Μερικοὶ σκανδαλίζονται ὅταν ἀκούσουν τέτοιες λέξεις. Τί εἶν᾿ αὐτά! λένε· ἐπιτρέπεται στὴν ἐκκλησία ν᾿ ἀκούγωνται τέτοιες βρωμερὲς λέξεις;… Ἐνῷ ὁ κόσμος κολυμπᾷ στὸ βόρβορο, αὐτοὶ ταράζονται ἅμα ἀκούσουν νὰ μιλάῃ ὁ ἱεροκήρυκας περὶ πορνείας. Ἀνήκουν στὸ κόμμα τῶν λεγομένων εὐφημιστῶν · εἶνε αὐτοὶ ποὺ λένε τὸ ξίδι γλυκάδι, τὸ σκότος φῶς… Ἀλλὰ τέτοια γλῶσσα κολακείας δὲν γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία μας. Τὰ πράγματα θὰ τὰπῇ ὅπως εἶνε· τὴν πορνεία πορνεία. Ἐνῷ γιὰ τὸν κόσμο ἡ πορνεία πῆρε τώρα ἄλλο ὄνομα·ὀνομάζεται «φιλία», καὶ ἡ πόρνη «φιλενάδα»!
Γιὰ τὴν πόρνη λοιπὸν κάνει λόγο καὶ τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…». Εἶνε ἕνα ἐμπνευσμένο ποιητικὸ ἀριστούργημα, τὸ ὁποῖο ἔγραψε μία γυναίκα, ἡ Κασσιανή.
Τί ἦταν ἡ Κασσιανή ; Κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονικογράφους ἦταν μία ἐκλεκτὴ κόρη τοῦ Βυζαντίου, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐφυΐα, τὴ μόρφωσι, καὶ τὴν καλλονή της.Στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας της ἦταν ὅταν ἐπρόκειτο νὰ γίνῃ μία ἐπιλογή. Ὁ αὐτοκράτωρ Θεόφιλος τὸ 830 μ.Χ. ἐπρόκειτο νὰ ἐκλέξῃ τὴ γυναῖκα ποὺ θὰ γινόταν σύζυγός του.
Ἡ μητέρα του Εὐφροσύνη συγκέντρωσε στὰ ἀνάκτορα τὶς ὡραιότερες καὶ περιφημότερε ςπαρθένες νεάνιδες τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Θεόφιλος κρατοῦσε ἕνα χρυσὸ μῆλο, ποὺ θὰ τὸ ἔδινε στὴν ἐκλεκτὴ τῆς καρδιᾶς του. Μέσα σὲ ὅλες διέκρινε ὡς ὡραιότερη τὴν Κασσιανή. Ἀλλὰ πρὶν τῆς δώσῃ τὸ μῆλο, θέλοντας νὰ δοκιμάσῃ καὶ τὴν εὐφυΐα της, τὴ ρώτησε· «Ὡς ἆρα διὰ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα;», ἂν δηλαδὴ ἀπὸ τὴ γυναῖκα προέρχονται ὅλα τὰ κακά (καὶ ἐννοοῦσε τὴν Εὔα, ποὺ ὑπῆρξε ἡ αἰτία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους).Ἡ Κασσιανὴ ὅμως ἀπήντησε μ᾿ ἐκεῖ νο τὸ ἄφθαστο· «Καὶ διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», ὅτι δηλαδὴ ἀπὸ τὴ γυναῖκα ἐπίσης προέρχεται ὅ,τι ἀνώτερο καὶ ὡραιότερο ὑπάρχει στὸν κόσμο (καὶ ἐννοοῦσε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο). Μὲ τὴν ἀπάντησι αὐτὴ ὁ Θεόφιλος δυσαρεστήθηκε –οἱ ἄντρες δὲν θέλουν οἱ γυναῖκες νά ᾿νε ἔξυπνες. Ἔτσι ἔδωσε τὸ μῆλο σὲ ἄλλη, στὴν Θεοδώρα.
Μετὰ τὴν ἀποτυχία αὐτὴ ἡ Κασσιανὴ πικραμένη ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο. Ἵδρυσε μοναστήρι, συγκέντρωσε κι ἄλλες γυναῖκες καὶ ἔζησε ἀσκητικά. Εἶχε δὲ καὶ ποιητικὸ τάλαντο .Συνέθεσε ἔξοχους ὕμνους, ἀλλ᾿ ὁ ἐξοχώτερος εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε σήμερα· «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…».
Ποιά ἆραγε νὰ εἶνε αὐτὴ ἡ γυναίκα γιὰ τὴ νὁποία ὁμιλεῖ τὸ τροπάριο; Δὲν εἶνε ἡ Κασσιανή. Ἡ Κασσιανή, ὅπως εἴπαμε, ἦταν μιὰ ἁγνὴ παρθένος κόρη· ἀλλὰ πῆρε ὡς θέμα τοῦ ποιήματός της τὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα.Τί ἦταν αὐτὴ ἡ γυναίκα; Σύμφωνα μὲ τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιο (7,36-50) συνέβη τὸ ἑξῆς.Ἕνας φαρισαῖος κάλεσε τὸ Χριστὸ σὲ τραπέζι , καὶ ὁ Κύριος πῆγε· ὄχι ἀπὸ γαστριμαργία ἀλλὰ γιὰ ἕναν ἀνώτερο σκοπό, γιὰ νὰ προσφέρῃ κ᾿ ἐκεῖ τὸ λόγο, τὴ διδασκαλία του. Ἐκεῖ ἦρθε ἡ γυναίκα αὐτή, ποὺ ἦταν γνωστὴ γιὰ τὴν κακὴ ζωή της. Ἄκουσε ὅμως τὸ κήρυγμα τοῦΧριστοῦ καὶ εἶχε μετανοήσει. Ἐκδηλώνονταςτὴ μετάνοια καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη της, ἔπλυνε τότε τὰ πόδια τοῦ Κυρίου μὲ δάκρυα, τὰ μύρωσε μὲ ἕνα πανάκριβο μύρο, καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της. Ὁ φαρισαῖος σκανδαλίστηκε, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπήντησε μὲ τὴν ἑξῆς παραβολή. Δύο χρεωφειλέτες χρωστοῦσαν σὲ κάποιο πλούσιο δανειστὴ ὁ μὲν ἕνας 500 δηνάρια, ὁ δὲ ἄλλος 50 μόνο δηνάρια.Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος εἶχαν νὰ πληρώσουν, ὁ κύριος τὰ χάρισε καὶ στοὺς δυό. –Ποιός ἀπὸ τοὺς δύο, ἐρωτᾷ ὁ Χριστὸς τὸ φαρισαῖο, θὰ εἶνε πιὸ εὐχαριστημένος καὶ πιὸ εὐγνώμων; –Ἐκεῖνος ποὺ τοῦ χαρίστηκε τὸ περισσότερο, ἀπαντᾷ ὁ φαρισαῖος. –Κατάλαβες, λέει ὁ Χριστός, τί ἤθελα νὰ σοῦ πῶ; Ἐσὺ εἶσαι ποὺ νομίζεις ὅτι ἔχεις μικρὸ χρέος (50 δηναρίων) –ἐνῷ τὸ χρέος σου εἶνε τεράστιο. Αὐτὴ ὅμως αἰσθάνεται τὸ βάρος μεγάλης ἁμαρτίας (500 δηναρίων) καὶ δείχνει τέτοια εὐγνωμοσύνη. Γι᾿ αὐτὸ σοῦ λέω· «Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47). Τί μεγάλος λόγος αὐτός, «ὅτι ἠγάπησε πολύ» ! Ἕνας διάσημος ἱεροκήρυκας, ὅταν διάβαζε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἐρχόταν νὰ κλάψῃ παρὰ νὰ μιλήσῃ.Αὐτὴ λοιπὸν τὴνἁμαρτωλὴ γυναῖκα εἶχε ἡ Κασσιανὴ στὴ σκέψι της ὅταν ἔκανε τὸ ποίημα αὐτό. Γιὰ νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε θὰ χρειαζόταν πολλὴ ὥρα. Ἕνα μόνο θὰ τονίσω, ὅτι ὑμνεῖ τὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, ποὺ μὲ τὰ δάκρυά της καὶ μὲ τὰ μύρα της ἔπλυνε καὶ ἀρωμάτισε τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ εἰς ἔνδειξιν μετανοίας. Εὐλογημένη ἡ γυναίκα αὐτή, εὐλογημένα τὰ δάκρυά της.
Ὤ τὰ δάκρυα ! Ποιός δὲν ἔκλαψε; Δὲν βλέπετε· καὶ τὸ βρέφος ὅταν γεννιέται κλαίει. Ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ γεννιῶνται κλαῖνε. Βγαίνουν μέσα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας τους καὶ μπαίνουν σ᾿ ἕνα νέο κόσμο, καὶ ὅμως κλαῖνε. Βλέπουν τὴ μεταβολή. Καὶ τὰ δάκρυα, ποὺ χύνειτὸ μικρὸ παιδί, εἶνε τὸ προοίμιο ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ζωὴ αὐτὴ λέγεται «κοιλὰς κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,7). Ποιός δὲν ἔκλαψε; Εἴτε σὲ καλύβα γεννηθῇ εἴτε σὲ παλάτια καὶ ἀνάκτορα γεννηθῇ, καὶ σὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τοῦ πλανήτη καὶ ὁποιαδήποτε δόξακαὶ μεγαλεῖο καὶ ἂν ἔχῃ, κλαίει ὁ ἄνθρωπος.Ὁ ἕνας κλαίει γιατὶ ἔχασε τὸν πατέρα του, ὁἄλλος κλαίει γιατὶ ἔχασε τὴ μητέρα του, ἡ χήρα γυναίκα κλαίει γιατὶ ἔχασε τὸν προσφιλῆ σύζυγό της, τὰ ὀρφανὰ παιδιὰ κλαῖ νε γιὰ τὸν πατέρα τους, ὁ φίλος τὸν φίλο του…. Ὅλοι κλαῖνε. Κι ἂν ἕνας ἄγγελος μάζευε τὰ δάκρυατοῦ κόσμου, θὰ ἔφτειαχνε μιὰ λίμνη μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ λίμνη τῶν Πρεσπῶν.Πόσα δάκρυα χύνει ὁ ἄνθρωπος! Μάταια ὅμως τὶς περισσότερες φορές. Εἶνε δάκρυα ποὺ δὲν φέρνουν ἀποτέλεσμα. Τὰ δάκρυα αὐτὰ εἶνε μόνο ἐκφράσεις εὐγενῶν αἰσθημάτων.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ δάκρυα ποὺ σῴζουν. Ποιός ἀπὸ μᾶς ἔχει τέτοια δάκρυα; Μὲ τὰ δάκρυα αὐτὰ ἐξοφλοῦνται τὰ χρέη ποὺ ἔχουμε. Διότι χρωστᾶμε· χρωστᾶμε στὸ Χριστό.Τώρα, ποὺ εἶνε Μεγάλη Ἑβδομάδα, σπεύσατε, ἀδελφοί μου, στὴν πνευματικὴ τράπεζα ποὺ λέγεται ἱερὰ ἐξομολόγησις, καὶ ἐξοφλῆστε τὰ χρέη σας, εἴτε 50 εἴτε 500 δηνάρια εἶνε. Τὰ χρέη ἐξοφλοῦνται, ὅπως εἴπαμε, μ᾿ ἕνα δάκρυ, δάκρυ μετανοίας. Θὰ ἔπρεπε βέβαια ὄχι ἕνα δάκρυ, βροχὴ δακρύων νὰ χύσουμε.Ἀλλὰ ἔστω καὶ ἕνα δάκρυ ἂν ἔχουμε, αὐτὸ θὰ γίνῃ Ἰορδάνης ποταμὸς νὰ πλύνῃ τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Τέτοια ἦταν τὰ δάκρυα τῆς γυναίκαςαὐτῆς ποὺ προβάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας.
Δῶστε μου ἕνα δάκρυ σὰν τὰ δικά της. Δῶστε μου ἕνα δάκρυ σὰν τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ποὺ ἀρνήθηκε μὲν τὸ Χριστό, ἀλλ᾿ ὅταν ἐκεῖ νος τοῦ ἔρριξε μιὰ ματιὰ ὁ Πέτρος βγῆκε ἔξω καὶ «ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. 26,75. Λουκ. 22,62). Δῶστε μουἕνα δάκρυ σὰν τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ πῆγε στὴν ἔρημο καὶ ἔκλαιγε τὴν προηγούμενη ζωή της. Δῶστε μου ἕνα δάκρυ ἀπὸ ᾿κεῖνα τῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου (λένε γιὰ κάποιον ἀσκητή, ὅτι τὸ μαντήλι του ἦταν πάντα ὑγρό, μουσκεμένο ἀπὸ τὰ μάτια του). Ὦ Θεέ μου, σὲ ποιόν αἰῶνα ζοῦμε! Σὲ αἰῶνα ἀμετανοήτων ἀνθρώπων. Ποῦ ὀφείλεται τὸ μεγάλο δρᾶμα τῆς ἀνθρωπότητος; Ἀπαντᾷ ὁ Σολτζενίτσιν, ἕνας Ῥῶσος φιλόσοφος τῶν ἡμερῶν μας ποὺ ὑπῆρξε καὶ προφήτης. Ἀπ᾿ὅλα τὰ λόγια ποὺ ἄκουσα στὴ ζωή μου, λέει,τὰ ὡραιότερα τ᾿ ἄκουσα ἀπὸ ἕναν ἀγράμματο ἀλλὰ σοφὸ Ῥῶσο χωρικό. Αὐτὰ τὰ κακά, ἔλεγε, ποὺ ὑποφέρει ἡ Ῥωσία κι ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, εἶνε γιατὶ ὅλοι φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό …Παπᾶδες, δεσποτάδες, μικροί, μεγάλοι, πολιτικοὶ καὶ ἄλλοι ἄνδρες, φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό.Ποιά εἶνε ἡ ὁδὸς γιὰ νὰ ξαναγυρίσουμε κοντάτου; Εἶνε ἡ ὁδὸς τῆς μετανοίας.
Ἐξοφλῆστε λοιπὸν τὸ χρέος σας. Κι ὅταν ἐξοφληθῇ τὸ χρέος, τότε θ᾿ ἀκούσουμε κ᾿ ἐμεῖς στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας αὐτὸ ποὺ ἄκουσε ἡ μετανοημένη γυναίκα. Δὲν εἶνε ἡ θρησκεία μας κάποιο ψέμα· εἶνε ζωντανὴ ἀλήθεια, εἶνε ἕνα μεγάλο καὶ ὑψηλὸ καὶ ὑπέροχο πρᾶγμα, ξεπερνᾷ τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ· εἶνε αἰώνια ἡ θρησκεία μας. Ἀπόδειξις· ὅταν ἐξομολογηθῇς καὶ βγῇς ἀπὸ τὸ ἐξομολογητήριο,τὸ χρέος πλέον θὰ ἔχῃ ἐξοφληθῆ καὶ θ᾿ ἀκούσῃς κ᾿ ἐσὺ ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ μετανοημένη ἁμαρτωλὴ γυναῖκα· «Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 21-4-1992 τὸ βράδυ.