Ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, εἶναι μιά ἀσταμάτητη πορεία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Στό κάθε δημιούργημα εἶναι ἀποτυπωμένη ἡ ἀγάπη Του. Κάθε λεπτομέρεια τῆς ζωῆς μας ἔχει τή σφραγίδα τῆς θείας ἀγάπης. Παντοῦ βρίσκονται τά δακτυλικά τοῦ Θεοῦ ἀποτυπώματα. Προπάντων στή φύση καί τόν ἄνθρωπο.
Ἡ ἀγάπη Του, εἶναι ἀσύλληπτη καί ἀνεξερεύνητη. Νικᾶ τούς χρωστῆρες τῶν ζωγράφων καί τήν πέννα τῶν ποιητῶν καί τούς ἤχους τῶν μουσουργῶν. Ξεπερνάει κάθε περιγραφή. Μονάχα ὅποιος μέ τήν πίστη Τόν ἀγάπησε καί μέ ἀγάπη Τόν πίστεψε, μπορεῖ νά νιώσει τήν παρουσία Του στά βάθη τοῦ εἶναι του.
«Πρῶτος ἠγάπησεν». Εἶναι πάντα ὁ Πρῶτος καί ὁ Μεγάλος. Οἱ ἂνθρωποι άκολουθοῦν τόν Πρῶτο, ὅπως οἱ στρατιῶτες τόν ἀξιωματικό.
Πρῶτος διάλεξε τούς μαθητές καί ἀποστόλους.
Πρῶτος ἀγάπησε τούς ἁμαρτωλούς.
Πρῶτος ἔτρεξε νά βρῆ τό «ἀπολωλός».
Πρῶτος καί στή μεγάλη θυσία...
«Ἀγαπήσας τούς ἰδίους τούς ἐν τῶ κόσμῳ εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς». (Ἰω. ΙΓ΄ 1). Μ̓ ἕνα τέλειο τρόπο καί σ’ ἕνα τέλειο βαθμό.
Ἡ ἀγάπη Του δέν ξεθωριάζει ποτέ. Ὁ ὠκεανός κι ἄν ἐλαττώνεται, ποτέ τοῦ Θεοῦ τό ἔλεος κι ἡ εὐσπλαχνία.
Ὁ Ἰουστῖνος Πόποβιτς γράφει: «Οἱ ἄνθρωποι καταδικάσανε τό Θεό σέ θάνατο. Ὁ Θεός ὅμως μέ την Ἀνάστασή Του «καταδικάζει» τούς ἀνθρώπους στήν ἀθανασία».
Τό μόνο πού ξέρει νά δίνει ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ὅ,τι δέν εἶναι ἀγάπη, δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ, ούτε προέρχεται ἀπ’ τό Θεό.
«Ὅν τρόπον εὐφρανθήσεται νυμφίος ἐπί νύμφην, οὕτως εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπί σοί» (Ἡσ. ΞΒ΄ 5). Ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ, ὅπως ἀγαπᾶ ὁ νυμφίος τή νύμφη. «Ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεύς τοῦ κάλλους σου» (Ψάλμ. ΜΔ΄ /2). Εὐφραίνεται νά βλέπει τῆς ψυχῆς τό κάλλος, τῆς ψυχῆς τήν ὀμορφιά, τῆς ψυχῆς τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα.
«Ἰδού εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδού εἶ καλή, ὀφθαλμοί σου περιστεραί» (Ἆσμα Δ΄ 1). Εἶσαι ὡραία, ἀγαπημένη συντρόφισσα, εἶσαι ὡραία μέ μάτια σεμνά καί γοητευτικά. «Ἔχεις ὀφθαλμούς καθαρούς καί ἁγνούς, περιστερᾶς καί οὐχί ἀετοῦ ὀφθαλμούς, ταπεινούς, πλήρεις κλαυθμοῦ καί ἐστραμμένους πρός τόν ἠγαπημένον σου, ὅπως καί τῆς περιστερᾶς οἱ ὀφθαλμοί δέν ἀπομακρύνοται ἀπό τῆς φωλεᾶς της καί τοῦ τόπου διαμονῆς της» (Π.Ν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα στό «Ἆσμα ἀσμάτων»).
Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τήν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς, ὅταν καί τά μάτια τῆς ψυχῆς εἶναι στραμμένα στό Νυμφίο Χριστό. Ἕνα πανευφρόσυνο συναπάντημα καί σφιχταγκάλιασμα Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Πόση εὐτυχία στό συναπάντημα τοῦτο!
Ἄν ὁ Θεός δέν ἦταν Θεός τῆς ἀγάπης, δέ θά Τόν πιστεύαμε γιά ἀληθινό Θεό. Ἀλλ’ «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν». Καί τόση ἡ ἀγάπη Του, «ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχη ζωήν αἰώνιον» (Ἰω. Γ' 16).
Ἡ ἀγάπη τοῦ Σταυρωμένου Κυρίου εἶναι πάντα στή σκέψη τοῦ θείου Παύλου. Τόν συγκλονίζει καί τόν ἐμπνέει. «Ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν Ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφ. Ε΄ 2).
Ὁ Romano Guardini γράφει: «Ἄν κανείς ρωτοῦσε τήν Καινή Διαθήκη τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; θά τοῦ ἀπαντοῦσε μέ τίς λέξεις τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη: Ἐκεῖνο τό πλάσμα πού τόσο ἀγαπᾶ ὁ Θεός, ὥστε θυσίασε γι’ αὐτό τόν ἴδιο τόν Υἱό Του».
«Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀποκάλυψις καί τοῦ Μυστηρίου τῆς Πατρικῆς ἀγάπης», λέγει ὁ Ἀρχιμ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ. «Ἡ Θεία Ἀγάπη συνιστᾶ τόν πυρῆνα τοῦ προαιωνίου Εἶναι. Σ̓ αὐτήν συνίσταται τό κάλλος τῆς ἀνάρχου καί ἀσαλεύτου Βασιλείας».
Ὁ Θεός εἶναι Ἀγάπη. Ἄν δέν ἤτανε Ἀγάπη, δέ θά ̓τανε Θεός. Χρειάζονται καρδιές ἐπιδεκτικές αὐτῆς τῆς Ἀγάπης. Καί «ὅταν ἠ Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εὕρη καρδίαν ἑτοίμην νά ἀποδεχθῆ τήν φλόγα αὐτῆς, σκηνώνει εἰς αὐτήν», προσθέτει ὁ ἴδιος.
Συνέπεια τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἄπειρης θείας Ἀγάπης, εἰναι ἡ ἐλευθερία. «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τόν Χριστόν δι’ ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ὑπάρξεως αύτοῦ, τό πνεῦμα αὐτοῦ αἰσθάνεται τόν ὁρατόν τοῦτον κόσμον ὡς στενόν κελλίον φυλακῆς».
Ὑπέροχη τούτη ἡ ἐλευθερία τῆς θείας ἀγάπης. Ἀνεκτίμητο δῶρο.
Τό πιό βέβαιο στήριγμα πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά βασίσει πάνω σ’ αὐτό τἠ ζωή του - καί νά πεθάνει γἰ αὐτό - εἶναι ἠ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μονάχα μέ τή μεσολάβηση τοῦ Χριστοῦ μαθαίνουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι ἠ ἀγάπη τούτη ἀποκαλύφθηκε ὁλόλαμπρη στό Σταυρό.
«Αὐτός ἡμῶν ήράσθη πρῶτος, ἡμῶν ἐχθρῶν καί πολεμίων ὑπαρχόντων... Καί οὐκ ἠράσθη μόνον, ἀλλά καί ἠτιμάσθη ὑπέρ ἡμῶν, καί ἐρραπίσθη καί ἐσταυρώθη καί ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη καί διά τούτων ἁπάντων τόν περί ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα» (Μ. Φώτιος).
Εἰναι ἀβυθομέτρητος ὠκεανός οἱ εύεργεσίες τοῦ Θεοῦ σέ μάς. Τό ἀποκορύφωμα, δίχως ἀμφιβολία, ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μέ τἠ θυσία τοῦ Υἱοῦ Του. «Ἀλλ̓ἡμεῖς ἀπηνεῖς καί ὠμοί», λέγει μέ πικρία ὀ ἱερός Χρυσόστομος. Παραμένουμε σκληροί καί ἄγριοι, ἀναίσθητοι μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
«Ἀλλά γενώμεθά ποτέ ἥμεροι, καί φιλήσωμεν τόν Θεόν, ὡς φίλεῖν δεῖ». Ἄς γίνουμε ἥμεροι καί εὐγνώμονες, ὥστε νά Τόν άγαπήσουμε ὅπως πρέπει καί ὅπως Τοῦ ἀξίζει. «Τοῦτο γάρ, τοῦτο καί οὐρανῶν βασιλεία, τοῦτο ἀπόλαυσις ἀγαθῶν, τοῦτο ἡδονή, τοῦτο εὐφροσύνη, τοῦτο χαρά, τοῦτο μακαριότης μάλλον δέ ὅσα ἄν εἴπω, οὐδέν οὐδέπω παραστῆσαι δυνήσομαι πρός ἀξίαν, ἀλλ̓ ἡ πεῖρα μόνη τοῦτο διδάσκειν οἶδε τό καλόν».
Ὁ ἅγιος καί θεῖος τοῦτος ἔρωτας, συνοψίζει ὅλα τῆς γῆς καί τ’ οὐρανοῦ τα’ ἀγαθά. Καί κανένας δέ μπορεῖ νά τά περιγράψει, παρά μονάχα ὅποιος βαθυβιώνει τόν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ ἀπό προσωπική πεῖρα.
Ὕστερα ἀπ’ αὐτά, πῶς εἶναι δυνατό νά λησμονήσουμε ἕνα τέτοιο Θεό, μιά τέτοια Καρδιά; Πῶς εἶναι δυνατό νά Τόν χάσουμε ἀπό τό ὀπτικό μας πεδίο;
«Ἀεί μνημόνευε τοῦ Θεοῦ, καί οὐρανός ἡ διάνοιά σου γίνεται» λέει ὀ ἅγιος Νεῖλος.
Ἡ σκέψη τοῦ Θεοῦ - ἡ ἔντονη σκέψη τῆς ἀγάπης Του- δημιουργεῖ προπτωτικές πνευματικές καταστάσεις. Πλάθει κατά κάποιο ἐσωτερικό τρόπο, μιά ἔξαρση τοῦ «ἀρχαίου κάλλους». Δημιουργεί ἐντός μας μιά παραδεισένια ὑπαρξιακή κατάσταση. Ἡ πύλη τοῦ παραδεί- σου ἔκλεισε, σάν ὀ ἄνθρωπος λησμόνησε τό Θεό καί τήν άγάπη Του. Θά τήν ξανανοίξουμε μέ τήν ἔντονη νοσταλγική μας ἀναζήτησή Του.
Ὁ Θεός ἀναζητοῦσε τόν Ἀδάμ πού πῆγε νά κρυφτεῖ. Ἐμεῖς ἄς κάνουμε τό ἀντίθετο. Νά Τόν ἀναζητοῦμε κι ἄς φαίνεται πώς κρύβεται ἀπ’τά μάτια μας.
Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο Θεῖος Ἔρωτας
Πηγή: http://agiosdimitrioskouvaras.blogspot.gr/2013/10/blog-post_3506.html#more