«Κύριε, τήν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς σου τί μήνυμα ἤθελες νά μᾶς πεῖς»;
Βέβαια, ὁ Χριστός αὐτή τήν ἡμέρα «ἔκανε τό μωρό». Καί δέν μιλοῦσε μιλιά, δέν εἶπε ἀπολύτως τίποτε. Λέμε ὅτι ἔκανε τό μωρό, γιατί ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, δέν ὑπῆρξε ποτέ «μωρό» δηλαδή ἀνόητο πλάσμα. ᾿Αλλά ἦταν καί τότε ὁ πάνσοφος καί παντοδύναμος Θεός, ὁ Κυβερνήτης ὅλου τοῦ κόσμου.
῞Ομως κατά τό ἀνθρώπινο ἤθελε νά εἶναι ἕνα μωρό παιδάκι στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του. ῎Εδιδε τό παράδειγμα τῆς σιωπῆς, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἀναμονῆς καί πολλῶν ἄλλων ἀρετῶν, ἀρκεῖ νά ἔχουμε νοῦ, διάθεση καί δύναμη νά φιλοσοφήσουμε στό γεγονός τῆς γεννήσεώς του μέσα στό σταῦλο καί νά καταλάβομε τό μεγάλο του μήνυμα.
Σήμερα, δέν θά ψάξομε γιά τό μυστικό νόημα τῆς σιωπῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά θά ἀναζητήσομε τό μήνυμα τῆς ἑορτῆς, στίς φωνές πού ἀκούστηκαν ἐκείνη τήν νύχτα.
Ὄχι στίς ἄγριες φωνές τοῦ Ἡρώδη, τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, ἀλλά στίς φωνές τῶν ἀγγέλων. Οἱ φωνές τῶν ἀγγέλων εἶναι καί πρέπει νά εἶναι γλυκιές.
᾿Εμεῖς τά Χριστούγεννα ἔχομε πάντοτε διάθεση νά ἀκούσομε γλυκιές εὐχές καί νά φᾶμε γλυκά. Εἶναι ὅμως προτιμότερο, νά ἀκούσομε τό γλυκό μήνυμα τῶν Χριστουγέννων, παρμένο ἀπό τά λόγια τῶν ἁγίων ἀγγέλων.
Μόλις ὁ Χριστός γεννιόταν, στήν ὕπαιθρο τῆς Βηθλεέμ ἦταν μερικοί τσοπάνηδες, οἱ ὁποῖοι «ἐφύλασσον φυλακάς τῆς νυκτός ἀγραυλοῦντες». Ζοῦσαν στό ὕπαιθρο δηλαδή καί ἐκ περιτροπῆς ἀγρυπνοῦσαν, γιά νά φυλᾶνε τά πρόβατά τους ἀπό τούς λύκους. Ὄχι μόνο ἀπό ἀγρίους λύκους, ἀλλά καί ἀπό τούς νοητούς λύκους. Δηλαδή τούς ληστές.
Ἦταν βαθειά νύκτα· παγωμένη. Μά ξαφνικά μέσα στή σιγαλιά ἔλλαμψε ὁ τόπος. Καί φάνησαν δίπλα τους ἄγγελοι. Τούς εἶπε ἕνας ἄγγελος: «ἰδού εὐαγγελίζομαι ἡμῖν χαράν μεγάλην ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ». Νά τό μεγάλο μήνυμα τῆς ἑορτῆς. ῎Αγγελος Κυρίου ἀπό τόν οὐρανό μιλάει ἐξ ὀνόματος τοῦ Πατέρα τοῦ ἐπουρανίου καί κατ᾿ ἐντολήν του, γιά νά περιγράψει τό ἔργο καί τήν ἀποστολή ἐκείνου πού ἦταν πραγματικό βρέφος καί νήπιο, μά ὄχι καί «μωρό».
«᾿Ιδού εὐαγγελίζομαι ἡμῖν χαράν μεγάλην, ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ». Μερικοί ἀκούγοντας τά λόγια αὐτά, βγάζουν τό συμπέρασμα, ὅτι τό μήνυμα τῆς ἑορτῆς εἶναι ὅτι ὁ Χριστός ἔφερε μεγάλη χαρά καί πρέπει ἀπό ἐδῶ καί πέρα νά ἔχομε γεμίσει ὅλοι μέ χαρά. Καί ἡ ζωή μας νά εἶναι ἕνας Εἰρηνικός ὠκεανός χαρᾶς. ᾿Αλλά ὁ ἄγγελος δέν εἶπε: «σᾶς φέρνω τό μήνυμα ὅτι ἀπ᾿ ἐδῶ καί πέρα θά κολυμπᾶτε στή χαρά». Εἶπε: «σᾶς φέρνω τό χαρμόσυνο μήνυμα ὅτι «ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ»».
῾Η χαρά εἶναι ὅτι γεννήθηκε ὁ Σωτήρας. ῎Οχι ὅτι ἀπ᾿ ἐδῶ καί πέρα τελεία καί παύλα, ἔξω ἡ στενοχώρια, ἔξω οἱ πίκρες, ἔξω τά φαρμάκια καί... μόνο χαρά.
Νά τό προσέξωμε ἰδιαίτερα, γιατί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, μέ τό δίκιο μας, μέσα στίς πολλές πίκρες τῆς ζωῆς, πού εἶναι ὅπως λένε φιλόσοφοι, ψυχολόγοι καί κοινωνιολόγοι ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή μία κοιλάδα θλίψεων, λαχταρᾶμε τήν χαρά. Θέλομε νά γεμίσει ἡ ζωή μας χαρά, ὅπως ὅμως τήν καταλαβαίνομε. Γι᾿ αὐτό ξεχνᾶμε τί νόημα εἶχε τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου «Εὐαγγελίζομαι ἡμῖν χαράν μεγάλην».
Καί λοιπόν, δώστου εὐχές. «Χαρούμενα Χριστούγεννα, Χαρούμενα Χριστούγεννα».
Μά ἄν ὁ Χριστός γεννήθηκε γιά νά μᾶς σώσει, γιατί δέν εὐχόμαστε: «καλή ψυχή, καλό παράδεισο, καλή σωτηρία; Νά πραγματοποιηθεῖ καί γιά μᾶς τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπιση του»;
Ἄς μιλήσουμε λίγο γιά τήν χαρά ὅπως τήν βλέπομε ἐμεῖς. Ὄχι ὅπως μᾶς τήν εἶπε ὁ ἄγγελος. Γιά φαντασθῆτε νά τόν εἴχαμε σήμερα ἀπέναντί μας τόν ἄγγελο, πού εἶπε τό χαρμόσυνο μήνυμα στούς ποιμένες. Τί θά τοῦ λέγαμε;
-῎Ελα ἐδῶ ἄγγελέ μου. Ποῦ τήν εἶδες τήν χαρά. Ποιά χαρά μᾶς ἔφερες; ῾Η ζωή μας εἶναι γεμάτη δοκιμασίες καί θλίψεις.
Τί θά μᾶς ἔλεγε ὁ ἄγγελος;
-Ναί! Εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην. ῎Οχι ἁπλῶς κάποια χαρά... Διότι, «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ». ῾Η χαρά δέν θά προέλθει ἀπό ἄλλον. Θά ἔλθει ἀπό τόν Σωτήρα. Ἄν τοποθετηθῆτε σωστά ἀπέναντί του, οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες θά μεταβληθοῦν σέ χαρά.
Γιατί;
Λέει ἡ Γραφή: «Κεκράξεται πρός με καί ἐπακούσομαι αὐτοῦ». «Μετ᾿ αὐτοῦ εἰμί ἐν θλίψει· ἐξελοῦμαι αὐτόν καί δοξάσω αὐτόν».
Ποιός εἶναι αὐτός πού γεννήθηκε; ῾Ο παντοκράτωρ καί παντοδύναμος Θεός. ῎Επαψε μήπως νά εἶναι παντοκράτωρ καί παντοδύναμος; Ὄχι. Φώναξέ του λοιπόν καί θά σέ ἀκούσει. Μᾶς εἶπε:
Ὅταν εἶσαι στενοχωρημένος, ἐγώ θά εἶμαι δίπλα σου.
Ἀλλά νά ρωτήσουμε:
-Ὅσο στενοχωρημέ¬νος καί ἄν εἶσαι, νομίζεις ὅτι ἔχεις τήν ἴδια τήν πίκρα, πού εἶχε ὁ Χριστός στή Γεθσημανῆ; Τότε πού ἔτρεχε ὁ ἱδρώτας του ὡς θρόμβοι αἵματος ἀπό τήν ἀγωνία;
• Καί ἄν μέσα στήν πίκρα σου ἔβλεπες τόν Χριστό δίπλα σου, τί θά ἔλεγες;
• Ἄν εἶχες τήν χαρά νά τόν αἰσθανθεῖς δίπλα σου, θά ἔμενε ἴχνος λύπης στήν ψυχή σου;
Ποιός φταίει, ὅταν μερικές φορές πού εἴμαστε στενοχωρημένοι, κλειδώνουμε τό στόμα, βάζομε τό κεφάλι ἀνάμεσα στά γόνατα καί ξεχνᾶμε νά μιλήσουμε στό Θεό; Ποιός θά δεῖ τόν Χριστό καί δέν θά γεμίσει εἰρήνη, γαλήνη, χαρά; Ἅμα ἔρθει ὁ Χριστός κοντά μας, τί ἔχομε νά φοβηθοῦμε;
Τήν ἁγία Παρασκευή τήν ἔβαλαν σ’ ἕνα καζάνι πίσσα πού ἔβραζε. Καί μέ τό Χριστό κοντά της, ἡ πίσσα ἔγινε δροσερό νεράκι. Γιατί ὀλιγοπιστοῦμε; Μήπως ὁ Χριστός τότε ἦταν δυνατός, ἐνῶ σήμερα εἶναι ἀδύνατος;
«Ὁ Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας».
῎Αν λοιπόν ἔχεις πίκρες καί θλίψεις εἶναι φυσικώτατο.
Μπορεῖς νά ζεῖς στήν κοιλάδα τῶν θλίψεων καί νά μήν τίς δοκιμάσεις; Παρακάλεσε τόν Κύριο καί θά σοῦ δώσει τουλάχιστο τήν ἐσωτερική χαρά πού χρειάζεται, γιά νά ἔχεις εἰρήνη. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά χορέψεις. Εἶναι ἀρκετό νά φύγει ἡ θλίψη καί νά ἠρεμήσεις.
Χαρά μεγάλη μᾶς εὐαγγελίζεσαι ἅγιε ἄγγελε;
Μά ἐγώ θυμᾶμαι τίς ἁμαρτίες μου καί πονάω!
Βέβαια, τή σημερινή ἐποχή, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού θυμοῦνται τίς ἁμαρτίες τους, ἀλλά τέλος πάντων...
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι δέν σκεπτόμαστε τό βάρος τῆς ἁμαρτίας. Νά ἡ μεγάλη μας τραγωδία. Ἄν τίς σκεπτόμαστε θά ξέραμε ὅτι εἶναι «τεῖχος ἀντιδέρον μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί ἡμῶν». Τί σημαίνει «ἀντιδέρον»;
Ἀλλοῦ ὁ Θεός· ἀλλοῦ ἐμεῖς.
Τώρα δέν καταλαβαίνομε τί σημαίνει νά εἶσαι μακρυά ἀπό τόν Θεό. Γιά περίμενε λιγάκι νά κλείσει τό φύλλο τῆς ζωῆς, νά φύγεις ἀπό τήν περίοδο τῶν ἀγώνων καί νά πᾶς στήν περίοδο τῶν στεφάνων ἤ τῶν τιμωριῶν. Νά βρεθεῖς ἐκεῖ μόνος μέ τίς ἁμαρτίες σου.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ χειρότερη πίκρα καί θλίψη.
Ἄν τό συνειδητοποιούσαμε, θά θέ¬λαμε νά τίς πετάξομε ἀπό πάνω μας, γιά νά γλυκάνει ἡ ψυχή μας. ῾Η ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία τίς ἔβγαλε ἀπό πάνω της καί γέμισε χαρά. Καί τόσοι ἄλλοι ἄνθρωποι τίς ἔβγαλαν. Πῶς;
Μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ!
«᾿Ιδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ». ᾿Εκεῖνος πού θά σᾶς καθαρίσει ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας.
Σ’ αὐτή τή ζωή ἔχομε τήν δυνατότητα νά γίνομε ἄγγελοι ἤ νά ἀποκτηνωθοῦμε. Πολύ τολμηρή διάκριση. Μά δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐπιλογή.
Τήν χαρά πού ζητᾶς, τήν θέλεις γιά τό σῶμα;
Ψάχνεις γιά χάρα σωματική; Μέ τήν ἡδονή, τήν διασκέδαση, τήν καλοπέραση;
Ἤ ἐνδιαφέρεσαι νά ἀποκτήσεις τήν χαρά τῆς ψυχῆς;
Μέ τήν ἀγάπη, τήν καλωσύνη, τήν πνευματική προκοπή, τήν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ;
Στήν πρώτη περίπτωση, τό καταλαβαίνεις πού φτάνεις. Στή δεύτερη γίνεσαι ἄγγελος.
Τουλάχιστον, ἔστω καί ἄν δέν εἴμαστε ἄγγελοι νά ξέρομε ὅτι ἡ ἄλλη κατάσταση, εἶναι παρά φύσιν κατάσταση. Ἀπό τήν ὁποία πρέπει σιγά-σιγά νά ἐλευθερωθοῦμε γιά νά γίνομε μέ τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ, μέ τό ἔλεός του, μέ τήν δύναμή του ἄγγελοι. Γι᾿ αὐτό λέμε στίς εὐχές: «συγγνώμην καί ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν πλημμελημάτων ἡμῶν, παρά τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα».
᾿Ερώτημα: Ἄν δέν γινόμαστε ἄγγελοι ἀλλά δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας ποιός φταίει; Μήπως ὁ Χριστός;
῎Ας συνεχίσομε. «Ἐξαίφνης σύν τῷ ἀγγέλῳ ἐγένετο πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου». Πρῶτα ἦταν ἕνας ἤ δύο ἄγγελοι, ἀλλά ξαφνικά «ἐγένετο σύν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου». Κατέβηκαν χιλιάδες ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό, ὁρατοί στούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν ὅλοι μαζί, νά ψάλλουν τό «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Τόν ὡραιότερο ὕμνο τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Δέν ὑπάρχει ἡμέρα πού νά μήν τόν ποῦμε στίς ἀκολουθίες τουλάχιστον δυό-τρεῖς φορές. Μά καί ὁ καθένας μας πρέπει νά τόν λέει πολύ περισσότερες.
«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ». Γιατί δοξάζομε τόν Θεό; ᾿Απάντηση: Διότι «οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλ’ αὐτός ὁ Κύριος ἔσωσεν ἡμᾶς». Δέν ἔστειλε τόν ὑπηρέτη του ὁ Θεός νά μᾶς σώσει. Ἦρθε αὐτός ὁ ἴδιος.
Γι᾿ αὐτό καί λέμε: «ὑμνοῦμέν σε, εὐλογοῦμέν σε, προσκυνοῦμέν σε, δοξολογοῦμέν σε, εὐχαριστοῦμέν σοι διά τήν μεγάλην σου δόξαν». Ποιά εἶναι ἡ μεγάλη δόξα τοῦ Θεοῦ;
Ὅτι «῞Οπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις». Ἡ ἁμαρτία μας ἦταν «μέ τό τσουβάλι», τεῖχος «ἀντιδέρον». Κανονικά, δέν ἔπρεπε μέ κανένα τρόπο νά βροῦμε ἐπαφή μέ τό Θεό. Μά ὁ Χριστός τό παραμέρισε ὁλόκληρο τό τσουβάλι, τό βουνό.
᾿Ωκεανός ἡ ἁμαρτία;
Πέντε ὠκεανοί ἡ χάρη καί ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Νά μήν ὑπάρξει περίπτωση, πού νά μήν μπορεῖ νά σωθεῖ ἄνθρωπος, ἔστω καί ἄν εἶναι ἁμαρτωλός σάν τόν Βεελζεβούλ.
Καί ὁ Βεελζεβούλ θά σωνόταν, ἀρκεῖ νά ἔλεγε: «ἐλέησέ με Θεέ μου, συγχώρησέ με, ἐπικαλοῦμαι τό ὄνομά σου τό ἅγιον Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, πού ἦρθες νά μᾶς σώσεις».
Ξέρετε τί φοβερό πρᾶγμα εἶναι, νά ἀρκεῖ νά ἐπικαλεστεῖς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά σωθεῖς; Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη δόξα τοῦ Κυρίου. ῾Η ἀπέ¬ραντη φιλανθρωπία του.
Δηλαδή, γιά νά πᾶς στόν παράδεισο, ἀρκεῖ νά σταθεῖς πέντε λεπτά μπροστά στόν παπᾶ, νά πεῖς τίς ἁμαρτίες σου, νά ἁπλώσει τό πετραχηλάκι του καί νά σοῦ διαβάσει τρεῖς λεξοῦλες. Νά σοῦ κάνει στό κεφάλι ἕνα Σταυρό καί νά σοῦ πεῖ: «Ἄντε. Μήν τά ξαναθυμᾶσαι αὐτά πού μοῦ εἶπες. Συγχωρέθηκαν».
Καί μετά νά ἔχεις τό δικαίωμα, νά πᾶς νά φᾶς «τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Γιατί ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θυμᾶστε τό τροπάριο πού λέμε τήν ἡμέρα τῆς ᾿Αναστάσεως; «Βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν». ῞Οποιος βάζει στό στόμα του τό τίμιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τήν Βασιλεία του τρώει.
᾿Αλλά ἐμεῖς εἴμαστε τόσο καθυστερημένοι, ἐξ ὑπαιτιότητός μας, ὥστε δέν ξέρομε τί θησαυρό ἔχομε στά χέρια μας.
Ἄς προχωρήσομε λίγο. «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη».
῎Εφερε ὁ Χριστός στή γῆ τήν εἰρήνη. Τί σημαίνει εἰρήνη;
Ἕνας ἀσκητής, λεγόταν ᾿Ιωάννης, ζοῦσε στήν ἔρημο.
Αὐτός ὁ ᾿Ιωάννης, ἀπόκτησε βαθειά εἰρήνη καί γαλήνη. Ἦταν γεμάτος χαρά. Ποιός δέν τήν θέ¬λει τήν εἰρήνη καί τή γαλήνη; Στενοχώριες δέν εἶχε.
᾿Αλλά μία μέρα τοῦ ἦρθε ὁ σωτήριος λογισμός:
«Μέχρι σήμερα, ἐμπιστεύομαι μόνο τόν ἑαυτό μου. Καί νομίζω ὅτι βαδίζω σωστά. Αὐτό δέν εἶναι καλό. Ἄς ρωτήσω τόν πνευματικό μου νά ἀξιολογήσει ἐκεῖνος τήν πορεία μου».
Πάει λοιπόν στόν πνευματικό του, καί τοῦ λέει:
-Χρόνια τώρα δέν ἔχω καμμία στενοχώρια, ἡ ζωή μου εἶναι γεμάτη εἰρήνη καί χαρά. Τί λές, καλά βαδίζω;
Τοῦ λέει ὁ πνευματικός:
-Δέν πᾶς καλά. Δέν εἶναι καλή κατάσταση αὐτή πού ἔχεις. Γύρισε στό κελλί σου καί παρακάλεσε τόν Θεό νά σοῦ στείλει πόλεμο, πειρασμούς, θλίψεις. Γιατί χωρίς πίκρες καί στενοχώριες ὁ ἄνθρωπος μπροστά δέν πάει. Οὔτε ἔρχεται ἡ ἀληθινή χαρά τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά του.
Ἐπιστρέφει ὁ ἀσκητής στό κελλί του, γονατίζει καί παρακαλεῖ τόν Θεό:
«Θεέ μου κάνε αὐτό πού εἶπε ὁ πνευματικός μου».
Καί νά, τοῦ ἔρχονται κάτι θλίψεις· κάτι στενοχώριες...
Τρέχει στόν πνευματικό:
-Πλάκωσαν περισσότερες θλίψεις ἀπ᾿ ὅσες φανταζόμουνα. Μήπως Γέροντα εἶναι περισσότερες ἀπ᾿ ὅσες ἤθελες νά μοῦ πεῖς; Τί κάνω τώρα;
Τοῦ λέει ὁ πνευματικός:
-Τώρα νά παρακαλεῖς τό Θεό, νά σοῦ δίνει ταπείνωση, ὑπομονή καί δύναμη. Καί θά δεῖς τήν μεγαλωσύνη τοῦ Κυρίου. Θά γεμίσει ἡ ζωή σου ἀπό κάθε καλό, ἀπό εὐλογία καί χάρη. Ἔτσι θά ἀποκτήσεις ἀληθινή εἰρήνη καί χαρά. Γιατί ἐκείνη πού εἶχες προηγουμένως, χωρίς νά περάσεις ἀπό θλίψεις καί δοκιμασίες, δέν ἦταν ὑγιής χριστιανική χαρά.
Πῶς θά ἀποκτήσωμε τήν τελεία εἰρήνη καί τήν τελεία χαρά;
• «Διά τοῦ σταυροῦ». «᾿Ιδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
• Καί διά τῆς ταπεινώσεως τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, πού ἐνῶ ἦταν ὁ ἄναρχος καί τέλειος Θεός, «δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέ¬ραν σωτηρίαν», ὄχι γιά πράγματα ἀστεῖα, ἔγινε ἄνθρωπος καί ἐγεννήθη στό σπήλαιο.
Δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε, ὅτι «σπήλαιο» σημαίνει ἔσχατο ἐξευτελισμό, κοπριά, βρώμα, ταλαιπωρία, κρύο. Ὅλα τά κακά. ῞Οταν θέ¬λουμε νά ἐξευτελίσουμε ἕναν τοῦ λέμε: «γεννήθηκες σέ σπίτι πού δέν εἶχε πόρτα»;
Τό σπήλαιο εἶναι χειρότερο ἀπό σπίτι πού δέν εἶχε πόρτα!
Τελειώνοντας ἄς θυμηθοῦμε τόν ὕμνο: «Χριστός γεννᾶται· δοξάσατε». Γιατί μᾶς ἔφερε ὅλα τά καλά.
«Χριστός ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε». Νά τρέξουμε στή ἐκκλησία νά τόν ἀπαντήσουμε. Νά τόν χαιρετήσουμε. Νά τόν προσκυνήσουμε, σάν νά εἴμαστε στό σπήλαιο.
Τί περισσότερο θέλομε νά δοῦμε;
Νά πᾶμε μήπως νά προσκυνήσουμε στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ;
Προσκυνοῦμε κάτι περισσότερο ὅταν μπαίνουμε στήν Ἐκκλησία καί γονατίζομε μπροστά στήν ῾Αγία Τράπεζα. Γιατί ἐκεῖ στέκει ὁ Χριστός. Μᾶς εὐλογεῖ καί μᾶς ἀκούει.
Νά παρακαλέσομε τόν Κύριο:
«῎Ανοιξε Χριστέ μου τήν διάνοιά μας, τά μάτια μας, νά σέ βλέπουμε καί νά σέ καταλαβαίνουμε. Βοήθησέ μας μέ τήν χάρη σου, νά καταλάβουμε τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεώς σου, τοῦ ἐλέους σου, τή μεγάλη σου δόξα, τή μεγάλη σου φιλανθρωπία γιά μᾶς».
Μέ τέτοια αἰσθήματα, νά γιορτάσουμε τά ῞Αγια Χριστούγεννα, τή μεγάλη γιορτή τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ.
Θά εὐχηθοῦμε βέβαια «χαρούμενα Χριστούγεννα»... Ἀλλά ὄχι «χαζοχαρούμενα». Ἄς φᾶμε καί κανένα γλυκό, ἄς ποῦμε καί γλυκά λόγια. Ἀλλά πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νά φροντίσομε ἡ γλύκα τῆς πίστης καί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, νά κυριαρχήσει στίς ψυχές μας.
Καί νά κάνουμε ὅτι μποροῦμε, γιά νά κυριαρχήσει καί σέ ἄλλες ψυχές.
Γιατί ὅπως οἱ ἄγγελοι μᾶς ἔφεραν τό οὐράνιο μήνυμα, ἔτσι καί ἐμεῖς ἔχομε ὑποχρέωση, νά μεταφέρουμε τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, σέ ἐκείνους πού τό ἔχουν ἀνάγκη.
Τά λόγια τῶν ἀγγέλων ἦταν ἁπλά. Ὄχι φιλοσοφίες.
Μποροῦμε νά ποῦμε λίγα ἁπλά λόγια. Μέ τά ἁπλά λόγια, καί ἡ δική μας ψυχή γεμίζει εἰρήνη καί χαρά, ἀλλά καί τῶν ἄλλων ἀνθρώπων οἱ ψυχές, πού εἶναι γύρω μας. Μόνο πού τά λόγια αὐτά πρέπει νά βγαίνουν ὄχι ἀπό χείλη, ἀλλά ἀπό τήν καρδιά.
Νά τά λέμε μέ ἀγάπη καί πόνο. Γιατί καί ὁ Χριστός ἀπό τήν πολλήν αὐτοῦ ἀγάπην «ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς», ἦλθε καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς.
῾Ο Θεός, νά δώσει νά περάσομε τίς ἅγιες ἑορτές μέ πνευματική ἀνάταση, εὐλογία, χάρη.
Καί νά μᾶς ἀξιώσει τῶν θείων δωρεῶν του. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στό Πνευματικό Κέντρο Πρεβέζης στίς 20/12/1993