Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ ἐποχὴ ποὺ ὅλοι ζητοῦν δικαιοσύνη. Ὅλοι θέλουμε τὸ δίκιο μας, κάνουμε ἀγῶνα νὰ μὴ χάσουμε τὰ δικαιώματά μας. Ἐργάζομαι, σοῦ λέει ὁ ἄλλος, καὶ πρέπει νὰ πληρωθῶ…
Ἀδικία εἶνε νὰ στερῇ κανεὶς τὸ μεροκάματο ἀπὸ τὸν ἐργάτη, νὰ καθυστερῇ τὸ μισθὸ τοῦ ὑπαλλήλου· καὶ ἐνῷ ἡ ἐπιχείρησι ἢ τὸ ἐργοστάσιο ἀπὸ τὸ δικό του ἱδρῶτα κερδίζει ἑκατομμύρια, σ᾽ αὐτὸν νὰ δίνουν ψίχουλα.
–Μὰ γιατί τὰ λὲς αὐτά; θὰ μοῦ πῆτε· πῶς μιλᾷς ἔτσι σήμερα;… Δὲν τὰ λέω ἐγώ· τὰ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ ἔρθουν οἱ κομμουνισταὶ νὰ μᾶς τὰ διδάξουν· μᾶς τά᾽πε ὁ Χριστός. Ἀκούσατε τὸν ἀπόστολο σήμερα. Τὰ λέει βέβαια στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά· ἅμα ἐξηγήσῃς ὅμως τὰ λόγια του, αὐτὰ λέει.
Τί λέει ὁ ἀπόστολος; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει, ὅτι ὁ γεωργὸς ποὺ σκάβει τὴ γῆ καὶ τὴν ποτίζει μὲ τὸν ἱδρῶτα του, πρέπει πρῶτα αὐτὸς νὰ φάῃ ἀπ᾽ τὸν καρπό· κι ὁ τσοπᾶνος ποὺ βόσκει πρόβατα, πρέπει πρῶτα αὐτὸς νὰ πιῇ ἀπ᾽ τὸ γάλα τους· κι ὁ στρατιώτης ποὺ ὑπηρετεῖ τὴν πατρίδα πρέπει νὰ ζῇ ὄχι μὲ δικά του ἔξοδα ἀλλὰ μὲ ἔξοδα τῆς πατρίδος. Ἔτσι λέει (βλ. Α΄ Κορ. 9,7). Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη(βλ. Δευτ. 25,4)· τὸ βόδι, ποὺ ἔχεις στὸ ἁλώνι, νὰ μὴν τοῦ βάλῃς φίμωτρο, ἀλλὰ νὰ τ᾽ ἀφήσῃς ἐνῷ δουλεύει νὰ φάῃ ὅσο θέλει ἀπ᾽ τὸ κριθάρι ἢ τὸ σιτάρι· ἔτσι λέει καὶ ὁ Παῦλος ἐδῶ (βλ. Α΄ Κορ. 9,8-9). Καὶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο λέει, ὅτι «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ»(Λουκ. 10,7).
Ἔχει λοιπὸν δικαιώματα καθένας ποὺ ἐργάζεται. Ἀλλὰ ἐγὼ βλέπω τώρα στὸν ἀπόστολο κάτι περίεργο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κοπίαζε μέσα στὴν Ἐκκλησία ὅσο κανείς ἄλλος· σὰν γεωργὸς καλλιεργοῦσε τὶς ψυχές, σὰν βοσκὸς ποίμαινε τὰ πρόβατα τοῦ Κυρίου, καὶ σὰν καματερὸ βόδι ὤργωνε τοὺς ἀγροὺς τῶν ψυχῶν. Καὶ ὅμως δὲν ἔπαιρνε τίποτα! Ἂς τὸν πλησιάσουμε κι ἂς τὸν ρωτήσουμε· Ἅγιε ἀπόστολε, ἐσὺ μᾶς λὲς «Οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα», ὅτι ὅποιος δουλεύει πρέπει νὰ ἀμείβεται· ἐσὺ λοιπόν, ποὺ δουλεύεις τόσο πολή, γιατί δὲν θέλεις μισθό; Μᾶς ἀπαντᾷ λοιπὸν σήμερα ὡς ἑξῆς.
Ἔχω δικαίωμα κ᾽ ἐγὼ νὰ παίρνω χρήματα ἀπὸ τοὺς πιστούς, νὰ μὲ τρέφουν, νὰ μοῦ δίνουν τὸ ψωμί, τὸ ροῦχο μου κ.λπ.. Δὲν δέχομαι ὅμως οὔτε δραχμή, ἀλλ᾽ ἀναγκάζομαι νὰ δουλεύω (ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔκανε σκηνὲς γιὰ νὰ ζῇ), διότι δὲν θέλω νὰ δώσω δικαίωμα σὲ κανένα νὰ μοῦ πῇ, ὅτι κηρύττω ἀπὸ ὑλικὸ συμφέρον· γι᾽ αὐτὸ θυσιάζω τὰ δικαιώματά μου.
Μὲ τὸ παράδειγμά του αὐτὸ τί μᾶς λέει, ἀδελφοί μου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Μᾶς διδάσκει ὅτι, ἐνῷ ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ὁ πιστὸς πρέπει νὰ διεκδικῇ τὰ δικαιώματά του (γιὰ νὰ μὴ τὸν θεωροῦν καὶ ἠλίθιο, ποὺ μπορεῖ ὁ καθένας νὰ τὸν καταφρονῇ), ὑπάρχουν ἄλλες περιπτώσεις ποὺ πρέπει νὰ θυσιάζῃ τὰ δικαιώματά του, ἂν θέλῃ νὰ εἶνε Χριστιανός. Πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ θυσιάζουμε τὰ δικαιώματά μας.
Ν᾽ ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα;
⃝ Μιὰ κοπέλλα παντρεύτηκε, ἔγινε μάνα. Σᾶς ἐρωτῶ· μπορεῖ αὐτή, ποὺ ἔκανε οἰκογένεια, νὰ ζῇ ὅπως πρῶτα; Προηγουμένως εἶχε βέβαια δικαίωμα νὰ κάνῃ ἕνα περίπατο, νὰ πάῃ νὰ δῇ τὶς φίλες της, νὰ κάνῃ μιὰ ἐκδρομή, νὰ πάῃ στὸ θέατρο - κινηματογράφο· ἀλλὰ δὲν εἶνε πλέον ὅπως πρῶτα, ἐλεύθερη. Τώρα ἔχει στεφάνι, ἔχει ἄντρα, ἔχει μωρὸ στὴν κούνια. Θὰ κλείσῃς λοιπὸν τὸ παιδὶ μέσα, θὰ τὸ παραδώσῃς σὲ νταντᾶδες, κ᾽ ἐσὺ θὰ φεύγῃς;
Ὄχι, ἀγαπητή μου· εἶσαι μάνα, θὰ θυσιάσῃς τὸ δικαίωμα τῆς ἀναψυχῆς, καὶ τὸν ὕπνο σου ἀκόμα, καὶ θὰ καθίσῃς στὸ προσκέφαλο τοῦ παιδιοῦ σου. Τὸ ἔργο τῆς μάνας εἶνε ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ἄλλο. Οἱ ὑπηρεσίες της δὲν πληρώνονται. Ἡ ζωὴ εἶνε θυσία.
⃝ Ἄλλη περίπτωσι. Ἕνας νέος παντρεύτηκε, ἔβαλε στεφάνι, ἔγινε πλέον πατέρας. Καὶ αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ζῇ ὅπως πρῶτα. Ὡς ἐλεύθερος, εἶχε βέβαια δικαίωμα νὰ διασκεδάσῃ, νὰ πάῃ στὴν ταβέρνα, νὰ βγῇ μὲ τοὺς φίλους του δεξιὰ κι ἀριστερά· τώρα δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κάνῃ αὐτά.
Θὰ θυσιάσῃ τὰ δικαιώματά του. Δὲν μπορεῖς, ἀγαπητέ μου, ἐσὺ ποὺ παντρεύτηκες, ἐνῷ ἄλλοτε γύριζες στὸ σπίτι μετὰ τὰ μεσάνυχτα, δὲν μπορεῖς τώρα νὰ γυρίζῃς στὶς δώδεκα ἡ ὥρα· ἔχεις γυναῖκα, πρέπει νὰ γυρνᾷς νωρίς. Δὲν μπορεῖς νὰ ζῇς ὅπως θέλεις, νὰ ξοδεύῃς τὰ χρήματά σου ὅπως πρῶτα, τὴν ὥρα ποὺ ἡ γυναίκα σου δὲν ἔχει ἕνα φόρεμα καὶ τὸ παιδί σου δὲν ἔχει βιβλίο καὶ τετράδιο. Θὰ περιορίσῃς τὸν ἑαυτό σου. Ἡ ζωὴ εἶνε θυσία.
⃝ Ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα καλοῦνται νὰ κάνουν θυσίες. Ἀλλ᾽ ἐὰν ὑπάρχῃ κάποιος ποὺ ἡ ζωή του εἶνε ταυτισμένη κυριολεκτικὰ μὲ τὴ θυσία, αὐτὸς εἶνε ὁ ἱερεύς. Σὰν τὴ μάνα καὶ σὰν τὸν πατέρα πρέπει νά ᾽νε μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Βέβαια ὁ παπᾶς, καὶ μάλιστα ὁ ἔγγαμος, ἔχει κι αὐτὸς ἀνάγκες, ἔχει γυναῖκα καὶ παιδιά, πρέπει νὰ ζήσῃ. Θέλει τὸ σπίτι του, τὰ φάρμακά του, τὰ τετράδια καὶ τὰ βιβλία τῶν παιδιῶν του, τὴν προῖκα τοῦ κοριτσιοῦ του, ὅλα αὐτά. Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ κυνηγάῃ τὸ χρῆμα. Ἔγινες παπᾶς; ἡ ζωή σου εἶνε θυσία πλέον. Ἂν ἤθελες σπίτια μεγάλα καὶ προῖκες γιὰ τὰ κορίτσια καὶ ἄλλα τέτοια, τότε νὰ γινόσουν ἔμπορος. Πῆγα σὲ μιὰ ἐνορία, ποὺ δὲν πατοῦσε ἄνθρωπος στὴν ἐκκλησία. Γιατί; ρώτησα. –Δὲν πᾶμε, λένε· ὁ παπᾶς ἔχει βάλει τιμολόγιο· τόσα ἡ βάφτισι, τόσα ἡ κηδεία, τόσα ὁ γάμος…
Λὲς κ᾽ εἶνε μαγαζὶ ποὺ πάνω στὰ τσουβάλια βάζουν ταμπέλλες μὲ τιμές· ἔτσι καταντήσαμε. Ποῦ ᾽νε τὰ χρόνια ἐκεῖνα τὰ εὐλογημένα, ποὺ ὁ παπᾶς δὲν ζητοῦσε χρήματα· ὅ,τι τοῦ ᾽δινες δὲν τὸ σχολίαζε. Τὰ ἔτη 1851-1932 στὴν Ἀθήνα ἦταν ἕνας ἅγιος παπᾶς, ποὺ τὸν ἔλεγαν παπα- Νικόλα Πλανᾶ. Αὐτὸς ἔκλεινε τὰ μάτια· ὅ,τι κι ἂν τοῦ ᾽διναν, ποτέ του δὲν ἀκούστηκε νὰ παραπονεθῇ. Οὔτε τιμολόγια, οὔτε ἀπαιτήσεις, οὔτε τίποτα. Καὶ ὁ λαὸς τοῦ ᾽δινε περισσότερα, ποὺ ὁ ἴδιος πάλι τὰ σκορποῦσε σὲ φτωχούς· καὶ τὰ πρόσφορά του ἔδινε. Γι᾽ αὐτὸ ὅταν πέθανε, μαζεύτηκε στὴν κηδεία του ὅλη ἡ Ἀθήνα. Σύ, ποὺ ἔγινες παπᾶς, δὲν εἶσαι ἔμπορος· εἶσαι μιὰ θυσία, τὰ θυσιάζεις ὅλα· μ᾽ ἕνα ῥάσο θὰ πεθάνῃς, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ὑπάρχουν λοιπόν, ἀγαπητοί μου, στὸν κόσμο μερικὰ ἔργα ποὺ δὲν πληρώνονται· τέτοια εἶνε τὸ ἔργο τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα, τοῦ ἱερέως καὶ τοῦ ἱεροκήρυκος, τοῦ στρατιώτη καὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ. Τὰ δάκρυα τῆς μάνας, οἱ κόποι τοῦ πατέρα, οἱ ἱδρῶτες τοῦ ἱερέως δὲν πληρώνονται. Ἄλλη εἶνε ἡ δική τους ἀμοιβή· εἶνε ἡ ἱκανοποίησι τῆς συνειδήσεως. Βρῆκα σ᾽ ἕνα χωριὸ ἕνα δάσκαλο πάμπτωχο καὶ τὸν ρώτησα· –Τί κατάλαβες στὴ ζωή; –Ἔχω τὴ χαρά, λέει, ὅτι ἐξεπαίδευσα ὁλόκληρο τὸ χωριό. Ἠθικὴ ἀμοιβή.
Θὰ μοῦ πῇς· Ἐγὼ δὲν εἶμαι οὔτε μάνα οὔτε πατέρας οὔτε παπᾶς οὔτε δάσκαλος οὔτε ἀξιωματικός. Τί εἶσαι; Καὶ ἁπλὸς Χριστιανὸς να εἶσαι, νὰ ζῇς ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Εἶνε λόγου χάριν Δεκαπενταύγουστο ἢ Τετάρτη ἢ Παρασκευή, καὶ βρέθηκες κάπου· εἶνε νηστεία, δὲν μπορεῖς νὰ φᾷς ὁ,τιδήποτε. Κάποιοι λένε, ὅτι «ξένος καὶ ὁδοιπόρος ἁμαρτία δὲν ἔχει». Ὄχι, ἀγαπητέ. Δὲν μπορεῖς νὰ σκανδαλίζῃς. Δικαίωμά σου εἶνε νὰ φᾷς καὶ κρέας καὶ ψάρι κι ἀπ᾽ ὅλα, ἀλλὰ σκέψου τὸν ἄλλο, τὸν ἁπλοϊκό. Ἂν εἶσαι Χριστιανός, θὰ θυσιάσῃς τὸ δικαίωμά σου. Περιόρισε λίγο τὸν ἑαυτό σου, δὲν παθαίνεις τίποτα. Ἡ ζωὴ δὲν εἶνε «Εἶμαι ἄντρας, καὶ τὸ κέφι μου θὰ κάνω», ποὺ λένε τ᾽ ἁμαρτωλὰ τραγούδια μὲ τὰ μπουζούκια. Ποιος τό ᾽πε, ὅτι ἔχεις δικαίωμα νὰ κάνῃς τὰ κέφια σου;
Ὁ Χριστὸς λέει· Ἡ ζωὴ ἴσον θυσία. Ὅποιος δὲν τό ᾽μαθε αὐτό, δὲν κατάλαβε γιατί ζῇ. Σὲ τέτοια γενεὰ ἔρχεται κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ λέει· «Οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ (ἡμῶν) ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ»(Α΄ Κορ. 9,12).
Θέλετε νὰ δῆτε μέτρο θυσίας; Στὶς 18 Αὐγούστου ἑορτάζει ὁ νεομάρτυς ἅγιος Δημήτριος ὁ ἐκ Σαμαρίνης. Διαβάστε τὸ βίο του. Γιὰ τὴν πίστι του στὸ Χριστὸ ὁ Ἀλῆ πασᾶς τὸν ἔχτισε ζωντανὸ ὣς τὸ λαιμό, μόνο τὸ κεφάλι του ἄφησαν ἔξω! Ἔζησε ἔτσι δέκα μέρες. Καὶ ἔλεγε· Παναγία δέσποινα, ἐλέησον τὸν κόσμον. Καὶ μὲ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε…»(Λουκ. 23,42) πέθανε.
Νά ποιά ἦταν ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλοι λοιπὸν θυσίασαν τὴ ζωή τους, ἔδωσαν καὶ τὸ αἷμα τους, ἄνοιξαν τὶς φλέβες τους, κ᾽ ἐσὺ δὲν ἀνοίγεις οὔτε τὸ πορτοφόλι σου νὰ δώσῃς λίγα χρήματα γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ συνανθρώπου.
Ὅλα γιὰ τὸ Χριστό, ὅλα γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὅλα γιὰ τὸ Θεό. Τότε θὰ ἁρμόζουν σ᾽ ἐσένα οἱ εὐχὲς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τότε θὰ νιώσῃς αὐτὸ ποῦ εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος «Οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος