Δύο, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, δύο εἶνε οἱ δρόμοι. Τρίτος δὲν ὑπάρχει. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ ἄλλος εἶνε ὁ δρόμος τοῦ διαβόλου. Κάθε ἄνθρωπος εἶνε ἐλεύθερος νὰ ἐκλέξῃ ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο. Στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ μᾶς καλεῖ ἡ συνείδησί μας, ὁ ἄγραφος νόμος· μᾶς καλεῖ καὶ ὁ γραπτὸς νόμος, ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Μᾶς καλεῖ σήμερα ὁ Κύριός μας. Δὲν ἀκούσατε; «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως», πήγαινε καὶ κάνε ὅ,τι ἔκανε ἐκεῖνος (Λουκ. 10,37). Ποιός «ἐκεῖνος»; Ὁ καλὸς Σαμαρείτης. Ἀλλὰ ποιός ἆραγε κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸν καλὸ Σαμαρείτη, ποὺ προβάλλεται ὡς ὑπόδειγμα μιμήσεως;
* * *
Στὸ δρόμο ποὺ ὡδηγοῦσε ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα στὴν Ἰεριχὼ συνέβη δυστύχημα. Ἕνας φτωχὸς ὁδοιπόρος ἔπεσε στὰ χέρια λῃστῶν. Τὸν ἔγδυσαν, τὸν τραυμάτισαν καὶ τὸν ἄφησαν κατὰ γῆς μισοπεθαμένο. Ἡ κατάστασί του ἦτο τραγική. Βοήθεια! φώναζε. Νά καὶ περνάει σὲ λίγο ἕνας ἱερεύς. Καμμιά σημασία δὲν ἔδωσε μπροστὰ στὸ θέαμα τοῦ τραυματίου.
Σὲ λίγο περνάει ἕνας λευΐτης. Τὸ ίδιο. Πήγαινε νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος καὶ ὁ τραυματίας κινδύνευε νὰ πεθάνῃ. Τότε, μὲ τὰ μάτια μισοσβησμένα, βλέπει κάποιον νὰ ἔρχεται. Ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία του κατάλαβε ὅτι εἶνε Σαμαρείτης. Αὐτὸς Ἰουδαῖος, ἐκεῖνος Σαμαρείτης, ἀλλοίμονο, εἶπε μέσα του, ἔφθασε τὸ τέλος μου. Διότι οἱ Σαμαρεῖτες ἦταν ἐχθροί τους, ὅπως γιὰ μᾶς ἦταν οἱ Τοῦρκοι. Φοβήθηκε λοιπόν, πὼς θὰ τοῦ δώσῃ τὴν τελευταία πληγή. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ Σαμαρείτης δείχνει μιὰ διαγωγὴ ποὺ κανείς δὲ᾿ φανταζόταν. Τὸν βλέπει, τὸν σπλαχνίζεται, σταματάει καὶ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ ζῷο του. Δὲν εἶνε γιατρὸς καὶ νοσοκόμος. Ἡ ἀγάπη ὅμως εἶνε ἐφευρετική, ἀνακαλύπτει τρόπους γιὰ νὰ ὑπηρετήσῃ τὸν ἄλλο. Ἐὰν μὲ ρωτήσετε, ποιά εἶνε ἡ καλύτερη νοσοκόμος στὸν κόσμο, θὰ σᾶς πῶ· δὲν εἶνε ἐκείνη ποὺ σπούδασε σὲ σχολές, εἶνε ἡ μάνα, ἂς εἶνε καὶ ἀγράμματη. Τὸ ἔνστικτο τῆς ἀγάπης της τὴν κάνει νὰ σχίζῃ καὶ τὴν καρδιά της γιὰ νὰ δώσῃ ζωὴ στὸ παιδί της. Τέτοια ἀγάπη εἶχε καὶ ὁ Σαμαρείτης αὐτός. Δὲν εἶχε μαζί του οὔτε ἐπιδέσμους οὔτε γάζες. Θὰ ἔσχισε τὸ πουκάμισό του ―δὲν τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο ἀλλὰ ὑπονοεῖται―, καὶ ἔδεσε τὰ τραύματά του. Ἀνοίγει τὸ ὁδοιπορικὸ σακκίδιό του καὶ βγάζει τὰ πρόχειρα ποὺ εἶχε, τὸ μπουκάλι μὲ τὸ λάδι καὶ τὸ μπουκάλι μὲ τὸ κρασί. Μὲ τὸ κρασὶ ἀπολυμαίνει τὶς πληγές, μὲ τὸ λάδι τὶς ἀλείφει καὶ τὶς ἁπαλύνει. Μετὰ τὸν σηκώνει στὸν ὦμο, τὸν ἀνεβάζει στὸ γαϊδουράκι του, καὶ τὸν ὁδηγεῖ σὲ ἕνα πανδοχεῖο, σὲ κάποιο χάνι. Ἐκεῖ ἔμεινε κοντά του ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἄγρυπνος ἀσφαλῶς. Τὸ πρωῒ τοῦ λέει· ―Φεύγω. ―Ἄγγελέ μου, ποῦ πηγαίνεις; ―Φεύγω, ἀλλὰ σ᾿ ἀφήνω στὰ χέρια καλῶν ἀνθρώπων· κι ὅταν ἐπιστρέψω, θὰ ἐκπληρώσω τὶς ὑποχρεώσεις μου στὸν πανδοχέα.
Μὲ λίγα λόγια αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή. Κάτω ἀπὸ τὰ πρόσωπά της κρύβονται ἄλλα πρόσωπα. Κάτω ἀπὸ τὸν ὁδοιπόρο ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν λῃστῶν κρύβεται κάθε πονεμένος ἄνθρωπος. Κάτω ἀπὸ τοὺς λῃστὰς κρύβονται οἱ κακοποιοὶ καὶ ἐγκληματίες, καὶ πρὸ παντὸς ὁ ἀρχηγός τους ὁ διάβολος. Κάτω ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ τὸ λευΐτη κρύβονται οἱ ἄσπλαχνοι ἄνθρωποι. Καὶ κάτω ἀπὸ τὸν καλὸ Σαμαρείτη ποιός κρύβεται; ὁ Ναζωραῖος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ναί, αὐτὸς ἔδειξε στὸν κόσμο τί εἶνε ἀγάπη.
Τὴ δίδαξε μὲ τὰ λόγια του. Τὴ δίδαξε μὲ τὴν παραβολὴ αὐτή. Τὴ δίδαξε μὲ τὸ διάγγελμά του, ποὺ δὲν ὑπάρχει ὡραιότερο καὶ συντομώτερο, τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 13,34). Ἔδειξε τὴν ἀγάπη μὲ ὅλη τὴ ζωή του, πρὸ παντὸς δὲ μὲ τὰ σεπτὰ πάθη καὶ τὸ σταυρό του.
Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας ποιά εἶνε ἡ γνησία ἀγάπη; Διότι ὑπάρχει καὶ κίβδηλη ἀγάπη, ἐν ὀνόματι τῆς ὁποίας τόσα ἐγκλήματα ἔγιναν καὶ γίνονται. Ὁ Χριστὸς ὅμως πῆρε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὕψωσε ψηλά. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶνε ἕνα αίσθημα τυφλό, ἕνα αίσθημα ποὺ καίει, ποὺ ἀνάβει καὶ σβήνει σὰν πυροτέχνημα. Ἀγάπη δὲν εἶνε ν᾿ ἀγαπᾷς δύο – τρία πρόσωπα τῆς οἰκογενείας σου, νὰ περιορίζεσαι σ᾿ ἕνα μικρὸ κύκλο, καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς μισῇς καὶ ἀποστρέφεσαι. Ἡ ἀγάπη σπάει τὰ φράγματα, σπάει τοὺς σατανικοὺς δεσμούς, προχωρεῖ, παίρνει φτερὰ ἀγγέλων, ἀνεβαίνει ψηλά, ἀγκαλιάζει τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ἀγκαλιάζει ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸν ἐχθρό σου καὶ σὲ κάνει νὰ τοῦ λές· «Ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ σὲ ἀγαπῶ».
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ δρόμο βάδισε καὶ αὐτὸν μᾶς ἔδειξε ὁ Χριστός. Αὐτὸν βάδισαν οἱ δώδεκα ἀπόστολοι, οἱ πρῶτοι μαθηταὶ τοῦ Κυρίου, αὐτὸν βάδισαν οἱ διδάσκαλοι καὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸν ὅλοι οἱ ἅγιοι.
* * *
Ἀλλ᾿ ἂς ἀφήσουμε τὰ πρότυπα αὐτά, τὰ παραδείγματα τὰ μεγάλα, κι ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸν ἑαυτό μας, στὴν οἰκογένειά μας, στὸ περιβάλλον μας, στὸν κόσμο.
Συνήθως λέμε, ὅτι προωδεύσαμε. Πράγματι προωδεύσαμε στὴν τεχνική, στὶς μηχανές, στὰ φῶτα. Προωδεύσαμε ὑλικῶς, ἐπιστημονικῶς, οἰκονομικῶς, ἐμπορικῶς. Πέρα ἀπ᾿ αὐτὰ ὅμως ὄχι. Πέσαμε χαμηλά. Ἂν πρόοδος εἶνε ἡ ἀγάπη καὶ καθυστέρησις τὸ μῖσος, τότε, ἂν ὁ Χριστὸς μᾶς ζυγίσῃ μὲ τὴ ζυγαριὰ τῆς ἀγάπης του, φοβοῦμαι, ἀδελφοί μου, ὅτι σὲ ὅλους μας θὰ βάλῃ ἕνα μεγάλο μηδενικό. Σᾶς ἐρωτῶ· εἶστε ἱκανοποιημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας; Ἂν κάνετε μιὰ σύγκρισι μὲ τὸν καλὸ Σαμαρείτη, τὸν Ἐσταυρωμένο, ἢ μὲ τοὺς ἁγίους, τοὺς πατέρας καὶ διδασκάλους, ποὺ ἔμεναν αὐτοὶ γυμνοὶ γιὰ νὰ ντύσουν τοὺς ἄλλους, εἶστε εὐχαριστημένοι; Εἶστε εὐχαριστημένοι μὲ τὴ λίγη αὐτὴ ἀγάπη ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο; Δυστυχῶς στὴν ἐποχή μας ἐπικράτησαν ἄλλα συνθήματα σατανικά· «Δὲν ἔχουν θέσι στὸν κόσμο οἱ ἀδύναμοι· μόνο οἱ δυνατοί». «Θάνατος στοὺς ἀδυνάτους». «Τὸ μεγάλο ψάρι τρώει τὸ μικρό». «Μόνο τὸ σπαθὶ δημιουργεῖ πολιτισμὸ καὶ ἱστορία». «Ὁ θάνατός σου ζωή μου, καὶ ὁ σκληρὸς θάνατός σου γλυκειά μου ζωή»… Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος σκληρύνθηκε, ἡ καρδιά του ἔγινε πέτρα, μέσα στὰ σπλάχνα του δὲν ἀνθίζει πλέον ἡ ἀγάπη.
Σὲ κάποια συνοικία τῶν Ἀθηνῶν κατὰ τὴ 1 ἡ ὥρα μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ἕνας νέος τραυματίσθηκε καὶ τὸ αἷμα του ἔτρεχε ποτάμι. Περνάει ἕνα αὐτοκίνητο καὶ ὁ ὁδηγὸς τὸν βλέπει. ―Σταμάτα, τοῦ λένε καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ τὸν πάρῃ, γιατὶ ἦταν ἀνάγκη νὰ πάῃ ἀμέσως στὸ νοσοκομεῖο. ―Ἀδύνατον! ἀπαντᾷ· δὲ᾿ λερώνω ἐγὼ τὸ αὐτοκίνητό μου… Καὶ ὁ νέος πέθανε ἐκεῖ στὸ πεζοδρόμιο! Σκληρότης, σκληρότης ποὺ ὑπενθυμίζει ἐποχὴ πρὸ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Ὁ διάβολος μᾶς ἔφραξε τ᾿ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι καὶ γίναμε κουφοί. Δὲν ἀκοῦμε τὶς ἐκκλήσεις, ποὺ ἀπὸ κάθε σημεῖο φωνάζουν Βοήθεια! Ὄχι ἕνας καὶ δυό· πλῆθος στὴν «πολιτισμένη» κοινωνία μας. Ποιοί φωνάζουν; Νὰ τοὺς μετρήσουμε; Εἶνε ἀμέτρητοι. Εἶνε πεινασμένοι, φυλακισμένοι, αἰχμάλωτοι, ὀρφανὰ καὶ χῆρες, ἄρρωστοι καὶ ἀνάπηροι, ἄνεργοι καὶ ἐμπερίστατοι ἀπὸ πλημμύρες ἢ ἄλλες πληγές.
Ποῦ εἶνε ἡ ἀγάπη μας; Καθένας κλειδώνεται στὸ σπιτάκι του, μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του, γιὰ νὰ μὴν ἀκούῃ τὶς φωνὲς τῶν ἄλλων. Ἀλλ᾿ ἀλλοίμονο! Διότι ὅπως ἐσὺ κλείνεις τὸ αὐτί σου, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσῃς τὸν πόνο τοῦ δυστυχισμένου, ἔτσι θὰ κλείσῃ κι ὁ Θεὸς τὸ αὐτί του· καὶ θὰ φωνάζῃς, μὰ δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἀκούῃ. Νομίζω ὅτι δὲν εἶμαι ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα ἂν πῶ, ὅτι οἱ θεομηνίες (πλημμύρες κ.λπ.), ποὺ μᾶς βρίσκουν, εἶνε «σημεῖα τῶν καιρῶν» (Ματθ. 16,3). Δυστυχῶς δὲν τοὺς δίνουμε προσοχὴ καὶ σημασία· ὅλα τὰ θεωροῦμε φυσικὰ φαινόμενα…
Ἀλλὰ ἄν, ἀγαπητοί μου, σύμφωνα μὲ τὴ Γραφὴ δὲν θὰ ξαναγίνῃ κατακλυσμὸς ὕδατος (βλ. Γέν. 9,11,15), πρόκειται ὅμως νὰ γίνῃ ἕνας ἄλλος κατακλυσμός. Ὄχι πλέον ἀθῷα νερά, ἀλλὰ φωτιά, πυρηνικὴ φωτιά, θὰ πέσῃ! Ποιός θὰ μᾶς σώσῃ; Μόνο τὸ ἔλεος, ἡ ἀγάπη. Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, ὅσοι ζοῦμε στὶς ἡμέρες αὐτὲς τὶς φοβερές, ποὺ ὁ σατανᾶς ξερριζώνει τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπη, «στῶμεν καλῶς»! Ὄχι σὰν σάρκες, ὄχι σὰν ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν πλησίον, γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ὅ,τι ἱερὸ καὶ ὅσιο. Ν᾿ ἀκολουθήσουμε τὸ δρόμο τῆς ἀγάπης, νὰ γίνουμε μικροὶ Σαμαρεῖται, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τῆς ἁγίας Τριάδος διὰ πρεσβειῶν ὅλων τῶν ἁγίων. Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Απομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ἱ. ναὸ του Ἁγίου Γεωργίου Ἀκαδημίας Πλάτωνος – Ἀθηνῶν 12-11-1961