμένη καί μάρτυς.

            Καί κεῖνος κάτω στή γῆ. Καί μετά τόν θάνατο παρακάτω ἀκόμη.

            Γιατί ἐρχόμαστε ἐδῶ; Γιά νά παρακαλέσομε τόν Χριστό νά μήν εἶναι ἡ ζωή, ἡ μετά τόν θάνατο, τάφος. Ἀλλά νά εἶναι οὐρανός. Νά εἶναι Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νά εἶναι θρόνος τοῦ Θεοῦ. Παράδεισος. Χαρά.

4. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός

            Τό δεύτερο παράδειγμα, εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μαζί μέ τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν μελωδό, εἶναι οἱ μεγαλύτεροι ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἔφτειαξαν τίς ὡραιότερες προσευχές. Γεμάτες ὅλες οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅλες οἱ Κυριακές, ὅλες οἱ γιορτές καί ἰδιαίτερα οἱ μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πάσχα, μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀπό τά τροπάρια πού ἔφτειαξαν αὐτοί οἱ δυό μεγάλοι ἅγιοι. Πῶς γίναν ἅγιοι;

            Ἔχει μεγάλη σημασία ἀδελφοί μου.

            Ἐκείνη τήν ἐποχή, γύρω στό 700 μΧ. εἶχαν ἐξαπλωθεῖ οἱ Τοῦρκοι, οἱ Ἄραβες. Ἔκαναν λοιπόν μιά φορά κάποια ἐπιδρομή καί πιάσανε αἰχμαλώτους. Ἀνάμεσα στούς αἰχμαλώτους, ἦταν καί ἕνας μοναχός, καλόγερος, ὁ Κοσμᾶς. Τόν πῆγαν καί τόν πουλοῦσαν στό σκλαβοπάζαρο τῆς Δαμασκοῦ.

            Πέρασε λοιπόν ἀπό ἐκεῖ, ἕνας χριστιανός ἄρχοντας τῆς περιοχῆς, ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ, καί τόν εἶδε πού ἔκλαιγε.

            Πάει κοντά καί τοῦ λέει:

            -Γιατί κλαῖς; Καλόγηρος δέν ἔγινες; Δέν κατάλαβες ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς ζωῆς; Τί κλαῖς ἐπειδή σέ πιάσανε καί εἶσαι δοῦλος, καί ἄν σέ σκοτώσουν στό κάτω κάτω τί πιά, βρέ; Δέν ξεκίνησες γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν τό καταλαβαίνεις ὅτι καί αὐτά πού ὑποφέρομε μερικές φορές, εἶναι ἡ μεγαλύτερη δόξα καί τό μεγαλύτερο στεφάνι; Δέν τά ἄφησες ὅλα γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Καί  κλαῖς τώρα γιατί ἔχασες κάτι ἐπίγειο;

            Τοῦ λέει ὁ καλόγερος:

            -Δέν κλαίω ἄρχοντά μου γιατί ἄφησα τά ἐπίγεια. Κλαίω γιατί σέ ὅλη μου τή ζωή, ψάχνοντας γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, διάβαζα καί μελετοῦσα. Ἔμαθα τά πάντα. Ἔμαθα Λατινικά, Ἑλληνικά, ἄλλες γλῶσσες. Ἔμαθα τήν ἀρχαία Ἑλληνική καί τήν λατινική φιλοσοφία, ἔμαθα μαθηματικά, ἔμαθα ἰατρική, ἔμαθα φυσική, ἔμαθα ἀστρονομία. Ἔμαθα μουσική καλά. Ὅλα τά ἔμαθα. Καί τώρα λέω: «τζάμα νά πᾶνε; Νά μήν ὠφελήσω κανέναν, ἄνθρωπο στόν κόσμο μ’ αὐτά πού ἔμαθα; Σπαταλώντας τή ζωή μου γιά νά μαθαίνω ἀπό αὐτά»;

            - Ἄ, λέει ὁ ἄρχοντας. Ὥστε ἐσύ μπορεῖς νά διδάξεις τέτοια πράγματα σέ ἄλλους; Ἔρχεσαι νά διδάξεις τά παιδιά μου, νά σέ ἀγοράσω ἐγώ;

            -Χαρά μου, εἶπε ἐκεῖνος.

            Πλήρωσε λοιπόν, τόν πῆρε καί τόν ἔκανε δάσκαλο στά παιδιά του. Ἕνα παιδί φυσικό, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό  εἶχε καί ἕνα παιδί υἱοθετημένο, τόν Κοσμᾶ. Ἀδέλφια. Ἕνα ἐκ γενετής καί ἕνα ἐξ υἱοθεσίας.

            Καί κεῖνος ὁ καλόγηρος, κοιτάζοντας «ἄνω» καί ψάχνοντας γιά τά ἄνω, ἔκανε αὐτά τά δυό παιδιά τόσο ζωντανά στήν πίστη στόν Χριστό, πού ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, γέμισαν τήν Ἐκκλησία, τήν Ἐκκλησία ὁλόκληρη, μέ τήν σοφία τους, μέ τήν πίστη τους, μέ τήν εὐλάβειά τους, μέ τόν θησαυρό τῆς καρδιᾶς τους.

            Καί μεῖς διαβάζομε τά λόγια τους, τίς προσευχές τους. Ποιός δέν ξέρει τά τροπάρια: Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί...»,  «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε,...» κλπ. Δικά τους εἶναι. Χίλια τριακόσια χρόνια τώρα ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη, σ’ ὅλο τόν κόσμο τρέφεται ἀπό τί; Ἀπό τόν καρπό ἑνός ἀνθρώπου πού εἶχε γυρίσει τά μάτια του στά ἄνω καί κοίταζε τόν οὐρανό. Ὄχι τήν γῆ. Καί δίδαξε καί δύο ἄλλους, νά κοιτάζουν τόν οὐρανό, ὄχι τήν γῆ.

            Ὅταν λοιπόν τά παιδιά αὐτά μεγάλωσαν, πῆγε αὐτός ὁ καλόγερος, ὁ Κοσμᾶς, στόν πατέρα τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ, τόν ἄρχοντα τῆς Δαμασκοῦ, καί τοῦ λέει:

            -Καί τώρα πού ἔκανα κεῖνο πού σέ παρακάλεσα καί πού εἶχα πόνο καί μεράκι νά κάνω, δός μου τήν ἄδεια νά πάω καί ἐγώ νά φροντίσω νά δῶ «τά ἄνω» πιό καλά ἀπό ὅτι τά ἔβλεπα μέχρι τώρα.

            Τοῦ λέει:

            -Τί πιό καλά; Πιό καλά ὑπάρχει;

            -Ὑπάρχει. Ὑπάρχει. Ἀλλιῶς τά βλέπω ἐγώ, ἀλλιῶς τά ἔβλεπε ὁ ἅγιος Δημήτριος, ἀλλιῶς τά ἔβλεπε ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλιῶς τά ἔβλεπε ἡ Παναγία. Καί ἀλλοίμονό μας ἄν ἐμεῖς εἴμαστε πλεονέκτες, ὅπως καί εἴμαστε, σέ κεῖνα πού φθείρονται καί χάνονται, καί εἴμαστε ὀλιγαρκεῖς ἤ μᾶλλον περνᾶμε μέ τό τίποτε, σέ κεῖνα πού θά μείνουν γιά πάντα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

            Καί ἔφυγε λοιπόν ὁ καλόγηρος καί πῆγε στό Σινᾶ καί ἔγινε ἀσκητής, γιά νά δεῖ τόν Κύριο καί νά ἐξετάσει «τά ἄνω» καί νά λαχταρήσει «τά ἄνω» λίγο περισσότερο ἀπ'  ὅτι τά λαχταροῦσε μέχρι τότε.

5. Φῶς ἀπό τρία παράθυρα

            Τί σημαίνει αὐτό τό «λαχταρῶ τά ἄνω»;

            Τό καταλαβαίνομε... Τό ξέρομε. Ἄνθρωποι εἴμαστε, ὅτι τό ποθήσομε, τό λαχταρήσομε, τό πονᾶμε. Τό κυνηγᾶμε. Ψάχνομε νά τό βροῦμε. Πῶς ψάχνομε νά τό βροῦμε; Μέ ἐμμονή καί μέ ἐπιμονή. Τί ἀξίζει περισσότερο νά ψάχνεις στόν κόσμο; «Τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του»; εἶπε ὁ Χριστός. Πόσο τήν πουλᾶς τήν ψυχή σου; Τί θεωρεῖς ἄξιο γιά νά τήν πουλήσεις; Ὑπάρχει τίποτε; Μιά ψυχή, λέει ὁ Χριστός εἶναι μεγαλύτερη ἀπ'  ὅλο τόν κόσμο. Ὁλόκληρο τόν κόσμο νἄχεις νά τόν δώσεις δέν ἀξίζει τόσο ὅσο ἡ ψυχή σου.

            Καί τώρα μιά ἀκόμη παρατήρηση.

            Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο καί ἔχυσε τό αἷμα του γιά τίς ψυχές μας. Καί μέ τό αἷμα του, ἀγοράζει καί καθαρίζει ὅλων μας τίς ψυχές. Γιατί εἶναι ὁ πανάγιος καί παντοδύναμος Θεός.

            Ἐρώτημα: Πόσες ψυχές ἀξίζει ὁ Χριστός; Μόνο τήν δική μου; Ὅλου τοῦ κόσμου τίς ψυχές τίς ἀξίζει. Καί παραπάνω. Γιατί εἴμαστε ὅλοι δημιουργήματά του. Καί ἀφοῦ λοιπόν πεθαίνοντας θά πᾶμε κοντά του, ὁ θησαυρός πού ἀποκτοῦμε θά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού θά τόν ἔχομε κοντά μας.

            Ποιός εἶναι μεγαλύτερος θησαυρός σου, ἀδελφέ μου; Τό σπίτι σου ἤ τό παιδί σου;

            Ποιός εἶναι μεγαλύτερος θησαυρός σου, παιδί μου;

            Τό σπίτι πού σοῦ ἀφήνει ὁ πατέρας σου ἤ ὁ πατέρας σου;

            -Νά πάθει τίποτε ὁ πατέρας μου νά τό πουλήσω τό σπίτι, λέει τό παιδί καί νά μείνω στό ψαθί. Γιατί πολύτιμο γιά μένα εἶναι ὁ πατέρας μου καί τό παιδί μου. Ὄχι ἐκεῖνα πού γεμίζουν τίς τσέπες μου ἤ τήν κοιλιά μου.

            Πόσος θησαυρός εἶναι ὁ Χριστός, πού ἀξίζει τόσο, ὅσο ὅλες οἱ ψυχές ὅλων τῶν ἀνθρώπων σ’ ὅλο τόν κόσμο καί ἀκόμη περισσότερο καί πού θά εἶναι ὁ ἴδιος ἡ ἀμοιβή μας;

            Εἶπε ὁ μέγας Θεός, ὁ πανάγαθος Θεός στόν πατριάρχη Ἀβραάμ ὅταν τόν κάλεσε:

            «Ξεκίνα Ἀβραάμ, φύγε Ἀβραάμ ἀπό τόν τόπο σου, πήγαινε ἐκεῖ πού θά σοῦ δείξω, θά σέ κάνω πατέρα τοῦ κόσμου. Ὅποιος μιμεῖται τήν πίστη σου θά εἶναι εὐλογημένος. Ἐσύ θά εἶσαι ὁ πατέρας ὅλου τοῦ κόσμου μετά ἀπό τόν Ἀδάμ. Ὁ πατέρας τῶν πιστευόντων. Ὁ Ἀδάμ, γεννάει σάρκες. Ὅσοι μιμοῦνται σένα, πνευματικά θά εἶναι παιδιά σου, οἱ ἅγιοι».

            Λέει  ὁ Ἀβραάμ:

            -Νά τά κάνω ὅλα Θεέ μου, τί ἀμοιβή θά ἔχω;

            Καί τοῦ ἀπάντησε ὁ Χριστός, (πού τοῦ μίλαγε):

            -Ἐγώ ἔσομαί σου μισθός. Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀμοιβή σου. Σέ φτάνει;

            -Ἄν μέ φτάνει; Τί εἶναι αὐτά τά πράγματα; Τί νά πῶ; «Μέ φτάνει»;

            Αὐτό εἶναι τό φῶς. Γι’ αὐτό θέλομε νά σηκώσουμε τό κεφάλι μας πρός τά ἄνω. Γιά νά δοῦμε καί νά καταλάβομε τά μυστήρια πού μᾶς φανερώνει ὁ Θεός. Γι’ αὐτό ἡ ἡ ἁγία Βαρβάρα ἔλεγε:

            -Ὄχι δύο παράθυρα στό σπίτι, τρία. Ὅλα ὅσα ἔχομε μπροστά μας νά μᾶς θυμίζουν... ἀκόμη καί τά τρία παράθυρα νά μοῦ θυμίζουν, ὅτι ἀπό τρεῖς πλευρές ἔρχεται τό φῶς.

            Πατήρ, Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου καί ἡ συμπεριφορά μεταξύ τους, φῶς τοῦ κόσμου εἶναι.

            Ἀγαπάει ὁ Θεός Πατέρας τόν Υἱό του.

            Ἀγαπάει ὁ Υἱός τόν Πατέρα του, καί κάνει ὑπακοή σέ ὅλα.

            Ἀγαπάει ὁ Πατέρας Θεός τόν Υἱό του καί τοῦ τά ἔδωσε ὅλα στά χέρια του. Αὐτός νά κρίνει τόν κόσμο.

            Ἀγαπάει ὁ Υἱός, ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα του διδαγμένος, τόν κόσμο καί τούς πάντας, καί κάνει θυσίες καί λέει: «Δέν θά κρίνω ἐγώ, δέν θά κρίνω κανένα. Διάλεξα μερικούς ἀνθρώπους καί ἄφησα τούς ἀνθρώπους νά κρίνουν τόν κόσμο».

            Ποιοί θά κρίνουν τόν κόσμο τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας; Οἱ δώδεκα ἀπόστολοι. Καί μία ἄλλη γυναίκα γεμάτη ἀπό καλωσύνη, διδαγμένη ἀπό τόν Χριστό, ἡ Παναγία. Γονατιστή θά κλαίει καί θά παρακαλεῖ τόν Κύριο νά γίνει πιό εὔσπλαγχνος σέ πολλῶν εἰδῶν ἁμαρτωλούς, ἀνάξιους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

            Αὐτά εἶναι τά μυστήρια πού μᾶς διδάσκουν. Αὐτό εἶναι τό φῶς πού ἔρχεται.

            Ὅποιος ψάχνει γιά αὐτά, πονάει γιά ἀνόρθωση. Τί καλύτερο; Πονάει νά ἀνοίξουν τά μάτια του. Μπορεῖ τά μάτια τοῦ σώματος νά εἶναι καλά καί νά βλέπει τήν τρίχα καί τό κουνουπάκι. Καί τά μάτια τῆς ψυχῆς του νά εἶναι κλειστά.

            Εἶναι ὅμως πολυτιμότερο, νά εἶναι τά μάτια τῆς ψυχῆς ἀνοικτά, ἀπό τό νά εἶναι τά μάτια τοῦ σώματος. Καλύτερα νά βλέπομε τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί τό νόημα τῆς ζωῆς καί τήν αἰώνια ζωή, παρά νά βλέπομε ὅλα αὐτά πού εἶναι δημιουργήματα τά φθαρτά καί προσωρινά.

6. Ποιόν ζηλεύεις;

            Ἐρώτημα τώρα. Ἐσύ ἀδελφέ μου, τί κάνεις γιά νά δεῖς καί νά βλέπεις τό φῶς τοῦ Χριστοῦ; Ψάχνεις κάθε μέρα λίγο περισσότερο; Ποιόν μιμεῖσαι;

            Τήν ἁγία Βαρβάρα, τόν Κοσμᾶ τόν καλόγερο, τόν Κοσμᾶ τόν ἀδελφό τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό;

            Ἤ μήπως μιμεῖσαι τόν πατέρα τῆς ἁγίας Βαρβάρας; Καί λές: «Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος ἐδῶ εἶναι καί ἡ κόλαση; Γιά μένα ἀξία ἔχει νά κάνεις ἐδῶ στή γῆ ἐκεῖνο καί ἐκεῖνο. Ἐδῶ νά περάσεις καλά».

            Τί κάνει ὁ ἄνθρωπος πού σκέπτεται ἔτσι;

            Ὅτι ἔχει στήν καρδιά του τό βγάζει καί συμβουλή γιά τούς ἄλλους. Νά φροντίζομε ἀδελφοί μου νά μάθομε τί εἶναι τό ὄμορφο. Τό αἰώνιο. Ἡ σωτηρία. Γιατί ἅμα εἶναι νά χάσει κανείς τήν αἰώνια ζωή τί νά τά κάνει ὅλα τά καλά; Ὅσα καί ἄν εἶναι.

            Ἡ ἁγία Βαρβάρα, ἔχασε τή ζωή της, πρίν ἀπολαύσει κανένα καρπό.

            Ὁ ἅγιος Γεώργιος, ταλαιπωρήθηκε πολύ.

            Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἄφησε τά πάντα γιά τόν Χριστό. Ὅμως ἡ δόξα τους στόν οὐρανό εἶναι μεγαλύτερη.

            Μετά ἀπό λίγο ἔρχονται Χριστούγεννα. Καί θά ψάλλομε «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ σωτήρ ἡμῶν, ἀνατολή  ἀνατολῶν». Τό φῶς, τό φῶς ἦλθε. Νά ἀνοίξομε τά μάτια νά τό δοῦμε.

            Νά δοξάσομε τόν Χριστό πού μᾶς τό ἔδωσε καί νά τόν παρακαλέσομε νά γεμίσει μέ φῶς τήν καρδιά καί τόν νοῦ μας. Ἀμήν.-

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

 

διασκευασμένη ὁμιλία. Ἔγινε στά Σερζιανά στίς 4/12/2005

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel